Της ΝΕΦΕΛΗΣ ΤΖΑΝΕΤΑΚΟΥ
Σαφή προειδοποίηση προς κάθε διεθνή πετρελαϊκή εταιρεία, να μην ανταποκριθεί σε πρόσκληση για τη σύναψη συμφωνιών συνεργασίας με την τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίων ΤΡΑΟ, για την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στα πεδία που βρίσκονται εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, απέστειλε η Κύπρος, μέσω του υπουργείου Εξωτερικών της χώρας.Οπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση του κυπριακού υπουργείου Εξωτερικών, «η ΤΡΑΟ φέρεται να κατέχει άδειες για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων σε έντεκα τμήματα στην ανατολική Μεσόγειο».Ωστόσο, το λεγόμενο «μπλοκ 4321» «πατάει» σε θαλάσσια περιοχή η οποία εμπίπτει στη δικαιοδοσία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στο πλαίσιο αυτό υπογραμμίζεται πως «η Κύπρος διατηρεί όλα τα νόμιμα δικαιώματά της και πως προτίθεται να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντά της έναντι των καταπατητών», διότι η χώρα έχει συνάψει συμφωνίες με τρεις από τους γείτονές της για την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων στην περιοχή, αλλά όχι με την Τουρκία.
Τερματικός σταθμός
Η επενδυτική τράπεζα UBS κατονόμασε την Κύπρο ως την πιο πιθανή τοποθεσία για την κατασκευή με τη συμμετοχή του Ισραήλ τερματικού σταθμού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), στο πλαίσιο της εκμετάλλευσης των προσφάτως ανακαλυφθέντων κοιτασμάτων φυσικού αερίου Λεβιάθαν και Ταμάρ.
Σε ανακοίνωση της UBS τονίζεται πως εφ' όσον οι ποσότητες φυσικού αερίου του κοιτάσματος Ταμάρ επαρκούν για να καλύψουν σε πρώτη φάση τις ανάγκες του Ισραήλ, το φυσικό αέριο του κοιτάσματος Λεβιάθαν θα πρέπει να απευθύνεται στις διεθνείς αγορές.
Δύο τρόποι υπάρχουν για την εξαγωγή του ισραηλινού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, μέσω αγωγού που θα διέρχεται από τουρκικό έδαφος ή με την κατασκευή σταθμού LNG στο Ισραήλ ή στην Κύπρο.
Σύμφωνα με τη UBS, λόγω του κλίματος που επικρατεί στις διμερείς σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ η εκδοχή του αγωγού μάλλον δεν προβλέπεται, ενώ η επιλογή της κατασκευής ενός αγωγού που θα κατέληγε στην Ελλάδα δεν προτιμάται λόγω του πολύ υψηλού κόστους.
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με την κυπριακή εφημερίδα «Φιλελεύθερος», η αμερικανική εταιρεία Noble Energy σε συνεργασία με την ισραηλινή Delek υπέβαλαν επίσημη πρόταση στην κυπριακή κυβέρνηση για την παραλαβή πριν από το 2014 φυσικού αερίου μέσω υποθαλάσσιου αγωγού.
