Η κυβέρνηση έχει αναλάβει μια σειρά υποχρεώσεων έναντι των πιστωτών του ελληνικού Δημοσίου και πρέπει να σπάσει ρεκόρ ταχύτητας και αποτελεσματικότητας για να εφαρμόσει το αρκετά προβληματικό στη σύλληψή του Μεσοπρόθεσμο Οικονομικό Πρόγραμμα. Παρατηρώντας τον τρόπο που κινείται η κυβέρνηση Παπανδρέου και τις αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το μεταρρυθμιστικό δυναμικό της ελληνικής πολιτικής τάξης είναι περίπου μηδενικό. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα φτάσουμε, ούτε καν θα πλησιάσουμε, τους στόχους του Μεσοπρόθεσμου Οικονομικού Προγράμματος, με αποτέλεσμα να ανοίξει σε διάστημα μερικών μηνών ένας νέος κύκλος οικονομικής και δημοσιονομικής αποσταθεροποίησης.
Το κακό παράδειγμα
Η αδυναμία προσαρμογής του πολιτικού συστήματος στα νέα δεδομένα αναδεικνύεται και μέσα από την άρνηση του συνόλου σχεδόν των βουλευτών να δεχτούν μεγάλες μειώσεις στις προκλητικά υψηλές αποδοχές και τα επαγγελματικά και ασφαλιστικά προνόμια που έχουν. Η μισή Ελλάδα έχει βγει στις κεντρικές πλατείες φωνάζοντας ρυθμικά «κλέφτες, κλέφτες» και μουντζώνοντας προς την κατεύθυνση του κοινοβουλίου και οι βουλευτές αρνούνται να στείλουν ένα θετικό πολιτικό μήνυμα στην κοινωνία.
Αντί γι’ αυτό, καταφεύγουν σε οικονομικές ταχυδακτυλουργίες με βασικό στόχο τη διατήρηση των προκλητικών κεκτημένων τους. Μειώνουν συμβολικά τους μισθούς τους, αλλά υπερκαλύπτουν το χαμένο εισόδημα με την τυπική συμμετοχή τους, επ’ αμοιβή, σε διάφορες κοινοβουλευτικές επιτροπές. Δηλώνουν ότι θα επιβάλουν έκτακτη φορολογία 5% στις αποδοχές τους, χωρίς να διευκρινίζουν ότι τουλάχιστον τα 2/3 των συνολικών αποδοχών τους είναι αφορολόγητα, και χρησιμοποιούν κάθε μέθοδο πολιτικού αυτοεξευτελισμού θεωρώντας αυτονόητο ότι οι φορολογούμενοι θα καλύπτουν τον τεράστιο λογαριασμό της εξαιρετικά προβληματικής –με βάση τα νομοθετικά αποτελέσματα– λειτουργίας του Κοινοβουλίου.
Μέχρι και ο διαπλεκόμενος Μπερλουσκόνι συμπλήρωσε το δικό του πρόγραμμα λιτότητας με πρόταση για μείωση κατά 30% των βουλευτικών αποδοχών, σε μια προσπάθεια να γεφυρώσει το χάσμα που χωρίζει την εξουσία από την κοινωνία. Το ΚΚΕ έχει καταθέσει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προτάσεις για κατάργηση τόσο της αμοιβής των βουλευτών για συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, όσο και του ειδικού τρόπου συνταξιοδότησής τους. Αυτές οι προτάσεις προσκρούουν σε ένα συντεχνιακό τείχος, που αποτελείται κυρίως από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Η χώρα δεν χρεοκόπησε μόνο με ευθύνη των κυβερνήσεων, αλλά και των βουλευτών, που κάλυψαν νομοθετικά τις διαχειριστικές αθλιότητες που μας οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο. Η στάση των περισσότερων βουλευτών ενισχύει την άποψη ότι το πολιτικό σύστημα παραμένει αμετανόητο.
