Της ISABELLE SAINT-MEZARD*
Παρ’ όλο που οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Τελ Αβίβ και Νέου Δελχί μετρούν λιγότερα από είκοσι χρόνια, οι δύο πρωτεύουσες έχουν αναπτύξει ένα πυκνό δίκτυο σχέσεων, ιδιαίτερα στον στρατιωτικό τομέα, συντηρώντας το όραμα ενός στρατηγικού τριγώνου μεταξύ Ισραήλ, Ινδίας και ΗΠΑ.
Η επίσκεψη του Αριέλ Σαρόν στο Νέο Δελχί επισφράγισε μια συνεργασία που, μεταξύ άλλων, έχει αναβαθμίσει τις ένοπλες δυνάμεις της Ινδίας.
Με διαφορά ενός χρόνου, το 1947 και το 1948 αντίστοιχα, γεννήθηκαν μέσα από τα ερείπια της βρετανικής αυτοκρατορίας η Ινδία και το Ισραήλ, ύστερα από διαδικασίες βίαιου διαμοιρασμού εδαφών. Και οι δύο χώρες βρέθηκαν εγκλωβισμένες σε περίπλοκες διενέξεις, που είχαν σημαδευτεί και από πρότερες ένοπλες συγκρούσεις. Ωστόσο, οι ομοιότητες αυτές δεν δημιούργησαν ιδιαίτερους δεσμούς μεταξύ τους. Αντιθέτως, μάλιστα.
Από τη δεκαετία του ’20, οι ηγέτες του ινδικού εθνικιστικού κινήματος είχαν ενώσει τις φωνές τους με τους Αραβες της Παλαιστίνης ενάντια στον βρετανικό ιμπεριαλισμό και αντιτίθεντο στα σχέδια των σιωνιστών για τη δημιουργία εβραϊκού κράτους. Η Ινδία καταψήφισε το σχέδιο διαμοιρασμού της Παλαιστίνης στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, στις 29 Νοεμβρίου 1947, και δεν αναγνώρισε το Ισραήλ παρά το 1950. Μέχρι τη δεκαετία του ’80, συνέχισε να συμπλέει με τις αραβικές χώρες (στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και του Κινήματος των Αδεσμεύτων) υπερασπίζοντας το δικαίωμα των Παλαιστινίων να ιδρύσουν ανεξάρτητο κράτος.
Η διπλωματική της στάση, όμως, δεν ήταν απαλλαγμένη από σκοπιμότητες. Το Νέο Δελχί ανησυχούσε για το ενδεχόμενο στήριξης των πακιστανικών διεκδικήσεων στο Κασμίρ από πλευράς των μουσουλμανικών κρατών. Μέτρησαν, βέβαια, και άλλες σκοπιμότητες. Ειδικότερα στο ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας, η Ινδία εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τις χώρες της Μέσης Ανατολής για τον ανεφοδιασμό της σε πετρέλαιο. Επιπλέον, στηριζόταν στα εμβάσματα των πολυάριθμων Ινδών που εργάζονταν στις χώρες του Κόλπου, για να συγκρατήσει το σοβαρό έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών της κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές της δεκαετίας του ’90 (1).
