Geopolitical Research Institute(GRI)/Εταιρεία Γεωπολιτικών Ερευνών(ΕΓΕ)

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Οι αρχιτέκτονες των κερδοσκοπικών επιθέσεων

Συνέντευξη του Μαρκ Ρος στον Δημήτρη Κωνσταντακόπουλο


Στην Αθήνα ξαναβρέθηκαν, αυτές τις μέρες, ο Σόρος και τα στελέχη της Goldman Sachs, τα δύο ονόματα που συνοδεύουν την ελληνική κρίση, αλλά και δύο ονόματα που προξενούν ανατριχίλα, λόγω του ρόλου τους στις μεγαλύτερες καταστροφές στην οικονομική ιστορία. Ο Σόρος γονάτισε τη Βρετανία το 1992, η Λιμπερασιόν περιέγραψε το 2010 την Γκόλντμαν ως «τράπεζα-βαμπίρ», που «ρουφάει το αίμα» των πελατών-θυμάτων της.

Στην Αθήνα βρέθηκε όμως αυτές τις μέρες και ο «βιογράφος» της Goldman Sachs, ανταποκριτής της «Μοντ» στο Λονδίνο, για να παρουσιάσει το βιβλίο του, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από το «Μεταίχμιο», Μαρκ Ρος. Το βιβλίο του, όπως και αυτό της Ναόμι Κλάιν για το «Δόγμα του Σοκ», τον «καπιταλισμό της καταστροφής», γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία, καθώς μια συγχυσμένη έως πανικόβλητη ελληνική κοινή γνώμη προσπαθεί να καταλάβει τι συνέβη.
Toν Φεβρουάριο του 2010, ο «Κ. τ. Ε.» απεκάλυπτε, για πρώτη φορά, τον ρόλο της Goldman ως αρχιτέκτονα της κερδοσκοπικής επίθεσης στην Ελλάδα. Ρόλος ακόμα πιο αξιοσημείωτος, αφού, η ισχυρότερη παγκοσμίως τράπεζα, «αρχηγός» της επίθεσης των «αγορών» κατά της χώρας μας, πληρωνόταν επίσης αδρά ως … σύμβουλος διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων στη διαχείριση του χρέους και τις ιδιωτικοποιήσεις! Ο «γιατρός», που διαλέξαμε για την οικονομία μας, και ξέρει τα πάντα για μας, κέρδιζε ταυτόχρονα οργανώνοντας στοίχημα στον θάνατό μας.
Στην περίπτωση της Ελλάδας η ευθύνη είναι του Σημίτη, πιστεύει ο Μαρκ Ρος. Αυτός δέχθηκε τις προτάσεις της τράπεζας για να μπει στο ευρώ, η Γκόλντμαν τις έκανε για να βγάλει λεφτά και οι Ευρωπαίοι ήθελαν τη διεύρυνση της ευρωζώνης γιατί με περισσότερα μέλη θάταν καλύτερα προστατευμένοι απέναντι στις αμερικανικές επιθέσεις, όπως του Σόρος. Αντίθεtα, ο Παπανδρέου ορθώς δεν δέχθηκε τις προτάσεις της Γκόλντμαν το φθινόπωρο του 2009».
Το βιβλίο του Roche φέρει τον τίτλο: «Η Τράπεζα. Πως η Goldman Sachs διευθύνει («κυβερνά» στην ελληνική μετάφραση) τον κόσμο». Βραβεύτηκε ως το καλύτερο γαλλικό οικονομικό βιβλίο, παρουσία της Υπουργού Οικονομικών Κριστίν Λαγκάρντ. Το Παρίσι δεν είδε με καλό μάτι την επίθεση των «αγορών» κατά μιας χώρας της ευρωζώνης, ή την ανάμειξη του ΔΝΤ. Αντιμετώπισε κάποια στιγμή, μας επιβεβαίωσαν πηγές της γαλλικής προεδρίας, την ιδέα συνδυασμένης ευρωπαϊκής αντεπίθεσης που θα τσάκιζε τους «κερδοσκόπους», προτού συνταχθεί τελικά με το Βερολίνο και η ελληνική κρίση καταλήξει στο Μνημόνιο.
Το βιβλίο του Roche αντανακλά το αυξημένο ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για την Goldman μετά την «ελληνική» και ήδη «ιρλανδική», «πορτογαλική», ίσως αύριο «ισπανική» κρίση. ‘Όπως η καταπληκτική έρευνα του περιοδικού Rolling Stone για το ίδιο θέμα (ελληνικά στα «Τετράδια», αρ. 57-58), τη συνειδητοποίηση στις ΗΠΑ του ρόλου που έπαιξε η τράπεζα στην κρίση του 2008.
«Θα μπορούσε νάναι χειρότερο, τα βιβλία αυτού του τύπου είναι συνήθως χειρότερα», ήταν το μόνο σχόλιο της Goldman στον εκδότη του βιβλίου. «Είναι δυσαρεστημένοι, ιδίως για το κεφάλαιο περί Ελλάδος, αποφεύγουν όμως να απαντήσουν ή να σχολιάσουν. Η Goldman είναι ένας πολύ sophistiqué οργανισμός. Λέει θα δώσουμε τη μικρότερη δυνατή δημοσιότητα και η καταιγίδα θα περάσει».
Η τράπεζα προτιμά, όσο μπορεί, τη σκιά και σπανίως απασχολεί την δημοσιότητα. Στους επαϊοντες, είναι γνωστός ο κεντρικός ρόλος της στις οικονομικές κρίσεις. Ο Γκαλμπρέιθ, από τους μεγαλύτερους οικονομολόγους του 20ού αιώνα, αφιέρωσε ένα κεφάλαιο του βιβλίου του για το 1929, στον ρόλο της Γκόλντμαν. Το όνομά της ακούστηκε σε όλες τις μεγάλες κερδοσκοπικές φούσκες των τελευταίων χρόνων.
Οι δραστηριότητες της επηρεάζουν άμεσα τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη. Επηρεάζει την τιμή του ψωμιού, κερδοσκοπώντας στο στάρι, την τιμή του ατσαλιού, ευνοώντας το σχηματισμό ομίλων, την τιμή του πετρελαίου κλπ., μας λέει ο Γάλλος ερευνητής. «Ελέγχοντας» τους περισσότερους «αναλυτές» της πετρελαϊκής αγοράς, επηρεάζει την «αγορά» μέσω των αναλύσεών τους. Προβλέπει τις διακυμάνσεις της αγοράς, αφού τις προκαλεί η ίδια, και μπορεί να κάνει φανταστικά κέρδη αγοράζοντας στα κάτω και πουλώντας στα πάνω.
Η Γκόλντμαν άνοιξε τον λογαριασμό χρεωκοπίας της Ελλάδας στην αγορά CDS τον προεκλογικό μήνα Σεπτέμβριο 2009. Αυτό δεν μοιάζει «αυτοματισμός» της αγοράς, αλλά καλοσχεδιασμένο εγχείρημα, παρατηρούμε στον κ. Ρος. Ο Γάλλος συγγραφέας όμως, αν και παραθέτει ένα σωρό στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της στοχευμένης παρέμβασης των αγορών, δεν θέλει να βγάλει ένα τέτοιο συμπέρασμα:
«Οι τράπεζες δεν είναι κράτη, δεν σχεδιάζουν μακροχρόνια, με στρατηγική. Δεν είναι στρατηγοί, είναι τακτικοί. Μια τράπεζα δρα γρήγορα. Βλέπει μια αγορά, μια ευκαιρία, μπαίνει. Δεν σχεδιάζει ένα ή πέντε χρόνια πριν. Οι τραπεζίτες δεν κάνουν μακροχρόνια πολιτική, κάνουν deals. Βγάζουν τα λεφτά και περνάνε σε άλλα. Σήμερα στοιχηματίζουν κατά, αύριο υπέρ του ευρώ. Δεν είναι πολιτικοί με πρόγραμμα. Τους ενδιαφέρει το χρήμα.».
