Η Τουρκία το τελευταίο διάστημα, που φαινομενικά συμπίπτει με την άνοδο του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην εξουσία, τροποποιεί την εξωτερική της πολιτική και από την κεμαλική εσωστρέφεια και τη νατοϊκή νομιμοφροσύνη που ίσχυε μέχρι τώρα εφαρμόζει μια πολιτική με πολλαπλούς γεωπολιτικούς στόχους, αποσκοπώντας να αναχθεί σε μια από τις δέκα μεγαλύτερες πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις σε παγκόσμιο επίπεδο μέχρι το 2023, έτος που η Τουρκική Δημοκρατία συμπληρώνει εκατό χρόνια ζωής.
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, που θεωρείται κάτι σαν ληξιαρχική πράξη γέννησης της Τουρκικής Δημοκρατίας, η Άγκυρα ακολούθησε μια εξαιρετικά εσωστρεφή εξωτερική πολιτική. Μέχρι το 1930 υπέγραψε ελάχιστες διμερείς ή διεθνείς συμφωνίες και συνθήκες, ενώ μέλος της Κοινωνίας των Εθνών έγινε μόλις το 1932. Χαρακτηριστικό της εσωστρέφειας αυτής είναι το γεγονός ότι ο ηγέτης της Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ μέχρι το θάνατό του, το 1938, δεν συμμετείχε σε καμία διεθνή διαδικασία και δεν ταξίδεψε ποτέ στο εξωτερικό, ούτε καν για ιδιωτικούς λόγους. Μετά το θάνατο του Μουσταφά Κεμάλ και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 συνεχίστηκε η εσωστρέφεια της Τουρκίας, εσωστρέφεια που τερματίζεται με την είσοδό της στο ΝΑΤΟ, το 1952. Από το 1952 και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η τουρκική εξωτερική πολιτική είναι προσαρμοσμένη περίπου απόλυτα στις απαιτήσεις που επιβάλλουν το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι και την περίοδο αυτή η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας παραμένει φοβική και εσωστρεφής και επιδεικνύει εξωστρέφεια εκεί όπου υπάρχει στήριξη ή ταύτιση με την πολιτική και τις επιδιώξεις των Βρυξελλών και της Ουάσινγκτον.
Την περίοδο αυτή η Τουρκία διατηρεί περιορισμένες σχέσεις με τον ισλαμικό και τον αραβικό κόσμο, τη Ρωσία και τις λεγόμενες Τρίτες Χώρες. Με τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και της Σοβιετικής Ένωσης, περίοδος που συμπίπτει με την επιχείρηση «Αλεπού της Ερήμου» στο Κουβέιτ και το Ιράκ, αρχίζουν να διαφαίνονται τα αδιέξοδα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Είναι η περίοδος που οι ΗΠΑ φαίνονται αποφασισμένες να αναδείξουν το Κουρδικό και να δημιουργήσουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν τη δημιουργία ενός στην αρχή αυτόνομου και μετά ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ.
Τα αδιέξοδα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, ο Στρατός και το ΑΚΡ
Το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ εξασφάλιζαν τη νομιμοφροσύνη της Τουρκίας στα θέματα της εξωτερικής της πολιτικής και του γεωπολιτικού της προσανατολισμού κυρίως μέσα από τις σχέσεις που διατηρούσαν με τα στελέχη των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ). Σε περιπτώσεις δε που οι πολιτικοί επιχείρησαν να αλλάξουν τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της Τουρκίας, όπως για παράδειγμα ο Μεντερές, ο στρατός επενέβη με πραξικοπήματα (1960, 1971, 1980) και η Τουρκία παρέμεινε νομιμόφρων και νομοταγής στις επιταγές του ΝΑΤΟ και της Ουάσινγκτον.
Με την επιχείρηση «Αλεπού της Ερήμου», οι ΗΠΑ επιχείρησαν να εμπλέξουν την Τουρκία στο Κουρδικό, προτείνοντας στον Τουρκικό Στρατό να εισβάλει και να καταλάβει το Βόρειο Ιράκ. Ήταν η πρώτη φορά που οι Τούρκοι στρατηγοί άρχισαν να υποπτεύονται ότι η σχέση τους με τις ΗΠΑ τούς οδηγεί σε δύσβατα μονοπάτια, τα οποία θα οδηγούσαν στη διάλυση της ίδιας τους της χώρας. Και αυτό γιατί η Ουάσινγκτον πρότεινε στην Άγκυρα να καταλάβει τα παλιά οθωμανικά σαντζάκια του Κιρκούκ και της Μοσούλης, που κατοικούνται στην πλειοψηφία τους από Κούρδους, ανοίγοντας ένα κεφάλαιο που σε κάθε περίπτωση δεν θα έκλεινε ανώδυνα για την Τουρκία.