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΑΦΕΣ
Παρ’ όλα αυτά, με την πάροδο του χρόνου, το χάσμα μεταξύ Ινδίας και Ισραήλ μίκρυνε. Ηδη από τη δεκαετία του 1960, οι δύο χώρες άρχισαν μυστικές επαφές στον στρατιωτικό τομέα και στις υπηρεσίες πληροφοριών. Ετσι, το Ισραήλ προσφέρθηκε να βοηθήσει τις ινδικές ένοπλες δυνάμεις στη διένεξη με την Κίνα (το 1962) και, στη συνέχεια, με το Πακιστάν (το 1965 και το 1971). Μάλιστα, το 1978, ο ισραηλινός υπουργός Αμυνας, Μοσέ Νταγιάν, πραγματοποίησε μυστική επίσκεψη στην Ινδία, για να συζητήσει το ενδεχόμενο στρατιωτικής συνεργασίας. Τελικά, το 1992, το Νέο Δελχί εγκαινίασε επίσημες διπλωματικές σχέσεις με το Τελ Αβίβ. Η απόφαση αυτή διευκολύνθηκε από τη διεθνή συγκυρία, που είχε σημαδευτεί από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και από τη Διάσκεψη της Μαδρίτης για τη Μέση Ανατολή, τον Οκτώβριο του 1991, στην οποία είχαν διαφανεί κάποιες προοπτικές ειρήνης. Απέρρεε, όμως, εξίσου και από την απογοήτευση μπροστά στα πενιχρά αποτελέσματα της μέχρι τότε πολιτικής. Η Ινδία, όχι μόνο δεν είχε καταφέρει να εξουδετερώσει την επιρροή του Πακιστάν στις αραβικές χώρες, αλλά είχε δει πολλές φορές τον Οργανισμό Ισλαμικής Συνδιάσκεψης να υιοθετεί αποφάσεις που καταδίκαζαν τις θέσεις της στο ζήτημα του Κασμίρ.
Μπορεί τις διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ να τις εγκαινίασε το (κεντροαριστερό) Κόμμα του Κογκρέσου, αλλά ήταν το εξτρεμιστικό ινδουιστικό κόμμα, το Κόμμα του Ινδικού Λαού (Bharatiya Janata Party, ΚΙΛ), που, όταν ήρθε στην εξουσία (1998-2004), έδωσε στη συνεργασία ώθηση και ουσιαστικό περιεχόμενο. Καχύποπτο, αν όχι εχθρικό, απέναντι στον μουσουλμανικό κόσμο, το ΚΙΛ δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να εκδηλώσει ανοιχτά τη συμπάθειά του προς το Ισραήλ. Είναι αλήθεια ότι, με όρους εσωτερικής πολιτικής, το ινδουιστικό κόμμα δεν ένιωσε ποτέ να περιορίζεται από τις διαθέσεις της μουσουλμανικής μειονότητας της Ινδίας -σε αντίθεση με το Κόμμα του Κογκρέσου. Η συγκυρία μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ενίσχυσε περισσότερο τους νέους δεσμούς, καθώς η κυβέρνηση συνασπισμού του ΚΙΛ προώθησε την ιδέα του μετώπου των φιλελεύθερων δημοκρατιών απέναντι στην απειλή της ισλαμικής τρομοκρατίας. Και, συμβολικά, υποδέχθηκε τον ισραηλινό πρωθυπουργό Αριέλ Σαρόν, τον Σεπτέμβριο του 2003, για να τιμήσουν… την επέτειο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ.
Η πολιτική αυτή θεώρηση οδήγησε στο όραμα ενός στρατηγικού τριγώνου μεταξύ Ισραήλ, Ινδίας και Ηνωμένων Πολιτειών(2), ιδέα που διατυπώθηκε δημόσια πρώτη φορά στις 8 Μαΐου 2003 από τον τότε σύμβουλο εθνικής ασφάλειας της Ινδίας, Μπρατζές Μίσρα, στο δείπνο της ετήσιας συνόδου της American Jewish Committee (Αμερικανοεβραϊκή Επιτροπή): «Το κύριο θέμα μας εδώ είναι να θυμηθούμε όλοι μαζί τη φρίκη της τρομοκρατίας και να εγκωμιάσουμε τη συμμαχία των ελεύθερων κοινωνιών που μάχονται κατά της μάστιγας αυτής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ινδία και το Ισραήλ υπήρξαν οι κύριοι στόχοι της τρομοκρατίας. Πρέπει να αντιμετωπίσουν από κοινού το τερατώδες φαινόμενο της σύγχρονης τρομοκρατίας(3)». Στη συνέχεια, έγιναν συζητήσεις μεταξύ των εκπροσώπων των τριών κυβερνήσεων, ιδιαίτερα για θέματα άμυνας και καταστολής της τρομοκρατίας, ενώ, στο παρασκήνιο, εξελισσόταν μια αποφασιστική προσέγγιση μεταξύ των φιλο-ινδικών και των φιλο-ισραηλινών ομάδων πίεσης στην Ουάσιγκτον.