Η άποψη Ρος είναι βέβαια η «πολιτικά ορθόδοξη» άποψη που θα περίμενε κανείς από έναν δημοσιογράφο της Μοντ σήμερα. Για τη γαλλική και όχι μόνο «πολιτική ορθοδοξία», υπάρχουν ορισμένα αξιώματα: δεν υπάρχουν συνωμοσίες, δεν πρέπει να αναφέρονται λέξεις όπως «εθνικοποίηση» ή «προστατευτισμός» και μερικά ακόμα. Το ίδιο πάντως το βιβλίο περιέχει πληθώρα στοιχείων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρήματα υπέρ όσων, πίσω από τους «αυτοματισμούς των αγορών», ακριβέστερα μέσω αυτών, διαβλέπουν την ανάπτυξη περισσότερο εξελιγμένων στρατηγικών, που εκδηλώνονται σε κατάλληλη ευκαιρία.
«Επιτελώ το έργο του Θεού». Αν εγώ ή εσείς πούμε κάτι τέτοιο θα μας περάσουν για «ψώνια» και, αν επιμένουμε, θα μας στείλουν στο τρελοκομείο. ‘Όταν όμως αυτό το λέει ο Πρόεδρος της μεγαλύτερης τράπεζας στον κόσμο Λόιντ Μπλακφέιν, «συνοψίζει», όπως υπογραμμίζει στον πρόλογό του ο συγγραφέας, «την απίστευτη, υπέρμετρη δίψα για εξουσία που έχει η Τράπεζα, η εταιρεία που κυβερνά τον κόσμο με απίστευτη μυστικότητα». Αυτή δεν είναι εικόνα μιας δύναμης που κυττάει απλώς και μόνο να βγάζει λεφτά σε κάθε ευκαιρία, παρόλο που ασφαλώς το κάνει κι αυτό. ‘Όταν ο Πόλσον, άνθρωπος της Goldman Sachs, γίνεται Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, είναι μάλλον αναμενόμενο στην κρίση του 2008 να οδηγήσει στη χρεωκοπία τη Λήμαν Μπράδερς, κύριο ανταγωνιστή της Γκόλντμαν, σώζοντας και μάλιστα με κέρδος την τελευταία!
Το εκπληκτικό ατού της τράπεζας είναι το δίκτυο επιρροής της. Οι τροτσκιστές σκέφτηκαν τον εισοδισμό, η Γκόλντμαν τον εφήρμοσε όμως επιτυχώς! «Είναι πολύ καλός ο όρος εισοδισμός», μας απαντάει ο Ρος, «και ξέρουν να τον εφαρμόζουν καλά. Η Γκόλντμαν έχει μια χρηματιστική λειτουργία, όπως και η JP Morgan, η Morgan Stanley, η Barklays, η ΒΝΡ και την κάνει καλύτερα, γιατί προσλαμβάνει τους καλύτερους. Αλλά μπορεί, σε αντίθεση με τις άλλες, να στηριχθεί και σε διεθνές δίκτυο πολιτικής επιρροής, άσχετο με την αγορά. Ο Πρόεδρος της Κομισιόν και πρωθυπουργός της Ιταλίας, ο Ρομάνο Πρόντι, ο επικεφαλής της Μπούντεσμπανκ και αρχιτέκτονας του ευρώ ‘Οτμαρ Ίσσινγκ, Υπουργοί Οικονομικών και κεντρικοί τραπεζίτες. Στην Ελλάδα έχετε τον Πέτρο Χριστοδούλου, επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους. Ρωτάω τους ‘Έλληνες συνομιλητές μου γιατί δεν διερευνήθηκε ο ρόλος του, κανείς όμως δεν μούδωσε απάντηση».
«Η ισχύς της Γκόλντμαν προέρχεται από μια μοναδική κουλτούρα επιχείρησης, δουλεύουν ως ομάδα για το καλό της εταιρείας, σχεδόν ως σέχτα, δεν υπάρχουν σταρ, δεν τρως τον καιρό σου να τσακώνεσαι, δεν κρατάς τις πληροφορίες για σένα, τις μοιράζεσαι με όλους. Δεν υπάρχει ανταγωνισμός εξουσίας όπως αλλού, είναι λίγο όπως η ΙΒΜ. Κυρίως προσλαμβάνουν τους καλύτερους, που αποβάλλουν την αλαζονεία τους για να λειτουργήσουν ομαδικά. Διώχνουν όσους δεν το κάνουν. Οι άλλοι, όπως η Μόργκαν, έχουν ατομικιστική κουλτούρα».
Τα δύο τρίτα των ανώτερων στελεχών της Γκόλντμαν, περιλαμβανομένου του Προέδρου και Αντιπροέδρου είναι Εβραίοι. «Στην αρχή ήταν εβραϊκή τράπεζα. Τώρα δεν είναι, όπως η JP Morgan δεν είναι προτεσταντική και η Merill Lynch καθολική», παίρνει την πρόνοια να μας πει ο Ρος για την Γκόλντμαν, προτού εξηγήσει ότι υπάρχει «μια κληρονομιά της διαμάχης του 19ου αιώνα μεταξύ προτεσταντικών και εβραϊκών τραπεζών». Αν ο συγγραφέας διαψεύδει μετά βδελυγμίας κάθε σκέψη ότι έχουμε να κάνουμε με εβραϊκή τράπεζα σήμερα, αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στη διαμάχη των Εβραίων και Προτεσταντών τραπεζιτών, τον … 19ο αιώνα όμως. «Το μόνο κεφάλαιο του βιβλίου που ο εκδότης μου θα προτιμούσε να μην είχα γράψει!» Και εδώ άλλωστε παίρνει την πρόνοια να τονίσει ότι «η ίδρυση των εβραϊκών τραπεζών οφείλεται στον αντισημιτισμό των προτεστανταντικών»! Αναγνωρίζει πάντως ότι του θυμίζει Βίβλο η δήλωση του Μπλακφέιν ότι «επιτελεί το έργο του Θεού», αυτό όμως, σπεύδει να διαβεβαιώσει, δεν σημαίνει ότι επιδιώκει κάποια μορφή παγκόσμιας κυριαρχίας, αν και «βεβαίως, το τραπεζικό λόμπυ είναι πάρα πολύ ισχυρό». Κλείνει τελικά τη συζήτηση λέγοντας ότι «είναι καλύτερα να μην μιλάμε για τις σχέσεις θρησκείας και τραπεζών».
Η δυτική κοινωνιολογία ερεύνησε εξαντλητικά τον ρόλο Αγγλοσαξώνων, Ισπανόφωνων, ομοφυλόφιλων, γυναικών, όλων των κοινωνικών, εθνικών, θρησκευτικών, σεξουαλικών κλπ. ομάδων, συχνά υιοθετώντας νόμους για την αντιπροσώπευσή τους, πλην μίας. ‘Ισως δεν πέρασε από το μυαλό όσων επέβαλαν αυτή την κατάσταση πραγμάτων, ότι, αντί να προστατεύουν τους Εβραίους από τον αντισημιτισμό, μάλλον τον τροφοδοτούν!
«Δεν πιστεύω στις θεωρίες συνωμοσίας», μας λέει ο Ρος, που αναγνωρίζει όμως ότι οι τράπεζες είναι υπερβολικά μεγάλες και έχουν υπερβολικά μεγάλη δύναμη. «Πρέπει να σπάσουμε τις τράπεζες, να διαχωρίσουμε τις εμπορικές από τις επενδυτικές τράπεζες, να διαχωρίσουμε την παραδοσιακή τράπεζα από το καζίνο. Εμείς, οι φορολογούμενοι σώσαμε τις τράπεζες. Αλλά τώρα δεν υπάρχουν άλλα χρήματα. Πρέπει να επιστρέψουμε στη ρύθμιση. Κάτι προσπάθησε ο Ομπάμα, αλλά είναι πολύ λίγα. Η ΕΕ πρέπει να το κάνει»
Πως βλέπουν οι τράπεζες την κρίση του ευρώ; Περιμένουν τις αποφάσεις των κυβερνήσεων, τη δημοσιονομική εξυγίανση, τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, την αύξηση των πόρων και των φόρων, την πάλη κατά της φοροδιαφυγής. Αλλά δεν μπορεί να πάμε σε περισσότερη λιτότητα. Για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους; Είναι πολύ νωρίς, δεν το πιστεύω.
Konstantakopoulos.blogspot.com
Source : Κόσμος του Επενδυτή,