Οι ενστάσεις αυτές οδήγησαν τους Τούρκους στρατηγούς στην απόφαση να αρνηθούν την αμερικανική πρόταση. Όταν δε ο Οζάλ πίεσε τον τότε αρχηγό ΓΕΕΘΑ Τορουμτάι, εκείνος υπέβαλε την παραίτησή του. Η δεκαετία του 1990 πέρασε με αντεγκλήσεις μεταξύ παραγόντων των ΗΠΑ και Τούρκων στρατιωτικών πάνω συγκεκριμένο ζήτημα. Οι ΗΠΑ ζητούσαν επίμονα από την Τουρκία να συμμετέχει ενεργά σε μια ενδεχόμενη επιχείρηση ανατροπής του Σαντάμ Χουσεΐν και να αναγνωρίσει de facto το αυτόνομο κουρδικό κράτος του Βορείου Ιράκ, το οποίο, μετά τη Συμφωνία της Ουάσινγκτον που υπέγραψαν οι Μπαρζανί, Ταλαμπανί και Μαντλίν Ολπμπράιτ, τον Σεπτέμβριο του 1998, άρχισε να ισχυροποιείται και να αποκτά τις βασικές δομές για την αυτόνομη λειτουργία του.
Η κατάσταση αυτή αύξησε ακόμα περισσότερο την καχυποψία των Τούρκων στρατηγών απέναντι στην Ουάσινγκτον, η οποία ήδη άρχισε να αναζητεί εναλλακτικές λύσεις ανάμεσα στους πολιτικούς αυτήν τη φορά, αφού οι στρατηγοί δεν ήταν πλέον αξιόπιστοι συνομιλητές τους. Η εναλλακτική λύση βρέθηκε στο πρόσωπο του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος δήλωνε στους Αμερικανούς συνομιλητές του αποφασισμένος να αποσκιρτήσει από την επιρροή του ριζοσπαστικού ισλαμιστή Νετζμετίν Ερμπακάν και να ιδρύσει δικό του κόμμα, πιο μετριοπαθές και πολύ κοντά στις θέσεις του θρησκευτικού ηγέτη Φετουλάχ Γκιουλέν, που κατέφυγε στις ΗΠΑ από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 «διά λόγους υγείας». Έτσι γεννήθηκε το ΑΚΡ.
Οι απόπειρες αλλαγής γεωπολιτικού προσανατολισμού της Τουρκίας
Στις αρχές της νέας χιλιετίας και όσο προχωρούσαν τα σχέδια των ΗΠΑ για ανατροπή του Σαντάμ και αναβάθμιση του αυτόνομου κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ, το στρατιωτικό κατεστημένο της Άγκυρας άρχισε να μιλά για ανάγκη αλλαγής γεωπολιτικού προσανατολισμού Τουρκίας, αφού ο μονομερής εναγκαλισμός με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, σύμφωνα με την άποψή τους, θα οδηγούσε την Τουρκία νομοτελειακά στο διαμελισμό.
Ο προβληματισμός αυτός εκφράστηκε πολλές φορές με δηλώσεις, με αποκορύφωμα τη δήλωση του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ), στρατηγού Τουνσέρ Κιλίντς, σε Συμπόσιο της Διοίκησης Ακαδημιών Πολέμου (2002), όπου ο πανίσχυρος στρατηγός είπε τα εξής: «Και η Ρωσία είναι απομονωμένη. Πιστεύω ότι ανεξάρτητα από τις αντιδράσεις των ΗΠΑ θα πρέπει να προβούμε σε νέες αναζητήσεις για συμμαχίες σε μια περιοχή, στην οποία θα συμπεριλαμβάνεται η Ρωσία και το Ιράν» (Συμπόσιο Διοίκησης Ακαδημιών Πολέμου, 7 Μαρτίου 2002).
Ήταν πλέον προφανές ότι ήταν σε εξέλιξη ένας υπόγειος πόλεμος μεταξύ των παλαιών καλών φίλων στην Ουάσινγκτον και την Άγκυρα. Οι Τούρκοι στρατηγοί είχαν μπει σε ένα δρόμο αναζήτησης νέων γεωπολιτικών φίλων και επιλογών.