Με την πρόταση αυτή η Κύπρος απαλλάσσεται από την εφαρμογή προσωρινών λύσεων που θα περιελάμβαναν πλωτές μονάδες ή ανοικτά συμβόλαια για υγροποιημένο φυσικό αέριο, ενώ επιβεβαιώνει το σενάριο της μεταφοράς φυσικού αερίου από τα θαλάσσια κοιτάσματα μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ στον Βασιλικό και την κατασκευή μονάδας αποθήκευσης υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Source :enet.gr/
Σάββατο 16 Απριλίου 2011
Εσωτερικό " κούρεμα" ή μοχλός ανάπτυξης ;
Του Βασιλη Mοναστηριωτη*
Καλώς ή κακώς, και ανεξάρτητα από το αν η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης Μαρτίου επικυρωθεί από τα εθνικά κοινοβούλια της Ε. Ε., η Ελλάδα έχει πλέον δεσμευτεί να προχωρήσει σ’ ένα πρωτοφανές πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ύψους 50 δισ. ευρώ. Οι αποφάσεις για μείωση του επιτοκίου δανεισμού και επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου είναι πραγματικά πολύτιμες, μειώνοντας σημαντικά την επιβάρυνση του προϋπολογισμού, όχι μόνο στην επόμενη τριετία (καθυστέρηση αποπληρωμής του δανείου), αλλά και σε προοπτική δεκαετίας (μείωση επιβάρυνσης τοκοχρεολυσίων). Αλλά είναι η δέσμευση για την άντληση 50 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις (σε προοπτική τετραετίας) που θα επιφέρει τα πιο θεαματικά αποτελέσματα. Μια κίνηση που, αν αποδώσει καρπούς, θα μειώσει την επιβάρυνση του προϋπολογισμού από επιτόκια κατά 2 δισ. ευρώ ετησίως περίπου, διευκολύνοντας την ταχύτερη μείωση του ελλείμματος προς τον στόχο του 3% για το 2015.
«Ολα καλά», λοιπόν; Δυστυχώς όχι. Αφενός, είναι πολύ αμφίβολο ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να αντλήσει ένα τέτοιο ποσό. Λίγους μόνο μήνες πριν, τον Οκτώβριο του 2010, η κυβέρνηση έκανε λόγο για ένα «φιλόδοξο» σχέδιο άντλησης 1 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις για το 2011. Αναρωτιέται κανείς: αν το 1 δισ. ευρώ ήταν φιλόδοξο (που μάλλον ήταν, σε σχέση τουλάχιστον με τα 0 δισ. του 2010), τότε τι μπορεί να είναι τα 12,5 δισ. ευρώ κατ’ έτος (μέσος όρος) επί τέσσερα συναπτά έτη στα οποία δεσμεύτηκε τώρα; Αφετέρου, υπάρχει το ερώτημα τι θα πωληθεί για την επίτευξη της άντλησης των 50 δισ. ευρώ. Ακόμη και αν το ελληνικό κράτος πουλήσει το σύνολο των μεριδίων που κατέχει σε παραγωγικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, δεν πρόκειται να εισπράξει παραπάνω από 10-15 δισ. ευρώ (5-6 δισ. ευρώ από τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο). Τα υπόλοιπα θα πρέπει να βρεθούν όχι από ιδιωτικοποιήσεις, αλλά από την αξιοποίηση (με ή χωρίς εισαγωγικά) της δημόσιας περιουσίας: ήτοι, την πώληση δημόσιων κτιρίων και εκτάσεων και την εκχώρηση χρήσης λιμανιών, οδικών αξόνων, σιδηροδρόμων, ορυχείων κ. λπ.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, βρίσκεται σ’ ένα δίλημμα. Από τη μία, η παραχώρηση πλουτοπαραγωγικών πηγών (λιμάνια, ορυχεία) με όρους «fast-track» θα οδηγήσει σχεδόν σίγουρα σε εκποίησή τους κάτω από την πραγματική τους αξία, με αποτέλεσμα την αύξηση του κοινωνικού κόστους (σε όρους περιβαλλοντικούς, εργασιακούς ή απλά οικονομικούς). Από την άλλη, η πώληση ακίνητης περιουσίας ισοδυναμεί με ενθάρρυνση μη παραγωγικών επενδύσεων, που δεν ανεβάζουν την παραγωγικότητα, δεν δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και αντίθετα απορροφούν «ρευστό» από την αγορά. Δεν βοηθούν επομένως προς την κατεύθυνση αύξησης του εθνικού προϊόντος παρά, βασικά, στη μείωση του χρέους.
