Από τον αρχικό ενθουσιασμό στον προβληματισμό και μετέπειτα στην ανησυχία. Αυτή είναι η πορεία των αισθημάτων ενός δυτικού παρατηρητή παρακολουθώντας τις ραγδαίες εξελίξεις στον αραβικό κόσμο τον τελευταίο χρόνο. Η αρχική ευφορία που δημιούργησε η «αραβική άνοιξη» των μαζικών εξεγέρσεων σε χώρες με πολύχρονα ανελεύθερα καθεστώτα, όπως η Τυνησία, η Αίγυπτος, η Υεμένη και η Λιβύη, με αποτέλεσμα την πτώση των προσωποπαγών αυτών δεσποτικών εξουσιών, μοιάζει να αντικαθίσταται από την ανασφάλεια για τη διάδοχη κατάσταση. Πόσο «ανοιξιάτικο» άρωμα μπορεί να έχει τελικά ο αραβικός ξεσηκωμός, όταν η μετάβαση προς τον εκδημοκρατισμό αναδεικνύει ως ηγεμονικές δυνάμεις τα ισλαμικά κόμματα, σε πρώτη φάση τουλάχιστον; Και πόσο αυτές οι νέες πολιτικές δυνάμεις πιστεύουν πράγματι στη δημοκρατία και στις αρχές της, και δεν τη χρησιμοποιούν απλώς ως μέσο κατάκτησης της εξουσίας και εφαρμογής μιας κρυφής ατζέντας, που θα φέρει τις κοινωνίες σε μια νέα μορφή ανελευθερίας και καταπίεσης; Αν η επανάσταση του 1979 στο Ιράν, που έφερε τους ισλαμιστές στην εξουσία, ήταν η πρώτη παγκοσμίως μετά το 1789 που διεκδικούσε την επιστροφή σε ένα θεοκρατικό καθεστώς, μήπως η άνοδος του ισλάμ στον υπόλοιπο αραβικό κόσμο έρχεται σήμερα να ολοκληρώσει έναν κύκλο αντεπαναστάσεων στην περιοχή, που θα σημάνουν την οπισθοδρόμησή τους σε μεσαιωνικού τύπου καθεστώτα, με το «Θεό» να ρυθμίζει και πάλι τα ανθρώπινα πράγματα;
Το πρότυπο Ερντογάν
Πριν από λίγες εβδομάδες είχε κάνει αίσθηση η δημόσια παραδοχή μελών του Επαναστατικού Συμβουλίου της Λιβύης, μέσα στον ενθουσιασμό τους από το θάνατο του συνταγματάρχη Καντάφι, ότι θα κυβερνήσουν με βάση τη Σαρία. Ωστόσο, όταν τα ισλαμικά κόμματα καλούνται να λάβουν μέρος σε εκλογές, παρουσιάζονται με γενικώς μετριοπαθή ατζέντα. Αυτό τουλάχιστον ισχύει για το Κόμμα της Ελευθερίας & Δικαιοσύνης των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο, για το κόμμα Ενχάντα στην Τυνήσια και το Κόμμα της Δικαιοσύνης & Ανάπτυξης (PJD) του Μαρόκου (παρόλο που εκεί δεν είχε προηγηθεί εξέγερση), που όλα επικράτησαν καθαρά στις πρώτες πραγματικά ελεύθερες εκλογές ύστερα από δεκαετίες. Όσον αφορά τα τελευταία, πρότυπό τους μοιάζει να είναι περισσότερο το κυβερνών ισλαμικό Κόμμα Δικαιοσύνης & Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία παρά οι Φρουροί της Επανάστασης στο Ιράν.