Έλλειψη διοίκησης
Η έκθεση του γενικού επιθεωρητή δημόσιας διοίκησης κ. Ρακιντζή, με την οποία τεκμηριώνονται η δυσλειτουργία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και η διαφθορά της δημόσιας διοίκησης, οδήγησε, όπως το θέλει η κακή παράδοση, σε μια κομματική αντιπαράθεση που έχει στόχο όχι τη διόρθωση αλλά τη διαιώνιση της απαράδεκτης κατάστασης που έχει δημιουργηθεί.
Το ΠΑΣΟΚ καταγγέλλει τη ΝΔ επειδή κατά την περίοδο 2005-2009 παρατηρήθηκε μεγάλη μείωση στα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου ως ποσοστό επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Από την πλευρά της, η ΝΔ καταγγέλλει την κυβέρνηση Παπανδρέου ότι με την υπερφορολόγηση του εισοδήματος, των κερδών των επιχειρήσεων και της κατανάλωσης «σκοτώνει» τους φόρους, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει η υστέρηση στα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου.
Το γεγονός είναι ότι εδώ και δεκαετίες η Ελλάδα έχει λιγότερα έσοδα από τους άμεσους φόρους κατά 30-50% από τον μέσο όρο της Ευρώπης των «15», ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Στις εφορίες κυριαρχούν παραδοσιακά τα συνδικαλιστικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, τα οποία συναλλάσσονται και με τους εκπροσώπους της «γαλάζιας» παράταξης σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εφοριακοί δίνουν μάχη για να πάνε στον έλεγχο και όχι στην είσπραξη των φόρων. Θέλουν να είναι καλά τοποθετημένοι για τη μεγάλη και φυσικά παράνομη συναλλαγή.
Δεν υπάρχει τίποτα στην πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση Παπανδρέου και στις προτάσεις που κάνει η ΝΔ που να δημιουργεί την ελπίδα ότι μπορεί να λειτουργήσουν αποτελεσματικά οι εφορίες και να σταματήσει ο φαύλος κύκλος ελλειμμάτων και υπερδανεισμού. Η κυβέρνηση προσπαθεί να εξασφαλίσει την συναίνεση των άλλων κομμάτων στην αναζήτηση ενός νέου, αποτελεσματικότερου φορολογικού συστήματος. Η ΝΔ απορρίπτει οποιαδήποτε συνεννόηση, με το σκεπτικό ότι η κυβέρνηση επιβάλλει μία ισοπεδωτική φορολογική πολιτική, και το ΚΚΕ αρνείται το διάλογο προβάλλοντας το διαμετρικά αντίθετο επιχείρημα για φορολογική εξυπηρέτηση μεγάλων συμφερόντων σε βάρος των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων. Δεν είναι δύσκολο λοιπόν να προβλέψουμε ότι ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός και όλες οι σημαντικές δημόσιες υπηρεσίες θα παραμείνουν, με ευθύνη των κομμάτων, στο σημερινό τους χάλι.
Μαγικές συνταγές
Την έλλειψη οποιασδήποτε σοβαρής μεταρρυθμιστικής πολιτικής αναδεικνύει και η δημόσια αντιπαράθεση γύρω από το ενδεχόμενο κατάργησης της μονιμότητας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και, στο βαθμό που το επιτρέπει το Σύνταγμα, στη δημόσια διοίκηση και στην τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου έχει δεχτεί ότι μπορεί να υπάρξουν απολύσεις με τη μέθοδο της μισθωτής εφεδρείας, που δεν θα μπορεί όμως να διαρκέσει πάνω από 12 μήνες. Οι υπεράριθμοι των ΔΕΚΟ και σε ορισμένες περιπτώσεις της δημόσιας διοίκησης θα παίρνουν 70% του βασικού μισθού τους για 12 μήνες χωρίς να απασχολούνται, στην συνέχεια όμως θα χάνουν τη δουλειά τους, με όρους που δεν έχουν διευκρινιστεί. Αυτή η πρώτη προσπάθεια κατάργησης της μονιμότητας αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, γεγονός που κάνει την κυβέρνηση ακόμη πιο διστακτική.
