Geopolitical Research Institute(GRI)/Εταιρεία Γεωπολιτικών Ερευνών(ΕΓΕ)

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Ο παραγοντας Γκουλεν

Το πρόσφατο δημοψήφισμα που κέρδισε ο Ερντογάν με αναπάντεχη (για μερικούς) πλειοψηφία μάς αναγκάζει να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε την ιδιότυπη δράση ενός άλλου Τούρκου που, παρ' όλον που ενεργεί στο παρασκήνιο, μπορεί τελικώς να αποδειχθεί ότι έχει μεγαλύτερη επιρροή στην εξέλιξη της σύγχρονης Τουρκίας ακόμη και από τον υπουργό και φίλο του Αχμέτ Νταβούτογλου.
Πρόκειται για τον ιμάμη Φετχουλάχ Γκουλέν που από το 1998 ζει (υπό την προστασία της CIA) στην Πενσυλβανία των ΗΠΑ, υποχρεωθείς να φύγει από τη χώρα του «ως σοβαρός κίνδυνος» για το λαϊκό κεμαλικό καθεστώς
.

Ο Γκουλέν είναι ο ιδρυτής ενός πολιτιστικού κινήματος που προσφέρει στο κόμμα του Ερντογάν μια κοινωνικοπολιτιστική βάση με τη δημιουργία σχολείων, ανωτέρων σχολών και πανεπιστημίων που επιβάλλονται σιγά σιγά με την απροκάλυπτη καθιέρωση πνευματικής αξιοκρατίας. Το αναδυόμενο εκπαιδευτικό σύστημα Γκουλέν διαφέρει έτσι σαφώς από τη σχεδόν απανταχού τάση να «πλαδαρώνουν» οι σπουδές, να θυσιάζεται η αξιοκρατία στο βωμό των «δήθεν» δημοκρατικών απαιτήσεων της εποχής μας.

Το κίνημα όμως πρωτοτυπεί και σ' άλλα σημεία, τα οποία οι διάφοροι εκπαιδευτικοί της χώρας μας θα θεωρούσαν, σε πολλά σημεία, αποδοκιμαστέα. Ετσι, παρατηρούμε ότι:

1 Τα σχολεία αυτά ανταποκρίνονται στις ιδέες και απαιτήσεις της μουσουλμανικής θρησκείας (αφήνοντας ελεύθερη π.χ. τη χρήση της μαντίλας που δεν επιτρέπεται στα επίσημα κρατικά πανεπιστήμια). Ταυτοχρόνως, όμως, αποφεύγουν πλήρως τα απροκάλυπτα θρησκευτικά στοιχεία των «μεντρεσέδων».

2 Αν και η σχέση του κινήματος είναι στενότατη με το κόμμα του Ερντογάν, επισήμως σκοπίμως διαφοροποιούνται στη διατύπωση πολιτικών απόψεων για να δυναμώσουν την εικόνα ότι είναι ανεξάρτητο το ένα από το άλλο. Ετσι, π.χ. στις ΗΠΑ ο Γκουλέν απεδοκίμασε την επιχείρηση του στολίσκου βοηθείας προς τους Παλαιστινίους με το επιχείρημα ότι πρώτα έπρεπε να είχε ζητηθεί η άδεια των Ισραηλινών.

3 Το πρόγραμμα των σχολείων εστιάζεται κυρίως στα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες, παρέχοντας εντατική προετοιμασία για πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Ταυτοχρόνως όμως επιμελώς και εντέχνως διδάσκονται η τουρκική ιστορία και ο πολιτισμός, με σκοπό να εμφυσήσουν υπερηφάνεια στους μαθητές για τα επιτεύγματα του οθωμανικού παρελθόντος.

4 Η άριστη κατάρτιση των νέων υποβοηθείται από σημαντικές οικονομικές ενισχύσεις του είδους που έχουν τόσο βοηθήσει τα αμερικανικά πανεπιστήμια να καταλάβουν την εξέχουσα θέση που απολαμβάνουν εν σχέσει με τα αρχαία αλλά πλειστάκις πτωχευμένα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Η οικονομική αυτή ευρωστία επιτρέπει την πρόσληψη ειδικευμένου προσωπικού και τη δημιουργία καλών εγκαταστάσεων.

5 Με τέτοια ανοικτή επιδίωξη επιστημονικής αξιοκρατίας και αυξανόμενης οικονομικής ενίσχυσης από τον ιδιωτικό παράγοντα που τόσο (αδικαιολόγητα, κατά την γνώμη μου) φοβούμεθα εμείς -θεωρητικώς τουλάχιστον μέχρις προσφάτων- έχει οδηγήσει σε τέτοια πνευματικο-οικονομική επιτυχία το κίνημα που ήδη, σε διάστημα δώδεκα μόλις ετών, έχει ιδρύσει είκοσι δύο νέα πανεπιστήμια μέσα στον τουρκικό χώρο -ιδίως στο νοτιοανατολικό-κεντρικό μέρος της χώρας, απ' όπου κυρίως αντλεί τη δύναμή του το κόμμα του Ερντογάν- αλλά και πλέον των 1.000 νέων σχολείων σε 115 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Αφρικής, της κεντρικής Ασίας, των Βαλκανίων και του Καυκάσου.

Ετσι, μόνο στις ΗΠΑ απαντούν 90 σχολεία, διασκορπισμένα σε είκοσι περίπου πολιτείες, όπου φοιτούν και χριστιανοί νέοι και νέες λόγω των επαγγελματικών προσόντων που τους παρέχει η εκπαίδευση στα σχολεία του ιμάμη!