Το μεταρρυθμιστικό έργο του ήπιου ισλάμ, που επέτρεψε στην Τουρκία να μετατραπεί από ένα φτωχό κράτος στη 17η ισχυρότερη οικονομία στον κόσμο, αποτελεί ισχυρό παράδειγμα προς μίμηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός –που θα ενδιαφερόταν πολύ να εδραιώσει μια ηγεμονία επί των δυνάμεων του πολιτικού ισλάμ της περιοχής– είχε περιοδεύσει τον περασμένο Οκτώβριο στην Αίγυπτο και την Τυνησία, όπου συνάντησε τόσο τον αρχηγό του Ενχάντα Ραχέντ Γκανούτσι όσο και στελέχη των Αδελφών Μουσουλμάνων. Στην πρωτεύουσα της Τυνησίας, μάλιστα, ο Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι «το ισλάμ και η δημοκρατία δεν είναι αντιθετικές έννοιες» και ότι «ένας μουσουλμάνος μπορεί να διαχειριστεί το κράτος με πολύ μεγάλη επιτυχία».
Από την προεκλογική εκστρατεία των ισλαμικών κομμάτων προκύπτει πράγματι ότι σε ρητορικό επίπεδο το ενδιαφέρον τους είναι στραμμένο περισσότερο στο ζήτημα της οικονομικής ανάπτυξης με πνεύμα κοινωνικής δικαιοσύνης παρά σε θέματα θρησκείας. Μην ξεχνάμε ότι οι αραβικές επαναστάσεις ξέσπασαν σε χώρες με πολύ χαμηλό μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα και υψηλότατη ανεργία μεταξύ των νέων, και με κύριο αίτημα πρώτα το «ψωμί» και μετά την «ελευθερία». Τα ισλαμικά κινήματα, πριν εξελιχθούν οψίμως σε πολιτικά κόμματα, είχαν επιδοθεί επί χρόνια σε δραστήριο φιλανθρωπικό έργο στο επίπεδο της γειτονιάς, επιτυγχάνοντας έτσι μια εντυπωσιακή διείσδυση στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία αποτέλεσαν και τη μεγαλύτερη δεξαμενή ψηφοφόρων τους. Άρα η οικονομία ήταν πάντα το προνομιακό τους πεδίο. Γι’ αυτό το Ενχάντα δεσμεύτηκε προεκλογικά να προωθήσει την τουριστική βιομηχανία της Τυνησίας, ενώ και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι στην Αίγυπτο ανήγγειλαν ως στόχο την αύξηση των τουριστών στα 50 εκατομμύρια το χρόνο. Καθώς αυτός ο κλάδος είναι η ατμομηχανή των οικονομιών τους, οι νέοι κυβερνώντες δύσκολα θα προέβαλλαν προς τα έξω με έντονο τρόπο την ισλαμική τους ταυτότητα, απωθώντας έτσι τους κατά βάση δυτικούς πελάτες τους.
Η νομιμοποίηση του φανατισμού
Παρόμοια αυτοσυγκράτηση επιδεικνύουν και στα ζητήματα της μεταρρύθμισης του αστικού κώδικα. Το Ενχάντα, απαντώντας στους αντιπάλους του που πριν από τις εκλογές το κατηγορούσαν ότι θα επιβάλει τον ισλαμικό νόμο αν ανελιχθεί στην κυβέρνηση, είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να αλλάξει ουσιωδώς όσα ρυθμίζουν από το 1956 τα θέματα του γάμου, του διαζυγίου κτλ., τα οποία προσομοιάζουν στο δυτικό Δίκαιο. Αυτή ήταν κατά μία έννοια και η δύναμή του.
Πέρα όμως από το λαϊκισμό τους, εκείνο που πρέπει να ανησυχεί όποιον παρατηρεί τις μεγάλες αυτές ανατροπές στο Μαγκρέμπ είναι η οργανωτική δύναμη των κομμάτων αυτών. Η κατάκτηση της εξουσίας από τους ισλαμιστές τόσο στην Αίγυπτο όσο και στην Τυνησία ή στο υπό μοναρχία Μαρόκο ήταν κυρίως αποτέλεσμα των συμπαγών οργανωτικών τους δομών και ταυτόχρονα της πολυδιάσπασης των αντιπάλων τους. Χωρίς ισχυρή αντιπολίτευση, θα είναι δύσκολο να αναχαιτιστούν σε περίπτωση που εκτραπούν σε λιγότερο μετριοπαθή πολιτική.
