Geopolitical Research Institute(GRI)/Εταιρεία Γεωπολιτικών Ερευνών(ΕΓΕ)

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Το οικονομικό θαύμα της Τουρκίας και η ελληνική παραλυσία

Του Σάββα Καλεντερίδη Τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας προκάλεσε την προσοχή μας μια έκθεση του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Κωνσταντινούπολης (İstanbul Ticaret Odası), με τίτλο «Στρατηγική Εξαγωγικού Εμπορίου της Τουρκίας». Το μελετήσαμε και διαπιστώσαμε ότι από τεχνοκρατικής άποψης, ήταν μια καθ’ όλα άψογη μελέτη, η οποία θα έπρεπε να μελετηθεί, μεταξύ άλλων, από φορείς του ελληνικού κράτους που είναι αρμόδιοι για το εξαγωγικό εμπόριο, αφού η εν λόγω έκθεση περιείχε στοιχεία που θα μπορούσαν να υιοθετηθούν και από τη χώρα μας. Εμείς μεταφράσαμε την 400 σελίδων έκθεση και όταν θελήσαμε να την θέσουμε υπ’ όψιν της αρμόδιας πολιτικής αρχής, διαπιστώσαμε ότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο!!! Αν μη τι άλλο, αν διάβαζαν την έκθεση οι αρμόδιοι, εκτός του ότι θα αποκτούσαν ένα εργαλείο με το οποίο θα μπορούσαν να παρακολουθούν τις εξελίξεις στο χώρο της οικονομίας της γειτονικής χώρας, θα είχαν τη δυνατότητα να κάνουν κάτι ανάλογο και για τη δύσμοιρη Ελλάδα, που λέξη στρατηγική είναι σχεδόν άγνωστη στο κράτος και την κυβέρνηση, πολλώ δε μάλλον στον τομέα της οικονομία και του εξαγωγικού εμπορίου. Άλλωστε, αν υπήρχε έστω και κάποια υποτυπώδης στρατηγική, η Ελλάδα δεν θα είχε καταντήσει επαίτης, εξευτελιζόμενη διεθνώς και εκχωρώντας την εθνική της κυριαρχία στους δανειστές της. Μελετώντας ξανά μετά από περίπου δέκα χρόνια την εν λόγω μελέτη, διαπιστώνουμε ότι η Τουρκία σε μεγάλο βαθμό κατόρθωσε να κάνει πράξη τη στρατηγική που χάραξε πριν από δέκα χρόνια, με αποτέλεσμα να αυξήσει τις εξαγωγές της από τα 27 δισεκατομμύρια δολάρια το έτος 2000, στα 134 δισεκατομμύρια δολάρια το 2011, ενώ το πρώτο πεντάμηνο του 2012, οι τουρκικές εξαγωγές φθάνουν τα 60 δισεκατομμύρια δολάρια. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι με βάση της στρατηγική της Τουρκίας για το έτος 2023, οπότε συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, οι τουρκικές εξαγωγές θα ξεπερνούν τα πεντακόσια δισεκατομμύρια δολάρια, με την τουρκική οικονομία να φιγουράρει μέσα στις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη. Όλα αυτά τα χρόνια, που η Ελλάδα πέτυχε το στρατηγικό στόχο της συμμετοχής στην Ευρωζώνη, με μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης όλη την προηγούμενη δεκαετία, οι εξαγωγές της χώρας μας το αντίστοιχο διάστημα, από 12,7 δισεκατομμύρια ευρώ που ήταν το 2000, έφθασαν τα 16,3 δισεκατομμύρια ευρώ το 2010 και τα 22,5 εκατομμύρια ευρώ το 2011. Δηλαδή το ίδιο διάστημα που η Τουρκία αύξησε τις εξαγωγές της 500%, η Ελλάδα της Ευρωζώνης και των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τις αύξησε ...40%. Περίπου αντίστοιχη είναι και η πορεία των μεγεθών στον τουριστικό τομέα για τις δυο χώρες, που τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Ελλάδα ήταν έτη φωτός μπροστά από την Τουρκία, για να φθάσουμε το 2011 η Τουρκία να δέχεται 31,5 εκατομμύρια