Το 2004, η επιστροφή του Κόμματος του Κονγκρέσου στην εξουσία, ως επικεφαλής κυβέρνησης συνασπισμού, άμβλυνε τη συγκεκριμένη ιδεολογική διάσταση. Κατά βάθος, όμως, ο πυρήνας της ινδο-ισραηλινής σχέσης δεν επηρεάστηκε καθόλου. Γιατί άπτεται των τομέων προτεραιότητας της άμυνας και της ασφάλειας.
Βέβαια, οι δεσμοί έχουν διαφοροποιηθεί και συνάπτονται συνεργασίες στους κλάδους της γεωργίας, του τουρισμού, των επιστημών και της τεχνολογίας. Οι εμπορικές συναλλαγές, παρ’ ότι συνδέονται κυρίως με τη βιομηχανία διαμαντιών (το 2008, αντιστοιχούσε σχεδόν στο 50% του συνολικού όγκου εισαγωγών και εξαγωγών μεταξύ των δύο χωρών) (4), πέρασαν από τα 200 εκατ. δολάρια το 1992, στα 4 δισ. δολάρια το 2008. Η αμυντική βιομηχανία, πάντως, παραμένει στον πυρήνα της συνεργασίας.
Η επιβίωση της ισραηλινής βιομηχανίας όπλων εξαρτάται από τις εξαγωγές της. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90, οι εξαγωγές κατευθύνονταν κυρίως προς την Κίνα. Το βέτο, όμως, που έθεσαν οι ΗΠΑ για τη μεταφορά ευαίσθητων τεχνολογιών προς το Πεκίνο, υποχρέωσε το Τελ Αβίβ να στραφεί προς άλλες αγορές, μεταξύ των οποίων και η Ινδία. Ο αναπροσανατολισμός αυτός αποδείχθηκε επικερδής, καθώς πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο που η οικονομική ανάπτυξη επέτρεπε επιτέλους στο Νέο Δελχί να χρηματοδοτήσει τις (σημαντικές) αμυντικές ανάγκες του. Από την πλευρά της, η Ινδία αναζητούσε νέους προμηθευτές, καθώς τα ρωσικά εργοστάσια δεν κάλυπταν παρά σε μικρό βαθμό το κενό που άφησε η εξαφάνιση του πάλαι ποτέ σοβιετικού εταίρου (πολλές αλυσίδες παραγωγής της σοβιετικής βιομηχανίας όπλων διαλύθηκαν ή αποδιοργανώθηκαν για πολύ καιρό μετά το 1991). Τέλος, οι ΗΠΑ προσέγγιζαν και αυτές την Ινδία, γεγονός που διευκόλυνε τη μεταφορά τεχνολογίας.
Τα ισραηλινά ραντάρ Φάλκον [συστήματα επιτήρησης που ανέπτυξε η Israel Aerospace Industry για λογαριασμό της ινδικής αεροπορίας(5)] αποτελούν καλό παράδειγμα. Αφού είχε απαγορεύσει την πώλησή τους στην Κίνα το 2000, η Ουάσιγκτον την επέτρεψε για την Ινδία. Το Νέο Δελχί έβγαλε ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα από την εμπειρία αυτή: η προσέγγιση με το Τελ Αβίβ θα του έδινε τη δυνατότητα πρόσβασης σε τεχνολογίες αιχμής που οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν απρόθυμες να εξαγάγουν.