Τα ανωτέρω, εν συντομία, στοιχεία καθιστούν τον Γκουλέν αντάξιο διάδοχο του Ιγνατίου Λογιόλα, δημιουργού του ιησουιτικού συστήματος παιδείας και μιας από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Καθολικής Αντιμεταρρυθμίσεως, οι οποίες από τα μέσα του 16ου αιώνα προσπάθησαν να σταματήσουν τη θρησκευτική και πολιτική αποδόμηση του Καθολικισμού που προκάλεσε, κυρίως στη βόρεια Ευρώπη, ο Λουθηρανικός Προτεσταντισμός. Για να επιτύχουν αυτόν το σκοπό, τα ιησουιτικά σχολεία, όπως σήμερα τα σχολεία του Γκουλέν, επεδίωξαν να προσελκύσουν επιλεκτικά τα πιο αξιόλογα πρόσωπα της εποχής των, να τους δώσουν άριστη μόρφωση, αλλά και να τους «δέσουν», εμμέσως πλην σαφώς, στα «πιστεύω» τους.

Ταυτοχρόνως και τα δύο κινήματα επιχείρησαν (και επιχειρούν) την τοποθέτηση στις εξέχουσες κρατικές θέσεις -δημοσιοϋπαλληλικές, δικαστικές και στρατιωτικές- των πρώην μαθητών τους με τους οποίους, μάλιστα, και μετά την αποφοίτησή τους, κρατούν επαφή μέσω «μεντόρων». Το πρόσφατο τουρκικό δημοψήφισμα, με τη μεγαλύτερη πρόσβαση που έδωσε στον Ερντογάν στα ανώτερα δικαστικά αξιώματα -στα κατώτερα το κίνημα Γκουλέν ήδη έχει σημαντική αντιπροσώπευση- εδραιώνει ακόμη πιο ισχυρά και το κίνημα Ερντογάν και τη φιλοσοφία του νεο-οθωμανισμού.
Τι σημαίνουν όλα τα ανωτέρω για μας τους Ελληνες;

* Πρώτον, ως ήδη τονίστηκε, το κίνημα σκοπό έχει να δυναμώσει την εθνική συνείδηση και ιδιαιτερότητα. Διαφέρει έτσι από την προσπάθεια που από καιρό γίνεται στην Ελλάδα να αμβλυθούν οι διαφορές μας με τους Τούρκους ως και ο τρόπος που ερμηνεύουμε εμείς την κοινή ιστορία. Η γραμμή αυτή δεν είναι τόσο εμφανής στο τουρκικό εκπαιδευτικό σύστημα που, π.χ., ομιλεί ακόμη για την «κατοχή» των νήσων του Αιγαίου από τους Ελληνες. Αντιθέτως, η τάσις επιστροφής στο «ένδοξο και ανεκτικό» οθωμανικό παρελθόν ενισχύεται από συχνές υπουργικές ομιλίες ως και την προπαγάνδα των γκουλικών σχολείων.

Ουδέποτε μίλησα προσωπικά εναντίον των «μοντερνιστών» του υπουργείου Παιδείας, οι οποίοι πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια να αλλάξουν την ιστορία μας κατά τον τρόπο που πιστεύουν μια και η ελευθερία σκέψης και λόγου είναι για μένα θεμελιώδεις αξίες της σύχρονης δημοκρατίας.

Οταν όμως αυτές οι ιδέες ξεφεύγουν από το πνεύμα των αρχικών συμφωνιών Παπανδρέου-Τζεμ του 2000, που οραματίστηκαν πρώτη φορά σχολικά βιβλία που θα διόρθωναν ιστορικές «ανακρίβειες», αλλά που, αντί διορθώσεων τυχόν λαθών ή υπερβολών, αναδομούν την ελληνική ιστορία, ενώ οι Τούρκοι συνεχίζουν να χρησιμοποιούν «αδιόρθωτα» τα δικά τους σχολικά συγγράμματα, τότε η αρχική «χειρονομία» μεταβάλλεται σε ουσιώδη αλλαγή της εξωτερικής και εσωτερικής μας πολιτικής.

Υπογραμμίζω δε και εσωτερικής πολιτικής, μια και αυτή η απόφαση του τότε υπουργού Εξωτερικών απέκτησε με την πάροδο του χρόνου και άμεσες εσωτερικές προεκτάσεις, αναγνωρίζοντας στους συγγραφείς αυτών των έργων πολύ περισσότερη πολιτική δύναμη από το (σεβαστό) δικαίωμά τους να εκφράσουν την γνώμη τους, όσο ανορθόδοξη και αν είναι αυτή εν σχέσει με την παγίως μέχρι τότε αποδεκτή ιστορική γραμμή.

Πολλοί μπορεί να διαφωνήσουν ακόμη και με την σκοπίμως μετριασμένη διαφοροποίησή μου από αυτή την προσπάθεια. Σ' αυτούς λοιπόν αρκούμαι να υπενθυμίσω τις ευρύτερες συνέπειες αυτής της μεταστροφής όπως τις επεσήμανε καλύτερα από κάθε άλλον ο Νταβούτογλου, στις σελ. 57-58 του βιβλίου του «Το στρατηγικό βάθος» (Αθήνα: «Ποιότητα», 2010).

«Οι κοινωνίες οι οποίες έχουν στέρεες δομές και κατέχουν μια πολύ ισχυρή αίσθηση του ανήκειν και της ταυτότητας, που οφείλεται στην αντίληψη του χρόνου και του χώρου, και μπορούν με αυτή την αίσθηση να κινητοποιήσουν τα ψυχολογικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά και οικονομικά στοιχεία, έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιούν στρατηγικά ανοίγματα ικανά να ανανεώνονται συνεχώς. Αντιθέτως, οι κοινωνίες που ζουν μια κρίση ταυτότητας και τη μετατρέπουν σε μια καταστροφή πολιτισμού περιέρχονται σε ένα στρατηγικό αδιέξοδο παραδομένες στη δίνη των ψυχολογικών, κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών διακυμάνσεων».