ξένους τουρίστες, αφήνοντας συνάλλαγμα 23 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ τα αντίστοιχα μεγέθη για την Ελλάδα είναι τα 16,5 εκατομμύρια τουρίστες και συνάλλαγμα 10,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Η κατάσταση στον κατασκευαστικό τομέα είναι ακόμα χειρότερη, αφού οι ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες, που μέχρι να ανακαλύψουν τα δημόσια έργα και τη σημαδεμένη τράπουλα στη διανομή του εθνικού μας πλούτου, έχτιζαν στην κυριολεξία τις υποδομές σχεδόν όλων των χωρών της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής και της Αραβικής Χερσονήσου, έχουν σχεδόν μηδενική παρουσία σε διεθνές επίπεδο. Την ίδια στιγμή, που οι τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες τότε που οι Έλληνες έχτιζαν τον κόσμο απλά δεν υπήρχαν, σήμερα κατασκευάζουν έργα πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ολόκληρο τον πλανήτη, ενισχύοντας με τεράστια κεφάλαια την τουρκική οικονομία. Γιατί τα γράφουμε αυτά, αφού η «ειδικότητά» μας δεν είναι τα οικονομικά. Κυρίως για δυο λόγους. Ο ένας είναι για να καταδείξουμε ότι η Τουρκία κατάφερε αυτούς τους φρενήρεις ρυθμούς ανάπτυξης γιατί οι πολιτικοί της είχαν και συνεχίζουν να έχουν όραμα για την πατρίδα τους, διαθέτουν αξιόλογο γραφειοκρατικό δυναμικό, που είναι σε θέση να χαράσσει στρατηγική και να συμβουλεύει ανάλογα την κυβέρνηση και τους πολιτικούς, διαθέτουν κράτος, που μπορεί να υλοποιήσει τις πολιτικές που αποφασίζει η κυβέρνηση και τέλος διαθέτουν αξιόπιστη επιχειρηματική τάξη, που συνεργάζεται με το κράτος και την κυβέρνηση. Φυσικά και δεν είναι όλα ρόδινα στην Τουρκία, όπως για παράδειγμα οι συνθήκες εργασίας, τα δικαιώματα των εργαζομένων κλπ. Όμως, όλο αυτό το σύστημα λειτουργεί με βάση ένα εθνικό σχέδιο και μια στρατηγική, με αποτέλεσμα να πενταπλασιάσει τις εξαγωγές σε δέκα χρόνια. Αν αποπειραθούμε να κάνουμε μια σύγκριση με το πως λειτουργούν οι αντίστοιχοι τομείς. φορείς και πρόσωπα στην Ελλάδα, δεν θα καταφέρουμε τίποτε περισσότερο από το να αυξήσουμε τη δόση και το επίπεδο της εθνικής μας θλίψης, για το κατάντημα της πατρίδας μας. Με αυτό ακριβώς σχετίζεται και ο δεύτερος λόγος του σημερινού μας άρθρου. Τί εννοούμε. Διαβάσαμε σε μια πρόσφατη ανάλυση για το ρόλο που παίζει το εξαγωγικό εμπόριο της Τουρκίας στο Ιράκ και συγκεκριμένα στο Βόρειο Ιράκ, όπου λειτουργεί de facto το αυτόνομο κουρδικό κράτος, το οποίο μέχρι προχθές αποτελούσε έναν από τους βασικούς εχθρούς της Τουρκίας. Το έτος 2011 οι εξαγωγές της Τουρκίας προς το Ιράκ έφθασαν τα 8,225 δισεκατομμύρια δολάρια, από τα οποία τα 6 δισεκατομμύρια έγιναν στο αυτόνομο Κουρδιστάν. Το πρώτο τετράμηνο του 2012 οι εξαγωγές της Τουρκίας στο Ιράκ ξεπέρασαν τα 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια, παρουσιάζοντας αύξηση 40% σε σχέση με το 2011. Όσον αφορά στις κατασκευές, οι τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες έναντι δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, στην κυριολεξία χτίζουν όλες τις υποδομές του Ιράκ και κυρίως του Κουρδιστάν, που είχαν καταστραφεί στη διάρκεια του πρώτου και του δεύτερου