Ενδεικτική του διαχειριστικού αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει το πολιτικό σύστημα είναι η θέση της ΝΔ για το καθεστώς μισθωτής εφεδρείας, η οποία στην ουσία προστατεύει τη μονιμότητα. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προτείνει την εφαρμογή της εργασιακής εφεδρείας ως εξής:
■ Για όσους είναι πάνω από τα 50, μπαίνουν σε εφεδρεία με τον βασικό μισθό ως τη σύνταξη, εκτός κι αν βρουν δουλειά αλλού. (σ.σ.: ποιος θα πάει να βρει δουλειά αλλού όταν έχει εγγυημένη την καταβολή του 70% του μισθού στο σπίτι;).
■ Για όσους είναι 40-50 δύο τριετίες.
■ Για όσους είναι 30-40 μία τριετία.
■ Για τις δύο τελευταίες κατηγορίες, τα όρια εφεδρείας ισχύουν εφόσον στο μεταξύ υπάρχει ανάκαμψη, δημιουργούνται θέσεις εργασίας και μπορούν να τις διεκδικήσουν. Σε αντίθετη περίπτωση, τα όρια εφεδρείας παρατείνονται.
Επειδή είναι βέβαιο ότι χωρίς τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και τον δραστικό περιορισμό των δημοσίων δαπανών αποκλείεται να υπάρξουν πόροι για να χρηματοδοτήσουν παραγωγικές επενδύσεις και την ανάκαμψη, η ΝΔ ουσιαστικά προτείνει τη διατήρηση της μονιμότητας, με το δικαίωμα των δημοσίων υπαλλήλων να μένουν σπίτι τους και να παίρνουν το 70% του βασικού μισθού τους.
Ανάλογης σοβαρότητας είναι οι θέσεις των δύο κομμάτων εξουσίας για τη μαζική συνταξιοδότηση των δημοσίων υπαλλήλων. Την αντιμετωπίζουν σαν μία έξυπνη –από μικροπολιτική άποψη– απάντηση στο μεγάλο μισθολογικό κόστος του Δημοσίου, ενώ είναι φανερό ότι δημιουργεί τεράστια βάρη στο ασφαλιστικό σύστημα και φυσικά στον κρατικό προϋπολογισμό. Ήδη στη Βρετανία αναπτύσσεται δημόσιος διάλογος για το γεγονός ότι ο αριθμός των συνταξιούχων του Δημοσίου ξεπερνά σε πολλούς κλάδους, όπως είναι ο εκπαιδευτικός, τον αριθμό των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων.
Όλα μένουν τα ίδια
Τα μηνύματα είναι απογοητευτικά και σε ότι αφορά στο διαχειριστικό επίπεδο του ευρύτερου δημόσιου τομέα της οικονομίας. Η κυβέρνηση αδυνατεί να περιορίσει τη θηριώδη επιδότηση του ασφαλιστικού ταμείου των εργαζομένων της ΔΕΗ από τον κρατικό προϋπολογισμό. Οι συνδικαλιστές της ΔΕΗ επικαλούνται το νόμο 2773/1999, ο οποίος φέρει την υπογραφή του τότε υπουργού Ανάπτυξης Ευάγγελου Βενιζέλου. Με βάση αυτόν τον αξιοπερίεργο νόμο καταργήθηκε το μοντέλο ασφάλισης στον εργοδότη που ίσχυε στην ΔΕΗ και το Δημόσιο ανέλαβε την υποχρέωση να καλύπτει κάθε χρόνο το άνοιγμα μεταξύ εσόδων (εισφορών) και δαπανών (συντάξεων) του Ταμείου, έναντι της περιουσίας του ασφαλιστικού φορέα. Η επιβάρυνση για τον κρατικό προϋπολογισμό είναι της τάξης των 800-900 εκατομμυρίων ευρώ τον χρόνο, η κυβέρνηση προσπαθεί να την «περιορίσει» στα 600 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, ενώ με αγωγή της η ΓΕΝΟΠ διεκδικεί «χρωστούμενα» της τάξης των 680 εκατομμυρίων ευρώ για την τριετία 2009-2011 και άλλα 300 εκατομμύρια ευρώ σε ετήσια βάση για το μέλλον.