Λίγους μήνες μετά τη δήλωση του στρατηγού Κιλίντς, το Νοέμβριο του ιδίου έτους, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης κατήγαγε σημαντικότατη νίκη στις εκλογές και σχημάτισε την κυβέρνηση Γκιουλ, αφού ο Ερντογάν δεν εξελέγη βουλευτής, λόγω υφιστάμενης απαγόρευσης.
Τον Μάρτιο του 2003 οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας έφθασαν σε σημείο ρήξης, όταν το τουρκικό Κοινοβούλιο, έπειτα από ανοιχτή παρέμβαση του Τούρκου ΓΕΕΘΑ, δεν ενέκρινε τη συμφωνία με βάση την οποία ο στρατός των ΗΠΑ θα χρησιμοποιούσε το έδαφος της Τουρκίας για να ανοίξει το βόρειο μέτωπο στο Ιράκ. Λίγες μέρες μετά, μέσω κάποιας νομικίστικης φόρμουλας που εφευρέθηκε, εκλέγεται βουλευτής ο Ερντογάν και στις 14 Μαρτίου αναλαμβάνει τα ηνία της κυβέρνησης, ανοίγοντας μια νέα σελίδα στις γεωπολιτικές αναζητήσεις της Άγκυρας.
Η νέα γεωπολιτική στρατηγική της Τουρκίας
Όπως εξηγήσαμε παραπάνω, ο κύριος λόγος για τον οποίο διερράγησαν οι σχέσεις ΗΠΑ-Στρατηγών και ενισχύθηκαν οι σχέσεις ΗΠΑ-Ερντογάν είναι η εμμονή της Ουάσινγκτον να εμπλέξει την Τουρκία στο Βόρειο Ιράκ και να την αναγκάσει να αναγνωρίσει το αυτόνομο κουρδικό κράτος του προέδρου Μεσούτ Μπαρζανί, το οποίο, σημειωτέον, δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς διέξοδο στη θάλασσα. Άρα, ένα από τα κύρια μελήματα της νέας κυβέρνησης Ερντογάν ήταν από τη μια πλευρά να εξουδετερωθούν οι αντιστάσεις των στρατηγών στην προσέγγιση με το κουρδικό κράτος του Βορείου Ιράκ και από την άλλη να εξουδετερωθεί το εσωτερικό κουρδικό μέτωπο που απειλεί τη συνοχή και την ενότητα της Τουρκίας. Το τελικό ζητούμενο ήταν –και συνεχίζει να είναι– το εξής:
Να υλοποιήσει τις υποσχέσεις που έδωσε ο Ερντογάν και το ΑΚΡ στις ΗΠΑ για το Βόρειο Ιράκ, χωρίς να κινδυνεύει η εσωτερική συνοχή και η ακεραιότητα της Τουρκίας.
Με βάση το ζητούμενο αυτό χάραξε η Τουρκία τη νέα γεωπολιτική της στρατηγική, η οποία συνίσταται σε γενικές γραμμές στα εξής:
Ενίσχυση των δεσμών με τον μουσουλμανικό κόσμο, με σκοπό την ενίσχυση του πολιτικού βάρους και της διεθνούς θέσης της χώρας.
Ενίσχυση των σχέσεων με τον αραβικό κόσμο, με σκοπό τη δημιουργία οικονομικών δεσμών που θα ισχυροποιήσουν την τουρκική οικονομία.
Ενίσχυση των εμπορικών σχέσεων της Τουρκίας με τη Ρωσία και με άλλες χώρες που διαθέτουν μεγάλες αγορές, με σκοπό τη δημιουργία οικονομικών δεσμών που θα ισχυροποιήσουν την τουρκική οικονομία.
Ενίσχυση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας με τελικό στόχο την είσοδό της στην ΕΕ, χωρίς να αποδεχτεί η Άγκυρα το ευρωπαϊκό κεκτημένο σε τομείς που θίγουν το εθνικό κράτος και τα «ζωτικά» συμφέροντα της Τουρκίας, με σκοπό να αφαιρεθεί από Ελλάδα και Κύπρο το στρατηγικό πλεονέκτημα της συμμετοχής σε έναν πανίσχυρο διεθνή οργανισμό που δεν συμμετέχει η ίδια.
Υιοθέτηση πολιτικής μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές προς την Τουρκία χώρες, χωρίς την παραμικρή υποχώρηση από τις παραδοσιακές θέσεις της απέναντι στις χώρες αυτές.
Το σκεπτικό της πολιτικής των μηδενικών προβλημάτων
Αυτό έχει δυο βασικά σκέλη:
Το πρώτο αφορά το ρόλο του στρατού. Τα προβλήματα στις σχέσεις της Τουρκίας με τις περισσότερες γειτονικές χώρες είναι προβλήματα εθνικής ασφάλειας, τα οποία όσο υφίστανται και βρίσκονται στην επιφάνεια αναδεικνύουν το ρόλο του στρατού. Η πολιτική μηδενικών προβλημάτων καθιστά πιο εύκολο τον εγκλεισμό του στρατού στα στρατόπεδα και την αποκλειστική ενασχόλησή του με τα υπηρεσιακά καθήκοντα, βασική επιδίωξη του Ερντογάν και του ΑΚΡ στον αγώνα εξουσίας που δίνει με τους στρατηγούς.
Το δεύτερο σκέλος σχετίζεται με το Κουρδικό. Η πολιτική μηδενικών προβλημάτων, αν μη τι άλλο, δημιουργεί ένα καλό κλίμα με τις γειτονικές χώρες, οι οποίες, για να μην το διαταράξουν, κρατούν αποστάσεις από το κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, αφήνοντας απερίσπαστη την Τουρκία στην αντιμετώπισή του με τα «παραδοσιακά» τουρκικά μέσα. Επίσης, η πολιτική αυτή, δίνει τη δυνατότητα στην Άγκυρα να συνεργαστεί πάνω στην αντιμετώπιση του Κουρδικού με την Τεχεράνη και τη Δαμασκό, οι οποίες έχουν και αυτές με τη σειρά τους το δικό τους πρόβλημα με τους κουρδικούς πληθυσμούς που κατοικούν στα εδάφη τους.
Συμπεράσματα
Η Τουρκία βιώνει μια πολύ σημαντική αλλαγή στο εσωτερικό της, αφού η ευθύνη του σχεδιασμού και της άσκησης της πολιτικής φεύγει από τα χέρια των στρατηγών και περνάει σταδιακά στα χέρια των πολιτικών και συγκεκριμένα των «μετριοπαθών» ισλαμιστών του Ερντογάν και του ΑΚΡ. Ο βασικός γεωπολιτικός προσανατολισμός της Τουρκίας παραμένει προσηλωμένος στο ΝΑΤΟ και στις ΗΠΑ, παρά τα ανοίγματα που επιχειρεί η Τουρκία προς άλλες κατευθύνσεις, τα οποία κατά την άποψή μας δεν είναι στρατηγικού χαρακτήρα. Η Τουρκία ασκεί μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, δίνοντας βαρύτητα στην ισλαμική της ταυτότητα και την ενίσχυση των εξαγωγών και των οικονομικών της δραστηριοτήτων στο εξωτερικό. Και οι δυο παράγοντες, το Ισλάμ και το αυξανόμενο οικονομικό μέγεθος της Τουρκίας, αξίζουν της συνεχούς προσοχής και ανάλυσης από την πλευρά της Ελλάδας, αφού οι παράγοντες αυτοί είναι σε θέση να επηρεάσουν ζητήματα που άπτονται των εθνικών μας συμφερόντων (Κύπρος, Θράκη, Αιγαίο κ.λπ.). Η εξωστρέφεια και η πολυμέρεια που χαρακτηρίζει τη νέα εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, αυτό που επιχειρείται να παρουσιαστεί ως νέα γεωπολιτική στρατηγική της Άγκυρας, έχει μια πολύ σημαντική πτυχή: προσπαθεί να δημιουργήσει συνθήκες για να ξεπεράσει όσο γίνεται πιο ανώδυνα τη σκόπελο του κουρδικού ζητήματος, ενώ ταυτόχρονα γίνεται προσπάθεια να μη θιγούν τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ουάσινγκτον.
Τέλος, η αποδοχή από την πλευρά της κυβέρνησης Ερντογάν της πολιτικής των ΗΠΑ στο Βόρειο Ιράκ και το Κουρδικό δίνει στην Τουρκία τη δυνατότητα, τουλάχιστον θεωρητικά, να ζητήσει αντιπαροχές στην Κύπρο, τη Θράκη και στο Αιγαίο. Και στο σημείο αυτό ακριβώς απαιτείται πολύ προσεκτικός σχεδιασμός και ετοιμότητα από την πλευρά της Αθήνας και της Λευκωσίας και εθνική εγρήγορση σε επίπεδο λαού, σε Ελλάδα και Κύπρο.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Στρατιωτική Ισορροπία και Γεωπολιτική, Δεκέμβριος 2010