* Δεύτερον, αν προσέξει κανείς τις καινοτομίες του κινήματος Γκουλέν βλέπει ότι έχει οικοδομηθεί πάνω σε αρχές που το δήθεν δημοκρατικό, αλλά στην ουσία εξισωτικό «προς τα κάτω», σύστημα της ελληνικής (αλλά και ευρωπαϊκής) παιδείας ουδέποτε θα μπορούσε να υιοθετήσει, εκτός αν ποτέ ίσχυε στην Ελλάδα η «ιδιότυπη» συγκεντρωτική αν όχι «αυταρχική δημοκρατία» της Τουρκίας - μοντέλο που εμένα τουλάχιστον δεν αρέσει!

Ο μόνος άλλος τρόπος αλλαγής του σκηνικού θα ήταν μια συμφωνία μεταξύ τουλάχιστον των μεγαλυτέρων κομμάτων για να στηρίξουν ανενδοίαστα το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στο να επιτύχει ποιότητα και όχι ποσότητα, στο να περιορίσει την εσωτερική καταστροφικότητα που κατά καιρούς επιβάλλουν μικρές ομάδες φοιτητών (ή και «ξένων» στοιχείων) -πολλοί των οποίων, πρέπει να το αναγνωρίσουμε, δικαίως αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι- και, τέλος, στη βελτίωση του τεχνικού εξοπλισμού της παιδείας μας με τη βοήθεια ενέσεων από τον ιδιωτικό τομέα.

Ολα αυτά μπορεί να αποτελούν χίμαιρα τη στιγμή που γράφονται αυτές οι λέξεις αλλά, αν μια μέρα δεν γίνουν πραγματικότητα, η ελληνική παιδία, από πλευράς διεθνούς ανταγωνιστικότητας, θα συνεχίσει να χειροτερεύει κατά γεωμετρική πρόοδο. Οι πρόσφατες δηλώσεις και του πρωθυπουργού και της υπουργού Παιδείας δίδουν ελπίδες επικείμενης αλλαγής, αλλά πρέπει να περιμένουμε να δούμε πώς τελικώς θα αντιδράσουν οι συνήθως αρνούμενοι την ανάγκη εκμοντερνισμού. Ιδωμεν.

* Τρίτο και τελευταίο συμπέρασμα. Στη σύγχρονη Ελλάδα βασικές έννοιες διαστρεβλώνονται ή αποκτούν νέα νοήματα. Ο πατριώτης γίνεται γλαφυρός, ο επιδιώκων την αναγνώριση και προώθηση του άριστου μεταβάλλεται σε αντιδημοκράτη, η αναζήτηση εμπνεύσεων τόσο από ένα μεγάλο παρελθόν όσο και από «αλλού» θεωρείται αφορμή είτε αναχρονισμού ή ξενοφοβίας.

Και όμως, μια καλή ιδέα πρέπει να μελετάται και, καταλλήλως προσαρμοσμένη για να μεταμοσχευθεί επιτυχώς στο ελληνικό έδαφος, πρέπει να αντιγράφεται. Το ότι μπορεί να προέρχεται από «αντίπαλη» χώρα εμένα τουλάχιστον δεν με ενδιαφέρει, διότι ουδέποτε θεώρησα τον πατριωτισμό μου απόλυτη έννοια που μου αποκλείει την πρόσβαση στο καλό, το ωραίο, το τέλειο, από όπου και αν αυτά προέρχονται.

Η διαπίστωση όμως ότι υπάρχουν τόσο καινοτόμες ιδέες στη γείτονα χώρα με στενοχωρεί βαθιά, γιατί τις βλέπω να πηγάζουν από όραμα, ανεξάρτητη και όχι ξενοκίνητη σκέψη, και αυτοπεποίθηση που γεννιέται από τις ιδέες που ο Νταβούτογλου επήνεσε στο κείμενο που παρέθεσα ανωτέρω. Τέτοιες πηγές εμπνεύσεως από καιρού εμείς τις έχουμε εγκαταλείψει για χάρη της αδιατάρακτης ευζωίας της καταναλωτικής κοινωνίας που μερικοί από μας διατηρούν ακόμη και σε στιγμές οικονομικής θύελλας.

Με τέτοιες νοοτροπίες όμως τα κράτη δεν επιζούν για πολύ, γι' αυτό και ειλικρινά ελπίζω ότι οι πρόσφατες ελπιδοφόρες ενδείξεις μεταβολών θα ευοδωθούν με επιτυχία!

* Ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΑΡΚΕΖΙΝΗΣ είναι τακτικό μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας και Αντεπιστέλλον Μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, καθώς και των Ακαδημιών της Ρώμης, του Βελγίου, της Ολλανδίας και των Αθηνών. Είναι ο μόνος Ελληνας στον οποίο απενεμήθη ο τίτλος του Sir «για εξαίρετες υπηρεσίες στις διεθνείς σχέσεις» και φέρει, επίσης, τον τίτλο του Νομικού Συμβούλου επί τιμή της Βασίλισσας της Αγγλίας. Το τελευταίο του βιβλίο «Μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.


Read more: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/10/blog-post_5299.html#ixzz13HQtCpjB

Το "Πρωτόκολλο Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας" και ο Ρόλος του στην Άσκηση της Τουρκικής Εξωτερικής Πολιτικής

Το σύστημα εξουσίας στην Τουρκία, αυτό που ονομάζεται βαθύ κράτος, για να αποφύγει πιθανές «αστοχίες» των χειριστών της πολιτικής, για πρώτη φορά τα μέσα της δεκαετίας του '60, προχώρησε στη σύνταξη του "Πρωτοκόλλου Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας» (Milli Guvenlik Siyaset Belgesi) της Τουρκικής Δημοκρατίας, αυτό που είναι γνωστό στη γειτονική χώρα ως «Ερυθρά Βίβλος» (Kirmizi Kitap).

