Geopolitical Research Institute(GRI)/Εταιρεία Γεωπολιτικών Ερευνών(ΕΓΕ)

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Ζητήματα εθνικής ασφάλειας

Του Σάββα Καλεντερίδη
Το ζήτημα της διαχείρισης των σχέσεων της Ελλάδος με τις άλλες χώρες, που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τη θέση της χώρας μας στο διεθνές σύστημα, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια που είναι σε εξέλιξη η πρωτοφανής οικονομική κρίση, ανάγεται σε ένα μείζον ζήτημα εθνικής ασφάλειας για την πατρίδα μας.
Υπεύθυνοι για το χειρισμό και τη διαχείριση των σχέσεων με τις ξένες χώρες είναι κατά κύριο λόγο η διπλωματική υπηρεσία και το υπουργείο εξωτερικών, ενώ σχέσεις, διαπραγματεύσεις και συνομιλίες διεξάγουν υπηρεσιακοί παράγοντες και πολιτικοί που υπηρετούν και σε άλλα υπουργεία, αυτά του Εθνικής Αμύνης, της Δημοσίας Τάξεως -τώρα Προστασίας του Πολίτη-, Ενέργειας, και Εθνικής Οικονομίας, ειδικά μετά την υπογραφή των Μνημονίων, που δημιούργησαν ένα πολύπλοκο πλέγμα σχέσεων και επαφών με ξένους παράγοντες.
Όσον αφορά τις επαφές των υπηρεσιακών παραγόντων με ξένους ομολόγους τους, διπλωμάτες, αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας και των υπηρεσιών πληροφοριών, αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και φυσικά, μετά από κάθε επαφή, πρέπει να υπάρχει ανάλογη τεκμηριωμένη ενημέρωση της ιεραρχίας. Άλλες, καλές εποχές, μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, οι επαφές με ξένους παράγοντες ήταν απολύτως οριοθετημένες, ελεγχόμενες και το περιεχόμενο των συνομιλιών μαγνητοσκοπούνταν, για να υπάρχει και το ανάλογο αρχείο. Με άλλα λόγια, όποιος συναντιόταν με ξένο παράγοντα, το έκανε μετά από σχετική άδεια και η συνάντηση γινόταν υπό την επίβλεψη του αρμόδιου υπηρεσιακού παράγοντα.
Όσον αφορά τους πολιτικούς, όπως έχουμε πληροφορηθεί από αποχαρακτηρισμένα έγγραφα και εκθέσεις ξένων διπλωματικών αποστολών που δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς στον τύπο, οι ξένοι διπλωμάτες κατά παράδοσιν ζητούν συνάντηση με Έλληνες πολιτικούς, οι οποίοι τις περισσότερες φορές ανταποκρίνονται ασμένως. Στις συναντήσεις αυτές οι ξένοι διπλωμάτες κινούνται βάσει σκοπού και ερωτηματολογίου. Δηλαδή, σε κάθε συνάντηση έχουν αντικειμενικό σκοπό, ο οποίος είναι άλλοτε η συλλογή πληροφοριών και άλλοτε η μεταφορά μηνύματος προς τη μια ή την άλλη πλευρά και ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται ανάλογα με την ευφυία και τη στάση του συνομιλητή τους. Με άλλα λόγια, αυτού του είδους οι συναντήσεις είναι πολύ σημαντικές, μεταξύ άλλων, και για την εθνική ασφάλεια της χώρας.
Στην Ελλάδα της διάλυσης των πάντων, το ζήτημα αυτό φαίνεται να μην απασχολεί κανέναν σε υπηρεσιακό, πολιτικό αλλά και δικαστικό επίπεδο, αφού περιπτώσεις συνομιλιών Ελλήνων πολιτικών και υπηρεσιακών παραγόντων με ξένους, που έχουν διαρρεύσει στον τύπο, ενώ είχαν καταφανώς στοιχεία που έπρεπε να απασχολήσουν τον εισαγγελέα, πέρασαν στο ντούκου, που λένε και οι χαρτοπαίκτες!
Δυο από τις περιπτώσεις αυτές ήταν οι συναντήσεις που έκανεο κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης και ο στρατηγός Λευτέρης Οικονόμου, ως υπουργός Προστασίας του Πολίτη και ως αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας αντίστοιχα με τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, κ. Σπέκχαρντ, τον Ιανουάριο του 2010. Στις συναντήσεις εκείνες, σύμφωνα την εμπιστευτική έκθεση που συνέταξε και έστειλε στην υπηρεσία του ο Αμερικανός πρέσβης (διέρρευσε στον ιστότοπο Wikileaks και αναδημοσιεύτηκε από την Guardian), οι προαναφερθέντες Έλληνες αξιωματούχοι, πέραν της εν γένει στάσης τους απέναντι σε έναν ξένο διπλωμάτη, που είναι ένα πολιτικό θέμα, ανέφεραν στοιχεία και λεπτομέρειες για τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της ΕΥΠ, που εντάσσονται στην κατηγορία των εθνικών μυστικών. Τότε, με την αποκάλυψη του θέματος, δεν κουνήθηκε φύλλο.