Εδώ έγκειται και η διαφορά με την Τουρκία. Πριν εμφανιστεί στο προσκήνιο το πολιτικό ισλάμ του Ερντογάν, η χώρα ήταν ένα καθαρά κοσμικό κράτος, με τους κεμαλιστές και το στρατό να αποτελούν τον εγγυητή του, έστω και με υπερβολικό τρόπο ενίοτε. Ακόμη και σήμερα, που ο στρατός τείνει να περιοριστεί στους στρατώνες του, η κουλτούρα του κοσμικού κράτους στους θεσμούς της γείτονος δεν έχει αντικατασταθεί από τη θρησκευτική κουλτούρα, ούτε φαίνεται ορατό κάτι τέτοιο στο μέλλον. Στην Τυνησία ή την Αίγυπτο, ωστόσο, τα προηγούμενα καθεστώτα ήταν σε τέτοιο βαθμό προσωποπαγή, που κατέρρευσαν μαζί με την πτώση του «τυράννου». Στην Αίγυπτο είναι αλήθεια ότι ο στρατός θα επιθυμούσε να παίξει έναν τέτοιο ρόλο και προσπαθεί να το μεθοδεύσει, ελέγχοντας τις διαδικασίες στη μεταβατική περίοδο. Συναντά όμως την αντίδραση πρωτίστως των φιλελεύθερων δυνάμεων (και λιγότερο των ισλαμιστών, που απέχουν από τις διαδηλώσεις), οι οποίες δεν θα ήθελαν να δουν το αυταρχικό καθεστώς Μουμπάρακ να αντικαθίσταται από μια κεκαλυμμένη δικτατορία.
Το πρόβλημα είναι ότι μαζί με τα ξερά ανάβουν και τα χλωρά. Ακόμη κι αν αποδειχτούν μετριοπαθή, ερχόμενα στην εξουσία τα ισλαμικά κόμματα δεν παύουν να νομιμοποιούν και θεσμικά τις απόψεις τους που μέχρι τώρα βρίσκονταν υπό διωγμό. Το κόμμα των φανατικών σαλαφιστών –που έχουν επιδοθεί σε πογκρόμ κατά των χριστιανών Κοπτών της Αιγύπτου και είναι έντονα αντισημίτες– έλαβε 24,4% και διεκδικεί θέση κυβερνητικού εταίρου. Ίσως δεν είναι επίσης τυχαίο ότι την περασμένη εβδομάδα επανεμφανίστηκε ύστερα από χρόνια με δημόσια δήλωσή του στη Βηρυτό ο αρχηγός της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα, για να στηρίξει το καθεστώς Άσαντ στη Συρία και να κάνει γνωστό ότι η οργάνωσή του εξοπλίζεται με σύγχρονα όπλα. Την ίδια ώρα οι Φρουροί της Επανάστασης στο Ιράν έλαβαν διαταγή να προετοιμαστούν για πόλεμο, εν μέσω πίεσης της Δύσης να διακοπεί το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Όταν ανοίξει ο ασκός του Αιόλου, δεν απελευθερώνονται μόνο οι ήπιοι άνεμοι....
Source : citypress.gr
Το πρότυπο Ερντογάν
Πριν από λίγες εβδομάδες είχε κάνει αίσθηση η δημόσια παραδοχή μελών του Επαναστατικού Συμβουλίου της Λιβύης, μέσα στον ενθουσιασμό τους από το θάνατο του συνταγματάρχη Καντάφι, ότι θα κυβερνήσουν με βάση τη Σαρία. Ωστόσο, όταν τα ισλαμικά κόμματα καλούνται να λάβουν μέρος σε εκλογές, παρουσιάζονται με γενικώς μετριοπαθή ατζέντα. Αυτό τουλάχιστον ισχύει για το Κόμμα της Ελευθερίας & Δικαιοσύνης των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο, για το κόμμα Ενχάντα στην Τυνήσια και το Κόμμα της Δικαιοσύνης & Ανάπτυξης (PJD) του Μαρόκου (παρόλο που εκεί δεν είχε προηγηθεί εξέγερση), που όλα επικράτησαν καθαρά στις πρώτες πραγματικά ελεύθερες εκλογές ύστερα από δεκαετίες. Όσον αφορά τα τελευταία, πρότυπό τους μοιάζει να είναι περισσότερο το κυβερνών ισλαμικό Κόμμα Δικαιοσύνης & Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία παρά οι Φρουροί της Επανάστασης στο Ιράν.