πολέμου του Ιράκ. Αν αναρωτιέται ο αναγνώστης για τη θέση της χώρας μας σε αυτήν την κοσμογονία που γίνεται στο Ιράκ και του Κουρδιστάν, αρκεί να πούμε ότι ο Έλληνας πρέσβης στη Βαγδάτη παλεύει στην κυριολεξία μόνος, υποβοηθούμενος από έναν διπλωμάτη και άλλους δυο υπαλλήλους, ενώ έστειλε την προσωπική του γραμματέα να «επανδρώσει» το Γραφείο Εμπορικής Αντιπροσωπείας της Ελλάδος στο αυτόνομο Κουρδιστάν, για να μην κλείσει και κατεβεί η ελληνική σημαία, ένα γραφείο που άνοιξε μετά κόπων και βασάνων και μετά από εκκλήσεις ετών στο ελληνικό υπουργείο εξωτερικών. Την ίδια στιγμή, ο Τούρκος πρέσβης έχει στη διάθεσή του, εκτός από τα προξενεία της Ερμπίλ, της Μοσούλης, της Βαγδάτης και της Βασόρας, περισσότερα από εκατό άτομα για να κάνει τη δουλειά του, που είναι κυρίως η προώθηση των οικονομικών συμφερόντων της χώρας του, συνεπικουρούμενος από την Τράπεζα Ζιραάτ, το υποκατάστημα της οποίας στη Βαγδάτη κάνει και άλλες «δουλειές» του τουρκικού κράτους. Να σημειωθεί δεν ότι τη στιγμή που οι Τούρκοι παρέχουν κάθε διευκόλυνση στους πολίτες του Ιράκ μέσω των διπλωματικών τους αντιπροσωπειών για να προωθήσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα, ο Έλληνας πρέσβης δεν έχει τη δυνατότητα να χορηγήσει ούτε μια θεώρηση εισόδου σε μεγιστάνες και επιχειρηματίες του Ιράκ που θέλουν να δουλέψουν με Έλληνες επιχειρηματίες και τους συστήνει να απευθυνθούν στις προξενικές αρχές της Ελλάδος στο Αμάν της Ιορδανίας και στην Άγκυρα, ναι καλά διαβάσατε, στην Άγκυρα!!! Να σημειώσουμε ότι όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που, όπως πληροφορούμαστε από αξιόπιστες δικές μας πηγές, η κυβέρνηση και ο επιχειρηματικός κόσμος του αυτόνομου Κουρδιστάν, που είναι η νέα ανερχόμενη οικονομική δύναμη της περιοχής, περιμένουν τους Έλληνες επιχειρηματίες και τα ελληνικά προϊόντα, αφού έχουν διαπιστώσει προ πολλού ότι η οικονομική εξάρτηση από την Τουρκία έχει τέτοιες πολιτικές διαστάσεις, που μπορεί να σταθούν εμπόδιο στο δρόμο προς την ανεξαρτησία. Με άλλα λόγια, αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο περιμένουν τους Έλληνες επιχειρηματίες στο Ιράκ και το αυτόνομο Κουρδιστάν, αρκεί να ξυπνήσει επιτέλους η Ελλάδα και να ξαναβρεί το εμπορικό του δαιμόνιο ο Έλληνας επιχειρηματίας. *Ελπίζουμε η νέα κυβέρνηση να λάβει έγκαιρα τα μηνύματα των καιρών, να απομονώσει κύκλους που αναπαράγουν τη διαφθορά, την αναξιοπρέπεια και τη δουλικότητα, να αναθέσει πολιτικά πόστα σε έντιμους και αξιοπρεπείς πολιτικούς, να επιτρέψει σε ικανούς και έντιμους υπηρεσιακούς παράγοντες να εργαστούν για την Πατρίδα, όπως είναι το καθήκον και η αποστολή τους, για να γνωριστεί πλέον η Ελλάδα με αυτό που λέμε στρατηγική, τη μόνη έννοια που μπορεί να γλυτώσει τη χώρα από την πορεία προς την καταστροφή!!! Source : Κυριακάτικη Δημοκρατία

Ελληνική οικονομία :Βλέποντας τον δέντρο χάνεται το δάσος