Και εδώ προκύπτει ένα μεγάλο ζήτημα. Τα 50 δισ. ευρώ των ιδιωτικοποιήσεων, αν και εφόσον προκύψουν, δεν θα «αξιοποιηθούν» για την ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας (ας πούμε, μέσω μείωσης της φορολογίας και αύξησης των δημοσίων επενδύσεων), αλλά για τη μείωση του όγκου του δημόσιου χρέους. Με άλλα λόγια, τα χρήματα αυτά δεν θα μείνουν στην ελληνική οικονομία: θα πάνε στους δανειστές μας (ως αποπληρωμή), οι οποίοι θα μειώσουν έτι περαιτέρω την έκθεσή τους σε ελληνικούς τίτλους και άρα και τον κίνδυνο που διατρέχουν για μια ελληνική μερική στάση πληρωμών (haircut). Ετσι, αν οι αγορές σήμερα υπολογίζουν ότι περί τα 100 δισ. ευρώ από τις επενδύσεις τους σε ελληνικούς τίτλους έχουν ήδη χαθεί (ποσοστό «κουρέματος» 30-35%), με την «αξιοποίηση» των 50 δισ. ευρώ θα μπορέσουν να κεφαλαιοποιήσουν το 50% αυτού του ποσού, ανταλλάσσοντας άυλους τίτλους του ελληνικού Δημοσίου με τίτλους ακίνητης περιουσίας (που θα πωληθεί μαζικά και άρα σε τιμή κάτω της αγοραίας αξίας της). Αυτό ισοδυναμεί με ένα «εσωτερικό κούρεμα». Μόνο που σε αυτήν την περίπτωση θύμα του «μπαρμπέρη» δεν είναι ο δανειστής, αλλά ο χρήστης και δικαιούχος της δημόσιας περιουσίας. Η οποία θα εκποιηθεί με ρυθμούς «fast-track» και με χαμηλό τίμημα. Χωρίς αμφιβολία, υποβαθμίζοντας το περιβάλλον (ορυχεία, λιμάνια) και τις παρεχόμενες υπηρεσίες (τρένα, ενέργεια) και υποσκάπτοντας τις δυνατότητες της χώρας να αξιοποιήσει αυτές τις πηγές σε κάποια άλλη συγκυρία, όπου οι όροι διαπραγμάτευσης της κάθε «αξιοποίησης» θα είναι πιο επωφελείς και ο σχεδιασμός των ιδιωτικοποιήσεων πιο ολοκληρωμένος.
Αυτό δεν είναι ακριβώς «ξεπούλημα». Αλλά είναι ένα μέτρο ανάγκης που δεν λύνει το βασικό οικονομικό πρόβλημα της χώρας, καθώς δεν κινείται στην κατεύθυνση της συστηματικής στήριξης της εθνικής οικονομίας, με αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και τόνωση της ιδιωτικής ζήτησης. Θα μπορούσε η κυβέρνηση να δεσμευτεί ότι μέρος των 50 δισ. ευρώ θα «αξιοποιηθεί» γι’ αυτόν τον σκοπό; Η έλλειψη ενός αναπτυξιακού σχεδίου στον διακανονισμό που επιτεύχθηκε στις 25 Μαρτίου και η έμφαση αποκλειστικά και μόνο σε εισπρακτικά μέτρα και μέτρα τόνωσης της προσφοράς δεν παραπέμπουν σε κάτι τέτοιο. Αν είναι όντως έτσι, τότε η συμφωνία αυτή απλά «επιμηκύνει» την αναμονή του αναπόφευκτου (στάση πληρωμών – συνολική επαναδιαπραγμάτευση του χρέους) και μειώνει το κόστος του για τους δανειστές μας...
* Ο κ. Βασίλης Μοναστηριώτης είναι επίκουρος καθηγητής στην Πολιτική Οικονομία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο της Οικονομικής Σχολής του Λονδίνου (London School of Economics - LSE).