Με τέτοια διαχειριστική απλοχεριά και με τα κόμματα της αντιπολίτευσης να ζητούν ακόμη περισσότερες παροχές για λογαριασμό των εργαζόμενων και των συνταξιούχων της ΔΕΗ, ελάχιστη σημασία έχει για την πορεία των δημόσιων οικονομικών η μετοχοποίηση, ιδιωτικοποίησή της. Ακόμη κι αν πραγματοποιηθεί με τους όρους που περιγράψαμε, θα επιβεβαιωθεί η αρνητική παράδοση των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που οδηγεί σε μετοχοποιήσεις, ιδιωτικοποιήσεις με μεγάλο κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό και το ασφαλιστικό σύστημα.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να περιορίσει κατά 6% τις συντάξεις του χρεοκοπημένου ΝΑΤ, το οποίο επιβαρύνει με άλλο 1 δισ. ευρώ το χρόνο τον κρατικό προϋπολογισμό, οδηγούν σε σκληρές απεργίες στο χώρο της ακτοπλοΐας, με προφανείς συνέπειες για τον ελληνικό τουρισμό. Όσο για την πολυσυζητημένη διαμάχη μεταξύ διοίκησης και συνδικαλιστών στα ΕΛΠΕ, φαίνεται ότι θα λήξει με την υπογραφή νέας σύμβασης διάρκειας 3 ετών με την οποία διατηρούνται σχεδόν όλα τα «κεκτημένα» των εργαζομένων, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τη λογική του Μεσοπρόθεσμου Οικονομικού Προγράμματος και την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που αυτό διαμορφώνει.
Η αδυναμία προσαρμογής του πολιτικού συστήματος στα νέα δεδομένα προβλέπεται να έχει εξαιρετικά υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος στη διάρκεια των επόμενων χρόνων.
Source : citypress.gr
Το κακό παράδειγμα
Η αδυναμία προσαρμογής του πολιτικού συστήματος στα νέα δεδομένα αναδεικνύεται και μέσα από την άρνηση του συνόλου σχεδόν των βουλευτών να δεχτούν μεγάλες μειώσεις στις προκλητικά υψηλές αποδοχές και τα επαγγελματικά και ασφαλιστικά προνόμια που έχουν. Η μισή Ελλάδα έχει βγει στις κεντρικές πλατείες φωνάζοντας ρυθμικά «κλέφτες, κλέφτες» και μουντζώνοντας προς την κατεύθυνση του κοινοβουλίου και οι βουλευτές αρνούνται να στείλουν ένα θετικό πολιτικό μήνυμα στην κοινωνία.
Αντί γι’ αυτό, καταφεύγουν σε οικονομικές ταχυδακτυλουργίες με βασικό στόχο τη διατήρηση των προκλητικών κεκτημένων τους. Μειώνουν συμβολικά τους μισθούς τους, αλλά υπερκαλύπτουν το χαμένο εισόδημα με την τυπική συμμετοχή τους, επ’ αμοιβή, σε διάφορες κοινοβουλευτικές επιτροπές. Δηλώνουν ότι θα επιβάλουν έκτακτη φορολογία 5% στις αποδοχές τους, χωρίς να διευκρινίζουν ότι τουλάχιστον τα 2/3 των συνολικών αποδοχών τους είναι αφορολόγητα, και χρησιμοποιούν κάθε μέθοδο πολιτικού αυτοεξευτελισμού θεωρώντας αυτονόητο ότι οι φορολογούμενοι θα καλύπτουν τον τεράστιο λογαριασμό της εξαιρετικά προβληματικής –με βάση τα νομοθετικά αποτελέσματα– λειτουργίας του Κοινοβουλίου.