Το πρωτόκολλο του 1960 παρέμενε αναλλοίωτο επί μια 20ετία, μέχρι που η αλλαγή των γεωπολιτικών, των εσωτερικών πολιτικών συνθηκών και η επιβολή της χούντας του Εβρέν οδήγησε στην πρώτη του αλλαγή. Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και οι γεωπολιτικές αλλαγές που δρομολογήθηκαν οδήγησαν στη σύνταξη του τρίτου πρωτοκόλλου (1992), ενώ οι ταραγμένες συνθήκες που επικρατούσαν στο Αιγαίο οδήγησαν στη σύνταξη του τέταρτου πρωτοκόλλου, το Νοέμβρη του 1997. Το 2005 εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας το πέμπτο (;) πρωτόκολλο, το οποίο επικυρώθηκε με απόλυτη μυστικότητα από το υπουργικό συμβούλιο και τέθηκε σε ισχύ στις αρχές του 2006.

Τι είναι το μυστικό «Πρωτόκολλο Πολιτικής Εθνικής Ασφαλείας»

Η ερυθρά βίβλος είναι ένα επίσημο έγγραφο του τουρκικού κράτους, που καθορίζει ρητά τις βασικές γραμμές της πολιτικής εθνικής ασφάλειας της Τουρκίας και υποχρεώνει την εκάστοτε κυβέρνηση να ακολουθεί πολιτικές που στηρίζονται απαρέγκλιτα στις γραμμές του πρωτοκόλλου.
Συντάσσεται από τη γραμματεία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ), εγκρίνεται και υπογράφεται από τα μέλη του ΣΕΑ και από το υπουργικό συμβούλιο. Στη συνέχεια, υπογράφεται ανάλογα από εκείνα τα όργανα του κράτους και της κυβέρνησης που έχουν αρμοδιότητα υπογραφής διεθνών και διμερών συμβάσεων και συμφωνιών, νόμων, διαταγμάτων και λοιπών διοικητικών αποφάσεων. Όλοι όσοι υπογράφουν το πρωτόκολλο αυτό, δεσμεύονται και δεν έχουν δικαίωμα να πάρουν αποφάσεις ή να υπογράψουν διεθνείς συμβάσεις ή συμφωνίες, νόμους, διατάγματα κλπ, τα οποία να έρχονται σε αντίθεση με όλα όσα αναφέρονται σε αυτό.
Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η συνέχεια στην πολιτική και ιδιαίτερα στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, κυρίως στα κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν την Τουρκική Δημοκρατία.
Δηλαδή, ο ΤΥΠΕΞ, ανεξάρτητα από τις εξωτερικές ή άλλες πιέσεις που ενδεχομένως δεχθεί σε μια διαπραγμάτευση, δεν έχει δικαίωμα να υποχωρήσει και να δεσμεύσει τη χώρα του, έστω και αν πάρει προφορική ή γραπτή εντολή από τον πρωθυπουργό ή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αν αυτή έρχεται σε αντίθεση με όσα αναφέρονται στο ως άνω πρωτόκολλο.

Η Ερυθρά Βίβλος και το εθνικό σχέδιο της Τουρκίας

Το μυστικό Πρωτόκολλο Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας, που χαρακτηρίζεται από τους ίδιους τους Τούρκους και ως «Μυστικό Σύνταγμα» λειτουργεί στην ουσία και σαν Εθνικό Σχέδιο για την Τουρκία, το οποίο είναι υποχρεωμένες να στηρίξουν και να υποστηρίξουν όλες οι δυνάμεις του τόπου.
Έτσι, όταν ο Τούρκος πρωθυπουργός, ο ΥΠΕΞ ή οποιοσδήποτε άλλος εκπροσωπεί την Τουρκία, προσέρχεται σε διμερείς ή πολυμερείς διαπραγματεύσεις, έχει ξεκάθαρους και συνήθως καλοδουλεμένους στόχους, τους οποίους είναι υποχρεωμένος να στηρίξει χωρίς παρεκκλίσεις, ενώ ταυτόχρονα δεν έχει δικαίωμα να διαπραγματευθεί και φυσικά ούτε να υποχωρήσει σε θέματα που περιέχονται στο πρωτόκολλο.
Από την άλλη πλευρά, όσοι έχουν την τύχη ή την ατυχία να διαπραγματεύονται με την Τουρκία, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα και η Κύπρος, βρίσκονται πάντα ή σχεδόν πάντα στη δυσάρεστη θέση να υποχωρούν, αφού η άτεγκτη στάση της Τουρκίας προκαλεί ένταση και κρίση, η οποία έντεχνα αφήνεται να εννοηθεί ότι μπορεί να εξελιχθεί ακόμα και σε ένοπλη σύγκρουση, κάτι που, όπως είναι φυσικό, προσπαθεί να αποφύγει πάση θυσία η άλλη χώρα, αφού συνήθως είναι απροετοίμαστη για μια τέτοια ακραία εξέλιξη. Αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στο χρονικό και την εξέλιξη των Ε-Τ σχέσεων τα τελευταία χρόνια και να κρίνει αν τα όσα αναφέρονται παραπάνω ανταποκρίνονται ή όχι στην πραγματικότητα.

