Geopolitical Research Institute(GRI)/Εταιρεία Γεωπολιτικών Ερευνών(ΕΓΕ)

Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Η γεωπολιτική σημασία και η σταδιακή υλοποίηση του Παντουρανικού οράματος

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η ισχυροποίηση του πολιτικού Ισλάμ, καθώς και η παγκοσμιοποίηση άνοιξαν νέους ορίζοντες για τον Παντουρανισμό.
Η Τουρκία στρέφει το βλέμμα της προς τις απέραντες στέπες της Κεντρικής Ασίας.
Ο Παντουρανισμός, το σχέδιο της προσέγγισης των τουρκικών λαών από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος της Κίνας, ως οντότητα με κοινό πεπρωμένο και πολιτισμό ποτίζει το σύνολο του πολιτικού τόξου στη Τουρκία.

Αυτή η σκέψη μιας γεωγραφικής περιοχής σε ηπειρωτική κλίμακα αποτελεί την πηγή μιας ισχυρής αίσθησης ταυτότητας και υπερηφάνειας.

Το Ξίντζιανγκ (Xinjiang) ή Ανατολικό Τουρκεστάν καταλαμβάνει μια ειδική θέση στην εθνική φαντασία των Τούρκων.


Αρχικά, είναι η ιστορική γενέτειρα της πρώτης τουρκικής αυτοκρατορίας, μεταξύ της ερήμου του Γκόμπι και των Όρων Αλτάι.


Απόδειξη της σημασίας αυτής της διευρυμένης μνήμης, είναι ένα διάταγμα του 1993 που απαιτεί τη συμπερίληψη ενός χάρτη του τουρκικού κόσμου, στο τέλος του κάθε σχολικού βιβλίου.


Λίγο πριν από το θάνατό του, ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ προέβλεπε:
«Κάποια μέρα ο κόσμος, συγκλονισμένος, θα ζήσει το ξύπνημα και το ξεκίνημα της αόρατης αυτοκρατορίας που βρίσκεται ακόμη σε λήθαργο στα σπλάχνα της Ασίας».


Ο Κεμάλ ήταν πεπεισμένος ότι σε κάποια δεδομένη στιγμή, η οντότητα αυτή θα συνειδητοποιηθεί και θα βγει από την κηδεμονία των Ρώσων και των Κινέζων, όπως ξέφυγε η ρεπουμπλικανική Τουρκία από τα νύχια της Δύσης.


Αυτή την υπερτροφική αντίληψη της ταυτότητας υποστηρίζει η εξωτερική πολιτική της Άγκυρας.


Χωρίζεται σε τρεις βασικές σχολές σκέψης:


Η Ισλαμοεθνικιστική σύνθεση
Οι Κεμαλικοί Εθνικιστές
Η Νεοθωμανική σχολή



Η κατάταξη αυτή είναι αυθαίρετη, εφόσον τα όρια είναι συχνά δυσδιάκριτα.
Το ίδιο άτομο μπορεί να βρίσκεται στη συμβολή των διαφόρων τάσεων.
Αν και η επιρροή τους είναι άνιση, συμβάλουν, το καθένα σε διαφορετικό βαθμό, στο να γεννηθεί ένα ενδιαφέρον για τους ανθρώπους που ζουν έξω από την τουρκική Ανατολία.


Εάν η Ισλαμο-εθνικιστική σύνθεση επηρεάζει την κοινή γνώμη με τις πιο ορατές σπασμωδικές αντιδράσεις, οι πραγματικές επιπτώσεις της στην εξωτερική πολιτική της Άγκυρας είναι περιορισμένες.
Αντίθετα, οι υπέρμαχοι του νεοθωμανισμού, πλησίον του ισλαμικού κόμματος, ή οι Κεμαλικοί Εθνικιστές πλησίον του στρατού, είναι πιο ικανοί να επηρεάσουν τις αποφάσεις.


Φίλος, αντίπαλος, εταίρος, εχθρός το Πεκίνο περιλαμβάνεται σε ένα ευρύ φάσμα απόψεων.
Ωστόσο κάθε φορά, η ανάλυση των τουρκικών θέσεων αγγίζει το ζήτημα του Ξίντζιανγκ.



Ο τουρκικός κόσμος σύμφωνα με τον Παντουρανισμό

Η Ισλαμική-εθνικιστική σύνθεση


Η ισλαμοτουρκική σύνθεση αντιπροσωπεύει την παραδοσιακή θρησκεία και τον εθνικισμό.
Είναι από τη δεκαετία του 80 η ανεπίσημη ιδεολογία του τουρκικού κράτους.


Ιδρύθηκε με τη βοήθεια του στρατού που ανυπομονούσε να εξαλείψει το αριστερό ρεύμα εκμεταλλεύοντας την θρησκευτικότητα του πληθυσμού.
Διεκδικεί μια ιδιαίτερη οδό.


Οι Τούρκοι ήταν προορισμένοι για το Ισλάμ, η σαμανιστική πίστη τους προανήγγειλε την ιδέα του ενός Θεού.
Οι Τούρκοι, με τη υιοθέτηση της θρησκείας του Μωάμεθ έσωσαν το Ισλάμ από τους Σταυροφόρους, ενώ παράλληλα, χωρίς το Ισλάμ, η τουρκική ταυτότητα θα είχε μαραθεί.


Οι ισλαμοεθνικιστές υπενθυμίζουν συχνά το παράδειγμα των Βουλγάρων ή των Ούγγρων οι οποίοι έχασαν τη Τουρκικότητα τους επειδή αρνήθηκαν το Ισλάμ.
Ως εκ τούτου, η Τουρκία πρέπει να αναλάβει το ρόλο της ως προστάτης των μουσουλμάνων και Τούρκων σε όλο τον κόσμο.


Ο θεωρητικός της ισλαμοεθνικιστικής σύνθεσης και του καθαρά εθνικιστικού ρεύματος, ο Σουάτ Ιλχάν, ορίζει τον τουρκικό κόσμο με τον ακόλουθο τρόπο:

Ο τουρκικός κόσμος περιλαμβάνει:


«Τα τουρκικά ανεξάρτητα κράτη, τις αυτόνομες τουρκικές κοινότητες, τις τουρκικές μειονότητες, τις χώρες όπου υπάρχουν Τούρκοι υπήκοοι και ίχνη του τουρκικού πολιτισμού. Το Ταζ Μαχάλ στην Ινδία, οι γέφυρες πάνω από το ποτάμι Ντρίνα, το τζαμί του Τολούν (Tolun) στην Αίγυπτο είναι όλα μνήματα αυτού του μεγαλείου του παρελθόντος».


Από αυτή την άποψη, ένα σημαντικό τμήμα του εδάφους της Κίνας εμπίπτει στον τουρκικό κόσμο.
Το Σινικό Τείχος που προστάτευε την Κίνα για αιώνες από τις επιθέσεις των νομαδικών τουρκόφωνων λαών, απέχει μόλις 70 χιλιόμετρα από το Πεκίνο....


Η Κίνα αντιμετωπίζεται με βαθιά καχυποψία.
Λόγω του πολιτικού της συστήματος, θεωρείται μια άθεη δικτατορία που καταπιέζει τους μουσουλμάνους.
Ο Necemettin Özfatura στοχαστής με προέλευση από τους εθνικιστικούς κύκλους και τακτικός συνεργάτης της ημερήσιας εφημερίδας «Türkiye» υπογραμμίζει τη θρησκευτική διάσταση της καταστολής στο Πεκίνο: «Η γενοκτονία που διέπραξαν οι Κινέζοι στο Ανατολικό Τουρκεστάν, δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία που διαπράττεται κατά των μουσουλμάνων Τούρκων».
Σε μια τέτοια κοσμοθεώρηση, το Ξίντζιανγκ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κοινότητας των πιστών (Ούμα).
Στεγάζει τον τάφο του Σουφί πρώτου Τούρκου Σουλτάνου Bugra Khan.
Έχει εξισλαμισθεί από αιώνες.


Υπάρχει μια αμετάκλητη κοινή ταυτότητα μεταξύ της Τουρκίας και του Ανατολικού Τουρκεστάν.
«Το Ανατολικό Τουρκεστάν αποτελεί μέρος της ψυχής μας και του εαυτού μας. Για τα 11 χρόνια, 1877 - 1886, το Τουρκεστάν ήταν μια οθωμανική επαρχία» αναφωνεί ο Özfatura.
[Το Τουρκεστάν είχε αναγνωρίσει συμβολικά την εξουσία του Σουλτάνου-Χαλίφη]




Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι από τη στιγμή που η προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης στρέφεται σε ένα έδαφος που κάποτε άνηκε στη Υψηλή Πύλη, η ξαφνικά αφυπνισμένη τουρκική εθνική υπερηφάνεια, δεν μπορεί να δεχτεί ότι η εθνική κυριαρχία ασκείται εκεί μέσω τρίτης χώρας.


Είναι το σύμπλεγμα της ανατρεπόμενης κυριαρχίας.


Οι θεωρητικοί της ισλαμοεθνικιστικής συνθέσης θεωρούν τη Κίνα ως ένα γίγαντα με πήλινα πόδια που κατατρύχεται από εσωτερικές διαφωνίες, έτοιμη να καταρρεύσει από μόνο της με την πρώτη κρίση.


«Η Κίνα, όπως η Σοβιετική Ένωση θα διαλυθεί και το καθεστώς θα καταρρεύσει, θα το δούμε μια μέρα».
Εάν οι χώρες της Κεντρικής Ασίας απελευθερωθούν από τον κομμουνισμό, η ανεξαρτησία του Ανατολικού Τουρκεστάν θα είναι και αυτή αναπόφευκτη.
Οι πηγές της σε πρώτες ύλες (φυσικό αέριο, πετρέλαιο, ουράνιο) εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του σε μεγάλο βαθμό.


Έτσι, η Άγκυρα δεν έχει κανένα συμφέρον να καλοπιάσει το Πεκίνο, ούτε για οικονομικούς λόγους.
Οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών δίνουν το προβάδισμα στο Πεκίνο.
«Η Κίνα εξάγει 80% των προϊόντων της, έναντι του 20% για μας.
Μόλις καταπλεύσει ένα κινεζικό πλοίο σε λιμάνι μας, κλείνει ένα εργοστάσιο».
Σύμφωνα με τους ισλαμοεθνικιστικές, η Τουρκία θα έπρεπε να υιοθετήσει μια πολιτική προστατευτισμού και να επιβάλει κάποιο μποϊκοτάζ.


Αυτές οι προτάσεις υιοθετούνται ευρέως από τη κοινή γνώμη.
Είναι το ευαγγέλιο για μια ολόκληρη γενιά πολιτικών, ιστορικών, επιστημόνων και δημοσιογράφων.
Αποτελούν μια συναίνεση που σπάνια αμφισβητείται και είναι η πηγή των αντανακλαστικών ιδιαίτερα αισθητών σε περιπτώσεις εντάσεων ή κρίσεων.


Οι παρατηρήσεις του Ταγίπ Ερντογάν που αποκάλεσε την κινεζική καταστολή των ταραχών του Ιουλίου του 2009 ως «γενοκτονία» είναι ένα παράδειγμα μεταξύ πολλών.
Ωστόσο, εάν απομακρυνόμαστε από τη συναισθηματική σφαίρα των ενστικτωδών επιδερμικών αντιδράσεων, η επίδραση της τουρκοισλαμικής σχολής είναι περιορισμένη.
Δεν επηρεάζει πραγματικά τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής.


Μπορούμε να κρίνουμε την επιρροή της όσον αφορά τις επιπτώσεις της στην κρίση της Γιουγκοσλαβίας.
Παρά την ισχυρή εκστρατεία στη κοινή γνώμη με θέμα: «Η Βοσνία δεν θα είναι μια νέα Ανδαλουσία», η Άγκυρα εφάρμοσε τη πολιτική της στα βαλκάνια με μεγάλη προσοχή.
Στην καλύτερη περίπτωση, η Τουρκία επέτρεψε την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας.
Η επιφύλαξη της Άγκυρας βρίσκει τη πηγή της στην άρνηση της να επικυρώσει ένα προηγούμενο που θα μπορούσε να υπονομεύσει το απαραβίαστο των συνόρων.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το Κοσσυφοπέδιο.
Οι σκέψεις αυτές αφορούν, φυσικά, το κουρδικό ζήτημα ...

Τα δίκτυα υποστήριξης προς τους Ουιγούρους, που έχουν σχέση με το ισλαμοεθνικιστικό ρεύμα βρίσκονται επίσης σε ορισμένα κόμματα της ριζοσπαστικής δεξιάς:


Στο Κόμμα της Μεγάλης Ένωσης (BBP), ισλαμική διάσπαση του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP).
Στο Ορθόδοξο Ισλαμικό Κόμμα (Saadet Partisi)
Στο Milli Görüs, μια ισλαμική οργάνωση απαγορευμένη στη Τουρκία, αλλά που επιτρέπεται στην Ευρώπη, αρχική μήτρα των περισσότερων ισλαμικών κομμάτων στην Τουρκία.
Στις δημοφιλείς εφημερίδες με μεγάλη κυκλοφορία: Türkiye, Vakit, Milli Gazete,
Στην Αδελφότητα των Nakshibendi



Οι Κεμαλικοί Εθνικιστές


Το εθνικιστικό κίνημα εμφανίστηκε στην Τουρκία στις αρχές του 2000.
Πέρα από την παραδοσιακή αριστερά-δεξιά διαίρεση, ενώνει εθνικιστές διαφόρων πεποιθήσεων, αλλά είναι όλοι προσηλωμένοι στη διατήρηση του κράτους και του έθνους, με τη μορφή που την άφησε ο Μουσταφά Κεμάλ μετά το θάνατό του το 1938.
Ενώνει κεμαλικούς που βρίσκονται κοντά στο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα και εθνικιστικές υποστηρικτές του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης.


Το κίνημα αυτό συνδυάζει την απόρριψη της Δύσης, αφοσίωση στο ρόλο του κράτους, άρνηση της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.


Εχθρικό προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, βλέπει με καχυποψία το κυβερνόν Κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης κατηγορώντας το ότι εξυπηρετεί τις φιλοδοξίες της Ουάσιγκτον και ότι βρίσκεται στη πρώτη γραμμή του σχεδίου ενός μετριοπαθούς Ισλάμ σε αντίθεση με τις ιδρυτικές θεμελιακές αρχές της Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με 'αυτό το κίνημα, η Άγκυρα πρέπει να διακόψει τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, και να προσανατολίσει την εξωτερική πολιτική προς μια ευρασιατική προοπτική.


Η Ρωσία, οι Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας και, σε κάποιο βαθμό η Κίνα προσφέρονται για εναλλακτικές οδούς.
Πλησίον του στρατιωτικού θεσμού, αυτό το κίνημα διαθέτει ισχυρά δίκτυα στις τάξεις των ανώτερων αξιωματικών.


Σε αντίθεση με την τουρκοισλαμική σύνθεση, οι εθνικιστές δεν κάνουν τη θρησκεία ένα μη διαπραγματεύσιμο ζήτημα του προσανατολισμού τους στην εξωτερική πολιτική.
Αντίθετα, συνδεδεμένοι με τις έννοιες της εκκοσμίκευσης, του Κράτους-έθνους, τη μη παρέμβαση στις εξωτερικές υποθέσεις, τείνουν να μην εμπιστεύονται τα θρησκευτικά ή πολιτικά ρεύματα με παγκόσμια εμβέλεια.
Είναι πιστοί σε αυτό στο κεμαλικό σύνθημα «Ειρήνη στον κόσμο, ειρήνη στη χώρα».
Συνεπώς οι σχέσεις με την Κίνα εκλαμβάνονται με την άποψη της ρεαλιστικής πολιτικής (realpolitik).
Οι εθνικιστές επισημάνουν δύο προβλήματα στις τουρκοκινεζικές σχέσεις:
Η Κύπρος
Το PKK
Το Πεκίνο συμφωνεί με τις θέσεις της Λευκωσίας υπερασπίζοντας το απαραβίαστο των συνόρων και της έννοιας της εδαφικής ακεραιότητας.
Υπερασπίζεται μια λύση στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών και της επανένωσης του νησιού υπό την αιγίδα μίας μοναδικής κυβέρνησης επίσημα αναγνωρισμένης από τη διεθνή κοινότητα.
Η Κίνα ουδέποτε υποστήριξε τα αποσχιστικά σχέδια ή συνομοσπονδιακού χαρακτήρα της Άγκυρας στο νησί της Αφροδίτης.

Το Ξίντζιανγκ (Ανατολικό Τουρκεστάν)


Οι Τούρκοι εθνικιστές κατηγορούν τους Κινέζους για την ανάμιξη στα τούρκικα εσωτερικά προβλήματα, ιδιαίτερα για το κουρδικό ζήτημα.


Κατονομάζουν τα βιβλία, τα περιοδικά και τις εφημερίδες που εκδίδονται από κρατικούς οργανισμούς υπέρ των αποσχιστικών σχεδίων.
Επιπλέον, τονίζουν τη ποσότητα των κινεζικών όπλων και του στρατιωτικού εξοπλισμού της κουρδικής πολιτοφυλακής στο Βόρειο Ιράκ.


Ωστόσο, οι εθνικιστές αναγνωρίζουν ότι ορισμένες κινέζικες κριτικές είναι δίκαιες.
«Δεν μπορούμε να καταστείλουμε το PKK στο όνομα της εθνικής ενότητας και, από την άλλη πλευρά, να είμαστε οι εκπρόσωποι μιας αποσχιστικής κίνησης στο Ξίντζιανγκ με το πρόσχημα ότι πρόκειται για τουρκόφωνο πληθυσμό».
Στην ουσία, ο καθένας δεν θα έπρεπε να αναμιγνύεται στις υποθέσεις των άλλων.


Η φιλία μεταξύ της Κίνας και της Τουρκίας πρέπει να αναζητηθεί για τρεις λόγους:


Η Κίνα είναι μια μεγάλη χώρα και είναι μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Το 2030 θα ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σχετικά με το θέμα της Κύπρου και του PKK, η Κίνα μπορεί να επηρεάσει τη διεθνή κοινότητα. Καλύτερα να μη τη προκαλέσουμε.
Η Τουρκία πρέπει να εργαστεί για να αναλάβει μερίδιο της αγοράς στην Κίνα.



Σύμφωνα με τον Δρ Hidayyet Nurani Ekrem, ερευνητή στο TÜRKSAM, εθνικιστή στρατοκράτη δεξαμενή σκέψεων, «η εξωτερική πολιτική μιας χώρας είναι η επέκταση της εσωτερικής πολιτικής της. Ταυτόχρονα, η εξωτερική πολιτική έχει καθήκον να υπηρετήσει το εθνικό συμφέρον».
Συνεπώς, όπως το Κουρδιστάν, το Ξίντζιανγκ αποτελεί εσωτερική υπόθεση της Κίνας.


Το Τουρκεστάν πρέπει να γίνει το σημείο επαφής ανάμεσα στην Τουρκία και την Κίνα. Υπό το πρίσμα αυτό, το στρατηγικό συμφέρον του Τουρκεστάν είναι να αναλάβει το ρόλο μιας γέφυρας μεταξύ των δύο χωρών».
Χωρίς να το ομολογούν πολύ ανοιχτά οι Τούρκοι εθνικιστές αναγνωρίζουν ότι οι Κινέζοι έχουν παραχωρήσει ένα καθεστώς αυτόνομης περιοχής στο Ξίντζιανγκ, με δικαιώματα σε πολιτιστικά, γλωσσικά και εκπαιδευτικά ζητήματα, κάτι που οι ίδιοι δεν θα έδιναν ποτέ στους Κούρδους.
Για αυτούς τους λόγους, δεν υπάρχουν οργανώσεις υποστήριξης των Ουιγούρων στο εθνικιστικό κίνημα.
Η προτεραιότητα παραμένει η προστασία και η διατήρηση του τουρκικού κράτους στα τρέχοντα σύνορα του.


Η Νεοθωμανική σχολή


Η νεοθωμανική σχολή αρχικά προσδιόριζε μια ομάδα ανθρώπων από τα θρησκευτικά και εθνικο-φιλελεύθερα κινήματα περί του Τουργκούτ Οζάλ, πρόεδρου της Δημοκρατίας κατά τα έτη 80-90 και πρόσκειται στη ισλαμοτουρκική σύνθεση. Τον Κεμαλισμό τον αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό.


Η Δημοκρατική Τουρκία μέσω της βιαιότητας που έγιναν οι μεταρρυθμίσεις, αποκόπηκε, κατά τους ίδιους, από το παραδοσιακό περιβάλλον της.
Από τότε, υποφέρει από μια αληθινή πολιτιστική λοβοτομή.
Η Τουρκία είναι η κατεξοχήν χώρα που είναι σε θέση να λάβει τη σκυτάλη από τον μουσουλμανικό κόσμο, όπως ήταν στο παρελθόν η Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Όμως, σε αντίθεση με τους ισλαμόεθνικιστικούς κύκλους, η νεοθωμανική σχολή δεν απορρίπτει το άνοιγμα προς τη Δύση.
Αντιθέτως, θρύπτεται από θαυμασμό για το αγγλοσαξονικό μοντέλο ικανό να συνδυάσει ταυτόχρονα τη πίστη, τη δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς.
Μακριά από το να υποκύψουν στο πειρασμό μιας υποθετικής αυτοκρατορικής αποκατάστασης, οι νεοθωμανοί ευαγγελίζονται τη χρήση της ήπιας δύναμης (soft power).
Όπως και οι μεγάλες δυνάμεις με τα πρώην αποικιακά εδάφη τους, έτσι και η Τουρκία μπορεί νόμιμα να επιζητήσει τη δική της ζώνη επιρροής.
Ο Αχμέτ Νταβούτογλου, ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών και κύριος θεωρητικός του κινήματος αυτού θεωρεί ότι η Τουρκία ανήκει κατά φθίνουσα σειρά σε τρεις μεγάλες οντότητες:
Στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο
Στο τουρκιστικό κόσμο της Κεντρικής Ασίας
Στη Δύση με το Βαλκανικό χώρο



Η Άγκυρα πρέπει να απαλλαγεί από τα αυταρχικά δεσμά της κεμαλικής πολιτικής και να αναδειχθεί παγκόσμιος παίκτης στην παγκόσμια σκακιέρα.


Στο βασικό του έργο, το Strategik Derinlik (Το Στρατηγικό Βάθος), δίνει έμφαση στην έννοια της πολιτισμικής εξουσίας.
Οι Ισλαμικοί πολιτισμοί, ο ινδικός πολιτισμός, οι κομφουκιανικοί πολιτισμοί έχουν το ίδιο δικαίωμα να διεκδικούν τη μοναδικότητά τους όσο και ο δυτικός πολιτισμός.


Σύμφωνα με τον Νταβούτογλου «θα ήταν λάθος να κρίνουμε την κινεζική πολιτική με ανθρωπιστικά κριτήρια και όχι με τον πολιτισμό της.
Η Τουρκία είναι ασιατική από την ιστορία της και το «να παίζει το πολιτιστικό χαρτί μπορεί να της αποφέρει άμεσα οφέλη».
Με τον τρόπο αυτό, «η Τουρκία θα αντισταθμίσει την αριθμητική αδυναμία της με εκείνη της πολιτιστικής ένταξης».


Με αυτή τη διάσταση, πρέπει να θέσουμε τις τουρκοκινεζικές σχέσεις στο περιβάλλον τους.
Ο Νταβούτογλου επιθυμεί να δει την Άγκυρα να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην Κεντρική Ασία, να γίνει ο διαιτητής στη διασταύρωση των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ρωσίας και της Κίνας.
Η Τουρκία, παρατηρεί ο Νταβούτογλου, είναι «το μόνο μέλος του ΝΑΤΟ που διαθέτει στρατηγικό βάθος στην Ασία».
Ωστόσο, το γεγονός ότι ανήκει στο δυτικό στρατόπεδο δεν θα πρέπει να ωθεί την Άγκυρα να εγκαταλείψει τις δικές της συγκεκριμένες γεωστρατηγικές ιδιαιτερότητες.


Αντιθέτως, με την ισχυροποίηση της Τουρκίας, θα μπορέσει να εμβαθύνει το περιθώριο της για την εδραίωση των σχέσεων της με το Πεκίνο χωρίς να κατηγορηθεί αυτομάτως ως σηματωρός της Ουάσιγκτον.


Η Κεντρική Ασία και η ειδική σχέση μεταξύ της Δημοκρατίας της Ανατολίας με τους επιγόνους της των στεπών προσφέρουν στην Άγκυρα τη δυνατότητα να γίνει ένα μεσαίο κέντρο εξουσίας στη «διασταύρωση του τοπικού, του παγκόσμιου και του ηπειρωτικού».


Τέσσερις δυνάμεις επηρεάζουν άμεσα το μέλλον της Κεντρικής Ασίας κατά τον Νταβούτογλου: η Ρωσία, η Τουρκία, η Κίνα και η Ιαπωνία.


Η αντιπαλότητα της Άγκυρας με τη Μόσχα αντισταθμίζεται με την αντιπαράθεση στο άλλο άκρο μεταξύ Πεκίνου και Τόκιο.
«Υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ της Κίνας και της Ρωσίας στην Κεντρική Ασία, καθώς επίσης μεταξύ της Ιαπωνίας και της Ρωσίας για τις Κουρίλες νήσους.
Ως εκ τούτου κάθε εγκάρσια σχέση επηρεάζει το σύνολο της Κεντρικής Ασίας». Συνέπεια αυτού του μπιλιάρδου με πολλές μπάντες, η Άγκυρα πρέπει να προσαρμόζει συνεχώς τις σχέσεις της με την Κίνα, τη Ρωσία και την Ιαπωνία.


Αυτή η ισορροπία δυνάμεων είναι επισφαλής.
Μια ανεξέλεγκτη δημογραφία μπορεί να αλλάξει τα πάντα, εκτιμά ο Νταβούτογλου.
Το Καζακστάν είναι μεγαλύτερο από τη μεγαλύτερη χώρα της ΕΕ, αλλά ο πληθυσμός του είναι μόλις 17 εκατομμύρια.
Σε σύγκριση με το εμβαδόν του, προσθέτει ο Νταβούτογλου, «το Ανατολικό Τουρκεστάν που αντιπροσωπεύει το 25% της κινεζικής επικράτειας είναι αραιοκατοικημένο. Αναλογικά είναι σαν η Αφρική να είχε την πυκνότητα κατοίκησης της Σιβηρίας».


Είναι επομένως προφανές ότι το χάσμα μεταξύ των πυκνοκατοικημένων περιοχών της παραθαλάσσιας Κίνας και των αραιοκατοικημένων της Κεντρικής Ασίας προκαλεί μια ανισορροπία και μελλοντικές κρίσεις, διότι η «Κεντρική Ασία είναι ο χώρος προβολής της κινεζικής έκρηξης του πληθυσμού».
Μακροπρόθεσμα, η Κίνα αυξάνει την πληθυσμιακή και οικονομική επιρροή της στην Ανατολική Ασία και γι’ αυτό χρειάζεται τους ενεργειακούς πόρους σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο από την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή.
Ο Νταβούτογλου σημειώνει ότι με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, είναι πολύ πιο δύσκολο να περιοριστεί η κινεζική διείσδυση στην Κεντρική Ασία.
Αντίθετα, με την χειραφέτηση των τουρκόφωνων δημοκρατιών γεννήθηκε ταυτόχρονα στο Ξίντζιανγκ η επιθυμία για αυτοδιάθεση».


Ο Νταβούτογλου φοβάται την κινεζική εξάπλωση στην Κεντρική Ασία.
Δημογραφικά και οικονομικά η Ρωσία και οι τουρκόφωνες Δημοκρατίες δεν είναι σε θέση να την εμποδίσουν.


Συνεπώς, ο σχηματισμός εμποδίων που θα επιβραδύνουν την πορεία προς τις ενεργειακές πηγές, δεν ήταν απαραίτητα άχρηστος.
Η κρίση στο Ξίντζιανγκ μπορεί να εξοικονομήσει χρόνο.


Επιπλέον, ο Νταβούτογλου, σε αντίθεση με το εθνικιστικό ρεύμα, δεν αμφισβητεί ουσιαστικά τον ατλαντιστικό τροπισμό της Τουρκίας.


Ως εκ τούτου, η Τουρκία μπορεί να αναλάβει την τοπική διακομιστική εργολαβία της πολιτικής των ΗΠΑ στην Κεντρική Ασία, δεδομένου ότι η παρουσία της Ουάσιγκτον στο Αφγανιστάν εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την επιθυμία της να μπλοκάρει τους ενεργειακούς δρόμους της Κασπίας προς το Πεκίνο.


Φιλο-Ουιγουρικά Δίκτυα και εμπλοκή της CIA;

Οι Ουιγούροι μπορούν να υπολογίζουν την διακριτική βοήθεια των κύκλων κοντά στην τουρκική κυβέρνηση και στο κυβερνόν κόμμα, ΑΚΡ.




Η Αδελφότητα «Νουρσί» (του Κούρδου διανοούμενου Σαίντ Νουρσί ) του Φετουλάχ Γκιουλέν, που περιέχει ένα σημαντικό αριθμό στελεχών του ΑΚΡ, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Η Αδελφότητα αυτή έχει εισχωρήσει στο τομέα της εκπαίδευσης των τοπικών ελίτ της Κεντρικής Ασίας εδώ και πολλά χρόνια .


Εκτός από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, οι «Fethullacis» διαθέτουν πολλές εφημερίδες, καθώς επίσης αλυσίδες ραδιοφώνου και τηλεόρασης.
Εξάλλου συνδέονται στενά και με τη CIA.
Η δραστηριότητα της αδελφότητας αντιμετωπίζεται με καχυποψία από τη Μόσχα, και την έχει απαγορεύσει στο έδαφός της.


Οι Marc Grosseman και Morton Abramowitz, πρώην πρέσβεις των ΗΠΑ στην Άγκυρα, εποπτεύουν το έργο της αδελφότητας.
Εργάζονται μαζί με τον Graham Fuller, πρώην αντιπρόεδρο της CIA και κύριο υποστηριχτή του σχεδίου του μετριοπαθούς Ισλάμ.


Ο Fuller είναι και συγγραφέας μιας έκθεσης σχετικά με το Ξίντζιανγκ, το 1998, που αναθεωρήθηκε το 2003 για την Rand Corporation.


Οι Abramowitz και Fuller βοήθησαν τον σχηματισμό «μιας εξόριστης κυβέρνησης του Τουρκεστάν» το Σεπτέμβριο του 2004 στην Ουάσιγκτον.
Ο Ενβέρ Yusuf Turani, επικεφαλής αυτής της σκιώδους κυβέρνησης, είναι στενός συνεργάτης του Γκιουλέν.

του Tancrède JOSSERAN στη «Egalité et Réconciliation»

Serbia, Russia and NATO

Serbia may become one of the largest buyers of Russian arms. This can become possible after Vladimir Putin's recent visit to the country. Belgrade may receive a ten-billion-dollar loan soon. Three billion dollars of the amount will be spent to modernize outdated Soviet arms and purchase state-of-the-art Russian arms.
What exactly do the Serbs want to buy from Russia? No official statement on the matter has been made during Putin's visit. However, both Russian and Serbian experts discuss the subject very actively.

The Blic, a Serbian newspaper, wrote that the security of the country was in danger because of the deplorable situation in the Air Force of the country. Prior to the war of 1999, up to 80 percent of the Serbian Air Force consisted of outdated aircraft, such as MiG-21 fighters. Most of MiG-29 planes were either downed or could not be used because of the shortage of spare parts.

In the beginning of 2010, the Serbian Defense Ministry supposedly sent inquiries to world's leading manufacturers of fourth-generation fighter jets. Pursuant to that information, the Serbs were going to conduct a tender to replace outdated aircraft.

They were presumably interested in American F-16 and F-18 fighter jets, Swedish Gripens, French Rafales and Eurofighters, as well as Russian MiG-29M and Su-30. Apparently, the Russian fighters are the priority from the point of view of price-quality ratio.

0
SharePrint version Font Size Send to friend The Serbian missile defense system was practically destroyed during the war in 1999. Moreover, the results of the war showed that it was impossible to repulse the aggression of such an enemy as NATO with the use of missile complexes developed during the 1960s and the 1970s. Serbia may purchase two divisions of Russia's renowned S-300 systems or an export variant of S-400.

Practically all radar stations in the country were also destroyed during the war. The country was deprived of the opportunity to control its own air space. This gives every reason to believe that Belgrade may purchase Russian radar stations as well.

However, thee billion dollars is not enough to modernize the air force, to rebuild the missile defense system and reequip radar troops. Two divisions of S-300 systems will not improve the situation. What can these two divisions do if the alliance can use hundreds of its fighter jets?

Will NATO let Serbia rearm the army at all? The administration of the alliance previously announced the intention to cut the Serbian armed forces to 21,000 men.

Viktor Litovkin, an observer with Independent Military Survey newspaper said in an interview with Pravda.Ru that NATO would not impede Serbia's initiative to rearm its armed forces with the use of Russian arms. Belgrade wants to join the alliance, but the possession of Russian hardware did not become an obstacle for other countries of Europe in obtaining NATO membership. Take a look at Greece, for example. This country is a member of NATO, but it still buys S-300 systems from Russia," the experts said.

Elena Guskova, an expert for Balkans, does not share the same point of view.

"It is quite doubtful that the EU and the USA would welcome such a deal. They do not conceal their plans to separate Serbia from Russia as much as possible. Many Serbs believe that their problems have not been solved. Many conflict areas remained in Serbia after the collapse of Yugoslavia. There's every reason to believe that NATO will not be able to defend Serbia in case a serious conflict occurs in the north or in the south of the country. It happened so in FYROM in 2001. The alliance simply took the side of the Albanians as it happened two years earlier with Kosovo," the expert said.

Sergei Balmasov

Source : Pravda.Ru