Geopolitical Research Institute(GRI)/Εταιρεία Γεωπολιτικών Ερευνών(ΕΓΕ)

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Η απάντηση του ελληνικού διατροφικού τομέα στην κρίση

του Νίκου Ντάσιου

Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται στο σημείο μηδέν της νεότερης ιστορίας της. Η επιβολή του μνημονίου και της δανειακής σύμβασης οδηγεί τη χώρα στην πλήρη υποταγή, με την απόλυτη επικυριαρχία των πολυεθνικών εταιρειών και του χρηματιστικού κεφαλαίου, που όχι μόνο δεν φαίνεται διατεθειμένο να απολέσει μέρος των χρημάτων που δάνεισε στη χώρα μας, αλλά, με τίμημα τον αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, ιδιοποιείται τον πραγματικό πλούτο της χώρας.
Η πιο σημαντική μορφή επικυριαρχίας –μετά την εδαφική-  είναι αυτή που σχετίζεται με τον έλεγχο της παραγωγής και της διάθεσης της τροφής. Η μέχρι σήμερα κυριαρχία στον διατροφικό τομέα σχετίζεται με τη μετατροπή της χώρας σε εισαγωγέα αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, επιδεινώνοντας καταλυτικά το εμπορικό ισοζύγιο στα τρόφιμα τα τελευταία 30 χρόνια. Μόνο στην περίοδο από το 1994 έως το 2009, το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας εκτοξεύτηκε  από τα 800 εκατ. ευρώ στα 2,5 δισ.
Η φάση αυτή σχετίζεται αφενός μεν με την αποδιάρθρωση και την εγκατάλειψη της αγροτικής παραγωγής, τη μετατροπή των αγροτών μας σε δέκτες επιδοτήσεων και καταναλωτές ξένων προϊόντων, την απόλυτη κυριαρχία των αλυσίδων σουπεμάρκετ, την υποκατάσταση των αγροτικών χεριών από τους μετανάστες, αλλά και τη διατήρηση ενός μοντέλου εκτατικής μονοκαλλιέργειας, όπως π.χ. στην περίπτωση του θεσσαλικού κάμπου. Ενός μοντέλου που οδήγησε σε μαζική αύξηση των εισροών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, στην αύξηση της εκμηχάνισης, με τραγικές συνέπειες στην ισορροπία των οικοσυστημάτων: καταστροφή της βιοποικιλότητας, μόλυνση και μείωση των υπόγειων υδάτων, υφαλμύρωση κοκ. Υπολογίζεται ότι 55 χιλιάδες στρέμματα του θεσσαλικού κάμπου έχουν οδηγηθεί σε πλήρη ερημοποίηση, ενώ η στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα ξεπέρασε τα 350 μ. κάτω από το έδαφος, ο δε Πηνειός είναι ο δεύτερος πιο μολυσμένος ποταμός της Ευρώπης, μετά τον Πάδο της Ιταλίας.
Το μοντέλο αυτό, σε συνδυασμό με τις μεταβολές στην πληθυσμιακή κατανομή που έλαβαν χώρα από τη δεκαετία του ’60, με τη συνεπακόλουθη γιγάντωση των αστικών κέντρων και ειδικά της Αθήνας και την παράλληλη ερήμωση των αγροτικών, ορεινών και νησιωτικών περιοχών αποτελεί τη βασική αιτία της  παραγωγικής αποδιάρθρωσης της χώρας και του παρασιτισμού που μας οδηγεί στην εξάρτηση και στην άνευ όρων υποταγή στις πιέσεις από τη Δύση και την Ανατολή (Τουρκία). Για παράδειγμα, μόνο στον κτηνοτροφικό τομέα μετά τον πόλεμο, εξαφανίστηκαν 1840 τσελιγκάτα και περίπου 800 χιλιάδες ζώα μεταβατικής κτηνοτροφίας από τα βουνά της Πελοποννήσου, Ηπείρου, Μακεδονίας, Στερεάς, Θεσσαλίας και Θράκης. Η απώλεια των ηθών και των εθίμων, η μετατροπή του λαϊκού μας πολιτισμού σε τουριστικό φολκλόρ, η διάλυση των γλωσσικών ιδιωμάτων και της πολιτιστικής δημιουργίας των χωριών και των κοινοτήτων μας είναι, μαζί με την κατάρρευση της βιοποικιλότητας, ο βασικός παράγοντας ομογενοποίησης και υποταγής μας στην πολιτιστική υποκουλτούρα της παγκοσμιοποίησης.
