Η αποτροπή επιθετικής ενέργειας στο Αιγαίο βασίζεται στην έγκαιρη προειδοποίηση. Και αυτή με την σειρά της στην ικανότητα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων να επιτηρούν το Αρχιπέλαγος 24 ώρες το 24ωρο. Η επιτήρηση νήσων έχει να κάνει με όλο το σύστημα επιτήρησης, παρατήρησης, έγκαιρης προειδοποίησης, και φυσικά λήψης άμεσων και κατάλληλων μέτρων για κάθε συμβάν που διεξάγεται στη θαλάσσια και εναέρια περιοχή γύρω από τα νησιά.
Ειδικά μάλιστα όταν αναφερόμαστε στην επιτήρηση των νήσων του ανατολικού Αιγαίου, περιμένει κανείς ότι πρέπει να αναφερόμαστε σαφώς σε ό,τι καλύτερο διαθέτει η χώρα μας από άποψη οργάνωσης, υλικού, και φυσικά επάνδρωσης. Είναι όμως έτσι;
Νομοτελειακά, σε κάθε πιθανή στρατιωτική σύγκρουση, ο επιτιθέμενος εισέρχεται ή τουλάχιστον επιδιώκει να εισέλθει στη μάχη με δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: αυτό του αιφνιδιασμού και αυτό της πρωτοβουλίας επιχειρήσεων.
Ο αιφνιδιασμός όπως έχει αποδειχτεί στην πράξη, είναι –ουσιαστικά– η μισή νίκη, αφού αν έχει σχεδιαστεί σωστά και αποτελεσματικά, μπορεί να φέρει τον αντίπαλο προ τετελεσμένων. Ο δε αμυνόμενος έχει και αυτός δύο πλεονεκτήματα: το γεγονός ότι επιχειρεί σε δικό του έδαφος το οποίο γνωρίζει και επομένως είναι σε θέση να το έχει προετοιμάσει κατάλληλα σύμφωνα με τους δικούς του όρους, ενώ, επιπλέον, δρα κοντά στις βάσεις ανεφοδιασμού του.
Επειδή όμως το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού όποτε χρησιμοποιείται σωστά, όπως είπαμε, συνεπάγεται αυτόματα μισή νίκη, είναι ευνόητο ότι ο αμυνόμενος πρέπει να εκμεταλλευτεί κατά τουλάχιστον... 110% το πλεονέκτημά του ότι μπορεί να έχει προετοιμαστεί κατάλληλα, και βέβαια να επαγρυπνά.
Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν και με τη δέουσα προσοχή και προσήλωση θα περίμενε κανείς ότι θα έπρεπε να ήταν οργανωμένο και όλο το σύστημα επιτήρησης και έγκαιρης προειδοποίησης που εφαρμόζουν οι Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΔ) της χώρας μας στον νευραλγικό τομέα των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου. Δυστυχώς, όμως, για ακόμα μία φορά, η πράξη διαφέρει ριζικά από τη θεωρία.
Στην πράξη λοιπόν, το σύστημα επιτήρησης των νήσων μας αποτελείται από φυλάκια επιτήρησης, σταθμούς ραντάρ τύπου GSR (Ground and Coast Surveilance Rantar), κυρίως τύπου BORA 550 και παλαιότερα DECCA 120, εποχούμενα περίπολα ακτών, καθώς και περιπολίες σκαφών του Λιμενικού Σώματος (ΛΣ) και του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ). Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω στη θεωρία φαντάζει ιδανικός, καθώς το ένα μέσο συμπληρώνει το άλλο.
Στην πράξη πράγματι κανένα από τα παραπάνω μέσα δεν είναι αρκετό ή ικανό από μόνο του. Τα μεν φυλάκια επιτήρησης σπάνια διαθέτουν τα μέσα που χρειάζονται (ισχυρές διόφθαλμες διόπτρες νυχτερινής παρατήρησης), αλλά και να τα διαθέτουν, ο καιρός σπάνια επιτρέπει ιδανικές συνθήκες ορατότητας. Τα δε ραντάρ λειτουργούν μόνο κατά τη νύχτα και δεν μπορούν να καλύψουν όλο τον τομέα τους, αφού στο δαιδαλώδες νησιώτικο περιβάλλον του Αιγαίου υπάρχουν πάντα πολλοί νεκροί τομείς.
Τα περίπολα ακτών
βγαίνουν και αυτά με πενιχρά μέσα για περιπολία, και για πάρα πολύ μικρά διαστήματα της νύχτας, όταν βγαίνουν.
Η δε διασύνδεση όλων αυτών των μέσων μέσω του συστήματος ΕΣΕ (Εθνικό Σύστημα Επιτήρησης) δεν είναι κακή, όταν δουλεύει φυσικά.
Κατά καιρούς, τα προβλήματα διασύνδεσης που σχετίζονται με τη μετάδοση τακτικής εικόνας μέσω του συστήματος ΕΣΕ είναι τόσο πολλά, που τελικά πιο πολλά προ- βλήματα δημιουργεί, παρά λύνει, αφού οι χειριστές αναγκάζονται να καταφεύγουν για τη μετάδοση κρίσιμων πληροφοριών στην παλιά αλλά δοκιμασμένη λύση του... ενσύρματου τηλέφωνου.