Μέχρι και ο διαπλεκόμενος Μπερλουσκόνι συμπλήρωσε το δικό του πρόγραμμα λιτότητας με πρόταση για μείωση κατά 30% των βουλευτικών αποδοχών, σε μια προσπάθεια να γεφυρώσει το χάσμα που χωρίζει την εξουσία από την κοινωνία. Το ΚΚΕ έχει καταθέσει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προτάσεις για κατάργηση τόσο της αμοιβής των βουλευτών για συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, όσο και του ειδικού τρόπου συνταξιοδότησής τους. Αυτές οι προτάσεις προσκρούουν σε ένα συντεχνιακό τείχος, που αποτελείται κυρίως από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Η χώρα δεν χρεοκόπησε μόνο με ευθύνη των κυβερνήσεων, αλλά και των βουλευτών, που κάλυψαν νομοθετικά τις διαχειριστικές αθλιότητες που μας οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο. Η στάση των περισσότερων βουλευτών ενισχύει την άποψη ότι το πολιτικό σύστημα παραμένει αμετανόητο.
Έλλειψη διοίκησης
Η έκθεση του γενικού επιθεωρητή δημόσιας διοίκησης κ. Ρακιντζή, με την οποία τεκμηριώνονται η δυσλειτουργία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και η διαφθορά της δημόσιας διοίκησης, οδήγησε, όπως το θέλει η κακή παράδοση, σε μια κομματική αντιπαράθεση που έχει στόχο όχι τη διόρθωση αλλά τη διαιώνιση της απαράδεκτης κατάστασης που έχει δημιουργηθεί.
Το ΠΑΣΟΚ καταγγέλλει τη ΝΔ επειδή κατά την περίοδο 2005-2009 παρατηρήθηκε μεγάλη μείωση στα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου ως ποσοστό επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Από την πλευρά της, η ΝΔ καταγγέλλει την κυβέρνηση Παπανδρέου ότι με την υπερφορολόγηση του εισοδήματος, των κερδών των επιχειρήσεων και της κατανάλωσης «σκοτώνει» τους φόρους, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει η υστέρηση στα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου.
Το γεγονός είναι ότι εδώ και δεκαετίες η Ελλάδα έχει λιγότερα έσοδα από τους άμεσους φόρους κατά 30-50% από τον μέσο όρο της Ευρώπης των «15», ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Στις εφορίες κυριαρχούν παραδοσιακά τα συνδικαλιστικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, τα οποία συναλλάσσονται και με τους εκπροσώπους της «γαλάζιας» παράταξης σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εφοριακοί δίνουν μάχη για να πάνε στον έλεγχο και όχι στην είσπραξη των φόρων. Θέλουν να είναι καλά τοποθετημένοι για τη μεγάλη και φυσικά παράνομη συναλλαγή.
Δεν υπάρχει τίποτα στην πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση Παπανδρέου και στις προτάσεις που κάνει η ΝΔ που να δημιουργεί την ελπίδα ότι μπορεί να λειτουργήσουν αποτελεσματικά οι εφορίες και να σταματήσει ο φαύλος κύκλος ελλειμμάτων και υπερδανεισμού. Η κυβέρνηση προσπαθεί να εξασφαλίσει την συναίνεση των άλλων κομμάτων στην αναζήτηση ενός νέου, αποτελεσματικότερου φορολογικού συστήματος. Η ΝΔ απορρίπτει οποιαδήποτε συνεννόηση, με το σκεπτικό ότι η κυβέρνηση επιβάλλει μία ισοπεδωτική φορολογική πολιτική, και το ΚΚΕ αρνείται το διάλογο προβάλλοντας το διαμετρικά αντίθετο επιχείρημα για φορολογική εξυπηρέτηση μεγάλων συμφερόντων σε βάρος των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων. Δεν είναι δύσκολο λοιπόν να προβλέψουμε ότι ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός και όλες οι σημαντικές δημόσιες υπηρεσίες θα παραμείνουν, με ευθύνη των κομμάτων, στο σημερινό τους χάλι.