Το μοντέλο αυτό αποτέλεσε κοινό τόπο της διάδοσης του αγροβιομηχανικού μοντέλου στον αγροτικό τομέα για όλες τις χώρες τις περιφέρειας του δυτικού κόσμου, αρχής γενομένης με την Πράσινη Επανάσταση στις Ινδίες, τη δεκαετία του ’60. Σύμφωνα με τον FAO, τα τελευταία σαράντα χρόνια συντελέστηκε μια τρωτοφανής γενοκτονία στον αγροτικό χώρο, αφού σχεδόν το 80% των ποικιλιών παραγωγής χάθηκαν και υποκαταστάθηκαν με υβρίδια που εμπορεύονταν μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες τροφίμων συνοδευόμενα με την απαραίτητη χρήση φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων, βελτιωτικών και ορμονών, αλλά και την όλο και μεγαλύτερη χρήση νερού στην πρωτογενή παραγωγή. Η χημική βιομηχανία και τα αγροχημικά  αποτελούν μιά  βασική αιτία του χρέους και της συνεπακόλουθης φτώχειας του αγροτικού πληθυσμού αλλά και της κατάρρευσης των φυσικών οικοσυστημάτων. Έτσι, από ένα μοντέλο σχετικής διατροφικής αυτάρκειας, που εξασφάλιζε την επιβίωση και την αναπαραγωγή των αγροτικών κοινοτήτων και των ιθαγενών επί χιλιάδες χρόνια, περάσαμε βίαια, υπό την καθοδήγηση των αμερικανικών «δεξαμενών σκέψης» –ΔΝΤ, ΠΤ και ΠΟΕ– σε εντατικές καλλιέργειες με εξαγωγικό προσανατολισμό. Από την πολυκαλλιέργεια και τις προσαρμοσμένες καλλιέργειες περάσαμε σε εκτατικές καλλιέργειες λουλουδιών, μαζική εκτροφή αγελάδων για παραγωγή μπιφτεκιού για τα Μακντόναλντς, ακριβά «γκουρμέ» λαχανικά για τις δίαιτες των πλουσίων. Οι αναδιαρθρώσεις αυτές συγκέντρωναν τον πλούτο στους λίγους μεγαλοαγρότες (φεουδάρχες ) και στους εμπόρους ενώ εξώθησε τους μικροπαραγωγούς στην πείνα και στην εξαθλίωση.
Το φαινόμενο τον τερατουπόλεων του Νότου όπως και αυτό των μεταναστευτικών ρευμάτων έχει τις ρίζες σ’ αυτές τις αναδιαρθρώσεις που υποτίθεται πως θα έλυναν το πρόβλημα της πείνας στον πλανήτη! Αντ’ αυτού από στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εργασίας (πχ στην Ταϊλάνδη την 15ετία 1900-2005), ενώ έχουμε αύξηση κατά 65% των εξαγωγών γεωργικών προϊόντων η αύξηση της απόλυτης φτώχειας ήταν της τάξεως του 45%. Στη Βολιβία μεταξύ 1985 και 2000 ενώ οι εξαγωγές είχαν αυξηθεί κατά 95%, το 95% του πληθυσμού ζούσε με λιγότερο από ένα δολάριο την μέρα. Οι Φιλιππίνες, που ήταν μια χώρα με αυτάρκεια στην κατανάλωση ρυζιού από το 1990 έως σήμερα, ακλουθώντας το πρότυπο αυτό, αύξησε τις εισαγωγές ρυζιού κατά 10 φορές. Κατ’ αντιστοιχία, το χρέος των Ελλήνων αγροτών προς την Αγροτική Τράπεζα, που στο σύνολό τους (ιδιωτών και συνεταιρισμών) βρίσκεται στα 3 δισ. Ευρώ, θέτει σε κίνδυνο την ιδιοκτησία της καλλιεργήσιμης αγροτικής γης με την προοπτική ιδιωτικοποίησης της και σε περίπτωση που απαιτηθούν οι πιστώσεις από τους ιδιώτες μετόχους της Τράπεζας.
