Όσοι ασχολήθηκαν, έστω και στοιχειωδώς, με την σύγχρονη στρατηγική, είναι γνωστό πως η ανάλυση για την στρατιωτική ικανότητα «πρώτου πλήγματος» εντάσσεται στην προβληματική άμυνα / επίθεση και αμυντικό / επιθετικό στρατηγικό δόγμα. Το ζήτημα άμυνα / επίθεση, δεν αναφέρεται, κατ’ ανάγκη, σε πολιτικές επιδιώξεις επιθετικού χαρακτήρα. Όταν αναφέρεται στο στρατηγικό δόγμα ενός αμυνόμενου κράτους, σχετίζεται με την ανάγκη εξορθολογισμού των αμυντικών επιλογών με τρόπο που να καθιστά πιο αξιόπιστη, πιο εύρωστη και γι’ αυτό πιο αποτρεπτική την εθνική στρατηγική.
Η ανάπτυξη αμυντικών ή επιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων καθώς και του ανάλογου στρατηγικού δόγματος, μεταξύ άλλων, σχετίζεται με 1) την μορφή της απειλής, δηλαδή τις πολιτικές και στρατιωτικές επιδιώξεις του επιτιθεμένου, 2) την διάταξη, δομή και ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων του αντιπάλου, 3) το στρατηγικό δόγμα του αντιπάλου, 4) τις στρατιωτικές ανάγκες στην περίπτωση κάλυψης στόχων εκτός κρατικών συνόρων (προεκτεταμένη αποτροπή), 5) τις τεχνολογικές ικανότητες του αποτρέποντος και του αποτρεπομένου και 6) την ποσότητα / ποιότητα των οπλικών συστημάτων σ’ όλο το φάσμα της αντιπαράθεσης.
Στην αποτροπή, έχουμε επιθετική (ή, προς το ορθότερο, αντεπιθετική) στρατηγική, όταν το αμυντικό δόγμα και η διάταξη των ενόπλων δυνάμεων αποσκοπεί, κατά κύριο λόγο, στην όσο το δυνατό πιο έγκαιρη (αμέσως πρίν ή αμέσως μετά την έναρξη των εχθροπραξιών ή κατά την διάρκεια μιας ενδεχομένης κλιμάκωσης) καταστροφή του κυρίως σώματος των ενόπλων δυνάμεων ή άλλων ζωτικών στόχων του αντιπάλου. Επίσης, ακόμη και εάν το αμυνόμενο κράτος ουδόλως αποσκοπεί στην προσάρτηση εδαφών, ένα στρατηγικό δόγμα αντεπιθετικού χαρακτήρα, για διαπραγματευτικούς και μόνον λόγους, σχεδιάζει την κατάληψη εχθρικού εδάφους και την καταστροφή κάθε στόχου που θα αποδυναμώσει δραστικά την στρατιωτική ικανότητα του επιτιθεμένου. Ουσιαστικά, οποιοσδήποτε στόχος που αποδυναμώνει δραστικά την στρατιωτική ικανότητα του αντιπάλου και / ή πλήττει σημαντικούς στόχους εις βάθος εντός της επικράτειάς του θεωρείται επιθετικού ή αντεπιθετικού χαρακτήρα. Αντίστοιχα, «αμυντική» στρατηγική ή στρατηγική απόκρουσης έχουμε όταν, με δεδομένους τους περιορισμένους στρατιωτικούς στόχους του αντιπάλου, σκοπός είναι περισσότερο η προστασία της εδαφικής επικράτειας και λιγότερο η προέλαση ή η καταστροφή των ενόπλων δυνάμεων του αντιπάλου και η κατάληψη εχθρικού εδάφους. Συναφώς, είναι ένα πράγμα να αμυνθείς όταν δεχθείς επίθεση και άλλο πράγμα όταν οι αποτρεπτικοί σου στόχοι σε συνάρτηση με τους επιθετικούς στόχους του αντιπάλου δημιουργούν ανάγκη αποτρεπτικών ικανοτήτων αντεπίθεσης και ανταπόδωσης (ή ακόμη και «έγκαιρου» πρώτου κτυπήματος) εις βάθος εντός της επικράτειας του επιτιθεμένου καθώς και κατά στόχων που πλήττουν καίρια την στρατιωτική του ικανότητα.
Το δίλημμα ανακύπτει επειδή, ακριβώς, είναι γνωστό πως η αποτροπή είναι τόσο ισχυρότερη όσο ο αποτρέπων είναι ικανός όχι μόνον να αμυνθεί στο έδαφός του αλλά και να αντεπιτεθεί ανταποδίδοντας καίριο κτύπημα κατά των ζωτικών ικανοτήτων του επιτιθέμενου. Δηλαδή, σ’ αυτή την περίπτωση - και μάλλον προς αυτή την κατεύθυνση οδηγεί το στρατιωτικό ανισοζύγιο Ελλάδας / Τουρκίας - το πιθανό κόστος του επιτιθέμενου πρέπει να είναι όχι μόνον η αποτυχία των επεκτατικών του επιδιώξεων αλλά επίσης, η αξιόπιστη ικανότητα αντεπιθετικών κτυπημάτων με βαρύτατες γι’ αυτόν συνέπειες. Βεβαίως, για τον αμυνόμενο / αποτρέποντα, το ιδανικό θα ήταν να είχε τόσο αμυντικές όσο και επιθετικές στρατιωτικές ικανότητες. Όμως, εάν για διάφορους λόγους - όπως στην περίπτωσή μας όπου η άγνοια και ο εφησυχασμός οδηγεί σε τρομακτικό ανισοζύγιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας - η αποτροπή δίνει πλέον το προβάδισμα στις επιθετικού χαρακτήρα στρατιωτικές ικανότητες. Επιβάλλεται να τονισθεί η ευθύνη αυτών που στο παρελθόν υποστήριξαν την αποδυνάμωση της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος. Το αποτέλεσμα των θέσεων και ενεργειών τους μας οδήγησε στην σημερινή κατάσταση, όπου, ενδεχομένως, επιβάλλεται να καταφύγουμε στην λύση εσχάτης ανάγκης, δηλαδή στην ανάπτυξη επιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων στο πλαίσιο των αμυντικών πολιτικών μας στόχων. Για ευθύνες, κάποιος δεν έχει παρά να ανατρέξει στις συζητήσεις για τον αμυντικό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα στην συζήτηση στην Βουλή τον Δεκέμβριο 1995, αλλά και σε μπουρδολογίες με μανδύα σοβαροφανών αναλύσεων που ρυπαίνουν τον δημόσιο διάλογο, κυρίως σε ορισμένα κυριακάτικα φύλλα. Σε κάθε περίπτωση, εάν η Ελλάδα δεν ακολουθούσε τον ολισθηρό δρόμο του κατευνασμού και του σχεδόν μονομερούς αφοπλισμού που ανέτρεψε την ισορροπία δυνάμεων που υπήρχε την δεκαετία του 1980, η Τουρκία, ουδόλως θα αποτολμούσε επιθετικά ατοπήματα και η σταθερότητα / ειρήνη θα ήταν σχεδόν δεδομένη. Σήμερα, με δεδομένο και αυξανόμενο το ανισοζύγιο, ενώ η ανάπτυξη αποτρεπτικών επιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων εκ μέρους μας είναι ίσως αναπόφευκτη, αυτό δημιουργεί μερικούς σοβαρούς κινδύνους. Δηλαδή, η εξισορρόπηση της δεδομένης πλέον Τουρκικής ικανότητας πρώτου κτυπήματος με ανάπτυξη Ελληνικών αντεπιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων, ενώ θα βελτιώνει την αποτρεπτική μας ικανότητα συνολικά θα αυξάνει ταυτόχρονα την αστάθεια σε περιπτώσεις κρίσεων. Στην τελευταία περίπτωση, τα κίνητρα των δύο πλευρών να κτυπήσουν πρώτοι θα αυξηθούν. Όμως, όπως θα εξηγηθεί στην συνέχεια, αυτή είναι μια παρωχημένη συζήτηση: H Τουρκική ικανότητα πρώτου κτυπήματος είναι ήδη γεγονός και η αστάθεια σε περίπτωση κρίσεως είναι δεδομένη, επειδή, ακριβώς, η Τουρκική υπεροχή σ’ όλα τα οπλικά συστήματα καθιστά δελεαστικό ένα Τουρκικό καταστροφικό πρώτο πλήγμα. Τα πάμπολλα casus belli των τελευταίων ετών είναι μια σημαντική επιβεβαίωση αυτής της θέσης που δεν έχουμε την πολυτέλεια να αγνοούμε. Ασφαλώς, δεν θα είχαμε εισέλθει σ’ αυτά τα διλήμματα, εάν εισακούονταν οι «ανησυχούντες», οι οποίοι, επι σειράν ετών προειδοποιούσαν για την ανάγκη ισορροπίας ως προϋπόθεσης ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.
Source : ifestosedu.gr