Τα αίτια του ελλείματος εθνικής στρατηγικής

Π. Ήφαιστος, Διεθνείς Σχέσεις–Στρατηγικές Σπουδές, Πανεπιστήμιο Πειραιώς www.ifestosedu.gr

«Το μεταπολεμικό διεθνές σύστημα: Σταθερά και μεταβλητά κριτήρια του κυπριακού ζητήματος πριν και μετά το 1974 και τα αίτια του ελλείματος εθνικής στρατηγικής»



Με διαχρονικά και οικουμενικά κριτήρια ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου την δεκαετία του 1950 αποτέλεσε μια γνήσια αξίωση ελευθερίας. Ήταν ο επιπλέον το τελευταίος ελληνικός αγώνας ελευθερίας, ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης. Και επειδή σε ένα διεθνές σύστημα πλήρες αιτιών πολέμου και κυρίως πλήρες ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος, η ανεξαρτησία για κάθε κοινωνία ακόμη και όταν την κερδίσει απαιτείται να αγωνίζεται άγρυπνα και αδιάλειπτα για να την διασφαλίζει. Για πολλούς στην Ελλάδα και στην Κύπρο αν και αυτό είναι αναγκαιότητα δεν είναι αυτονόητα δεδομένο.

Βασική θέση που υιοθετούμε είναι ότι υπό τις συνθήκες των δύο πρώτων ρευστών δεκαετιών της μεταπολεμικής περιόδου υπήρχαν οι προϋποθέσεις ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα οι σκοποί του οποίου αν υπήρχε μια ελληνική Υψηλή Στρατηγική θα μπορούσαν να είχαν εκπληρωθεί. Εν τούτοις, από το 1945 μέχρι σήμερα το νεοελληνικό κράτος, σ’ αντίθεση με την Βρετανία και Τουρκία, ποτέ δεν διέθετε μια εθνική υψηλή στρατηγική.



Μια εθνική στρατηγική απαιτεί προϋποθέσεις. Ας αναφέρουμε μερικές από αυτές τις προϋποθέσεις:

Πρώτον, γρανιτένια και αδιατάραχτη προσκόλληση στο εθνικό συμφέρον, στις εθνικές μας κοσμοθεωρίες, στην ασυμβίβαστη υπεράσπιση ακόμη και της τελευταίας ίντζας της εθνικής επικράτειας που προσφέρει η διεθνής νομιμότητα, απόκτηση επαρκούς αποτρεπτικής ισχύος και αυτοθυσία αν κινδυνεύσει η εθνική ανεξαρτησία.

Δεύτερον, σωστή γνώση της φυσιογνωμίας, του χαρακτήρα και των λειτουργιών του διεθνούς συστήματος, βαθειά γνώση του άμεσου στρατηγικού περιβάλλοντος, των άλλων στρατηγικών περιβαλλόντων ιδιαίτερα του πεδίου της ηγεμονικής διαπάλης, των πολλών επιπέδων, στρωμάτων και ρευστών στρατηγικών κριτηρίων και παραγόντων.

Τρίτον, περίκλειστο σύστημα λήψης αποφάσεων που περιφρουρεί τους πολιτειακούς φορείς από έξωθεν διαβρώσεις και υπονομεύσεις, προσδιορισμό του εθνικού συμφέροντος και των ιεραρχήσεών τους, διαρκής σφυρηλάτηση κρίσιμης και δημοκρατικά νομιμοποιημένης πολιτικής συνοχής και συναίνεσης στα πεδία των έσχατων λογικών του εθνικού συμφέροντος και αταλάντευτος αγώνας εκπλήρωσής του.

Τέταρτον, μιλώντας λογικά, ορθολογιστικά και εξ ανάγκης ασυμβίβαστα, διεθνισμός και εθνοκράτος ως θεσμός ελευθερίας είναι έννοιες και παραδοχές ασύμβατες. Ο διεθνισμός κάθε απόχρωσης και κάθε εκδοχής αντιβαίνει στην ελεύθερη εθνική ύπαρξη, θρέφει την εξάρτηση, υπονομεύει το εθνικό συμφέρον και αντιβαίνει στα θέσφατα της υπέρτατης και έσχατης κοσμοθεωρίας της εθνικής ανεξαρτησίας. Εξ αντικειμένου, τα διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα αποτελούν θανατηφόρο δηλητήριο κατά του κράτους και κατά της εθνικής ανεξαρτησίας, δηλαδή της ελευθερίας της κοινωνίας και εξ αντικειμένου λειτουργούν ανασταλτικά και αναιρετικά κατά κάθε αξίωσης συγκρότησης εθνικής στρατηγικής. Αν λόγω συνήθειας και καθιερωμένων συμβατικών όρων κάποιοι νοιώθουν την ανάγκη να ταυτίζονται με κάποιο διεθνισμό, ας κατανοήσουν ότι αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο αγάπη προς την πατρίδα, την δημοκρατία, την ελευθερία και την ειρήνη με όρους διασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας. Εγγενώς έτσι ήταν πάντα ο κόσμος, έτσι είναι και έτσι πάντα θα είναι.

Πέμπτον, μια ευρεία και βαθειά κοινωνική συναίνεση για την εθνική στρατηγική ως έσχατη και υπέρτατη κοσμοθεωρητική παραδοχή είναι μια εξίσου σημαντική προϋπόθεση εθνικής στρατηγικής. Η εθνική ανεξαρτησία για όλες τις κοινωνίες είναι η ελευθερία τους, δηλαδή, ότι πιο πολύτιμο διαθέτουν. Όποιος απορεί για τα αίτια μπορεί να μάθει πολλά διαβάζοντας τα ποιήματα του 16χρονου Ευαγόρα Παλληκαρίδη, κατανοώντας, επίσης, τους βαθύτερους αιτιώδεις λόγους για τους οποίους ο αείμνηστος Τάσσος Παπαδόπουλος και η κυπριακή κοινωνία, το 2004 είπαν ένα ουρανομήκη ΟΧΙ στην υποδούλωσή τους. Κάποιοι βέβαια, δυστυχώς ακαδημαϊκοί φορείς, με πολύ αρνητικά πρόσημα θεώρησαν σωστό να χαρακτηρίζουν τον Τάσσο Παπαδόπουλο ως «απορριπτικό» γιατί απόρριπτε την κατάργηση της ελευθερίας των κυπρίων. Τιμητικός θα έλεγα τίτλος, εν τέλει.



Είναι αναγκαίο να επιμείνω λίγο ακόμη για την παραδοχή της εθνικής ανεξαρτησίας. Και αυτό αντίθετα με την συμβατική σοφία, δεν αποτελεί κάποια αξιολογική ιδεολογική στάση.

Πρώτον, η κοσμοθεωρητική παραδοχή της εθνικής ανεξαρτησίας ή του «ιδεώδους της εθνικής ανεξαρτησίας» όπως ονομαζόταν στην κλασική εποχή, είναι πνευματικά σύμφυτη με την ύπαρξη μιας ανθρωπολογικά περιεκτικής και γι’ αυτό βιώσιμης κοινωνικής οντότητας.

Δεύτερον, η εθνική ανεξαρτησία αποτελεί τον υπέρτατο σκοπό της εθνικής στρατηγικής. Επειδή όπως λέμε η στρατηγική είναι η συνάρτηση των μέσων με τους σκοπούς για να την εκπλήρωση του τελευταίου χωρίς υπέρτατο πνευματικό σκοπό μια εθνική στρατηγική προγραμματικά είναι κενή περιεχομένου, δηλαδή προγραμματικά ανύπαρκτη.

Εξ ου και το προηγηθέν επιχείρημα ότι ανεξαρτήτως χρώματος ή απόχρωσης επειδή ο διεθνισμός θεωρεί το έθνος και το εθνοκράτος αναλώσιμα και περιττά, περιττή είναι και η εθνική στρατηγική, γεγονός που οδηγεί τους διεθνιστές να συντάσσονται και να συμπράττουν με τα εκάστοτε διεθνιστικά μεταμφιεσμένα δόγματα των καθ’ έκαστη συγκυρία ηγεμονικών αξιώσεων.