Η οικονομική κρίση και ύφεση που πλήττει την διεθνή οικονομία και την χώρα μας έχει συνδυαστεί με την πολλαπλή επιδείνωση των μεγάλων διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας και φέρνει στο φως, εκτός των άλλων, τη σοβαρότητα της συρρίκνωσης της απασχόλησης και του παραγωγικού ιστού της χώρας. Ενώ για μια μακρά περίοδο η διαδικασία της αποβιομηχάνισης δεν φαινόταν να προκαλεί τις ανησυχίες που θα έπρεπε στα οικονομικά επιτελεία, το ερώτημα που γεννιέται σήμερα είναι εάν η Ελλάδα θα είναι το 2020, δηλαδή σε δέκα χρόνια, μια χώρα με υπολογίσιμο βιομηχανικό και μεταποιητικό ιστό. Κι αν υποθέσουμε ότι γίνεται κατανοητή η σοβαρότητα του προβλήματος από την οικονομική πολιτική της χώρας, είναι προφανές ότι χρειάζεται να γίνουν ανατροπές στην αναπτυξιακή και βιομηχανική πολιτική και να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά εργαλεία, προκειμένου να γίνουν στρατηγικές επιλογές οι οποίες θα ανταποκρίνονται στις υπάρχουσες ανάγκες και δυνατότητες και θα στοχεύουν στη εξισορρόπηση της θέσης της ελληνικής οικονομίας στον ευρωπαϊκό και τον διεθνή χώρο. Η προοπτική εξόδου από την κρίση είναι προφανές ότι απαιτεί την κατανόησή της ως κρίση της πραγματικής οικονομίας και όχι ως κρίση της χρηματο-πιστωτικής της σφαίρας, στην οποία επωάσθηκε «ο ιός της κρίσης» και σταδιακά και δυναμικά διείσδυσε στους αρμούς της πραγματικής οικονομίας σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Έτσι, στην κατεύθυνση αυτή, απαιτείται η κατανόηση της δομικής κρίσης του αναπτυξιακού μοντέλου στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπρόσθετα, οι αναγκαίες επιλογές απαιτείται να έχουν ορίζοντα δεκαετίας με την υπέρβαση του αναπτυξιακού προτύπου της δανειακής μεγέθυνσης της δημόσιας και ιδιωτικής κατανάλωσης, της ανισοκατανομής του εισοδήματος, της απελευθέρωσης της φοροδιαφυγής, εισφοροδιαφυγής και της ευέλικτης, αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας καθώς και της συρρίκνωσης του τεχνολογικού και παραγωγικού δυναμικού της χώρας. Μετά την κρίση της σταθεροποιητικής πολιτικής και των συνεπειών της απαιτείται πλέον, σε ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο κρατών-μελών, η διαμόρφωση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου (Ευρωπαϊκή Συνθήκη για τη Οικονομική και Κοινωνική Ανάπτυξη) με κεντρικές προτεραιότητες την τεχνολογική, παραγωγική, κοινωνική και δημοσιονομική ανασύσταση των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν η στρατηγική αυτή δεν αποτελέσει την κατά προτεραιότητα επιλογή της δεκαετίας 2010-2020 στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη της, τότε το «σταθεροποιητικό μέλλον των προσδοκιών και της τόνωσης της προσφοράς» όπως συνέβη τα τελευταία είκοσι χρόνια, παραμελώντας «την τόνωση της ενεργού ζήτησης» διαγράφεται δυσοίωνο για την πλειοψηφία του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Από την άποψη αυτή, απαιτείται να βρεθούν νέοι θύλακες κινητήριας δύναμης της ευρωπαϊκής και ελληνικής ανάκαμψης, προκειμένου να ανατραπούν οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που τροφοδοτούν υψηλά ποσοστά ανεργίας στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, απαιτείται να αναζητηθούν νέες ισορροπίες και νέοι θύλακες κινητήριων δυνάμεων για κάθε οικονομία γενικά, αλλά και για την ελληνική οικονομία ειδικότερα. Στην τρέχουσα συγκυρία, για κάθε οικονομία, αποτελεί