Ένα φυλάκιο επιτήρησης υποτίθεται ότι διαθέτει για να εκτελέσει την αποστολή του ένα σταθμό ραντάρ και ένα συμβατικό παρατηρητήριο με όργανα παρατήρησης (διόφθαλμες και μονόφθαλμες διόπτρες ημερήσιας και νυχτερινής παρατήρησης).
Ωστόσο, το ραντάρ δεν λειτουργεί την ημέρα, παρά μόνο όταν υπάρχουν έκτακτα μέτρα επιτήρησης (π.χ. τουρκική αεροναυτική άσκηση στην περιοχή), ενώ τη νύχτα που λειτουργεί, δεν είναι πανάκεια. Κάποιοι τομείς,
είναι «νεκροί» - δηλαδή, λόγω ιδιομορφιών του εδάφους, το ραντάρ δεν μπορεί να τους ελέγξει.
Για να υπάρξει σωστή και πλήρης παρατήρηση, πρέπει να υπάρχει και ο ανθρώπινος παράγοντας, δηλαδή παρατηρητής ο οποίος με τη χρήση ειδικής διόπτρας νυχτερινής παρατήρησης, και όχι φυσικά της διόπτρας νυχτερινής όρασης που προσαρμόζεται στο ατομικό του τυφέκιο (έχει γίνει και αυτό, ελλείψει άλλων μέσων) παρατηρεί τον τομέα ευθύνης του και προσδιορίζει λεπτομέρειες των διερχόμενων πλωτών μέσων που δεν είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτές από το ραντάρ, όπως τα πλευρικά του πλοίου, η σημαία που φέρει, το ακριβές είδος του, «περίεργες» κινήσεις του κ.τ.λ. Αλλά και ο παρατηρητής δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την ύπαρξη του ραντάρ.
Σε αυτή την περίπτωση, λοιπόν, επιβάλλεται ο παρατηρητής να έχει στη διάθεσή του τα κατάλληλα μέσα ώστε να μπορέσει να παρέχει αυτός την έγκαιρη ειδοποίηση, αν χρειαστεί. Τα παραπάνω βέβαια ισχύουν σε περίπτωση που μιλάμε για κάποιο νησί όπως η Μυτιλήνη, για παράδειγμα, που η απόσταση μεταξύ των τουρκικών ακτών και του νησιού είναι περί τα 6 έως 12 ναυτικά μίλια, ανάλογα με την πλευρά του νησιού. Σε κάποια άλλα νησιά, όμως, οι συνθήκες είναι πιο ιδιαίτερες.
Για παράδειγμα, στη Σάμο, σε κάποια σημεία, η απόσταση ανάμεσα στις τουρκικές και τις ελληνικές ακτές μετριέται όχι σε μίλια αλλά σε... εκατοντάδες μέτρα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένα πλωτό μέσο το οποίο θα ξεκινήσει από τις απέναντι ακτές, σε ελάχιστα λεπτά της ώρας μπορεί να βρίσκεται στην απέναντι ακτή.
Δυστυχώς, σε αυτή την περίπτωση, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι όλες οι συνθήκες είναι ιδανικές, η επάνδρωση είναι η προβλεπόμενη, τα υλικά είναι όλα στην εντέλεια, και γενικώς όλα λειτουργούν άψογα, ακόμα και τότε, δεν θα μπορούσε να παρεμποδιστεί ένα πλωτό σκάφος, το οποίο θα προσπαθούσε να περάσει απέναντι.
Βέβαια, για στρατιωτικές επιχειρήσεις ευρείας κλίμακας (όχι όμως και για ανορθόδοξες καταδρομικές ενέργειες) που θα αποσκοπούσαν στην προσβολή και κατάληψη του νησιού, δεν θα χρησιμοποιηθούν προφανώς λίγα μικρά φουσκωτά σκάφη, ενώ θα υπάρχει ασφαλώς και έγκαιρη προειδοποίηση από άλλες πηγές. Ωστόσο, για επιχειρήσεις λαθρεμπορίας, αλλά και μεταφοράς λαθρομεταναστών, ακόμα και μικρά φουσκωτά σκάφη μπορούν να περάσουν απαρατήρητα.
Στο πλαίσιο επιτήρησης των νήσων εντάσσονται και τα εποχούμενα περίπολα που διεξάγει η εκάστοτε μονάδα στις ακτές των χώρων ευθύνης της. Ωστόσο, και αυτές οι περιπολίες δεν είναι αρκετές από μόνες τους, αν έχουν κάποιο αποτέλεσμα γενικώς. Καταρχάς, τα περίπολα γίνονται σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο χρονικό εύρος.
Συνήθως επίσημα διαρκούν ένα βραδινό δίωρο, διαφορετικό κάθε φορά με τυχαία επανάληψη, ωστόσο, στην πράξη, ο χρόνος που διατίθεται για την περιπολία στην ακτή αυτή καθαυτή δεν είναι παρά μερικά λεπτά της ώρας. Έστω σε αυτά τα λίγα λεπτά, το περίπολο πρέπει να ελέγξει ένα εξαιρετικά μεγάλος εύρος παραλίας με μόνο βοήθημα... πιθανόν μια διόπτρα νυχτερινής όρασης για ατομικό τυφέκιο (π.χ. τη στάνταρ παροχή της εταιρείας Econ Optics), άχρηστη δηλαδή για αποτελεσματική παρατήρηση πέρα από μισό χιλιόμετρο, σε ιδανικές καιρικές συνθήκες πάντα
Source : DefenceNet.gr