Πρόσφατα, διέρρευσε και πάλι στον ιστότοπο Wikileaks και αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα τα ΝΕΑ, ότι Έλληνες «συνομιλητές» της αμερικανικής παρα-υπηρεσίας πληροφοριών Stratfor, με κωδικούς GR001 και GR101, ενημέρωναν από το 2009 την υπηρεσία αυτή και αυτή με τη σειρά της το ΔΝΤ με κρίσιμα στοιχεία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας!
Εδώ τίθενται δυο ζητήματα. 
Το πρώτο είναι η ανεξέλεγκτη δράση μια ξένης ιδιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών στην Ελλάδα και το δεύτερο η στρατολόγηση Ελλήνων πρακτόρων, που δρουν προδοτικά και εις βάρος των συμφερόντων της πατρίδος. Και τα δυο ζητήματα, αφορούν πρωτίστως την εθνική ασφάλεια της χώρας και μέχρι στιγμής δεν έχουμε διαπιστώσει να γίνεται κάποια ενέργεια για την αντιμετώπισή του.
Ένα άλλο θέμα, το σοβαρότερο ίσως απ’ όλα, είναι η επιστολή που έστειλε ο πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ, κ. Γεωργίου στον επικεφαλής του ΔΝΤ στην Ελλάδα κ. Τόμσεν, με την οποία ένας Έλληνας κρατικός αξιωματούχος ζητεί από έναν ξένο να πράξει τα «δέοντα» για να αλλάξει ο νόμος για την ΕΛ.ΣΤΑΤ προκειμένου να «αποσαφηνιστεί» ο ρόλος του προέδρου της Αρχής. Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι μετά από 20 ημέρες το αίτημα του κ. Γεωργίου, ικανοποιήθηκε, αφού η κυβέρνηση προχώρησε στη συγκεκριμένη αλλαγή της νομοθεσίας, όπως ακριβώς ζητούσε ο κ. Γεωργίου από τον κ. Τόμσεν!
Το θέμα εδώ έχει δυο ανατριχιαστικές διαστάσεις
Η μια είναι ότι ένας Έλληνας αξιωματούχος, ζητά όχι από τον αρμόδιο Έλληνα υπουργό αλλά από έναν ξένο αξιωματούχο ενός φορέα που αποδεικνύεται είχε στο στόχαστρο την Ελλάδα από το 2009, να ψηφιστεί ένας νόμος, με βάση τον οποίο θα μπορούσε να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα του ΔΝΤ, στο οποίο σημειωτέον υπηρετούσε και ο ίδιος από το 1989 μέχρι να αναλάβει «αποστολή» στην Ελλάδα. Εδώ είναι φανερό ότι υπάρχει σαφής παράβαση καθήκοντος, η νομική τεκμηρίωση του οποίου εναπόκειται στον εισαγγελέα που θα ερευνήσει την υπόθεση.
Το δεύτερο ζήτημα που προκύπτει, είναι το γεγονός ότι ο κ. Τόμσεν είχε «συνεργάτες» και στην κυβέρνηση, αφού το αίτημα του κ. Γεωργίου, έγινε αποδεκτό και είχαμε έτοιμο το νόμο, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα Γεωργίου-Τόμσεν, σε είκοσι μέρες, χρόνος ρεκόρ για το ελληνικό σύστημα παραγωγής νόμων! Ποιος είναι λοιπόν ο κύριος που έλαβε την εντολή από τον κύριο Τόσμεν και την εξετέλεσε σε χρόνο ρεκόρ;
Και στις δυο αυτές υποθέσεις, δεν έχει κουνηθεί φύλλο, και εννοούμε τον εισαγγελέα, ο οποίος θα έπρεπε από καιρού να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα.
Μπορεί να χρειάζονται πολλά για να μετατραπεί η Ελλάδα από ξέφραγο αμπέλι στο οποίο κάνουν ό,τι θέλουν ξένοι πολιτικοί, πράκτορες, διπλωμάτες και λοιποί, σε μια ευνομούμενη χώρα, που θα προστατεύει τα συμφέροντά της. Όμως, μέχρι να γίνουν αυτά και να ξαναχτίσουμε την Ελλάδα από την αρχή, καλό είναι να θεσπιστεί άμεσα ένας Εισαγγελέας Εθνικής Ασφάλειας, κατά τα πρότυπα των Οικονομικών Εισαγγελέων, ο οποίος θα επιλαμβάνεται άμεσα και αποτελεσματικά όλων των περιπτώσεων εκείνων που άπτονται θεμάτων της λειτουργίας του κράτους και της κυβέρνησης σε σχέση με την προστασία και περιφρούρηση της εθνικής μας ασφάλειας, που αποτελεί πολύτιμη άυλη αξία του εθνικού μας θησαυροφυλακίου.