Source : kathimerini
Καλώς ή κακώς, και ανεξάρτητα από το αν η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης Μαρτίου επικυρωθεί από τα εθνικά κοινοβούλια της Ε. Ε., η Ελλάδα έχει πλέον δεσμευτεί να προχωρήσει σ’ ένα πρωτοφανές πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ύψους 50 δισ. ευρώ. Οι αποφάσεις για μείωση του επιτοκίου δανεισμού και επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου είναι πραγματικά πολύτιμες, μειώνοντας σημαντικά την επιβάρυνση του προϋπολογισμού, όχι μόνο στην επόμενη τριετία (καθυστέρηση αποπληρωμής του δανείου), αλλά και σε προοπτική δεκαετίας (μείωση επιβάρυνσης τοκοχρεολυσίων). Αλλά είναι η δέσμευση για την άντληση 50 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις (σε προοπτική τετραετίας) που θα επιφέρει τα πιο θεαματικά αποτελέσματα. Μια κίνηση που, αν αποδώσει καρπούς, θα μειώσει την επιβάρυνση του προϋπολογισμού από επιτόκια κατά 2 δισ. ευρώ ετησίως περίπου, διευκολύνοντας την ταχύτερη μείωση του ελλείμματος προς τον στόχο του 3% για το 2015.
«Ολα καλά», λοιπόν; Δυστυχώς όχι. Αφενός, είναι πολύ αμφίβολο ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να αντλήσει ένα τέτοιο ποσό. Λίγους μόνο μήνες πριν, τον Οκτώβριο του 2010, η κυβέρνηση έκανε λόγο για ένα «φιλόδοξο» σχέδιο άντλησης 1 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις για το 2011. Αναρωτιέται κανείς: αν το 1 δισ. ευρώ ήταν φιλόδοξο (που μάλλον ήταν, σε σχέση τουλάχιστον με τα 0 δισ. του 2010), τότε τι μπορεί να είναι τα 12,5 δισ. ευρώ κατ’ έτος (μέσος όρος) επί τέσσερα συναπτά έτη στα οποία δεσμεύτηκε τώρα; Αφετέρου, υπάρχει το ερώτημα τι θα πωληθεί για την επίτευξη της άντλησης των 50 δισ. ευρώ. Ακόμη και αν το ελληνικό κράτος πουλήσει το σύνολο των μεριδίων που κατέχει σε παραγωγικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, δεν πρόκειται να εισπράξει παραπάνω από 10-15 δισ. ευρώ (5-6 δισ. ευρώ από τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο). Τα υπόλοιπα θα πρέπει να βρεθούν όχι από ιδιωτικοποιήσεις, αλλά από την αξιοποίηση (με ή χωρίς εισαγωγικά) της δημόσιας περιουσίας: ήτοι, την πώληση δημόσιων κτιρίων και εκτάσεων και την εκχώρηση χρήσης λιμανιών, οδικών αξόνων, σιδηροδρόμων, ορυχείων κ. λπ.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, βρίσκεται σ’ ένα δίλημμα. Από τη μία, η παραχώρηση πλουτοπαραγωγικών πηγών (λιμάνια, ορυχεία) με όρους «fast-track» θα οδηγήσει σχεδόν σίγουρα σε εκποίησή τους κάτω από την πραγματική τους αξία, με αποτέλεσμα την αύξηση του κοινωνικού κόστους (σε όρους περιβαλλοντικούς, εργασιακούς ή απλά οικονομικούς). Από την άλλη, η πώληση ακίνητης περιουσίας ισοδυναμεί με ενθάρρυνση μη παραγωγικών επενδύσεων, που δεν ανεβάζουν την παραγωγικότητα, δεν δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και αντίθετα απορροφούν «ρευστό» από την αγορά. Δεν βοηθούν επομένως προς την κατεύθυνση αύξησης του εθνικού προϊόντος παρά, βασικά, στη μείωση του χρέους.
