Γράφει ο Ηλίας Ηλιόπουλος*
Υπό το φως της μελέτης της Ναυτικής Ιστορίας δύναται να θεωρηθεί απολύτως βάσιμον το συμπέρασμα ενός διαπρεπούς ερευνητού ότι η Ναυτική Ισχύς «τείνει να συνδέεται με την Κρατική Ισχύ, τις αξιόπιστες συνταγές ασφαλείας και την επιδίωξη των εθνικών συμφερόντων» (Michael Pugh). Πράγματι, η άξια και αποτελεσματική εκπροσώπηση ενός έθνους στην διεθνή σκηνή απετέλεσε, διαχρονικώς, μιαν από τις σπουδαιότερες αιτίες αποκτήσεως και συντηρήσεως Πολεμικού Ναυτικού.
Άλλωστε, και μόνη η ύπαρξη ναυτικών δυνάμεων αποτελεί σοβαρό συντελεστή προσθήκης ισχύος σε ένα κράτος. Λίαν ενδεικτικώς παρατίθεται, όπως μετεδόθη από την Σινική «Λαϊκή Ημερησία», η δήλωση του Αρχηγού ενός Ναυτικού, Νησιωτικού και Αρχιπελαγικού Κράτους, της τ. Προέδρου της Ινδονησίας Megawati Sukarnoputri προς τους Κινέζους οικοδεσπότες της, κατά την επίσημη επίσκεψή της στο Πεκίνο, εν έτει 2001: «Μία ισχυρή ναυτική δύναμη αντικατοπτρίζει την αξιοπρέπεια ενός έθνους, άρα (έχοντάς την) μπορούμε να κερδίσουμε τον σεβασμό των άλλων χωρών του κόσμου» (The People’s Daily, φύλλον της 10/9/2001).
Οι ως άνω λόγοι απηχούν το πνεύμα της παρατηρήσεως του David A. Μindell: «Τα πλοία συμβολίζουν, επί χρόνια, τεχνικά επιτεύγματα, εθνική υπερηφάνεια, ναυτική ισχύ και μια σειρά άλλων ανθρωπίνων κατορθωμάτων». Ή, όπως το έθεσε ο πατήρ της «Πολιτικής Γεωγραφίας» (της μετέπειτα αποκληθείσης «Γεωπολιτικής»), ο πολύς Φρειδερίκος Ράτσελ (Friedrich Ratzel): «Αφ’ ότου δεν υφίστανται, πλέον, Μεγάλες Δυνάμεις χωρίς εμπορικά ενδιαφέροντα σε παγκόσμια κλίμακα, δεν δύναται να νοείται πραγματικόν κράτος άνευ ιδίας Ναυτικής Ισχύος.»
Περαιτέρω, εκ της ερεύνης της Ναυτικής Ιστορίας συνάγεται, αναντιλέκτως, ότι πρώτιστος παράγων επιτυχίας των Ναυτικών Δυνάμεων υπήρξε, διαχρονικώς, η ύπαρξη ισχυρού πολεμικού στόλου. Παραδοσιακώς, οι Ναυτικές Δυνάμεις, οι οποίες απεδείχθησαν ικανές να κατισχύσουν στο διακρατικό σύστημα, ήσαν εκείνες «με τα μεγάλα πολεμικά πλοία και τον άρτιο εξοπλισμό, με τις καλύτερες τακτικές και την πιο προηγμένη τεχνολογία και, ίσως προ πάντων, με πρώτης τάξεως Διοικητές, ικανούς να οδηγούν τους στόλους τους με ακαταμάχητη επάρκεια», κατά την περίφημη διαπίστωση του κορυφαίου συγχρόνου ιστορικού της Ναυτικής Ισχύος Geoffrey Till.