Το μεταρρυθμιστικό έργο του ήπιου ισλάμ, που επέτρεψε στην Τουρκία να μετατραπεί από ένα φτωχό κράτος στη 17η ισχυρότερη οικονομία στον κόσμο, αποτελεί ισχυρό παράδειγμα προς μίμηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός –που θα ενδιαφερόταν πολύ να εδραιώσει μια ηγεμονία επί των δυνάμεων του πολιτικού ισλάμ της περιοχής– είχε περιοδεύσει τον περασμένο Οκτώβριο στην Αίγυπτο και την Τυνησία, όπου συνάντησε τόσο τον αρχηγό του Ενχάντα Ραχέντ Γκανούτσι όσο και στελέχη των Αδελφών Μουσουλμάνων. Στην πρωτεύουσα της Τυνησίας, μάλιστα, ο Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι «το ισλάμ και η δημοκρατία δεν είναι αντιθετικές έννοιες» και ότι «ένας μουσουλμάνος μπορεί να διαχειριστεί το κράτος με πολύ μεγάλη επιτυχία».
Από την προεκλογική εκστρατεία των ισλαμικών κομμάτων προκύπτει πράγματι ότι σε ρητορικό επίπεδο το ενδιαφέρον τους είναι στραμμένο περισσότερο στο ζήτημα της οικονομικής ανάπτυξης με πνεύμα κοινωνικής δικαιοσύνης παρά σε θέματα θρησκείας. Μην ξεχνάμε ότι οι αραβικές επαναστάσεις ξέσπασαν σε χώρες με πολύ χαμηλό μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα και υψηλότατη ανεργία μεταξύ των νέων, και με κύριο αίτημα πρώτα το «ψωμί» και μετά την «ελευθερία». Τα ισλαμικά κινήματα, πριν εξελιχθούν οψίμως σε πολιτικά κόμματα, είχαν επιδοθεί επί χρόνια σε δραστήριο φιλανθρωπικό έργο στο επίπεδο της γειτονιάς, επιτυγχάνοντας έτσι μια εντυπωσιακή διείσδυση στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία αποτέλεσαν και τη μεγαλύτερη δεξαμενή ψηφοφόρων τους. Άρα η οικονομία ήταν πάντα το προνομιακό τους πεδίο. Γι’ αυτό το Ενχάντα δεσμεύτηκε προεκλογικά να προωθήσει την τουριστική βιομηχανία της Τυνησίας, ενώ και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι στην Αίγυπτο ανήγγειλαν ως στόχο την αύξηση των τουριστών στα 50 εκατομμύρια το χρόνο. Καθώς αυτός ο κλάδος είναι η ατμομηχανή των οικονομιών τους, οι νέοι κυβερνώντες δύσκολα θα προέβαλλαν προς τα έξω με έντονο τρόπο την ισλαμική τους ταυτότητα, απωθώντας έτσι τους κατά βάση δυτικούς πελάτες τους.
Η νομιμοποίηση του φανατισμού
Παρόμοια αυτοσυγκράτηση επιδεικνύουν και στα ζητήματα της μεταρρύθμισης του αστικού κώδικα. Το Ενχάντα, απαντώντας στους αντιπάλους του που πριν από τις εκλογές το κατηγορούσαν ότι θα επιβάλει τον ισλαμικό νόμο αν ανελιχθεί στην κυβέρνηση, είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να αλλάξει ουσιωδώς όσα ρυθμίζουν από το 1956 τα θέματα του γάμου, του διαζυγίου κτλ., τα οποία προσομοιάζουν στο δυτικό Δίκαιο. Αυτή ήταν κατά μία έννοια και η δύναμή του.