Οι τεράστιες μετακινήσεις προϊόντων από τον τόπο παραγωγής στον τόπο κατανάλωσης συνέβαλαν στην κατακόρυφη αύξηση των εκπομπών CO2, ενώ συνάρτησαν τη διαμόρφωση της τελικής τιμής ενός προϊόντος στις διακυμάνσεις της τιμής του πετρελαίου. Η επιδότηση των παραγωγών στις πλούσιες χώρες του Βορρά και οι πολιτικές «νταμπινγκ», που καταργούν τον ελεύθερο ανταγωνισμό στο πλαίσιο του ΠΟΕ και της ΚΑΠ,  διεύρυναν τις αντιθέσεις στην κατά κεφαλήν κατανάλωση αγροτικών προϊόντων μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών. Σήμερα π.χ. μόνο τα βοοειδή που καταναλώνονται στις ΗΠΑ θα μπορούσε να χορτάσει το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή περίπου 1,4 δισ. άνθρωποι, ενώ η επέκταση του μοντέλου κατανάλωσης των πλουσίων χωρών είναι αδιανόητη αφού κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε άλλους τέσσερις πλανήτες-γη!
Οι παγκόσμιες ελίτ επιχειρούν να ξεπεράσουν τα παραπάνω αδιέξοδα, όχι αλλάζοντας το μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης, αλλά μ’ ένα νέο άλμα προς τα μπρός: με την καλλιέργεια των γενετικά μεταλλαγμένων φυτών ή με τη συνεχή επέκταση των καλλιεργειών που κατευθύνονται στην παραγωγή βιοκαυσίμων. Η επικράτηση του νέου αυτού προτύπου, υπό την καθοδήγηση  των πολυεθνικών εταιρειών διατροφής (Μονσάντο, Κάρτζιλ κ.λπ), δίνει τη χαριστική βολή στις αδύναμες χώρες και στους μικρούς παραγωγούς, αφού τους καθιστά πλήρως ελεγχόμενους από τους σπόρους και την τεχνογνωσία των εταιρειών αυτών. Επιπλέον, ολοκληρώνει τη διαδικασία μετάβασης της  παραγωγής τροφής, από μια φυσική διεργασία που υπακούει στους νόμους της φύσης  σε μια απόλυτα τεχνητή διαδικασία στα εργαστήρια των παραπάνω εταιρειών, οι οποίες αντιγράφουν τη γενετική πληροφορία των σπόρων, την πατεντάρουν και τη διαχειρίζονται ως αποκλειστικό πνευματικό τους δικαίωμα (συμφωνίες TRIPs). Οι γενετικές επιμολύνσεις των φυσικών οικοσυστημάτων, οι διαταραχές στην αναπαραγωγή του ζωικού και ανθρώπινου είδους, δεν αποτελούν πρόβλημα για τους ειδικούς της βιοτεχνολογίας, αφού ο διατροφικός έλεγχος σχετίζεται ταυτόχρονα με σενάρια μείωσης του παγκόσμιου πληθυσμού ή αναπαραγωγής ενός κατά παραγγελίαν τύπου ανθρώπου για τη διαιώνιση της παγκόσμιας κυριαρχίας (βλέπε θεωρία μετανθρώπου).