Η εθνική ανεξαρτησία είναι υπέρτατη νομική, πολιτική, πνευματική και κοσμοθεωρητική παραδοχή διαχρονικά πανηγυρικά οικουμενικά επικυρωμένη. Πάνω σ’ αυτή εξάλλου εδράζονται οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου. Πνευματικές ή φιλοσοφικές ρωγμές λογικά δεν είναι επιτρεπτές και αν υπάρχουν ροκανίζουν τόσο την εθνική στρατηγική όσο και την εθνική ανεξαρτησία. Όταν οι κοινωνίες δεν την έχουν παλεύουν να την αποκτήσουν και όταν την αποκτήσουν είναι προ το συμφέρον τους να την διαφυλάττουν με όλα τα μέσα και με όποια θυσία και αν χρειαστεί. Για την εθνική ανεξαρτησία έγινε και ο κυπριακός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας.

Συμβουλή να αφήσεις το εθνοκράτος σου για να αγωνιστείς για την ενοποίηση του πλανήτη οποιουδήποτε είδους ή απόχρωσης, αποτελεί συνταγή κατακρημνίσματος. Από καιρό, αντί χάραξης μιας εθνικής στρατηγικής άξιας των προσδοκιών μας που εκπληρώνει τους εφικτούς εθνικούς σκοπούς κάθε συγκυρίας, έχουμε ένα νεφελώδες φάσμα εκλογικεύσεων περί «χαμένων ευκαιριών» το οποίο υπερίπταται πάνω από τα κεφάλια μας προκαλώντας σύγχυση και αποπροσανατολισμό.

Πολιτική και επιστημονική ύβρις και επωδός έπονται όταν κάθε φορά ο προτεινόμενος εθνικός θάνατος μεταμφιέζεται ως υποψήφια χαμένη ευκαιρία. Αντί να ερμηνεύσουμε σωστά τα αίτια των λαθών του παρελθόντος τα οποία εμπόδισαν την επίτευξη των εφικτών σκοπών έχουμε ποταμούς ανορθολογικής πολιτικής σκέψης που συνοδεύονται με κάλεσμα για ευθανασία.

Σ’ αυτές τις αδιέξοδες συζητήσεις περί χαμένων δήθεν ευκαιριών κάθε διαδοχικής συγκυρίας το προγραμματικό ροκάνισμα των θέσεών μας αν και διαφορετικού περιεχομένου μορφικά είναι εν τούτοις πανομοιότυπο: Λανθασμένες εκτιμήσεις για το διεθνές σύστημα, λανθασμένες εκτιμήσεις για τα όρια των δυνατοτήτων των διεθνών θεσμών –οι οποίοι στην διεθνή πολιτική είναι νομοτελειακά εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος–, λανθασμένες εσχατολογικές διεθνιστικές ή κοσμοπολίτικες αφέλειες και ηγεμονικές εκλογικεύσεις για τον επικείμενο θάνατο του κράτους και την έλευση του ενός ή άλλου διεθνιστικού ή κοσμοπολίτικου πλανητικού παραδείσου.

Τέτοιοι ανορθολογισμοί ήδη μας προκάλεσαν γιγαντιαίες ζημιές στην Ελλάδα και στην Κύπρο επειδή η διπλωματία μας σε διαδοχικές κομβικές στιγμές στηρίχθηκε πάνω στην ακραία λανθασμένη υπόθεση πως αντί ισορροπίας με κάθε φίλο ή αντίπαλο τα διακρατικά προβλήματα θα αντιμετωπιστούν, δήθεν, με αισθητικά κριτήρια και διαπροσωπικές σχέσεις. Προσεγγίσεις μάλιστα που σε όλες τις φάσεις που εξετάζουμε, ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες, είναι εμπλουτισμένες με άφθονη προπαγάνδα και λαϊκίστικο κτίσιμο προσδοκιών, ψευτοδιλήμματα πόλεμος ή ειρήνη και καλλιέργεια ευσεβών πόθων και ψευδαισθήσεων.



Πολλοί συχνά αμφισβητούν την σκοπιμότητα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των κυπρίων. Σφάλλουν βαθύτατα. Μπορούμε κάλλιστα να ισχυριστούμε ότι θα μπορούσε να γίνει καλύτερη πολιτική διαχείρισή του ή να είχαμε σχεδιάσει μια στρατηγική καλύτερης σύνδεσης εναλλακτικών βαθμίδων ένοπλου αγώνα με τους διπλωματικούς χειρισμούς. Αυτό όμως είναι ένα ζήτημα και άλλο να ειπωθεί η ανιστόρητη θέση ότι ο αγώνας ήταν περιττός ή αχρείαστος.

Το κριτήριο της νομιμοποίησης μιας πολιτικής πράξης στην διεθνή πολιτική ενέχει μεγάλη σημασία και στην ιστορική συγκυρία που έγινε ο κυπριακός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας η νομιμοποίησή του ήταν άφθονη.

Το ερώτημα όπως υπαινιχθήκαμε μόλις είναι εάν έτυχε σωστής διπλωματικής διαχείρισης και αν όχι γιατί;

Η αξίωση αυτοδιάθεσης των κυπρίων τον 20ό αιώνα ήταν υπαρξιακού χαρακτήρα, θεμελιώδης, αναπόφευκτη και για αντικειμενικούς ιστορικούς λόγους εντός εφικτών ορίων. Επιτυχία απαιτούσε μεγιστοποίηση των νομικών, πολιτικών, κοσμοθεωρητικών και διεθνοπολιτικών ερεισμάτων που διαθέταμε στην μεταπολεμική συγκυρία.

Το κύμα των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων δεν είναι ο μόνος παράγων που νομιμοποιούσε ένα αγώνα ελευθερίας στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο 19οςαιώνας και οι αρχές του 20ού αιώνα ήταν επίσης η φάση εκπνοής της αποικιακής εποχής και η αφετηρία του σύγχρονου πλανητικού εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος.

Μπορεί αναρίθμητοι έλληνες και όχι μόνον να παρασύρθηκαν στην διεθνιστική και κοσμοπολίτικη ρητορεία του τεχνητού, επίπλαστου και κίβδηλου Ψυχρού Πολέμου όταν οι εκατέρωθεν ηγεμονικές δυνάμεις μεταμφίεσαν τα συμφέροντά τους με ψεύτικα κοσμοϊστορικά σχέδια, πλην η ιστορική εξέλιξη αν και με σκαμπανευάσματα συνεχίστηκε. Απλά, αν και εντυπωσιακός και καταστροφικός, ο Ψυχρός Πόλεμος αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του των διενιστικοϋλιστικών δογμάτων και των ηγεμονισμών που αφετηρία είχαν τον 17ο αιώνα και που συμβολικά εξέπνευσαν το 1990. Πολλοί βέβαια λόγω κεκτημένης ταχύτητας ακόμη τον βιώνουν.

Η καταστροφική πορεία της ανθρωπότητας που άρχισε με την πτώση της Βυζαντινής Οικουμένης και στην συνέχεια την έλευση των υλιστικών δογμάτων οδήγησε εν μέσω αντιφάσεων και καταστροφών στην αποικιοκρατία, στον ηγεμονισμό και στην μεταβατική επίφαση του Ψυχρού Πολέμου που τερματίστηκε το 1990. Τον 20ο αιώνα και πολύ περισσότερο στις απαρχές του 21ου αιώνα η εθνική ανθρωπολογία εισέρευσε ξανά ορμητικά ως ο διαμορφωτικός παράγων του πολιτικού γίγνεσθαι.

Αυτή η αλλαγή παραδείγματος αφορά τα εννέα τουλάχιστον δέκατα των ανθρώπων του πλανήτη αν όχι το σύνολο, αν συμπεριλάβουμε τα έθνη της Δύσης οι κοινωνίες των οποίων μάλλον κινούνται και αυτές ερήμην των ταρακουνημένων και αποτυχημένων πολιτικών και διανοητικών ελίτ. Η τάση είναι πανίσχυρη. Αφήνοντας κάποια πολιτικά και πνευματικά ελίτ να αναμασούν δόγματα παρωχημένων φιλελεύθερων και μαρξιστικών υλισμών ή φασιστικών κολεκτιβισμών, οι άνθρωποι στο επίπεδο των κοινωνικών οντοτήτων διαρκώς συγκροτούνται πολιτικά σύμφωνα με την ιστορικά διαμορφωμένη εθνική ανθρωπολογική τους υπόσταση.