Ετσι, μέσα σε μία δεκαετία, το Τελ Αβίβ επιβλήθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές όπλων στην Ινδία, η οποία έγινε πλέον η πρώτη εξαγωγική αγορά του. Το ύψος των συμβάσεων που συνάφθηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια υπολογίζεται γύρω στα 10 δισεκατομμύρια δολάρια(6). Η ευελιξία και η γρήγορη ανταπόκριση αποτέλεσαν τα μεγάλα πλεονεκτήματα του Ισραήλ. Ευελιξία, γιατί η χώρα προσαρμόστηκε ευθύς εξαρχής στις ιδιαιτερότητες των ινδικών ενόπλων δυνάμεων, το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού των οποίων είναι ρωσικής ή σοβιετικής προέλευσης -και, έτσι, προέκυψαν οι επικερδείς συμβάσεις για τον εκσυγχρονισμό των ρωσικών οπλικών συστημάτων: τεθωρακισμένα, αεροπλανοφόρα, ελικόπτερα και μαχητικά αεροσκάφη εξοπλίστηκαν όλα με ισραηλινά ηλεκτρονικά συστήματα. Γρήγορη ανταπόκριση, με τον επείγοντα ανεφοδιασμό του ινδικού στρατού με πολεμικό υλικό κατά τη διάρκεια της σύρραξης με το Πακιστάν στο Κασμίρ, το 1999, γνωστής με το όνομα «κρίση του Καργκίλ»(7).
ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Η βιομηχανική συνεργασία επικεντρώθηκε σε δύο κλάδους αιχμής τα ραντάρ επιτήρησης και τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη από τη μία πλευρά, και τα πυραυλικά συστήματα από την άλλη. Για τον πρώτο κλάδο, το 2004 υπογράφτηκε σύμβαση προμήθειας τριών συστημάτων ραντάρ Φάλκον, ύψους 1,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Οσον αφορά τους πυραύλους Μπαράκ, η συνεργασία ξεκίνησε το 2001, με σύμβαση ύψους 270 εκατομμυρίων δολαρίων για την προμήθεια συστήματος άμυνας από θαλάσσης. Πέρασε σε νέα φάση τον Ιανουάριο του 2006, όταν οι δύο χώρες αποφάσισαν να αναπτύξουν από κοινού τη νέα γενιά του πυραυλικού συστήματος. Προχωρώντας σε μεταφορές τεχνολογίας, το Ισραήλ κατάφερε να ανταγωνιστεί τους Ρώσους, οι οποίοι επίσης συνεργάζονταν με τους Ινδούς για την κοινή ανάπτυξη πυραύλων θαλάσσης. Τέλος, το 2007, Ινδία και Ισραήλ ανακοίνωσαν σχέδιο συμφωνίας ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την εγκατάσταση αντιαεροπορικού συστήματος στους πυραύλους Μπαράκ, οι οποίοι, στην περίπτωση αυτή, θα προορίζονταν για την ινδική αεροπορία και τον στρατό ξηράς.
Αλλος ευαίσθητος τομέας συνεργασίας; Η δορυφορική τεχνολογία. Τον Ιανουάριο του 2008, η Ινδία εκτόξευσε για λογαριασμό του Ισραήλ κατασκοπευτικό δορυφόρο τελευταίας γενιάς, με σκοπό την παροχή πληροφοριών γύρω από τις ιρανικές στρατηγικές εγκαταστάσεις. Τον Απρίλιο του 2009, η Ινδία εκτόξευσε και άλλον δορυφόρο, αυτή τη φορά για δικό της λογαριασμό, και μάλιστα επειγόντως, έπειτα από τις επιθέσεις στη Βομβάη, τον Νοέμβριο του 2008, οι οποίες άφησαν πίσω τους εκατόν εβδομήντα νεκρούς και αποκάλυψαν σοβαρά κενά στην επιτήρηση του ινδικού εδάφους. Πάντα στο πλαίσιο της «μετά Βομβάη» συγκυρίας, αγόρασε ισραηλινά ραντάρ έναντι 600 εκατομμυρίων δολαρίων, προκειμένου να ενισχύσει τα συστήματα επιτήρησης κατά μήκος των δυτικών ακτών της.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Ισραήλ βρίσκεται σε προνομιακή θέση για να συνδράμει την Ινδία στην προσπάθειά της να βελτιώσει τα συστήματα επιτήρησης των εδαφών της και, γενικότερα, να αναπτύξει ακόμη περισσότερο μια ήδη στενή συνεργασία σε θέματα καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Οι Ισραηλινοί συμμετείχαν στην κατασκευή του τείχους κατά μήκος της συνοριακής γραμμής με το Πακιστάν, προμήθευσαν την Ινδία με διάφορα συστήματα επιτήρησης προκειμένου να παρεμποδιστεί η διάσχιση των συνόρων από ισλαμιστές μαχητές και, κυρίως, είναι από τους πολύ λίγους ξένους που μετέβησαν στο θέατρο επιχειρήσεων του Κασμίρ.