Μαγικές συνταγές
Την έλλειψη οποιασδήποτε σοβαρής μεταρρυθμιστικής πολιτικής αναδεικνύει και η δημόσια αντιπαράθεση γύρω από το ενδεχόμενο κατάργησης της μονιμότητας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και, στο βαθμό που το επιτρέπει το Σύνταγμα, στη δημόσια διοίκηση και στην τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου έχει δεχτεί ότι μπορεί να υπάρξουν απολύσεις με τη μέθοδο της μισθωτής εφεδρείας, που δεν θα μπορεί όμως να διαρκέσει πάνω από 12 μήνες. Οι υπεράριθμοι των ΔΕΚΟ και σε ορισμένες περιπτώσεις της δημόσιας διοίκησης θα παίρνουν 70% του βασικού μισθού τους για 12 μήνες χωρίς να απασχολούνται, στην συνέχεια όμως θα χάνουν τη δουλειά τους, με όρους που δεν έχουν διευκρινιστεί. Αυτή η πρώτη προσπάθεια κατάργησης της μονιμότητας αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, γεγονός που κάνει την κυβέρνηση ακόμη πιο διστακτική.
Ενδεικτική του διαχειριστικού αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει το πολιτικό σύστημα είναι η θέση της ΝΔ για το καθεστώς μισθωτής εφεδρείας, η οποία στην ουσία προστατεύει τη μονιμότητα. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προτείνει την εφαρμογή της εργασιακής εφεδρείας ως εξής:
■ Για όσους είναι πάνω από τα 50, μπαίνουν σε εφεδρεία με τον βασικό μισθό ως τη σύνταξη, εκτός κι αν βρουν δουλειά αλλού. (σ.σ.: ποιος θα πάει να βρει δουλειά αλλού όταν έχει εγγυημένη την καταβολή του 70% του μισθού στο σπίτι;).
■ Για όσους είναι 40-50 δύο τριετίες.
■ Για όσους είναι 30-40 μία τριετία.
■ Για τις δύο τελευταίες κατηγορίες, τα όρια εφεδρείας ισχύουν εφόσον στο μεταξύ υπάρχει ανάκαμψη, δημιουργούνται θέσεις εργασίας και μπορούν να τις διεκδικήσουν. Σε αντίθετη περίπτωση, τα όρια εφεδρείας παρατείνονται.
Επειδή είναι βέβαιο ότι χωρίς τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και τον δραστικό περιορισμό των δημοσίων δαπανών αποκλείεται να υπάρξουν πόροι για να χρηματοδοτήσουν παραγωγικές επενδύσεις και την ανάκαμψη, η ΝΔ ουσιαστικά προτείνει τη διατήρηση της μονιμότητας, με το δικαίωμα των δημοσίων υπαλλήλων να μένουν σπίτι τους και να παίρνουν το 70% του βασικού μισθού τους.
Ανάλογης σοβαρότητας είναι οι θέσεις των δύο κομμάτων εξουσίας για τη μαζική συνταξιοδότηση των δημοσίων υπαλλήλων. Την αντιμετωπίζουν σαν μία έξυπνη –από μικροπολιτική άποψη– απάντηση στο μεγάλο μισθολογικό κόστος του Δημοσίου, ενώ είναι φανερό ότι δημιουργεί τεράστια βάρη στο ασφαλιστικό σύστημα και φυσικά στον κρατικό προϋπολογισμό. Ήδη στη Βρετανία αναπτύσσεται δημόσιος διάλογος για το γεγονός ότι ο αριθμός των συνταξιούχων του Δημοσίου ξεπερνά σε πολλούς κλάδους, όπως είναι ο εκπαιδευτικός, τον αριθμό των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων.
Όλα μένουν τα ίδια
Τα μηνύματα είναι απογοητευτικά και σε ότι αφορά στο διαχειριστικό επίπεδο του ευρύτερου δημόσιου τομέα της οικονομίας. Η κυβέρνηση αδυνατεί να περιορίσει τη θηριώδη επιδότηση του ασφαλιστικού ταμείου των εργαζομένων της ΔΕΗ από τον κρατικό προϋπολογισμό. Οι συνδικαλιστές της ΔΕΗ επικαλούνται το νόμο 2773/1999, ο οποίος φέρει την υπογραφή του τότε υπουργού Ανάπτυξης Ευάγγελου Βενιζέλου. Με βάση αυτόν τον αξιοπερίεργο νόμο καταργήθηκε το μοντέλο ασφάλισης στον εργοδότη που ίσχυε στην ΔΕΗ και το Δημόσιο ανέλαβε την υποχρέωση να καλύπτει κάθε χρόνο το άνοιγμα μεταξύ εσόδων (εισφορών) και δαπανών (συντάξεων) του Ταμείου, έναντι της περιουσίας του ασφαλιστικού φορέα. Η επιβάρυνση για τον κρατικό προϋπολογισμό είναι της τάξης των 800-900 εκατομμυρίων ευρώ τον χρόνο, η κυβέρνηση προσπαθεί να την «περιορίσει» στα 600 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, ενώ με αγωγή της η ΓΕΝΟΠ διεκδικεί «χρωστούμενα» της τάξης των 680 εκατομμυρίων ευρώ για την τριετία 2009-2011 και άλλα 300 εκατομμύρια ευρώ σε ετήσια βάση για το μέλλον.
Με τέτοια διαχειριστική απλοχεριά και με τα κόμματα της αντιπολίτευσης να ζητούν ακόμη περισσότερες παροχές για λογαριασμό των εργαζόμενων και των συνταξιούχων της ΔΕΗ, ελάχιστη σημασία έχει για την πορεία των δημόσιων οικονομικών η μετοχοποίηση, ιδιωτικοποίησή της. Ακόμη κι αν πραγματοποιηθεί με τους όρους που περιγράψαμε, θα επιβεβαιωθεί η αρνητική παράδοση των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που οδηγεί σε μετοχοποιήσεις, ιδιωτικοποιήσεις με μεγάλο κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό και το ασφαλιστικό σύστημα.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να περιορίσει κατά 6% τις συντάξεις του χρεοκοπημένου ΝΑΤ, το οποίο επιβαρύνει με άλλο 1 δισ. ευρώ το χρόνο τον κρατικό προϋπολογισμό, οδηγούν σε σκληρές απεργίες στο χώρο της ακτοπλοΐας, με προφανείς συνέπειες για τον ελληνικό τουρισμό. Όσο για την πολυσυζητημένη διαμάχη μεταξύ διοίκησης και συνδικαλιστών στα ΕΛΠΕ, φαίνεται ότι θα λήξει με την υπογραφή νέας σύμβασης διάρκειας 3 ετών με την οποία διατηρούνται σχεδόν όλα τα «κεκτημένα» των εργαζομένων, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τη λογική του Μεσοπρόθεσμου Οικονομικού Προγράμματος και την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που αυτό διαμορφώνει.
Η αδυναμία προσαρμογής του πολιτικού συστήματος στα νέα δεδομένα προβλέπεται να έχει εξαιρετικά υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος στη διάρκεια των επόμενων χρόνων.
Source : citypress.gr