Η επόμενη μέρα του " κουρέματος"

Το PSI σίγουρα δεν ήταν η ιδανική λύση για την απομείωση του ελληνικού χρέους. Το αποδεικνύει τόσο η πολύμηνη, αγωνιώδης διαπραγμάτευση όσο και –ακόμα περισσότερο– η συνεχιζόμενη αμφισβήτηση των αγορών για τη βιωσιμότητα του χρέους, ακόμα και μετά την ολοκλήρωσή του. Υπενθυμίζεται ότι αν όλα πάνε καλά από τώρα ως το 2020, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ του ελληνικού Δημοσίου θα είναι τότε 120,5% – ένα βάρος διόλου ευκαταφρόνητο. Προτιμότερη θα ήταν μια λύση που θα περιλάμβανε επαναγορά χρέους, όπως έχουμε γράψει και στο παρελθόν, η οποία θα μείωνε άμεσα το δείκτη χρέους-ΑΕΠ και θα επέτρεπε στους ομολογιούχους εκείνους που το ήθελαν να απαλλαγούν εντελώς από το ελληνικό ρίσκο.
Ωστόσο, εδώ που φτάσαμε, η επιτυχία του εγχειρήματος ήταν sine qua non για την αποφυγή μιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας. Συνεπώς το αποτέλεσμα που ανακοινώθηκε το πρωί της Παρασκευής –συμμετοχή 84% επί των 206 δισ. ευρώ, που ανέβηκε στο 95,7% μετά την απόφαση, λίγες ώρες αργότερα, για ενεργοποίηση των ρητρών συλλογικής δράσης– δεν μπορεί παρά να είναι πηγή ικανοποίησης (σημειώνεται ότι για τους κατόχους ομολόγων υπό ξένο δίκαιο έχει δοθεί παράταση για εθελοντική υπαγωγή ως τις 23 Μαρτίου). Ο δρόμος είναι ανοιχτός για τη συνεδρίαση του Eurogroup τη Δευτέρα, στην οποία θα δοθεί η οριστική έγκριση στη νέα δανειακή σύμβαση για την Ελλάδα, όπως προανήγγειλε ήδη από την Παρασκευή ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Τη συμφωνία χαιρέτισε και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, χαρακτηρίζοντάς την «κλειδί» για τη διάσωση της Ελλάδας. Την Πέμπτη 15 του μηνός θα συνεδριάσει το Δ.Σ. του ΔΝΤ, με σκοπό να αποφασίσει το ποσό με το οποίο θα συμμετάσχει στο δεύτερο πακέτο στήριξης. Θα είναι έκπληξη αν η συνεισφορά του Ταμείου ξεπεράσει τα 13 δισ. ευρώ, δηλαδή 10% του πακέτου (υπενθυμίζεται ότι στο πρώτο πακέτο η συνεισφορά του έφτασε το 27%).
Την Πέμπτη, εν τω μεταξύ, η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι θα δέχεται εκ νέου τα (νέα) ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρο για την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες. Θα τα δέχεται μάλιστα, μέχρι νεωτέρας, χωρίς να θέτει κριτήρια κατώτατης αποδεκτής πιστοληπτικής αξιολόγησης. Το στοιχείο αυτό αναδεικνύει τη σημασία της ολοκλήρωσης της διαδικασίας σε στενή συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, οι οποίοι, ως αντάλλαγμα, παρέχουν τα απαραίτητα μαξιλάρια ασφαλείας για το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Ο σκεπτικισμός παραμένει
Η αμφισβήτηση των αγορών για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους αποτυπώνεται στις «γκρίζες» (προ έκδοσης) αποτιμήσεις των νέων ελληνικών ομολόγων που κυκλοφόρησαν ήδη την Παρασκευή. Θυμίζουμε ότι οι συμμετέχοντες στην ανταλλαγή λαμβάνουν διετή ομόλογα του EFSF που ισοδυναμούν με το 15% της ονομαστικής αξίας των παλαιών ομολόγων, τα νέα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που έχουν ονομαστική αξία 31,5% και χρεόγραφα με ρήτρες ανάπτυξης, που μπορούν να πωληθούν ξεχωριστά από τα νέα ομόλογα. Τα χρεόγραφα αυτά προσφέρουν ένα επιπλέον 1% επί του κεφαλαίου του ομολόγου που κατέχει ο επενδυτής σε περίπτωση που η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας ξεπεράσει κατά 1% το συγκεκριμένο έτος τις προβλέψεις του debt sustainability assessment της τρόικας.