Τί προβλέπει η Ερυθρά Βίβλος για Αιγαίο και Κύπρο

Όσον αφορά το περιεχόμενο των πρωτοκόλλων σε σχέση με τη χώρα μας, αυτό του 1992 δέσμευε και υποχρέωνε την όποια τουρκική κυβέρνηση να κάνει ό,τι ήταν δυνατό, ακόμη και πόλεμο, για να αποτρέψει οποιαδήποτε αλλαγή του STATUS στο Αιγαίο, δηλαδή την επέκταση των Χ.Υ. από πλευράς της χώρας μας από τα 6 στα 12 Ν.Μ.
Με βάση αυτό, οι τουρκικές κυβερνήσεις άσκησαν κάθε μορφής πιέσεις, με αποκορύφωμα τις πιέσεις που ασκήθηκαν στη χώρα μας και μέσω Ουάσιγκτον, το Νοέμβρη το 1994, περίοδο που τέθηκε σε ισχύ η διεθνής συνθήκη για το δίκαιο της θάλασσας. Τότε η Τουρκία πέρασε από το Κοινοβούλιό της και επικύρωσε την απειλή πολέμου κατά της χώρας μας. Οι πιέσεις είχαν ως αποτέλεσμα τη δήλωση από πλευράς της χώρας μας, η οποία έλεγε ότι 'η Ελλάδα διατηρεί το δικαίωμα της επέκτασης, το οποίο όμως θα κάνει χρήσει όταν αυτό κριθεί σκόπιμο και αναγκαίο', δήλωση που στην ουσία ισοδυναμούσε με σαφή υποχώρηση, υπό το κλίμα των συνθηκών της εποχής.
Από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν έκανε χρήση του δικαιώματος της επέκτασης των χωρικών της υδάτων με την ισχύ της διεθνούς συνθήκης για το δίκαιο των θαλασσών (1994), η Τουρκία θεώρησε ότι πέτυχε τον εθνικό αντικειμενικό σκοπό, όπως αυτός είχε καθοριστεί και αναγραφεί στην ερυθρά βίβλο, που ήταν η διατήρηση του STATUS στο Αιγαίο.
Αμέσως μετά την εξέλιξη αυτή, άρχισε να επεξεργάζεται πολιτικές ανατροπής του, όπως φάνηκε για πρώτη κατ΄ ουσίαν φορά στα Ίμια, τον Ιανουάριο του 1996. Οι πολιτικές αυτές επισημοποιήθηκαν και θεσμοθετήθηκαν στην ερυθρά βίβλο ή μυστικό σύνταγμα που εγκρίθηκε το Νοέμβρη του 1997, οπότε η Τουρκία έθεσε τους εξής εθνικούς αντικειμενικούς σκοπούς:
Πρώτον, την ανατροπή του STATUS στο Αιγαίο υπέρ της Τουρκίας με διαπραγματεύσεις και αν αυτές δεν αποδώσουν ακόμα και με τη χρήση βίας και
Δεύτερον, τη διατήρηση του STATUS στην Κύπρο, δηλαδή της κατοχής του 40% της Μεγαλονήσου.

Η πρώτες αλλαγές επί κυβέρνησης Ερντογάν

Οι πρώτες αλλαγές επί κυβερνήσεων Ερντογάν άρχισαν να κυοφορούνται το 2005 και τέθηκαν σε ισχύ το 2006. Το πρώτο ανανεωμένο Πρωτόκολλο Εθνικής Ασφάλειας των κυβερνήσεων Ερντογάν, που απαρτίζεται από τρία βασικά μέρη, έχει ως εξής:
Σο πρώτο μέρος περιέχονται οι 'Βασικές Αρχές' της Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας. Στο μέρος αυτό τονίζεται ότι ο βασικός στόχος του εγχειριδίου είναι η καθορισμός του πλαισίου της πολιτικής εθνικής ασφάλειας της Τουρκίας. Υπό την έννοια αυτή το Πρωτόκολλο έχει ως σκοπό να ορίσει :

  • Την εξασφάλιση της Εθνικής Ασφάλειας της Τουρκικής Δημοκρατίας
  • Τα απαραίτητα βήματα που πρέπει να γίνουν στον τομέα αυτό
  • Τις βασικές αρχές της πολιτικής εθνικής ασφάλειας σε θέματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής.Ως νομιμοποιητικό έρεισμα του Πρωτοκόλλου Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας (ΠΠΕΑ), αναφέρεται το 118ο άρθρο του Συντάγματος της Τουρκίας και ο νόμος 2945, περί Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (ΣΕΑ) και Γενικής Γραμματείας του ΣΕΑ.
Στη συνέχεια, αφού γίνεται μια παρουσίαση των θεμάτων ασφάλειας που αφορούν την Τουρκία, αναφέρεται ότι η περίοδος προσαρμογής της Τουρκίας στα της Ε.Ε. είναι δυνατόν να αυξήσουν τον κίνδυνο σε κάποια από τα προβλήματα εξωτερικής και εσωτερικής ασφάλειας που αντιμετωπίζει η Τουρκία και σε κάποια να τον μειώσουν.

Εσωτερική ασφάλεια: Ενιαία δομή του κράτους και Κοσμικότητα

Στο μέρος που αφορά την εσωτερική-εξωτερική ασφάλεια, αναφέρεται ότι η βασική πολιτική της Τουρκίας στηρίζεται στη ρήση του Κεμάλ «Ειρήνη στην πατρίδα ειρήνη στον κόσμο». Δίπλα σ' αυτό τονίζεται ότι θα πρέπει να επιδιώκεται να μετατραπεί η Τουρκία σε μια χώρα που θα ενσωματώνει τον σύγχρονο πολιτισμό.
Όσον αφορά στην εσωτερική ασφάλεια τονίζονται τα εξής:
  • Θα πρέπει να προστατευθεί η ενότητα της Τουρκίας και να διαφυλαχθούν-διευρυνθούν οι αρχές-στόχοι του δημοκρατικού, κοσμικού κράτους δικαίου.
  • Ο βασικός δρόμος για τη διαφύλαξη της ενότητας της Τουρκίας είναι η επιβίωση του εθνικισμού του Ατατούρκ.
  • Για να συνεχίσει να παραμένει η Τουρκία μια ισχυρή χώρα, παράλληλα με τις παραπάνω αρχές-στόχους, θα πρέπει να έχει ως στόχο την αύξηση της ευημερίας και τη δίκαιη διάχυσή της σε όλα τα τμήματα της κοινωνίας.
  • Τα βασικά στοιχεία που απειλούν την ασφάλεια της Τουρκίας είναι το ριζοσπαστικό Ισλάμ, οι διαμελιστικές κινήσεις και τα ακροαριστερά κινήματα. Η Τουρκία, όσο αγωνίζεται να εξουδετερώσει τα στοιχεία αυτά, δεν θα πρέπει να παραιτηθεί και να παραβιάσει τις πανανθρώπινες αξίες.
  • Οι σχέσεις με τις μαζικές οργανώσεις, που υπηρετούν αξίες ίδιες με αυτές που αποτελούν τις βασικές ιδρυτικές αρχές της Τουρκικής Δημοκρατίας, έχουν μεγάλη σημασία για την Τουρκία.
  • Θα γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες για να αποτραπεί η δημιουργία και απόκτηση κοινωνικών ερεισμάτων από οργανώσεις και ιδεολογίες που αποτελούν βασική απειλή για την ενότητα της Τουρκίας, και για το σκοπό αυτό απαιτείται να γίνουν οι απαραίτητες δράσεις σε επίπεδο κοινωνίας. Στον τομέα αυτό θα πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες ώστε να αποτραπεί η δράση των ιεραποστολικών οργανώσεων στην Τουρκία.
  • Στην Τουρκία δεν είναι δυνατόν να γίνει διδαχή άλλης γλώσσας εκτός από την Τουρκική. Αυτό αποτελεί βασική αρχή.
  • Η ελευθερία του τύπου εξασφαλίστηκε με σχετικό άρθρο στο Σύνταγμα. Αυτή θα πρέπει να διαφυλαχθεί με κάθε τρόπο.
  • Η Συνθήκη της Λοζάννης αποτελεί βασικό έρεισμα σε πολλά θέματα που αφορούν την ύπαρξη της Τουρκίας. Στο θέμα των Μειονοτήτων η Τουρκία θα πρέπει να λάβει υπ' όψιν της τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη Συνθήκη της Λοζάννης και από τη συμφωνία που υπέγραψαν οι κυβερνήσεις της Τουρκίας και της Βουλγαρίας στις 18 Οκτωβρίου 1925.