Περιττεύει πάσα αναφορά εις το «μέγα της θαλάσσης κράτος» των αρχαίων Αθηνών, εφ’ ου εβασίσθη η Αθηναϊκή Ηγεμονία. Αλλά και κατά τον 19ο αι., η επιβλητική Βρεττανική Κυριαρχία των Θαλασσών εστηρίζετο στην συντριπτική ισχύ του κραταιού Royal Navy, το οποίον υπερείχε παρασάγγες των πολεμικών στόλων των λοιπών Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Την εποχή της Pax Britannica, στον χώρο της Μεσογείου «το σύμβολον και ο δυνητικός εκτελεστής της (Βρεττανικής) πολιτικής ήταν ο Στόλος της Μεσογείου», κατά την εύστοχη παρατήρηση του διαπρεπούς συγχρόνου εκπροσώπου της Ναυτικής Ιστορίας Andrew Lambert.
Όσον αφορά εις τα Ελληνικά πράγματα, είναι γνωστή η περίπτωση των τεσσάρων νέων Αξιωματικών, γόνων ηρώων-ναυμάχων της Ελληνικής Επαναστάσεως (Υποπλοίαρχοι Α. Α. Μιαούλης, Γ. Ζώχιος, Δ. Γ. Σαχτούρης και Ν. Α. Μιαούλης), οι οποίοι συνέταξαν το περίφημον «Υπόμνημα περί του Βασιλικού Ναυτικού», δημοσιευθέν περί τα τέλη του 1844, διά του οποίου απηύθυναν αγωνιώδη έκκληση προς την τότε Ελληνική Κυβέρνηση, όπως προβεί τάχιστα σε συγκρότηση ισχυράς ναυτικής δυνάμεως.
Δεν ήταν, άλλωστε, τυχαίον ούτε ανεξήγητον το γεγονός ότι η έκκληση εκείνη αλλά και η επακολουθήσασα, πολύ αργότερα, προοδευτική ναυπήγηση πολεμικού στόλου συνέπεσαν χρονικώς με την εμφάνιση της Μεγάλης Ιδέας και την σταδιακή κωδικοποίησή της σε πολιτικό πρόγραμμα, κατά το δεύτερον ήμισυ του 19ου αιώνος.
Ομοίως, είναι πολλαπλώς εύγλωττον το γεγονός ότι, π.χ. παρ’ ημίν, κατά τον 19ο αι., οι υπέρμαχοι του «Ναυτικού Προγράμματος», της ναυπηγήσεως ισχυρού πολεμικού στόλου και της αναδείξεως της Ελλάδος σε αξιόλογη Ναυτική Δύναμη ήλθαν σε σφοδρή πολιτικοϊδεολογική σύγκρουση με τους πολιτικούς, οικονομικούς και ιδεολογικούς εκφραστές του ούτω καλουμένου «Βυζαντινο-Οθωμανικού Ιδεώδους» (μετέπειτα: «Ελληνο-Οθωμανικού / Ελληνο-Τουρκικού Ιδεώδους»). Η Ναυτική Ισχύς – και ό,τι αυτή συμβόλιζε, προϋπέθετε και συνεπήγετο – ήταν κυριολεκτικώς «κάρφος εις τα όμματα» των αντιπάλων της Μεγάλης Ιδέας και των θιασωτών του ιδεώδους της «Βυζαντινο-Οθωμανικής» Ανατολής (μετέπειτα «Ελληνο-Τουρκικής Φιλίας»). Είναι χαρακτηριστικόν ότι εκπρόσωποι των τελευταίων εισήγαγαν στην Βουλή των Ελλήνων, στις 15 Δεκεμβρίου 1879, προς ψήφισιν πρόταση νόμου, διά της οποίας ζητούσαν από την Ελληνική Κυβέρνηση, συν τοις άλλοις, να καταργήσει άπαντες τους ψηφισθέντες Στρατιωτικούς και Ναυτικούς Νόμους και να «πωλήσει» το σύνολον του πολεμικού στόλου. Ειρωνεία της Ιστορίας: Τριάντα τρία έτη αργότερα (1912), ο μόνος λόγος, ένεκα του οποίου η Ελλάς εγένετο δεκτή στην Σερβο-Βουλγαρική Συμμαχία ήταν ο Στόλος της, ο οποίος αποτελούσε, κατά την εκτίμηση των Βαλκανίων Συμμάχων, το μοναδικόν διαθέσιμον εργαλείον εξασφαλίσεως (υπέρ αυτών) της Κυριαρχίας της Θαλάσσης (Command of the Sea) στο Αιγαίον έναντι του Οθωμανικού Στόλου – εκτίμησις απολύτως ορθή, ως έμελλε δειχθεί διά των Νικηφόρων Ναυμαχιών Έλλης – Λήμνου.
Εξ άλλου, δεν στερείται ενδιαφέροντος η παρατήρηση ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η δημιουργία εθνικού πολεμικού στόλου υπήρξε συντελεστής εθνικής αυτοσυνειδησίας. Έτσι, όπως γνωρίζομε από ένα θαυμάσιο πόνημα για τον Αμερικανικό Πόλεμο κατά των Βερβερίνων πειρατών, το Πολεμικό Ναυτικό και η θαλάσσια εξόρμηση διεδραμάτισαν καίριο ρόλο στην Αμερικανική αυτοσυνειδησία και, κατά την έξοχη διατύπωση του Joshua E. London, «διαμόρφωσαν ένα έθνος». Ωσαύτως, είναι χαρακτηριστικό ότι η τέταρτη κατά σειράν - μεταξύ των εννέα - λειτουργιών που οφείλει να εκπληρώνει το Πολεμικό Ναυτικό της Χιλής συνίσταται «στο να διασφαλίζει, να ενισχύει και να ανανεώνει την ιστορική και πολιτιστική ταυτότητα» του εν λόγω έθνους. Σε διαφορετικές χώρες και εποχές, ναυτικοί ήρωες απετέλεσαν εμβληματικές μορφές των αντιστοίχων εθνικών αφηγήσεων, από τον Θεμιστοκλή και τον Κίμωνα μέχρι τον Κανάρη, τον Μιαούλη και τον Κουντουριώτη, και από τον Francis Drake της Αγγλίας και τον Οράτιο Νέλσωνα (Horace Nelson) της Μ. Βρεττανίας και τον Γουλιέλμο Κανάρη (Wilhelm Canaris) της Γερμανίας έως τον Ναύαρχο David Farragut και τον Αρχιπλοίαρχο Oliver Perry των ΗΠΑ, τον Αντιπλοίαρχο Arturo Prat της Χιλής ή τον «Ιππότη των Θαλασσών» (el Caballero de los Mares) Miguel Grau του Περού.
Στον καιρό μας, εξ άλλου, παρ’ όλη την προϊούσα οικονομική αλληλεξάρτηση και την διάδοση παντοειδών μορφών διακρατικής συνεργασίας, αλλά και παρά την προσφυγή σε σχήματα Ναυτικής Συνεργασίας και την (θεσμοθετημένη ή ad hoc προκύπτουσα) συμμαχική δράση, οι πολεμικοί στόλοι θα παραμείνουν και στο ορατό μέλλον προσηλωμένοι στην επιδίωξη εθνικών σκοπών, στην εξυπηρέτηση εθνικών συμφερόντων και στην άσκηση εθνικών ρόλων:
- περιφρούρηση Εθνικής Κυριαρχίας και Εθνικής Ασφαλείας,
- διαφύλαξη Συνοχής Εθνικού Χώρου,
- προστασία Ζωτικών Χώρων, Υδατίνων Εμπορευματικών και Γεωστρατηγικών Διαύλων, Ενεργειακών Πηγών και Αρτηριών,
- προστασία ζωής/τιμής/περιουσίας πολιτών του κράτους διαμενόντων στο εξωτερικό,
- Προβολή Ισχύος / Αμυντική (Ναυτική) Διπλωματία,
- Έλεγχος Θαλάσσης κ.ο.κ.
Εν αντιθέσει προς μίαν απατηλή εικόνα, που επιπολαίως θα ηδύνατο να σχηματίσει κανείς παρασυρόμενος από τα τρέχοντα ανιστόρητα εθνομηδενιστικά ιδεολογήματα του συρμού («Παγκοσμιοποίηση», «Παγκόσμιος Διακυβέρνηση», «Τέλος Ιστορίας και Εθνών-Κρατών» και τα τοιαύτα ευτράπελα), η μελέτη του παρόντος, με εμπεριστατωμένη συνεξέταση του παρελθόντος, μας οδηγεί μάλλον στο συμπέρασμα ότι η ιστορική και στρατηγική σημασία της θαλάσσης είναι πολύ πιθανότερον να ενισχυθεί παρά να μειωθεί, ακόμη ολιγώτερον δε να εκλείψει, στο ανθρωπίνως προβλεπτό μέλλον.
Η θάλασσα θα εξακολουθήσει να κατέχει δεσπόζουσα όσο και ζωτική σημασία για το διεθνές οικονομικό σύστημα ως το κατ’ εξοχήν πεδίο και μέσον μεταφοράς αγαθών του πλανήτη. Η αξία των πηγών και πόρων που κρύβει ακόμη στα σπλάγχνα της θα αυξηθεί έτι περαιτέρω, όπως άλλωστε αποδεικνύει και η μόλις ανακύψασα έρις περί τους ενεργειακούς θησαυρούς όχι πλέον του Περσικού Κόλπου ή της Κασπίας Θαλάσσης αλλά του αχανούς Αρκτικού Ωκεανού, η τήξη των πάγων του οποίου προσφέρει νέες - ασύλληπτες έως χθες - ενεργειακές δυνατότητες, ενώ συγχρόνως διανοίγει νέους υδατίνους γεωστρατηγικούς και γεωοικονομικούς / εμπορευματικούς / ενεργειακούς διαύλους μεταξύ ημισφαιρίων και ηπείρων, για πρώτη φορά από εποχής Φερδινάνδου Μαγγελάνου.
Επομένως, ευθέως ανάλογη θα είναι η ενίσχυση της σημασίας και του ρόλου της Ναυτικής Ισχύος. Ναυτικές Δυνάμεις (Μείζονες, Μεσαίες ή Μικρές) θα εξακολουθήσουν να βασίζονται στους εθνικούς πολεμικούς στόλους των, είτε για την εκτέλεση των παραδοσιακών εθνικών ρόλων είτε για την ανάληψη νέων, στο πλαίσιο συμμαχικών/εταιρικών σχημάτων Ναυτικής Συνεργασίας – με επιδιωκόμενο σκοπό, και πάλι, την αύξηση του κεφαλαίου αξιοπιστίας και των ιδίων μετοχών ενός εκάστου εθνοκρατικού Δρώντος στο διεθνές χρηματιστήριον γεωστρατηγικών αξιών.
Αυτονοήτως, κρατικοί δρώντες που θα φανούν επιλήσμονες των προαναφερθέντων, θα υποστούν αμείλικτη την Νέμεσιν της Ιστορίας – άλλωστε, η Ιστορία είναι ένα νεκροταφείο εθνών και κοινωνιών που ελησμόνησαν τα αδήριτα γεωπολιτικά δεδομένα.
*Ο Ηλίας Ηλιόπουλος είναι Ιστορικός – Διδάκτωρ (Dr. phil) του Λουδοβικείου-Μαξιμιλιανείου Πανεπιστημίου του Μονάχου, Απόφοιτος του Ινστιτούτου Αμερικανικής Πολιτικής του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ και του Πανεπιστημίου Μασσαχουσέττης/Amherst, Καθηγητής ΣΕΘΑ, ΣΔΕΠΝ, ΣΠΑ-ΣΔΙΕΠ, επί σειρά ετών, και τ. Καθηγητής της διεθνούς Σχολής Πολέμου Βαλτικής. Συνέγραψε δέκα (10) βιβλία και επιστημονικές μονογραφίες καθώς και πλειάδα επιστημονικών άρθρων και αναλύσεων περί θεμάτων Στρατιωτικής/Ναυτικής Ιστορίας, Στρατηγικής, Γεωπολιτικής και Διπλωματίας. Ιδιαιτέρως θετικής υποδοχής έτυχε από τους γνώστες των ναυτικών πραγμάτων το έργο του «Ιστορία, Γεωγραφία και Στρατηγική της Ναυτικής Ισχύος. Εισαγωγή στις θεμελιώδεις έννοιες» (Αθήναι, εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη, 2010), το οποίον και θεωρήθηκε μοναδικό στην ελληνική βιβλιογραφία.