Όποιος απορεί για τα αίτια, επαναλαμβάνω, μπορεί να μάθει πολλά διαβάζοντας τα ποιήματα του 16χρονου Ευαγόρα Παλληκαρίδη και κατανοώντας το ΟΧΙ των κυπρίων κατά της υποδούλωσής τους το 2004.

Οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες διαμόρφωσαν την πρώτη μεγάλη μετά-αποικιακή καταστατική δομή: Συνέτειναν στην νομικοθεσμική και κοσμοθεωρητική επικύρωση μιας οντολογικής πλέον πραγματικότητας που αναδείκνυε το εθνοκρατοκεντρικό διεθνές σύστημα που εδράζεται πάνω στις κοινή για όλες τις κοινωνίες, υψηλή κοσμοθεωρητική αρχή της Εθνικής Ανεξαρτησίας ως μετά-Αποικιακού τρόπου ζωής. Νομικοπολιτικά αυτό ενσαρκώνουν και οι Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου.

Συνοψίζοντας αυτή την καίρια πτυχή τονίζουμε ότι η πριν το 1974 φάση αποτελείτο από δύο μεταβατικές εποχές και η Κύπρος πάτησε μέσα σε αμφότερες: Η πρώτη μεταβατική εποχή ήταν η φάση των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων που προκάλεσε την γένεση δύο εκατοντάδων ανεξάρτητων κρατών. Η δεύτερη μεταβατική εποχή αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκλώβισε τα κράτη αυτά αλλά και όλο τον πλανήτη μέσα στον εξίσου μεταβατικό Ψυχρό Πόλεμο κατά την διάρκεια του οποίου διεξάχθηκε η επίπλαστη δήθεν ιδεολογική διαπάλη Ανατολής-Δύσης.

Οι έλληνες της Κύπρου με την σύμπνοια των ελλήνων της μητροπολιτικής Ελλάδας –και ανεξαρτήτως αδυναμιών της τελευταίας στο επίπεδο της πολιτικής διακυβέρνησης– ήταν σωστό και ιστορικά αναπόδραστο να διεκδικήσουν αυτοδιάθεση πριν ή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και όπως γνωρίζουμε αυτό έκαναν.

Κύριος ανασταλτικός παράγοντας που σχεδόν προγραμματικά προδίκασε την αποτυχία αυτής της αναπόδραστης αξίωσης ελευθερίας ήταν το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία ήταν το πρώτο μεγάλο θύμα του Ψυχρού Πολέμου. Μετά τον άχαρο και αχρείαστο ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, η απορρέουσα εξάρτηση του νεοελληνικού κράτους έθρεψε τα εκατέρωθεν διεθνιστικά σύνδρομα, δίχασε την ελληνική κοινωνία και κατέστησε, βασικά μέχρι και σήμερα ανέφικτη την συγκρότηση μιας εθνικής στρατηγικής που θα δικαίωνε την Κύπρο και θα διασφάλιζε την ελληνική επικράτεια σύμφωνα με τις Συνθήκες και την διεθνή νομιμότητα.

Στην συνέχεια, για αυτούς κυρίως τους λόγους αλλά και εκ του γεγονότος ότι ο Ψυχρός Πόλεμος βάθαινε ολοένα και περισσότερο η εξάρτηση της μητροπολιτικής Ελλάδας περιέπλεξε ακόμη περισσότερο την πολιτική διαχείριση του αγώνα ελευθερίας. Δυνατότητες και ευκαιρίες εκμετάλλευσης των κυμάνσεων του Ψυχρού Πολέμου για να επιτύχει ο αγώνας υπήρχαν πολλές. Στις εισηγήσεις που προηγήθηκαν, για παράδειγμα, καταδείχθηκε ότι ένας εξεζητημένος δυτικός προσανατολισμός κατά την διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και 1960 θα μπορούσε να επιτύχει πολλά και ίσως την πλήρη αυτοδιάθεση.

Λόγω των πιο πάνω και πολλών άλλων παραγόντων, το κεκτημένο της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά το 1960 ήταν αρκετά εύθραυστο λόγω ύπουλων διαιρετικών συνταγματικών στοιχείων και η συνεχιζόμενη απουσία στρατηγικής διαχείρισης κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οδήγησε από το την μια αντίφαση στην άλλη και από το ένα αδιέξοδο στο άλλο.

Εξωτερικές εξαρτήσεις, ιδεολογική διάβρωση, πνευματικό ροκάνισμα, λάθη οφειλόμενα σε πάγια ελλείμματα κατανόησης της διεθνούς πολιτικής, έξωθεν υποκινούμενες πολιτικά εγκληματικές στάσεις όπως το πραξικόπημα του 1974 ή η υποστήριξη του εγκληματικού σχεδίου Αναν μας φέρνουν στο σημερινό εξαιρετικά δύσκολο σταυροδρόμι. Εν τούτοις, επειδή Ιδιαίτερα όταν τα ζητήματα που τίθενται είναι ζωής και θανάτου, δημοκρατίας και ελευθερίας, κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι στην διεθνή πολιτική δεν υπάρχουν ανέφικτοι σκοποί παρά μόνο δύσκολοι στόχοι.



Στην μια πλευρά είναι η πεπατημένη του κατευνασμού. Στην άλλη είναι η επιδίωξη του μόνου εφικτού σκοπού, δηλαδή μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού με γρανιτένια προσκόλληση στις υψηλές αρχές της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας που τις ενσαρκώνει.

Το ζήτημα στην εξωτερική πολιτική δεν είναι το κατά πόσο σε κάθε ιστορική συγκυρία θα περιπίπτουμε σε μοιρολατρία για παρελθούσες δήθεν «χαμένες ευκαιρίες» αλλά το κατά πόσο στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία θα επιτυγχάνεται το εφικτό με σωστή διαχείριση όλων των μέσων που διαθέτουμε χωρίς ποτέ να επιτρέπεται να δρασκελίσουμε κόκκινες γραμμές.

Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε ιστορική στιγμή το ζητούμενο είναι η εκπλήρωση του μέγιστου εφικτού εθνικού συμφέροντος χρησιμοποιώντας την βέλτιστη υψηλή στρατηγική. Όταν αυτό δεν συμβαίνει μεμφόμαστε την λανθασμένη στρατηγική και όχι τον μέγιστο εφικτό σκοπό που λόγω λαθών και παραλείψεών μας δεν εκπληρώθηκε. Διατυπώνουμε επίσης πορίσματα για το πώς δεν θα επαναληφθούν τα λάθη.



Συμπεραίνω λοιπόν λέγοντας ότι τα προβλήματα της εθνικής στρατηγικής που απαιτεί βέλτιστη χρήση των μέσων που διαθέτουμε για να εκπληρώσουμε τον εφικτό σκοπό της κάθε ιστορικής συγκυρίας, έχουν τρις κύριες διαστάσεις.

Πρώτον, την ευρεία διάδοση διεθνιστικών δογμάτων που διαποτίζουν την ελλαδική και κυπριακή κοινωνία αναιρώντας προγραμματικά κάθε αξίωση χάραξης Υψηλής εθνικής στρατηγικής. Δεύτερον, την συνεπαγόμενη διαχρονικά ξένη εξάρτηση που περιορίζει τόσο την εθνική ανεξαρτησία όσο και την ανεξάρτητη πολιτειακή δράση στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Τρίτον, ιδιαίτερα την ύστερη εποχή, την εκτεταμένη διείσδυση στο πολιτικό, επικοινωνιακό και πνευματικό πεδίο διεθνικών δρώντων οι οποίοι αν και επενεργούν διανεμητικά δεν υπόκεινται στον παραμικρό δημοκρατικό έλεγχο.

Στο εσωτερικό του πιο σκληρού πυρήνα λήψης αποφάσεων, για παράδειγμα, δεν μπορούν να ακούονται τα πιο ανορθολογικά και παράλογα πράγματα και η λόγω επιστημονικής μεταμφίεσης να γίνονται πιστευτά από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Αυτό εν τούτοις είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών που διαβρώθηκε όχι μόνο λόγω παρακμής της ακαδημαϊκής πολιτικής σκέψης αλλά λόγω και εκτεταμένης σε όλα τα επίπεδα του ελληνικού πολιτικού και πνευματικού σκηνικού διείσδυσης ενός περίεργου μίγματος πολιτικά και κοινωνικά ανεξέλεγκτων φορέων επιστημονικών τίτλων, ενός ακόμη πιο περίεργου μίγματος διεθνικών δρώντων και λιγότερο ή περισσότερο πονηρών μελών που εκτείνονται από πολυεθνικές επιχειρήσεις και χρηματοοικονομικούς δρώντες μέχρι «πρώην» στελέχη των κυβερνήσεων και των «υπηρεσιών» ξένων κρατών.



Ένας στοιχειώδης ιστορικοπολιτικός απολογισμός της περιόδου 1945 μέχρι 1974 αλλά πανομοιότυπα από το 1974 μέχρι σήμερα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αίτια, αιτιώδεις σχέσεις και αιτιατά συμπλέκονται με ένα τρόπο που δεν είναι καθόλου τυχαίος:

· Δεν είναι τυχαίο ότι έγινε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα.

· Δεν είναι τυχαίο ότι άβουλα, αμελέτητα, απονενοημένα και προς μεγάλη έκπληξη των Άγγλων, όπως έγραψε ο Μακμίλλαν προσήλθαμε στην τριμερή διάσκεψη το 1955.

· Δεν είναι τυχαίο ότι η κυπριακή αριστερά διαιρέθηκε στον αγώνα ελευθερίας των κυπρίων.

· Δεν είναι τυχαίο ότι ετοιμαζόμενοι για ένα μεγάλο αγώνα ελευθερίας δεν συνεκτιμήσαμε δεόντως τις παραμέτρους του Ψυχρού Πολέμου αλλά και των παραμέτρων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής της δεκαετίας του 1950 και 1960.

· Δεν είναι τυχαίο ότι αλλοπρόσαλλα την ίδια στιγμή που η Κύπρος ήταν κατειλημμένη από δυνάμεις του ΝΑΤΟ αρχές της δεκαετίας του 1960 στραφήκαμε προς την Σοβιετική Ένωση.

· Δεν είναι τυχαίο ότι εύκολα οι αμερικανικές υπηρεσίες διείσδυσαν σε όλο το πολιτικό φάσμα πριν και μετά την ξενόφερτη χούντα του 1967.

· Δεν είναι τυχαίο το ότι στο πλαίσιο μιας αχρείαστα υπερβολικής ταύτισης με τους αδέσμευτους δόθηκε δυσανάλογη σημασία στην ΓΣ του ΟΗΕ.

· Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί τάχθηκαν υπέρ των καταχρηστικών ηγεμονικών επεμβάσεων μετά το 1990 συμβάλλοντας στην αναστάτωση της περιφέρειάς μας και δημιουργώντας προϋποθέσεις διείσδυσης στις δικές μας υποθέσεις.

· Δεν είναι τυχαίο ότι χάσαμε το τραίνο της ΕΕ επειδή την είδαμε διεθνιστικά και όχι όπως είναι, εθνοκρατοκεντρικά.

· Δεν είναι τυχαίο ότι ουκ ολίγοι ακούοντας την έννοια «έθνος» παθαίνουν πνευματική και πολιτική αλλεργία με τα τρόπο που ακυρώνει τα πνευματικά, πολιτικά, πολιτισμικά και στρατηγικά μας ερείσματα.

· Δεν είναι τυχαίο ότι μη κυβερνητικές διεθνικές οργανώσεις καλλιέργησαν την εικόνα ενός ανθόσπαρτου πλανήτη προσανατολίζοντας την Ελλάδα προς τον κρημνό, καταπολεμώντας την πορεία της Κύπρου προς την ΕΕ, αντικρούοντας ή και καταπολεμώντας την πολιτική αξιόπιστης εθνικής αποτρεπτικής στρατηγικής στο Αιγαίο και στην Κύπρο.

· Δεν είναι τυχαίο ότι πείστηκαν οι κυβερνούσες πολιτικές ηγεσίες πως με κατευνασμό και δη στηριζόμενο σε αισθητικές και διαπροσωπικές φιλικές σχέσεις θα αντιμετωπιστεί η τουρκική απειλή.

· Δεν είναι τυχαίο ότι η εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος επιβίωσης με μια υπεύθυνη αποτροπή συχνά εξυβρίστηκε ως εθνικιστική θέση.

· Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί τελικά θεωρήθηκε φυσιολογικό να μιλάμε για νομιμοποίηση των τετελεσμένων στην Κύπρο και απάρνηση άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων που προσφέρει η διεθνής νομιμότητα στο Αιγαίο και στην Λεβαντίνη.

· Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια γραμμή σκέψης υποστήριξε πως το 1955-59 οι άγγλοι αποικιοκράτες εφάρμοζαν πολιτική προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

· Δεν είναι τυχαίο ότι επειδή όπως είπαν οι Ρωμαίοι scripta manent πολλοί εκτέθηκαν ανεπανόρθωτα. Αντί όμως να δηλώσουν ένα τίμιο ουρανομήκη mea culpa επειδή για παράδειγμα συμπράττοντας με τους εχθρούς της ελευθερίας και της Ελλάδας εκθείασαν το παράνομο και καταχρηστικό σχέδιο Αναν, ζητούν και τα ρέστα.

· Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σήμερα ουκ ολίγοι είναι έτοιμοι να κάνουν άλμα στο κενό με την κατάργηση της ΚΔ και την κατασκευή μιας πολιτειακής διαστροφής άνευ προηγουμένου που αναιρεί κεκτημένα πέντε χιλιάδων χρόνων διαδρομής του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων.



Καταληκτικά, ο μόνος λογικός και σωστός σκοπός πριν και μετά το 1974 ήταν η αυτοδιάθεση. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο σήμερα, στο πλαίσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας που μόνο αν είναι ένα δημοκρατικό κράτος μπορεί να επιβιώσει χωρίς να καταστεί εστία συγκρούσεων και θανάτου. Νομικοπολιτικά, εξάλλου, αν η αυτοδιάθεση στην βάση του one man one vote ήταν βασική αρχή της από-αποικιοποίησης, ισχύει πλήρως στο εσωτερικό ενός κράτους δικαίου και της αναγκαίας και μη εξαιρετέας δημοκρατικής νομιμότητας. Ποτέ δεν προσφερόταν ως βιώσιμη λύση και ποτέ δεν θα είναι αποτελέσει βιώσιμη επιλογή η συγκρότηση ενός διεστραμμένου πολιτειακού γάμου που θα διαιρέσει την κοινωνία σε ρατσιστική και φυλετική βάση. Είναι άλμα στο κενό. Στην Κύπρο ο σκοπός είναι και σήμερα και ο ίδιος θα συνεχίσει να είναι μελλοντικά: Η αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού. Οτιδήποτε πιο κάτω είναι αναπόδραστα καταστροφικό καθότι καταστέλλει τις ασυμβίβαστες έσχατες αρχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Αυτό τον σκοπό επιδιώξαμε το 1955 και ο ίδιος σκοπός παραμένει και σήμερα. Όταν την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμεθα ας μην σφάλλουμε μετατρέποντάς την σε δήθεν αμάχητο επιχείρημα υπέρ αυτοχειριασμού