Ένα κράτος, ένα έθνος, μια σημαία, μια γλώσσα

Όσον αφορά τα άλλα βασικά θέματα που αφορούν την εσωτερική ασφάλεια της Τουρκίας, αναφέρονται τα εξής:
  • Η Τουρκική Δημοκρατία δεν ιδρύθηκε σε εθνική βάση. Οι βασικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η ίδρυσή της είναι ένα κράτος, ένα έθνος, μια σημαία, μια γλώσσα. Η ρήση του Ατατούρκ που λέει ότι «Ο λαός της Τουρκίας που ίδρυσε την Τουρκική Δημοκρατία, καλείται Τουρκικό έθνος» είναι βασική αρχή. Όλοι όσοι είναι υπήκοοι της Τουρκικής Δημοκρατίας, είναι βασικά στοιχεία της χώρας.
  • Η ρήση του Ατατούρκ που λέει ότι «Έθνος είναι ένα πολιτική και κοινωνικό σύνολο που αποτελείται από πολίτες που συνδέονται μεταξύ τους με τη γλώσσα, τον πολιτισμό και την ενότητα της χώρας», συνεχίζει να ισχύει μέχρι σήμερα και είναι μια προσέγγιση που δίνει απαντήσεις στις αναγκαιότητες της εποχής μας. Υπό την έννοια αυτή, οι τοπικές γλώσσες και πολιτισμοί θα πρέπει να προσεγγίζονται στη λογική των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Είναι σημαντικό αυτές οι ελευθερίες να μην χρησιμοποιούνται για κακό σκοπό. Θα πρέπει να εξασφαλιστεί να μη χρησιμοποιούνται τα στοιχεία αυτά από τα μέλη της διαμελιστικής οργάνωσης.
  • Οι δραστηριότητες των ισλαμιστικών οργανώσεων συνεχίζονται σε εξωτερικό και το εσωτερικό. Όσο γίνεται αγώνας για την εξουδετέρωσή τους, θα πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν και να μην πλήττονται οι θρησκευτικές ευαισθησίες του λαού. Υπό την έννοια αυτή, δεν θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα να δρουν εκείνοι που θέλουν να εκμεταλλευτούν τις θρησκευτικές ευαισθησίες του λαού.
  • Είναι απαραίτητο να εφαρμόζονται απαρέγκλιτα οι Νόμοι του Εκσυγχρονισμού στους οποίους γίνεται αναφορά στο Σύνταγμα. Η θρησκευτική εκπαίδευση θα πρέπει να συνεχίσει ένα θέμα που παρέχεται μόνο από το κράτος.
  • Θα πρέπει να παρεμποδιστούν οι ένοπλες δραστηριότητες και οι προσπάθειες που καταβάλλουν οι ακροαριστερές οργανώσεις για τη δημιουργία ταξικής συνείδησης στην κοινωνία. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι οργανώσεις αυτές χρησιμοποιούν κυρίως άτομα από το φοιτητικό χώρο.
Ειδικό ενδιαφέρον στις ευαίσθητες περιοχές

Στο ΠΠΕΑ υπάρχει ειδικό κεφάλαιο στις ευαίσθητες περιοχές της Τουρκίας. Οι περιοχές αυτές αναφέρθηκαν μια προς μια καθώς και οι ενέργειες που θα πρέπει να γίνουν από πλευράς του κράτους.
Στην πρώτη σειρά είναι η περιοχή του νομού Αντιοχείας (Χατάι), όπου αναφέρεται ότι παρά τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας-Συρίας το τελευταίο διάστημα, η Συρία δεν έχει ακυρώσει εντελώς την πολιτική που είχε για τη συγκεκριμένη περιοχή.
Στη συνέχεια ακολουθεί η περιοχή του Πόντου (Karadeniz) και γίνεται αναφορά στις δραστηριότητες για την αναβίωση της Ποντιακής Ιδέας στην περιοχή. Αναφέρεται ότι στην περιοχή αυτή γίνεται μια πολιτική προπαγάνδα που πηγάζει από το εξωτερικό.
Μια από τις αλλαγές είναι η αναφορά που γίνεται στο θέμα της πώλησης γης σε ξένους υπηκόους. Τονίζεται ότι θα πρέπει να παρακολουθείται στενά το ζήτημα απόκτησης ακινήτων και γης από ξένους σε ευαίσθητες περιοχές.
Η Ίμβρος και η Τένεδος είναι ανάμεσα στις ευαίσθητες περιοχές. Τονίζεται ότι θα πρέπει να εφαρμοστούν ειδικές πολιτικές για την ανάπτυξη της οικονομίας των δυο αυτών νησιών.
Υπάρχει επίσης ειδική αναφορά στη δράση της Αρμενίας και των Αρμενίων σε ορισμένους νομούς κυρίως της Ανατολικής Τουρκίας.

Οι σχέσεις Τουρκίας - ΗΠΑ

Στο ΠΠΕΑ τονίζεται ότι η πολυδιάστατη πολιτική στις εξωτερικές σχέσεις της Τουρκίας είναι μια απόλυτη αναγκαιότητα, ενώ υπάρχει ειδική αναφορά στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ. Στο τμήμα αυτό υπογραμμίζονται τα εξής:
  • Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ είναι παραδοσιακές και πολυδιάστατες.
  • Στις σχέσεις Τ-Α υπάρχει η πολιτική και οικονομική διάσταση και η διάσταση της ασφάλειας.
  • Οι σχέσεις αυτές θα πρέπει να επεκταθούν στους τομείς του εμπορίου και της τεχνολογίας.
  • Στις ΗΠΑ δρουν αρκετά λόμπι που κινούνται εναντίον της Τουρκίας. Υπάρχουν και λόμπι που στηρίζουν την Τουρκία. Οι δραστηριότητες των λόμπι έχουν μεγάλη σημασία, με βάση τις ιδιαιτερότητες της χώρας αυτής.
  • Η δημιουργία κοινής γνώμης στις ΗΠΑ που θα αντιμετωπίζει θετικά την Τουρκία είναι σημαντική για πολλούς λόγους.
  • Η σχέση της Τουρκίας με τις ΗΠΑ είναι στρατηγικής σημασίας για τις περιοχές της Κεντρικής Ασίας, των Βαλκανίων, του Νοτίου Καυκάσου και της Μέσης Ανατολής. Η συνεργασία και η αλληλεγγύη στις περιοχές αυτές είναι προς το συμφέρον της Τουρκίας.
  • Οι σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ είναι στρατηγικές, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είναι εναλλακτικές μιας άλλης σχέσης, όπως για παράδειγμα με την Ε.Ε.
  • Θα πρέπει να διατηρήσουμε το ρόλο μας στο ΝΑΤΟ και να αποκτήσουμε θέση στις μεταβαλλόμενες πολιτικές του ΝΑΤΟ.

Κυπριακό
  • Η παρουσία του τουρκικού στρατού στην Κύπρο στηρίζεται στις συμφωνίες Λονδίνου-Ζυρίχης του 1959-1960. Η Τουρκία διατηρεί το δικαίωμα της εγγυήτριας δύναμης στο σύνολο της Κύπρου. Τα τουρκικά στρατεύματα υπάρχουν στην Κύπρο για την ασφάλεια των Τουρκοκυπρίων και η συνέχιση της παρουσίας τους εκεί είναι βασική αρχή.
  • Ο πληθυσμός των Ρωμιών στο νησί είναι μεγάλος. Είναι μεγαλύτερος από αυτόν των Τουρκοκυπρίων. Με βάση τη διάσταση αυτή θα πρέπει να ενισχυθούν ηθικά και πνευματικά οι δεσμοί της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
  • Η ΤΔΒΚ θα πρέπει να διατηρηθεί και να ισχυροποιηθεί μέχρι να εξασφαλιστεί μόνιμη ειρηνική λύση στο νησί.
  • Η θαλάσσια περιοχή γύρω από την Κύπρο είναι ένα ξεχωριστό θέμα. Στην περιοχή αυτή η Τουρκία και η ΤΔΒΚ έχουν νόμιμα δικαιώματα.

Οι σχέσεις με την Ελλάδα
  • Η Τουρκία αποσκοπεί στην ενίσχυση των σχέσεών της με την Ελλάδα σε περιβάλλον ειρήνης.
  • Είναι βέβαιο ότι υφίστανται μια σειρά από προβλήματα μεταξύ των δυο χωρών, όμως η Τουρκία δεν θα πρέπει να δώσει την άδεια/ευκαιρία στην Ελλάδα να μεταφέρει τα προβλήματα αυτά στους θεσμούς της Ε.Ε., με στόχο τα προβλήματα αυτά να πάρουν τη μορφή προβλημάτων Τουρκίας-Ε.Ε.
  • Η Θάλασσα του Αιγαίου είναι πολύ σημαντική για την ασφάλεια και για την οικονομία της Τουρκίας. Υπό την άποψη αυτή, οι απόπειρες και οι κινήσεις της Ελλάδας για αύξηση των χωρικών της υδάτων από τα 6 στα 12 ν.μ. δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να διατηρηθεί η αποτροπή που επιτυγχάνεται δια της απειλής πολέμου, η οποία θα πρέπει να συνεχιστεί και να διαφυλαχτεί.
  • Δεν θα πρέπει να δοθεί στην Ελλάδα η άδεια/δυνατότητα να δημιουργήσει τετελεσμένα στις νησίδες και τις βραχονησίδες του Αιγαίου.
Η πολιτική των 'μηδενικών προβλημάτων' και οι κυοφορούμενες αλλαγές στην Ερυθρά Βίβλο
Η τοποθέτηση του Νταβούτογλου σηματοδότησε μια σειρά από σημαντικές αλλαγές όχι στους στόχους, αλλά στις βασικές αρχές άσκησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Ο νέος υπουργός εξωτερικών, υιοθέτησε την πολιτική των 'μηδενικών προβλημάτων' με τις γειτονικές χώρες, χωρίς όμως να τροποποιήσει και να θίξει, σε ό,τι αφορά την Τουρκία, .τις πραγματικές αιτίες που δημιούργησαν τα προβλήματα με τις γειτονικές χώρες.
Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους η Τουρκία προχώρησε στην κίνηση αυτή είναι δυο.