Οι πρώτες αποτιμήσεις των νέων ομολόγων κυμαίνονται γύρω στο 20% (του 31,5%) και οι αποδόσεις βρίσκονται στο 18%-20%. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για επιτόκια χρεοκοπίας, κατά πολύ υψηλότερα των επιτοκίων των ομολόγων της Πορτογαλίας, που είναι η χώρα στην Ευρωζώνη που θεωρείται ο επόμενος κρίκος σε μια ενδεχόμενη αλυσίδα μετάδοσης της κρίσης κρατικού χρέους. Είναι σαφές ότι οι αγορές θεωρούν πως το PSI δεν ήταν παρά η πρώτη αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους.

Τρεις αλληλένδετοι όροι ανάκαμψης
Πώς μπορεί να αλλάξει αυτό το κλίμα για την Ελλάδα; Η άμεση προτεραιότητα είναι μια επίδειξη πολιτικής βούλησης με απτά αποτελέσματα στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων και του εξορθολογισμού της δημόσιας διοίκησης. Μια-δυο ηχηρές αποκρατικοποιήσεις, μία επιτυχημένη πρωτοβουλία πάταξης της φοροδιαφυγής, είτε μιλάμε για τη λαθρεμπορία των καυσίμων είτε για φυσικά πρόσωπα με τεράστιες περιουσίες και ανύπαρκτες φορολογικές δηλώσεις, ουσιώδη μέτρα χωρίς διακριτική μεταχείριση για την απλοποίηση επενδυτικών διαδικασιών – όλα τα παραπάνω μπορεί να εκπλήξουν θετικά τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Οι προσδοκίες τους, άλλωστε, είναι πλέον τόσο χαμηλές, που μπορούμε εύκολα να τις υπερβούμε.
Πέρα από το θετικό ψυχολογικό σοκ, κινήσεις σαν αυτές θα συμβάλουν στη δημοσιονομική εξυγίανση και στην τόνωση της ανάπτυξης – θέμα πλέον επείγον, όπως καταδεικνύουν τα τελευταία στοιχεία για την ανεργία, που έχει φτάσει το εφιαλτικό 21%. Η ανάπτυξη θα ωφεληθεί τόσο από την εισροή πόρων από τους επενδυτές που θα συμμετάσχουν στις ιδιωτικοποιήσεις όσο και από τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος που θα επιφέρουν τα μέτρα για την παράκαμψη της γραφειοκρατίας και τη διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Και οι θετικές συνέπειες δεν σταματούν εκεί: στο βαθμό που η συνεργασία με την Κομισιόν επιφέρει ταχύτερη απορρόφηση κοινοτικών πόρων και αρχίσει να καθιστά τη χώρα πιο θελκτικό επενδυτικό προορισμό, οι αντιμνημονιακές Σειρήνες θα χάσουν τη σαγήνη τους και οι πολίτες, που ούτως ή άλλως τρέμουν το ενδεχόμενο επιστροφής στη δραχμή, θα νιώσουν πιο ασφαλείς στην επιλογή της παραμονής εντός του ευρώ.
Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου όμως, τα παραπάνω δεν θα αρκέσουν για να επαναφέρουν το ελληνικό δημόσιο χρέος σε βιώσιμη τροχιά. Συνεπώς, πιθανότατα θα χρειαστεί, στα επόμενα χρόνια, μία συμφωνία με τους εταίρους μας στην Ευρωζώνη για το λεγόμενο OSI (Official Sector Involvement), για το κούρεμα δηλαδή των οφειλών μας προς τον επίσημο τομέα. Μια τέτοια συμφωνία, φυσικά, θα είναι πιθανή μόνο αν έχουμε εξέλθει από το βαθύ πηγάδι αναξιοπιστίας στο οποίο έχουμε σήμερα βυθιστεί. Κι αυτό με τη σειρά του δεν θα επιτευχθεί αν δεν καταβάλουμε στο μεσοδιάστημα υπεράνθρωπες και συνεχείς προσπάθειες για να αλλάξουμε το πολιτικό μας σύστημα, τη δημόσια διοίκηση, την ιδιωτική οικονομία και τη Δικαιοσύνη. Αυτό είναι που πραγματικά χρωστά η γενιά του κ. Βενιζέλου στα παιδιά και στα εγγόνια της – όχι τη ρετσινιά του μεγαλύτερου κακοπληρωτή στην ιστορία, που απειλεί εδώ και δύο χρόνια να παρασύρει μαζί της όλη την Ευρώπη στην καταστροφή.
Source : citypress.gr