Πέρα όμως από το λαϊκισμό τους, εκείνο που πρέπει να ανησυχεί όποιον παρατηρεί τις μεγάλες αυτές ανατροπές στο Μαγκρέμπ είναι η οργανωτική δύναμη των κομμάτων αυτών. Η κατάκτηση της εξουσίας από τους ισλαμιστές τόσο στην Αίγυπτο όσο και στην Τυνησία ή στο υπό μοναρχία Μαρόκο ήταν κυρίως αποτέλεσμα των συμπαγών οργανωτικών τους δομών και ταυτόχρονα της πολυδιάσπασης των αντιπάλων τους. Χωρίς ισχυρή αντιπολίτευση, θα είναι δύσκολο να αναχαιτιστούν σε περίπτωση που εκτραπούν σε λιγότερο μετριοπαθή πολιτική.
Εδώ έγκειται και η διαφορά με την Τουρκία. Πριν εμφανιστεί στο προσκήνιο το πολιτικό ισλάμ του Ερντογάν, η χώρα ήταν ένα καθαρά κοσμικό κράτος, με τους κεμαλιστές και το στρατό να αποτελούν τον εγγυητή του, έστω και με υπερβολικό τρόπο ενίοτε. Ακόμη και σήμερα, που ο στρατός τείνει να περιοριστεί στους στρατώνες του, η κουλτούρα του κοσμικού κράτους στους θεσμούς της γείτονος δεν έχει αντικατασταθεί από τη θρησκευτική κουλτούρα, ούτε φαίνεται ορατό κάτι τέτοιο στο μέλλον. Στην Τυνησία ή την Αίγυπτο, ωστόσο, τα προηγούμενα καθεστώτα ήταν σε τέτοιο βαθμό προσωποπαγή, που κατέρρευσαν μαζί με την πτώση του «τυράννου». Στην Αίγυπτο είναι αλήθεια ότι ο στρατός θα επιθυμούσε να παίξει έναν τέτοιο ρόλο και προσπαθεί να το μεθοδεύσει, ελέγχοντας τις διαδικασίες στη μεταβατική περίοδο. Συναντά όμως την αντίδραση πρωτίστως των φιλελεύθερων δυνάμεων (και λιγότερο των ισλαμιστών, που απέχουν από τις διαδηλώσεις), οι οποίες δεν θα ήθελαν να δουν το αυταρχικό καθεστώς Μουμπάρακ να αντικαθίσταται από μια κεκαλυμμένη δικτατορία.
Το πρόβλημα είναι ότι μαζί με τα ξερά ανάβουν και τα χλωρά. Ακόμη κι αν αποδειχτούν μετριοπαθή, ερχόμενα στην εξουσία τα ισλαμικά κόμματα δεν παύουν να νομιμοποιούν και θεσμικά τις απόψεις τους που μέχρι τώρα βρίσκονταν υπό διωγμό. Το κόμμα των φανατικών σαλαφιστών –που έχουν επιδοθεί σε πογκρόμ κατά των χριστιανών Κοπτών της Αιγύπτου και είναι έντονα αντισημίτες– έλαβε 24,4% και διεκδικεί θέση κυβερνητικού εταίρου. Ίσως δεν είναι επίσης τυχαίο ότι την περασμένη εβδομάδα επανεμφανίστηκε ύστερα από χρόνια με δημόσια δήλωσή του στη Βηρυτό ο αρχηγός της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα, για να στηρίξει το καθεστώς Άσαντ στη Συρία και να κάνει γνωστό ότι η οργάνωσή του εξοπλίζεται με σύγχρονα όπλα. Την ίδια ώρα οι Φρουροί της Επανάστασης στο Ιράν έλαβαν διαταγή να προετοιμαστούν για πόλεμο, εν μέσω πίεσης της Δύσης να διακοπεί το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Όταν ανοίξει ο ασκός του Αιόλου, δεν απελευθερώνονται μόνο οι ήπιοι άνεμοι....
Source : citypress.gr