Τέλος ολοκληρώνοντας, θέλω να αναφερθώ στην χθεσινή παραδοχή μεγάλου σφάλματος στελέχους του ΕΛΙΑΜΕΠ επειδή, όπως μας είπε, σε συνομιλία του με τον Γιάννη Κρανιδιώτη δεν είχε πειστεί ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ ήταν σημαντική και σωστή διπλωματική επιλογή. Πάγια θέση μου όπως είναι γνωστό είναι πως η παραδοχή λάθους στο επιστημονικό πεδίο τιμά δεν προσβάλλει τον δηλώνοντα και πως τέτοιες πρακτικές αποτελούν προϋπόθεση επιστημονικής προόδου. Πλην έλεος, ας μην υποβαθμίζουμε ένα ζήτημα γιγαντιαίων διαστάσεων σε κάποια συνομιλία με τον αείμνηστο Κρανιδιώτη. Από πολλά στελέχη απαιτείται ένα πολύ μεγάλο mea culpa. Αν και για το θέμα αυτό έγραψα αρκετά και θα γράψω πολύ περισσότερα, είναι εδώ αναγκαίο να ειπωθούν έστω και δύο λόγια. Πρώτον, δεν είναι ένα και δύο ή καμιά κουβέντες σε κανένα συνέδριο αλλά εκατοντάδες κείμενα, βιβλία, άρθρα, επιφυλλίδες για τα οποία κάποιοι από εμάς από το 1989 μέχρι και σήμερα απελπισμένα αναγκαζόμαστε να αναλώσουμε χιλιάδες ώρες για να τα αντικρούσουμε. Εκατοντάδες κείμενα λοιπόν για τα οποία πριν λίγα χρόνια το ΕΛΙΑΜΕΠ πήρε μια επιστολή στην οποία τους πρότεινα να συγκροτηθεί επιστημονική ομάδα που θα χρηματοδοτήσει το ίδιο μιας και εύπορο, για να προχωρήσουμε σε μια ενδελεχή και αντικειμενική μελέτη ως προς το τι είπε τις και πως το είπε όσον αφορά α) την υποβολή αίτησης ένταξης, β) την πορεία της των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, γ) την αμυντική ενίσχυση της Κύπρου, δ) την αποτρεπτική στρατηγική στο Αιγαίο, ε) τα προεόρτια του σχεδίου Αναν, στ) την επιστημονικά και κοινωνικά ηρωϊκή μάχη για να απορριφτεί αυτό το σχέδιο πολιτικής, διεθνοπολιτικής και επιστημονικής ντροπής, και ζ) τους ανοίκειους χαρακτηρισμούς κατά του Τάσσου Παπαδόπουλου και την πολιτική του διαδρομή. Αν το ζητούμε και επιμένουμε –και εγώ συντάσσω σχετικά εκτενές κείμενο– δεν οφείλεται σε κάποια μνησικακία ή εκδικητικότητα αλλά στην ανάγκη να μην ξαναβρεθούμε ως επιστήμονες και ως κοινωνίες μπροστά σε ένα κύμα εκατοντάδων αναλύσεων που περίπου υποστήριζαν ότι τα γαϊδούρια έχουν φτερά και πετούν ή ότι η ελευθερία και η δημοκρατία είναι περιττά μιας και εισερχόμαστε στην … μεταεθνική εποχή των προπαγανδιστικών φαντασιώσεών τους. Ακόμη πιο σημαντικό στην Ελλάδα και στην Κύπρο βρισκόμαστε ενώπιον επερχόμενων μεγάλων προβλημάτων στην αντιμετώπιση των οποίων η ελληνική επιστημονική κοινότητα απαιτείται αυτή την φορά να φανεί άξια του μισθού τους επιτελώντας την επιστημονική της αποστολή. Να απέχει δηλαδή από κάθε προπαγανδιστική δραστηριότητα, να συγκροτήσει επιστημονικές εργασίες που στηρίζουν και δεν υπονομεύουν την διεθνή νομιμότητα και να τηρήσει πάγιους κώδικες δεοντολογίας της επιστήμης που αφορούν την ελευθερία και την δημοκρατία. Τον ερχόμενο Φθινόπωρο μάλλον όλοι και όλα πάλι θα δοκιμαστούν. Αυτή την φορά κάποιοι ας μην παρασυρθούν ντροπιάζοντας την επιστήμη και τον επιστημονική τους ταυτότητα. Γιατί όπως είπαμε, scripta manent.



Π. Ήφαιστος, www.ifestosedu.gr



Αναρτημένη και στην διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/109omiliatassospapadeoka.htm

Στοιχεία που διατήρησαν την ελληνική συνοχή

του Δρα Δημ. Σταθακόπουλου

Μέσα στο ζόφο και την ανασφάλεια για το αύριο, το «ήξεις αφίξεις» της «οικονομικής σωτηρίας του Ελλαδικού κράτους» που ακροβατεί μεταξύ de facto πτώχευσης και πιθανολογούμενης αναμενόμενης de jure ( οσονούπω ; και όταν το «επιτρέψουν οι Τράπεζες και οι οίκοι αξιολόγησης ; ), εντός ενός θολού περιβάλλοντος αναξιοπρέπειας , το μόνο που ξέρω , είναι ότι πραγματικά – σαν τον Σωκράτη – δεν ξέρω τίποτα !!

Γενιές επί γενεών ανθρώπων , πάνε και έρχονται μέσα σ’ ένα διαρκή αγώνα δρόμου για την εξεύρεση της ευδαιμονίας ( ψυχικής, πνευματικής και γιατί όχι και υλικής, απολαυστικής ). Στ’ όνομά της έχουν εξαγγελθεί, εφαρμοστεί, επιβληθεί , αποτύχει, πάμπολλα μοντέλα κοινωνικής, πολιτικής, στρατιωτικής, οικονομικής, ή και φιλοσοφικο/ θεολογικής συνοχής. Όμως το ζητούμενο ( ευδαιμονία ), προβάλει πάντοτε αμείλικτο μπροστά μας , ατελέσφορο, μη επιτευχθέν , διαρκώς ουτοπικό και σαν άλλη « Νίκη» πετά μακριά μας ως άπιαστο ατομικό, κοινωνικό / εθνικό όνειρο, έως ότου την πιάσουμε και της κόψουμε τα φτερά, προκειμένου να γίνει παντοτινό κτήμα μας, όπως έκαναν οι αρχαίου Αθηναίοι με την «άπτερο Νίκη». Μέχρι τότε όμως πρέπει να προσπαθήσουμε πάρα πολύ, ή μήπως όχι ; Κατά την άποψή μου δεν είναι θέμα κόπου για την κατάκτηση της «φτερωτής» ευδαιμονίας ( ατομικής ή κοινωνικής ), αλλά τρόπου. Είναι θέμα επιλογών, προτεραιοτήτων και αξιών. Συνειδητοποιώντας πως τα ανεκτίμητα πράγματα που οδηγούν στην προσέλκυσή της ( προκειμένου να ταυτιστεί μαζί μας και όχι να αιχμαλωτιστεί απλά, κόβοντας τα φτερά της ) είναι , - ευτυχώς ακόμα -, δωρεάν (ο αέρας που ανασαίνουμε, η ανατολή του ήλιου, το ηλιοβασίλεμα, η φύση που βλέπει το μάτι μας, τα ανθρώπινα αγαπητικά συναισθήματα και αισθήματα ), αυτομάτως απαλλασσόμαστε από τα «ψευδή ευδαιμονικά» στοιχεία.

Αυτό το αέναο κυνήγι των οικονομικών δεικτών και της φορολογίας με σκοπό ( μη υλοποιήσιμο μέχρι σήμερα ) την εκτοπισμένη στο αβέβαιο μέλλον «ευδαιμονική κοινωνία» μοιάζει με τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του. Δεν πρόκειται να οδηγήσει πουθενά ( τουλάχιστον όσο ζήσει η παρούσα γενιά των ανθρώπων και εάν προηγουμένως δεν έχουμε με κάποιο φυσικό, τεχνικό, περιβαλλοντολογικό τρόπο καταστραφεί ) . Το σύστημα έχει «παρακμάσει» και μάλιστα ήδη έρχονται οι αποκρουστικές οσμές της σήψης του. Βέβαια, εμπειρικά ( ίσως πια και επιστημονικά στατιστικά ) γνωρίζουμε πως «γραμμικά» τα πάντα ανεβοκατεβαίνουν και επομένως κάτι νέο να γεννηθεί. Είμαστε όμως σίγουροι πως θα είναι καλύτερο από εκείνο που «σβήνει» ; Όπως λένε οι «σοφοί» του κόσμου: Όχι !!!

Το πιθανότερο είναι να γίνουμε μία θλιμμένη «ανώνυμη» κοινωνία, προσδιοριζόμενοι ατομικά ή συλλογικά μέσω του «ΑΜΚΑ» ή του «ΑΦΜ» μας, απλοί υπήκοοι ( υπό+κούω) , κάτοικοι χώρου και όχι Πολίτες σε συμμετοχική δημοκρατική ανεξάρτητη Πολιτεία, και ω της παραδοξότητας στο όνομα της ελευθερίας και της ευδαιμονίας μας !!

Ωραία θα μου πείτε, αυτά τα γνωρίζουν ή τα καταλαβαίνουν και οι ποιο αδαείς, άλλοι δε τα ερμηνεύουν ως «ψευδοπροφητικά», άλλοι ως πρωτόλεια κινδυνολογικά , άλλοι ως εσχατολογικά , ιδεολογικά φληναφήματα και άλλοι ως πιθανά. Ότι όμως και να θεωρηθούν , ποια θα μπορούσε να είναι η αποτρεπτική στάση της κοινωνίας ;

Ίσως να τα αγνοήσει παντελώς. Κι’ αν όμως επαληθευτούν , πως τα αντιμετωπίζεις τότε ;

Ίσως με αφορμή αυτές τις θεωρίες να προσπαθήσει να αποτρέψει τα πιθανολογούμενα αποτελέσματά τους.

Πιθανός τρόπος θα ήταν η πραγματική , και όχι ελεγχόμενη από το νυν κατεστημένο, πνευματική αναγέννηση και η αυτοθέσμισή της, ουσιαστικά καταργώντας όλο το υπάρχον πολιτικό/ κομματικό/ οικονομικό πλαίσιο.

Δεν είμαι ειδικός και ειλικρινά δεν ξέρω πως θα αυτοθεσμισθεί μία κοινωνία. Καλά καλά δεν ξέρω πως θα το κάνω με το «σαρκίο μου», εκείνο όμως που πραγματικά νιώθω να με κατακλύζει είναι μία δημιουργικά αισιόδοξη απελευθερωτική ( και καθόλου πεσιμιστική ) Καζαντζακική ρήση: « Δεν πιστεύω τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος ». Και όλα να μου τα στερήσουν ( υλικά και αξιώματα ), δεν θα μου πάρουν ποτέ την ελευθερία πνεύματος και την αξιοπρέπεια.

Ας υποθέσουμε λοιπόν πως η κοινωνία μας και ειδικά η ελληνική, - στα πλαίσια της αυτοθέσμισής της, που θα καταργήσει το νυν «περιβάλλον» , γεγονός που θέλει έτσι κι’ αλλιώς πολύ χρόνο και πνευματική αναγέννηση προκειμένου να μην καταντήσουμε σαν τις επαναστάσεις που μεταλλάχθηκαν δικτατορικά καθεστώτα - υλοποιώντας το « Δεν πιστεύω τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος », χρειαστεί ένα ενδιάμεσο μοντέλο λειτουργίας της ( μέχρι την κατάκτηση της «ουτοπικής» ευδαιμονίας της ) και με «κατηργημένο» ουσιαστικά το κράτος ως γραφειοκρατικό διοικητικό μόρφωμα , κινδυνεύσει να διαλυθεί η συνοχή της, τι θα ήταν αυτό που θα μπορούσε να την κρατήσει ενωμένη έστω και εάν αποτελείται από ετερόκλητα στοιχεία και αντικρουόμενα «μικροσυμφέροντα»;

Καταρχάς πιστεύω πως ήδη πάσχουμε ως ελληνική κοινωνία από έλλειψη συνοχής και το μόνο που μπορούμε να αναμένουμε είναι ή η διάλυση ( οπότε παύει κάθε συζήτηση ) , ή η επανασυνοχή ( θέμα προς διερεύνηση για να επιτευχθεί ) . Η εμπειρία της ιστορίας μας καταδεικνύει πως το κράτος πάντοτε λειτουργούσε « διαλυτικά» ως προς την συνοχή, αντιθέτως η έλλειψη « ελλαδικού» κράτους ( π.χ επί οθωμανικής αυτοκρατορίας ) λειτούργησε «συγκολλητικά» για την κοινωνία, αφού την έκανε, παρά τον φαινομενικό κατακερματισμό της να δρα ενεργά με τον θεσμό της αντασφαλιστικής προστατευτικής κοινοτικής αυτοθέσμισης των μελών της ( !! ) και έτσι να δηλώνουν και να είναι αμοιβαίως παρόντα διατηρώντας έναν ανώτερο κοινωνικό θεσμό , από το κράτος, που είναι η «Πατρίδα» ( δηλ. κοινά ήθη και έθιμα από επιλογή. Πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια κατά τον Γ. Σεφέρη ) . Φυσικά όταν η «πατρίδα» οργανωθεί γραφειοκρατικά , δημιουργεί το κράτος , και όσο τα συμφέροντά τους συνάδουν/ ταυτίζονται, δεν υπάρχει πρόβλημα, εάν όμως διαταραχθούν και δημιουργηθεί πασίδηλη «χασμωδία» μεταξύ τους, τότε καταφανώς θα πρέπει να υπερισχύσει η έννοια πατρίδα, έστω και εάν χρειαστεί να διαλυθεί το γραφειοκρατικό κράτος, έως της ( όχι απαραίτητα ) δημιουργίας άλλου νέου «ταυτόφωνου» με την έννοια πατρίδα !!

Ποια είναι όμως εκείνα τα από την ιστορία αναδυόμενα διαχρονικά «θεσμικά» στοιχεία που διατήρησαν την συνοχή της «πατρίδας» στην περίπτωσή μας, έστω και εάν δεν είχαμε κράτος ;

1) Τα «λαογραφικά» ενεργά ήθη και έθιμα, που σήμερα πια έχουν μείνει «φολκλορικά» μουσειακά εκθέματα, ή έχουν ξεχαστεί/ καταργηθεί.

2) Η ναυτιλία !! Από την εποχή των αποικιών , των περσικών πολέμων, μέχρι το ναυτικό επί οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα λίμπερτις και τα σύγχρονα ελληνικών συμφερόντων πλοία. Έλληνες «αεί ναύτες».

3) Η διασπορά. Οι Έλληνες του όπου γη και πατρίς ( με την φωτιά της εστίας στην ψυχή τους πλέον ), που πάντοτε έστεργαν στα κλητεύματα των αυτοχθόνων και

4) Η Εκκλησία ( για πολλούς μη αποδεκτός , ή με έντονες ενστάσεις λόγω των «υποκειμένων/ στελεχών της» θεσμός ), η οποία όμως τόσο οργανωτικά, όσο και γραφειοκρατικά, υλικά, περιουσιακά και πνευματικά , πάντοτε δηλώνει ενεργά παρούσα και τέλεια προσαρμόσιμη ( σε αντίθεση με το κράτος ) στο εκάστοτε περιβάλλον ( έστω και εάν δεν υπάρχει κράτος ) , αναλαμβάνοντας το βάρος « του κοινωνικού/ λαϊκού ψυχαναλυτή» με την ελπίδα που μπορεί να εμπνέει, του δασκάλου ( όταν έλειπαν τα σχολεία ή τα πανεπιστήμια ) και του οικονομικού αρωγού/ υποστηρικτή, που ξέρει και να προφυλάσσει τον εαυτό της !!

Αυτοί πιστεύω πως είναι οι 3-4 θεσμοί που θα μπορούσαν να «στηρίξουν» την κοινωνία στο δρόμο για την πνευματική και θεσμική αναγέννησή της , στο κυνήγι της ίσως ουτοπικής ευδαιμονίας και έως της υλοποίησής της ( ; ) , έστω και εάν δεν υπάρχει κράτος.

Πολλοί θα πουν τα παραπάνω ανόητα, ή συντηρητικά. Εγώ θα τα πω ρεαλιστικά , διαχρονικά, και πάντοτε παρόντα, ως προσαρμοζόμενες στις σύγχρονες ανάγκες αξίες. Το μόνο που έχουμε να περιμένουμε είναι το πλήρωμα του χρόνου. Βεβαίως δεν θέλω να έχω μόνον εγώ δίκιο ( μόνος φρονείν ) διότι τότε θα χαθεί το ( ίσον φρονείν ) και τελικά θα καταντήσω να έχω άδικο , αφού αυτό που πρότεινα παραπάνω δεν θα έχει υλοποιηθεί, μιας και για την υλοποίησή του χρειάζεται την συμμετοχή όλων μας, προκειμένου να γίνουμε «υψιπόληδες» .

Source : antibaro