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ
Μέχρι και σήμερα, το Νέο Δελχί, όπως και σύσσωμη η «διεθνής κοινότητα», υποστηρίζει τη δημιουργία ανεξάρτητου και βιώσιμου παλαιστινιακού κράτους. Ωστόσο, μέσα από τις διαδοχικές κρίσεις μεταξύ του Ισραήλ και των γειτόνων του, η Ινδία έμαθε να ελίσσεται προς όφελος των συμφερόντων της. Η προσέγγισή της συνίσταται στην αποσύνδεση της διμερούς σχέσης της με το Ισραήλ από τις διακυμάνσεις της κατάστασης στη Μέση Ανατολή, με άλλα λόγια προστατεύει κατά προτεραιότητα τη συνεργασία με το Ισραήλ, αποφεύγοντας, ταυτόχρονα, να δυσαρεστήσει τις αραβικές χώρες. Γι’ αυτό και οι αμφίσημες επίσημες δηλώσεις, που, για λόγους τήρησης των ισορροπιών, καταδικάζουν τόσο τις τυφλές τρομοκρατικές επιθέσεις κατά του Ισραήλ όσο και τη βιαιότητα των «αντιποίνων». Αλλωστε, η ινδική διπλωματία ανέβασε τον διεθνή πήχη, καθώς η χώρα, ενώ συνέχιζε την προσέγγιση με το Ισραήλ, ανέπτυξε, στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας, τις σχέσεις της και με το Ιράν. Ετσι, πριν υποδεχθεί τον Αριέλ Σαρόν, τον Σεπτέμβριο του 2003, το Νέο Δελχί είχε φιλοξενήσει τον ιρανό πρόεδρο Μοχάμαντ Χαταμί. Κατά τρόπο μάλλον παράδοξο, η προσέγγιση με το Ισραήλ έδωσε στην Ινδία νέα χαρτιά στην πολιτική της στη Μέση Ανατολή: με την υποστήριξή της να μην είναι πλέον τόσο δεδομένη όσο στο παρελθόν, τα κράτη της περιοχής έμαθαν να λαμβάνουν υπόψη τους περισσότερο τα συμφέροντά της.
Οι λόγοι για τους οποίους η σχέση με το Ισραήλ παραμένει ευαίσθητη, είναι περισσότερο εσωτερικοί παρά εξωτερικοί, καθώς πρέπει να συνεκτιμώνται οι ευαισθησίες της μουσουλμανικής μειονότητας (14% του πληθυσμού). Επίσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα μικρότερα αριστερά κόμματα με την αντι-ιμπεριαλιστική παράδοση, τα οποία κινητοποιούνται ενάντια σε οποιαδήποτε ανοικτά φιλοϊσραηλινή πολιτική πρωτοβουλία. Συνεπώς, οι ινδοί ηγέτες επιλέγουν τη διακριτική προώθηση της συνεργασίας με το εβραϊκό κράτος. Βέβαια, η γραμμή αυτή είναι πολύ πιο δύσκολο να τηρηθεί σε περιόδους κρίσης: Ο πόλεμος στον Λίβανο, το 2006, προκάλεσε αμηχανία στο Νέο Δελχί, που, στην αρχή, περιορίστηκε σε διστακτική καταδίκη των ισραηλινών ενεργειών, πριν αποφασίσει να σκληρύνει τη στάση του κάτω από την πίεση των κομμουνιστικών κομμάτων και των μουσουλμάνων ψηφοφόρων. Τελικά, το εξοργισμένο Κοινοβούλιο υιοθέτησε ομόφωνα ψήφισμα που καταδίκαζε την επίθεση των Ισραηλινών.
