Ο Κισόρ Μαχμπουμπάνι, ένας συνταξιούχος διπλωμάτης της Σιγκαπούρης, δημοσίευσε τη Δευτέρα στους «Financial Times» ένα προκλητικό άρθρο που άρχιζε ως εξής: «Δικτάτορες πέφτουν. Δημοκρατίες χρεοκοπούν. Μια παράξενη σύμπτωση; Ή μήπως ένα σημάδι πως κάτι θεμελιώδες έχει αλλάξει στη φορά της ανθρώπινης ιστορίας; Το πιστεύω. Πώς επιβιώνουν οι δικτάτορες; Λένε ψέματα. Ο Καντάφι ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ψεύτες όλων των εποχών. Ισχυριζόταν πως ο λαός του τον λάτρευε. Ηλεγχε επίσης τη ροή των πληροφοριών προς τον λαό του ώστε να εμποδίζει κάθε εναλλακτική άποψη. Επειτα, το απλό κινητό τηλέφωνο επέτρεψε στους ανθρώπους να επικοινωνήσουν. Η αλήθεια εξαπλώθηκε για να πνίξει όλα τα ψέματα. Γιατί λοιπόν αποτυχαίνουν ταυτόχρονα οι δημοκρατίες; Η απλή απάντηση: και οι δημοκρατίες έλεγαν ψέματα. Το σχέδιο της ευρωζώνης βασίστηκε σε ένα μεγάλο ψέμα», σημειώνει ο Μαχμπουμπάνι: ότι οι χώρες θα είχαν νομισματική ένωση και δημοσιονομική ανεξαρτησία - χωρίς πόνο. Εν τω μεταξύ, στην Αμερική, προσθέτει ο νυν πρύτανης της Σχολής Δημόσιας Πολιτικής Lee Kuan Yew του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σιγκαπούρης, «κανένας αμερικανός ηγέτης δεν έχει τολμήσει να πει την αλήθεια στον λαό του. Ολες οι εξαγγελίες τους στηρίζονται σε μια κάλπικη υπόθεση πως η "ανάκαμψη" βρίσκεται εδώ δίπλα. Είναι μια φυσιολογική ύφεση, αφήνουν να εννοηθεί. Αλλά αυτή δεν είναι μια φυσιολογική ύφεση. Δεν θα υπάρξει ανώδυνη λύση. Θα χρειαστούν "θυσίες" και ο αμερικανικός λαός το γνωρίζει. Ομως κανένας αμερικανός πολιτικός δεν τολμά να εκστομίσει τη λέξη "θυσία". Οι επώδυνες αλήθειες δεν μπορούν να ειπωθούν».
Υπάρχει φυσικά μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην Αμερική και στη Λιβύη. Αντίθετα με ορισμένες αραβικές - και ασιατικές - χώρες, οι Αμερικανοί μπορούμε να καταψηφίσουμε τους ψεύτες μας. Παρ' όλα αυτά, αξίζει να αναλογιστεί λίγο κανείς τη σύγκριση του Μαχμπουμπάνι αυτή την εβδομάδα, που συμπίπτει με τη 10η επέτειο από την 11η Σεπτεμβρίου, και την ομιλία του Ομπάμα για την απασχόληση. Είναι μια καλή εβδομάδα για να ειπωθούν αλήθειες.
Μπορείτε να θυμηθείτε την τελευταία φορά που ακούσατε έναν αμερικανό ηγέτη να λέει στη χώρα πως δεν υπάρχει εύκολη λύση για τα μεγάλα μας προβλήματα, πως φτάσαμε σε αυτό το χάλι όντας επί δύο δεκαετίες υπερβολικά επιεικείς με τον εαυτό μας ή ιδεολογικά εμμονικοί, και πως τώρα πρέπει να περάσουμε τα επόμενα πέντε χρόνια με σηκωμένα τα μανίκια, αποδεχόμενοι ενδεχομένως ένα χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο και πληρώνοντας για τις υπερβολές μας;
Για μένα, αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να ειπωθεί με την ευκαιρία τόσο της επετείου της 11ης Σεπτεμβρίου όσο και της ομιλίας του Ομπάμα. Στο τέλος-τέλος, αυτά τα δύο συνδέονται. Γιατί ήταν αυτή μια χαμένη δεκαετία; Μία απάντηση μπορεί να βρεθεί σε μια απλή σύγκριση: πώς χρησιμοποίησαν ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και οι διάδοχοί του τον Ψυχρό Πόλεμο και πώς χρησιμοποίησε ο Τζορτζ Μπους την 11η Σεπτεμβρίου.
Η Αμερική χρειάστηκε να αντιμετωπίσει στον Ψυχρό Πόλεμο τους Ρώσους. Η Αμερική χρειάστηκε να απαντήσει στην 11η Σεπτεμβρίου και στην απειλή της Αλ Κάιντα. Ομως η αποφασιστική διαφορά ανάμεσα στα δύο ήταν η εξής: ξεκινώντας από τον Αϊζενχάουερ και συνεχίζοντας σε κάποιον βαθμό με όλους τους προέδρους του Ψυχρού Πολέμου, χρησιμοποιήσαμε τον Ψυχρό Πόλεμο και τη ρωσική απειλή ως έναν λόγο και ένα κίνητρο να κάνουμε μεγάλα, δύσκολα πράγματα από κοινού στην πατρίδα μας - να κάνουμε ανοικοδόμηση του έθνους στην Αμερική. Τα χρησιμοποιήσαμε για να χτίσουμε το διαπολιτειακό σύστημα αυτοκινητοδρόμων, να στείλουμε έναν άνθρωπο στο φεγγάρι, να επεκτείνουμε τα όρια της επιστήμης, να διδάξουμε νέες γλώσσες, να διατηρήσουμε τη δημοσιονομική πειθαρχία και, όποτε χρειάστηκε, να αυξήσουμε τους φόρους. Εμείς οι Αμερικανοί κερδίσαμε τον Ψυχρό Πόλεμο μέσω της συλλογικής δράσης.
Ο Τζορτζ Μπους έκανε το αντίθετο. Χρησιμοποίησε την 11η Σεπτεμβρίου ως πρόφαση για να χαμηλώσει τους φόρους και να ξεκινήσει δύο πολέμους οι οποίοι - για πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία - δεν πληρώθηκαν μέσω αυξήσεων στους φόρους. Φανταστείτε πού θα ήμασταν σήμερα αν το πρωινό της 12ης Σεπτεμβρίου ο Μπους είχε ανακοινώσει (όπως ζητούσαν κάποιοι από εμάς) έναν «πατριωτικό φόρο» ενός δολαρίου ανά γαλόνι βενζίνης για να πληρώσουμε την εκπαίδευση, τις υποδομές και την κυβερνητική έρευνα, να χρηματοδοτήσουμε τους πολέμους μας και να μειώσουμε την εξάρτησή μας από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής.
Αντί όμως να χρησιμοποιήσει την 11η Σεπτεμβρίου για να μας καλέσει σε μια ανοικοδόμηση του αμερικανικού έθνους, ο Μπους τη χρησιμοποίησε ως ένα άλλοθι για πάρτι - προκειμένου να φουσκώσει ακόμα περισσότερο ένα πρόγραμμα φορολογικών περικοπών για τους πλούσιους, που όχι μόνο δεν προσέφερε άνοδο του βιοτικού επιπέδου στους περισσότερους Αμερικανούς αλλά μας έχει αφήσει τώρα με μια βαριά αλυσίδα γύρω από τον αστράγαλο.
Χρησιμοποιήσαμε τον Ψυχρό Πόλεμο για να φτάσουμε στη Σελήνη και να δημιουργήσουμε νέες βιομηχανίες. Χρησιμοποιήσαμε την 11η Σεπτεμβρίου για να δημιουργήσουμε καλύτερους σαρωτές σώματος και περισσότερους πράκτορες εσωτερικής ασφάλειας. Θα μείνει στην Ιστορία ως μία από τις μεγαλύτερες χαμένες ευκαιρίες κάθε προεδρίας.
Source : TA NEA