Και εδώ προκύπτει ένα μεγάλο ζήτημα. Τα 50 δισ. ευρώ των ιδιωτικοποιήσεων, αν και εφόσον προκύψουν, δεν θα «αξιοποιηθούν» για την ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας (ας πούμε, μέσω μείωσης της φορολογίας και αύξησης των δημοσίων επενδύσεων), αλλά για τη μείωση του όγκου του δημόσιου χρέους. Με άλλα λόγια, τα χρήματα αυτά δεν θα μείνουν στην ελληνική οικονομία: θα πάνε στους δανειστές μας (ως αποπληρωμή), οι οποίοι θα μειώσουν έτι περαιτέρω την έκθεσή τους σε ελληνικούς τίτλους και άρα και τον κίνδυνο που διατρέχουν για μια ελληνική μερική στάση πληρωμών (haircut). Ετσι, αν οι αγορές σήμερα υπολογίζουν ότι περί τα 100 δισ. ευρώ από τις επενδύσεις τους σε ελληνικούς τίτλους έχουν ήδη χαθεί (ποσοστό «κουρέματος» 30-35%), με την «αξιοποίηση» των 50 δισ. ευρώ θα μπορέσουν να κεφαλαιοποιήσουν το 50% αυτού του ποσού, ανταλλάσσοντας άυλους τίτλους του ελληνικού Δημοσίου με τίτλους ακίνητης περιουσίας (που θα πωληθεί μαζικά και άρα σε τιμή κάτω της αγοραίας αξίας της). Αυτό ισοδυναμεί με ένα «εσωτερικό κούρεμα». Μόνο που σε αυτήν την περίπτωση θύμα του «μπαρμπέρη» δεν είναι ο δανειστής, αλλά ο χρήστης και δικαιούχος της δημόσιας περιουσίας. Η οποία θα εκποιηθεί με ρυθμούς «fast-track» και με χαμηλό τίμημα. Χωρίς αμφιβολία, υποβαθμίζοντας το περιβάλλον (ορυχεία, λιμάνια) και τις παρεχόμενες υπηρεσίες (τρένα, ενέργεια) και υποσκάπτοντας τις δυνατότητες της χώρας να αξιοποιήσει αυτές τις πηγές σε κάποια άλλη συγκυρία, όπου οι όροι διαπραγμάτευσης της κάθε «αξιοποίησης» θα είναι πιο επωφελείς και ο σχεδιασμός των ιδιωτικοποιήσεων πιο ολοκληρωμένος.
Αυτό δεν είναι ακριβώς «ξεπούλημα». Αλλά είναι ένα μέτρο ανάγκης που δεν λύνει το βασικό οικονομικό πρόβλημα της χώρας, καθώς δεν κινείται στην κατεύθυνση της συστηματικής στήριξης της εθνικής οικονομίας, με αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και τόνωση της ιδιωτικής ζήτησης. Θα μπορούσε η κυβέρνηση να δεσμευτεί ότι μέρος των 50 δισ. ευρώ θα «αξιοποιηθεί» γι’ αυτόν τον σκοπό; Η έλλειψη ενός αναπτυξιακού σχεδίου στον διακανονισμό που επιτεύχθηκε στις 25 Μαρτίου και η έμφαση αποκλειστικά και μόνο σε εισπρακτικά μέτρα και μέτρα τόνωσης της προσφοράς δεν παραπέμπουν σε κάτι τέτοιο. Αν είναι όντως έτσι, τότε η συμφωνία αυτή απλά «επιμηκύνει» την αναμονή του αναπόφευκτου (στάση πληρωμών – συνολική επαναδιαπραγμάτευση του χρέους) και μειώνει το κόστος του για τους δανειστές μας...
* Ο κ. Βασίλης Μοναστηριώτης είναι επίκουρος καθηγητής στην Πολιτική Οικονομία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο της Οικονομικής Σχολής του Λονδίνου (London School of Economics - LSE).
Source : kathimerini
Αναρτήθηκε από
Ελληνιστικά κράτη
στις
4/16/2011 10:42:00 π.μ.
0
σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)