Οι ελιγμοί της Ινδίας στα ζητήματα της Μέσης Ανατολής παρέχουν πλούτο πληροφοριών. Σε διπλωματικό επίπεδο, είναι αποτέλεσμα μιας προβλέψιμης πόλωσης μεταξύ των υποστηρικτών της παραδοσιακής, φιλοαραβικής γραμμής και των οπαδών της συνεργασίας με το Ισραήλ. Σε δεύτερη ανάγνωση, όμως, αποκαλύπτουν και μια εσωτερική ένταση μεταξύ της ανάγκης να καθησυχάζεται μια μειονότητα εκατόν εξήντα εκατομμυρίων ανθρώπων, που κάνουν την Ινδία το τρίτο κράτος στον κόσμο σε μουσουλμανικό πληθυσμό, και ενός ανομολόγητου θαυμασμού για τις δυναμικές μεθόδους του Ισραήλ. Μεθόδους που ορισμένοι αξιωματούχοι στο Νέο Δελχί θα έμπαιναν, άλλωστε, στον πειρασμό να δοκιμάσουν εναντίον των τρομοκρατικών πυρήνων που έχουν τις βάσεις τους στο Πακιστάν.
(1) Τον Ιούνιο του 1991, η κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών της Ινδίας, η οποία οφειλόταν κυρίως στη διακοπή των εμβασμάτων από τους ινδούς μετανάστες που εργάζονταν στις χώρες του Κόλπου, οδήγησε την κυβέρνηση να θέσει σε εφαρμογή, με τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), ένα ευρύτατο πρόγραμμα διαρθρωτικής προσαρμογής της οικονομίας.
(2) Louise Tillin, «US-Israel-India: Strategic Axis?», BBC News, Λονδίνο, 9 Σεπτεμβρίου 2003.
(3) Ο λόγος είναι διαθέσιμος στην ιστοσελίδα www.ajc.org
(4) Βλ. το παράρτημα «Bilateral Trade Relations» στην ιστοσελίδα της ινδικής πρεσβείας στο Τελ Αβίβ: www.indembassy.co.il
(5) Το πρώτο σύστημα ραντάρ παραδόθηκε την άνοιξη του 2009, για να εγκατασταθεί σε αεροσκάφη Ιλιούσιν που εκσυγχρόνισε η Ρωσία. Λίγο μετά, το Νέο Δελχί θα παράγγελνε τρία νέα Awacs έναντι ιλιγγιώδους ποσού.
(6) Siddharth Srivastava, «Israel rushes to India’s defense», Asia Time Online, 2 Απριλίου 2009.
(7) Βλ. Ignacio Ramonet, «Πακιστάν, η απειλή», «Le Monde diplomatique»-«Κ.Ε.», 14-11-99.
* Ειδική σε στρατηγικά θέματα της Νότιας Ασίας. Διδάσκει στο Institut d’etudes politiques στο Παρίσι και στο Institut national des langues et des civilisations orientales (Inalco). Συγγραφέας, μαζί με άλλους, του «Dictionnaire de l’Inde contemporaine» (διευθ. Frederic Landy, εκδ. Armand Colin, Παρίσι, 2010).
Πηγή : ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου