Η αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο.
Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος
Δημοσιογράφος – Αμυντικός Αναλυτής
Δημοσιεύτηκε στο editorial του περιοδικό «Στρατιωτική Ιστορία»,
τεύχος 161, Ιανουάριος 2010, εκδ. Περισκόπιο, σελ. 4-5.
Μελετώντας τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, είναι πολύ εύκολο να «ανακαλύψουμε» προδοσίες, εθνικές μειοδοσίες και συνωμοσιολογικές θεωρίες και ν’ αποδώσουμε ευθύνες σε πρόσωπα, κράτη και λαούς ότι επιβουλεύθηκαν τον Ελληνισμό, έχοντας ως επίκεντρο και αφετηρία μαζί το πολύχρονο κυπριακό ζήτημα.
Ωστόσο θα ήταν μεγάλο λάθος να επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε τις ήττες μας στην Κύπρο εμφορούμενοι από συναισθήματα κατά κάποιων «προδοτών», ενώ την ίδια στιγμή αγνοούμε βασικές αρχές της γεωπολιτικής και ειδικότερα της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής. Η μεγαλόνησος κατέχει ιδιαίτερης σημασίας γεωπολιτική θέση, από την οποία απορρέουν συγκεκριμένες γεωστρατηγικές ιδιότητες. Αυτές κατά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου δεν μπορούσαν να αποσυνδεθούν από το τότε (και εν πολλοίς ισχύον σήμερα) αγγλοσαξονικό δόγμα άμυνα της Δύσης (παραπομπή στην θεωρία ου Ν. Σπάϊκμαν) έναντι της Σοβιετικής Ένωσης (ή της χερσαίας δύναμης που επιδιώκει να αποκτήσει διέξοδο προς τις θερμές θάλασσες). Η εγγύτητα με την τότε νασερική Αίγυπτο και την τεράστιας στρατηγικής αξίας διώρυγα του Σουέζ και, κυρίως, η δυνατότητα ελέγχου των θαλασσίων συγκοινωνιών από και προς τα κυριότερα κέντρα της ανατολικής. Απαιτούσε μια Κύπρο σταθερά προσανατολισμένη προς τη Δύση. Εάν αυτό δεν ήταν δυνατό, απαιτείτο η Κύπρος να ελέγχεται από μια δύναμη η οποία με τη σειρά της θα ήταν σταθερά φιλοδυτική και θα είχε τη στρατιωτική δυνατότητα να επιβάλει τη σύμπλευση ή εναλλακτικά, την ουδετερότητα της νήσου, όποτε αυτό απαιτείτο, σε περίπτωση κρίσης. Την αποστολή αυτή ήταν προφανές ότι καλούντο να υλοποιήσουν οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα, Βρετανία, Τουρκία), οι οποίες ήταν επίσης μέλη του ΝΑΤΟ.
Τον Δεκέμβριο του 1967, μετά την ήττα της Αιγύπτου κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών (Ιούνιος 1967), που οδήγησε τη χώρα ακόμη πιο σφιχτά στην αγκαλιά των Σοβιετικών, η κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο ήταν πολύ ανησυχητική. Ουάσιγκτον και Λονδίνο, (το κατεξοχήν διαχρονικό «think tank» της όποιας εφαρμοσμένης αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής) είχαν να αντιμετωπίσουν τα εξής προβλήματα:
α) Στην Ελλάδα η νόμιμη κυβέρνηση είχε ανατραπεί από στρατιωτικό πραξικόπημα, 18 χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, με συνέπεια η χώρα να θεωρείτε ασταθής.
β) Η Κύπρος είχε καταστεί προ οκτώ ετών ανεξάρτητο κράτος και ο πρόεδρός της, αρχιεπίσκοπος Μακάριος, είχε δείξει τάσης υπέρ της ένταξης του στο κίνημα των λεγόμενων Αδέσμευτων χωρών, γεγονός που επέτεινε τις ανησυχίες της Δύσης για τις γεωπολιτικές επιλογές του.
γ) Ελλάδα και Κύπρος δεν μπορούσαν, αν και υπήρχαν ισχυρότατες τάσεις στην κοινή γνώμη, να κηρύξουν την πολυπόθητη ένωση, λόγω των συμφωνιών στη Ζυρίχη.
δ) Η Τουρκία είχε καταστεί, με βρετανική ευθύνη, μέρος της κυπριακής «εξίσωσης», ανέτελλε δε ταχύτατα το γεωπολιτικό της άστρο εντός του ΝΑΤΟ και είχε προσπαθήσει, ανεπιτυχώς, το 1964, μετά από αμερικανική παρέμβαση, να εισβάλει στρατιωτικά στη νήσο.
ε) Το Ισραήλ είχε στραφεί αποκλειστικά προς τη Δύση για να μπορέσει να επιβιώσει και η επόμενη στρατιωτική σύγκρουση στη Μέση Ανατολή ήταν θέμα χρόνου.
στ) Το ευρύτερο περιβάλλον που ορίζεται γεωγραφικά από τις περιοχές Αιγαίου, Δωδεκανήσου, Κρήτης, Κύπρου, Μέσης Ανατολής και Σουέζ εμφάνιζε πολλαπλά σημεία αστάθειας σε μια συγκυρία αυξανόμενης εξάρτησης των δυτικών κοινωνιών από το πετρέλαιο και εντεινόμενης γεωπολιτικής αντιπαράθεσης ΗΠΑ –Σοβιετικής Ένωσης με έπαθλο τον έλεγχο των πετρελαϊκών πηγών και των οδών ναυσιπλοϊας και μεταφοράς του μαύρου χρυσού.
Από τα προαναφερθέντα καθίσταται σαφές ότι οι Αγγλοσάξονες προωθούσαν στρατηγικές οι οποίες αφενός θα ενίσχυαν τις γεωστρατηγικές τους επιδιώξεις στην περιοχή και αφετέρου θα προωθούσαν τις χώρες που ήταν σταθερά (θα υποστηρίζαμε παρωπιδικά) προσηλωμένες στα δυτικά συμφέροντα. Όσον αφορά την τριάδα «Ελλάδα, Κύπρος, Τουρκία», οι σχεδιαστές της προαναφερθείσας πολιτικής είχαν διαπιστώσει ότι στην Αθήνα το καθεστώς, ακόμη κι αν σταθεροποιήτο πλήρως, δεν ήταν σε θέση να ασκήσει υψηλή στρατηγική στην ανατολική Μεσόγειο. Κάτι τέτοιο, εξάλλου, δεν ήταν πλέον επιθυμητό από το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον, καθώς οι Έλληνες, ασχέτως πολιτικού ή στρατιωτικού καθεστώτος, με όσα είχαν πράξει πρόσφατα είχαν αποδείξει ότι δεν αποτελούσαν σύμμαχο υψηλής φερεγγυότητας. Μετά το 1922 η Ελλάδα είχε πάψει να συνιστά τον αξιόλογο σύμμαχο ή τη δύναμη που θα μπορούσε να προωθήσει τα αγγλοσαξονικά γεωπολιτικά συμφέροντα. Όμως ήταν αναγκασμένη να συνταχθεί (ακόμη και αντίθετα προς τα βραχυ-μεσοπρόθεσμα συμφέροντά της) με τις ναυτικές δυνάμεις οι οποίες, όπως αποδείχθηκε κατ΄ αυτόν Β’ΠΠ, κρατούσαν τα «κλειδιά»και την υψηλή γεωπολιτική κυριότητα της περιοχής.
Η Τουρκία, αντίθετα με εμάς, ήταν το πολλά υποσχόμενο νέο μέλος της Συμμαχίας που αργά αλλά σταθερά οικοδομούσε την πολιτική του εκμεταλλευόμενο τη διαρκώς αυξανόμενη γεωπολιτική σημασία του. Το 1962, κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Κούβα, φάνηκε πόσο βοήθησε η Τουρκία τις ΗΠΑ να επιλύσουν το πρόβλημα, θυσιάζοντας τους βαλλιστικούς πυραύλους Jupiter που είχαν αναπτυχθεί στο έδαφός της. Ο νέος ρόλος της Άγκυρας αναγνωρίστηκε πρώτα απ’ όλα από τους Αγγλοσάξονες στη Ζυρίχη, οι οποίοι περίμεναν την ισχυροποίησή της αξιολογώντας την πορεία της και επιβραβεύοντας την κατά καιρούς στάση της (βλ. πόλεμος Κορέας).
Η Σοβιετική Ένωση θεωρούσε ότι μπορούσε να προσεταιρισθεί την Άγκυρα επικαλούμενη την υποστήριξη που παρείχε στον Κεμάλ, ώστε να εξασφαλίσει άδεια διέλευσης ειδικευμένων κλάσεων πολεμικών πλοίων στη Μεσόγειο. Συνεπώς, δεν είχε λόγο να εμπλακεί σε ένα κατεξοχήν «οικογενειακό» θέμα της Δύσης, όπως αντιμετώπιζε το κυπριακό, ενώ η προπαγάνδα της είχε πολλά να κερδίσει από την ελληνο-τουρκική αντιπαράθεση (και όχι μόνο).
Συμπερασματικά λοιπόν, καταλήγουμε στο ότι ο αγγλοσαξονικός γεωπολιτικός σχεδιασμός δεν προέβλεπε και δεν θα επέτρεπε τη συνέχιση της παραμονής της ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο, διότι αυτή θα σήμαινε ενίσχυση της ελληνικής γεωπολιτικής παρουσίας, κάτι το οποίο η Αθήνα και η Λευκωσία δυστυχώς δεν μπορούσαν να αντιληφθούν. Έπρεπε μεσο-μακροπρόθεσμα να εξαλειφθεί κάθε δυνατότητα ισχυρής στρατιωτικής παρουσίας των Ελλήνων στην Κύπρο και να προωθηθούν οι Τούρκοι, ο νέος «περιούσιος λαός» της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής. Ο θεμέλιος λίθος γι’ αυτή την απαράδεκτη γεωπολιτική υποχώρηση του Ελληνισμού από τη ζωτική για τα συμφέροντά του περιοχή της ανατολικής Μεσογείου τέθηκε τον Δεκέμβριο του 1967, με την αποχώρηση της Μεραρχίας. Η εν λόγω υποχώρηση συνεχίζεται 43 χρόνια μετά και δυστυχώς φαίνεται ότι θα ολοκληρωθεί μέσω ενός νέου σχεδίου για μια «βιώσιμη» λύση του Κυπριακού…
Η γεωστρατηγική θέση της Κύπρου επέβαλλε διαχρονικά τον έλεγχό της από τις κυρίαρχες δυνάμεις, που πάντοτε επεδίωκαν να την αποσπάσουν από τον Ελληνισμό.