επιλογή πρώτης προτεραιότητας η δημιουργία ενδογενών προϋποθέσεων ανάπτυξης. Οι προϋποθέσεις αυτές, σε συνδυασμό με τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ενίσχυσης του ανταγωνισμού, διευρύνουν τους πόλους ανάπτυξης και αμβλύνουν τις επιπτώσεις των εξωτερικών διαταραχών. Στο πλαίσιο αυτό οι διαρθρωτικές παρεμβάσεις είναι περισσότερο αποτελεσματικές αν μεταξύ των επιχειρήσεων - κλάδων, μέσω των διασυνδέσεών τους (linkages), μπορούν να διαχυθούν (spillover) σ’ ένα ευρύτερο πλέγμα οικονομικών δραστηριοτήτων που περιλαμβάνει περισσότερες επιχειρήσεις - κλάδους. Έτσι, οι διακλαδικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των υπηρεσιών και της βιομηχανίας από την μια και της βιομηχανίας και των υπηρεσιών από την άλη αποτελούν ένα κρίσιμο παράγοντα της δυναμικής της μεγέθυνσης των οικονομιών. Ειδικότερα για την ευρωπαϊκή οικονομία αποτελεί επιλογή πρώτης προτεραιότητας η δημιουργία εσωτερικών προϋποθέσεων ανάκαμψης, αφού οι εξωτερικές προϋποθέσεις είναι αρκετά περιορισμένες. Πιο συγκεκριμένα, είναι αναγκαίο για την ανάκαμψη και την αποτροπή της κρίσης δανεισμού, χρέους και ανεργίας, να αντικατασταθεί ριζικά το ευρωπαϊκό και ελληνικό πρότυπο ανάπτυξης της ευελιξίας της εργασίας (μικρο-επίπεδο), της ενίσχυσης της προσφοράς (μακρο-επίπεδο) και της ιδιωτικοποίησης και κεφαλαιοποίησης του κοινωνικού κράτους (κοινωνικό επίπεδο), από το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της ρύθμισης της εργασίας (μικρο-επίπεδο), της ενίσχυση της καινοτομικής και παραγωγικής ανάπτυξης με την αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και της ενδυνάμωσης της αναδιανομής του εισοδήματος και της αναδιανεμητικότητας του κοινωνικού κράτους (κοινωνικό επίπεδο). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, βραχυπρόθεσμα και μεσο-μακροπρόθεσμα θα εξαλειφθεί ο φαύλος κύκλος των δημοσιονομικών, αναπτυξιακών και κοινωνικών αδιεξόδων στην ελληνική οικονομία. Στο υπόβαθρο αυτής της αναπτυξιακής στρατηγικής απαιτείται να είναι η κερδοφορία και όχι η κερδοσκοπία το θεμελιώδες στοιχείο του επιχειρηματικού μας πολιτισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι το αναπτυξιακό πρόβλημα της ελληνικής και ευρωπαϊκής οικονομίας δεν εξαντλείται στα έσοδα, τις δαπάνες, το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος. Είναι πολύ βαθύτερο και σοβαρότερο και σχετίζεται κυρίως όχι με τον εμπειρικό και πρακτικό χαρακτήρα επίλυσής του, αλλά με την οπτική που αξιολογείται το οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την άποψη αυτή εάν το πρόβλημα αξιολογείται με μονεταριστικούς όρους ως δημοσιονομικό και διαχειριστικό, τότε η περίοδος 2010-2015 στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερα στα κράτη-μέλη της Ανατολικής και Μεσογειακής περιφέρειάς της, θα χαρακτηρισθεί από την παράταση ή την πρόκληση δεύτερου κύματος ύφεσης και στασιμότητας, με αύξηση της ανεργίας, η οποία εκτιμάται ότι δεν θα μειωθεί σε χαμηλότερα επίπεδα απ’ αυτά του 2008 (7,8% στην Ελλάδα) ακόμη και με θετικό πρόσημο στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Source : http://www.inegsee.gr