Σε αυτή την κατεύθυνση εντάσσεται η από 1/4/2011 εφαρμογή στη χώρα μας της οδηγίας της Ε.Ε για τη «χρήση των φαρμακευτικών και παραδοσιακών φυτών». Σύμφωνα με την οδηγία αυτή καμία χώρα δεν δύναται να εμπορευθεί  φαρμακευτικά φυτά, βότανα συμπληρώματα διατροφής κ.ο.κ. που δεν έχουν κατοχυρωθεί από το κράτος κατά την περίοδο από το 2006 έως σήμερα. Στην περίοδο αυτή στη χώρα μας έχουν κατοχυρωθεί μόλις 183 είδη φυτικών σκευασμάτων και βοτάνων, ενώ όλα τα υπόλοιπα περνούν ουσιαστικά στη διαχείριση και στον έλεγχο των πολυεθνικών. Οι εταιρείες αυτές θα έχουν την ελεύθερη πρόσβαση στη διαχείριση των φυσικά παραγόμενων φυτών και στην περαιτέρω επεξεργασία τους. Εκτιμάται επίσης, ότι από τη διαχείριση μόλις ενός στρέμματος γης, το κέρδος από μια τέτοια επεξεργασία θα φτάνει τις 20 χιλιάδες ευρώ το χρόνο. Εκτιμάται επίσης, ότι θα παραχωρηθούν προς εκμετάλλευση όλες οι περιοχές Νατούρα επί ελληνικού εδάφους, με συνολική έκταση που αντιστοιχεί στο 25% του μεγέθους της χώρας!
Οι ρυθμίσεις αυτές εντάσσονται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της εφαρμογής του Διατροφικού Κώδικα ο οποίος επιβάλλει τον πλήρη έλεγχο των τροφίμων από τις πολυεθνικές εταιρείες όπως προωθείται συστηματικά από το 1963, στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων (FAO), του ΠΟΕ και του ΟΗΕ. Με βάση τη σχετική Συμφωνία της Υγιεινής των Τροφίμων, οι χώρες που θα επικυρώσουν τον εν λόγω κώδικα –έως τώρα 185– θα υποχρεούνται  να αφαιρούν από τα φρούτα και τα λαχανικά πολύτιμες βιταμίνες Α,Β,C,D, μαγνήσιο και ιχνοστοιχεία έως του 15% της συνολικής θρεπτικής αξίας θεωρώντας τις πολύτιμες αυτές βιταμίνες τοξικές ουσίες! Με τον τρόπο αυτό ανοίγουν τον δρόμο στην πλήρη εμπορευματοποίηση της πρόληψης και της αντιμετώπισης των ασθενειών και την εξάρτηση του ανθρώπου αποκλειστικά από τα φαρμακευτικά σκευάσματα, ενώ ταυτόχρονα επιβάλλουν την επικύρωση του την εισαγωγή μεταλλαγμένων σπόρων και ποικιλιών, ακόμα και στα βιολογικά προϊόντα. Πιστός στα υπερεθνικά κέντρα, ο Έλληνας πρωθυπουργός επέτρεψε ήδη την εισαγωγή μεταλλαγμένου σπόρου πατάτας και μεταλλαγμένου κοτόπουλου στην  ελληνική διατροφική αλυσίδα.
Η επιστροφή χιλιάδων ανθρώπων στην ελληνική επαρχία τον τελευταίο χρόνο, ως συνέπεια της ανεργίας και του αποκλεισμού και η δυναμική επιστροφής πολύ περισσοτέρων  στο άμεσο μέλλον, θέτει επιτακτικά την ανάγκη ενός οδηγού επιβίωσης, που αποτελεί ίσως τη μόνη δυνατή γραμμή άμυνας στα σχέδια που μας επιβάλλονται .
Η επιβίωση αυτή πρέπει να έχει ως κύριο άξονα την επαναθεμελίωση και αναδιοργάνωση των τοπικών κοινωνιών στη βάση αυτού που ορίζεται ως «τοπικοποίηση ή νέος κοινοτισμός».
Ένα τέτοιο σχέδιο σε τοπικό επίπεδο θα σήμαινε:
•    Διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα φυσικών οικοσυστημάτων, των πόρων και της γεωργικής γης με αναδιανομή της σε ομάδες παραγωγών έναντι συμβολικού αντιτίμου.
•    Καθιέρωση, στο μεταβατικό στάδιο κοινοτικών συνελεύσεων  για οργάνωση  μορφών κοινοτικής εργασίας πχ  συμπληρωματικές εργασίες παραγωγής (πότισμα, όργωμα κλπ),  ανακαίνιση και ανασυγκρότηση εγκαταλειμμένων περιοχών ή σπιτιών, αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας, αναζωογόνηση πολιτιστικών κέντρων, μαθήματα οικολογικών μεθόδων παραγωγής , εξοικονόμηση και παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ κ.ο.κ.
•    Προώθηση δικτύων ανταλλαγών και πώλησης προϊόντων για την κάλυψη αναγκών πρωτίστως σε τοπική κλίμακα και εμπορίας μόνο για τις πλεονάζουσες ποσότητες. Ανάπτυξη συνεταιριστικών καταστημάτων πώλησης και εστίασης βασισμένα στη χρήση παραδοσιακών συνταγών και μεθόδων
•    Κατοχύρωση και διατήρηση τοπικών ποικιλιών σπόρων (ανοιχτής πηγής) και ντόπιου ζωικού κεφαλαίου, με σταδιακή υποκατάσταση των υβριδίων και πλήρη  απόρριψη των μεταλλαγμένων σπόρων  με ενσωματωμένη τεχνολογία εξολοθρευτή, που δεν μπορούν να αναπαραχθούν δεύτερη χρονιά .
•    Χρήση τοπικών νομισμάτων και μοντέλων ανταλλαγής όπως το Δίκτυο Ανταλλαγών και Αλληλεγγύης με την υιοθέτηση της Τοπικής Εναλλακτικής Μονάδας  στο Βόλο και το εναλλακτικό νόμισμα ΟΒΟΛΟΣ στην Πάτρα.
•    Δημιουργία  περιφερειακών πιστωτικών ιδρυμάτων στο πρότυπο των Ηθικών Τραπεζών, για τη χορήγηση μικροπιστώσεων σε μικρές επενδύσεις με κοινωνικό και περιβαλλοντικό όφελος, αλλά και τεχνογνωσία για το ξεκίνημα και τη βιωσιμότητα τέτοιων σχεδίων .
•    Δημιουργία δικτύων συνεργασίας και αλληλοϋποστήριξης για ανάλογες ενέργειες σε εθνικό (ΠΕΛΙΤΙ) και διεθνές επίπεδο (Slow Food, Οικοχωριά, Via Campesina, Grain, ETC, Δήμος Τοσκάνης κ.λπ)
Σε εθνικό επίπεδο απαιτεί:
•    Την ανάπτυξη καταναλωτικών συνεταιρισμών με κατεύθυνση την αλλαγή του μοντέλου κατανάλωσης και έμφαση στα ελληνικά και ποιοτικά παραγόμενα προϊόντα μας και στη μεσογειακή διατροφή.
•    Την ανάπτυξη ενός σχεδίου αποκέντρωσης του κράτους της Αθήνας, με μεταφορά του διοικητικού κέντρου, κάτι που αποτελεί τη μόνη δυνατή εκδοχή μείωσης του δημοσιονομικού κόστους και επανίδρυσης του.

 Source : Περιοδικό " Αρδην" τ. 86