Ο ένας είναι εσωτερικός και σχετίζεται με το αγώνα που γίνεται ανάμεσα σε πολιτικούς και στρατιωτικούς για τον έλεγχο της εξουσίας. Οι προβληματικές σχέσεις που είχε η Τουρκία με όλες σχεδόν τις γειτονικές χώρες, όπως η Αρμενία, το Ιράν, το Ιράκ, η Συρία, η Κύπρος και η Ελλάδα, ανεδείκνυαν το ρόλο του στρατού, αφού τα προβλήματα ήταν προβλήματα εθνικής ασφάλειας. Με την πολιτική των 'μηδενικών προβλημάτων', ο ρόλος του στρατού αποδυναμώνεται, γεγονός που ευνοεί τους πολιτικούς και συγκεκριμένα τον Ερντογάν και το ΑΚΡ, στη διελκυστίνδα της εξουσίας που έχει με το Στρατό.

Ο δεύτερος λόγος είναι εσω/εξωτερικός και αναφερόμαστε στο Κουρδικό. Μέσα από τη διαδικασία των 'μηδενικών προβλημάτων', η Τουρκία δημιουργεί ένα κλίμα επίπλαστης ηρεμίας στις διμερείς σχέσεις με όλες τις γειτονικές της χώρες, κλίμα που περιορίζει τη δυνατότητα των Κούρδων να εξασφαλίσουν πολιτική και επιχειρησιακή στήριξη ή ανοχή από τις γειτονικές προς την Τουρκία χώρες, στήριξη/ανοχή που είναι ζωτικής σημασίας για τη συνέχιση του αγώνα τους.
Στα πλαίσια της πολιτικής αυτής, η κυβέρνηση Ερντογάν, σε συνεργασία με το Στρατό, προχωρεί στην τροποποίηση του Πρωτοκόλλου Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας, τροποποίηση που αναμένεται να εγκριθεί στην τακτική σύσκεψη του ΣΕΑ τον Αύγουστο, οπότε θα εγκριθούν και οι αλλαγές στην κορυφή της ιεραρχίας των ΤΕΔ.
Αλλαγές σε ό,τι αφορά το Κυπριακό και το Αιγαίο και εννοούμε τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και την 'απειλή πολέμου', δεν αναμένεται να υπάρξουν.

Για λόγους εντυπώσεων όμως, στο τμήμα Εξωτερικές Απειλές, το Ιράν και η Ελλάδα δεν θα χαρακτηρίζονται πλέον ως κύριες απειλές για την Τουρκία, εξέλιξη που αποτελεί προσαρμογή στην πολιτική 'μηδενικών προβλημάτων' που υιοθέτησε η κυβέρνηση Ερντογάν από τότε που ανέλαβε τα ηνία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ο Νταβούτογλου. Εν αναμονή των αλλαγών στην κορυφή των ΤΕΔ και της συνόδου του ΣΕΑ, τον Αύγουστο του ...σωτηρίου έτους 2010.

*To άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ και ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ", τεύχος Αυγούστου 2010

Partnership or Confrontation between NATO and Russia?

At the end of November in Lisbon, NATO will adopt a new strategic concept, which should provide a general framework for the activities of the military-political organization over the next ten years. One of the key elements of the new strategic concept will be the formulation of an approach toward non-NATO states (Russia is one example in this context).This approach is important for NATO members because to meet the challenge of new global threats most security specialists prescribe to increase cooperation between Brussels and non-member states. In this context, for example, the report released by the so-called group of wise men on May 17, headed by former US Secretary of State Madeleine Albright, recommends the establishment of relations with Russia on a better footing as it is a vital partner for the Alliance in the 21st century.
 
Anders Fogh Rasmussen, in one of his first official statements after he became the 12th NATO Secretary General on August 1, 2009, confirmed the importance of Russia when he said that Moscow is the largest Alliance partner. However, Rasmussen did not fail to add that Russia also remains one of the most difficult partners for NATO. A recent episode in NATO-Russia relations once more vindicated Rasmussen’s pronouncement. About a year ago, Russia and NATO agreed to consult each other regarding the drafting of the new Russian military doctrine and NATO’s updated strategic doctrine. Moscow, however, quite surprisingly, accelerated the publication of its own document, which caused considerable turmoil within the Alliance. The Russian document quite clearly describes the eastward expansion of NATO and especially NATO’s activities in the post-Soviet space as one of the most critical threats to Russia’s security. Russia’s Foreign Minister Sergey V. Lavrov has over and over expressed the Kremlin’s concerns over NATO’s expansion which, according to Russian authorities, is aimed at building up NATO’s military potential in Eastern Europe and the South Caucasus in order to get a bit closer to Russian borders. Moscow is convinced that the geographical expansion of NATO cannot be justified by security concerns. 
 
It is expected that in the spirit of the current warming of relations between Russia and the West, especially the United States and its “reset” agenda, NATO’s policy document will be prepared in such a ways as to not undercut the spirit of a new partnership with Moscow. Currently the idea that Russia may have a major impact on the success of the Alliance’s operations outside the members’ territory – particularly in Afghanistan – is prevalent in the United States and among other key NATO members. Nonetheless, there remain many unanswered questions with respect to the partnership and they must be addressed. If, on the one hand, there is little doubt that many intersections of strategic interests exist between NATO and Russia, on the other hand, Moscow remains suspicious and wary of NATO, which it holds to be a relic of the Cold War and, more importantly, perceives it as an anti-Russian security and political organization.
 
Russian officials also continue to look at NATO with a considerable dose of defiance, particularly in relation to escapades outside the Alliance territory, as they did during the Kosovo conflict in 1999. Since the very beginning of the NATO-Russia partnership, Moscow has been opposed to extra-territorial operations of the Alliance and has required that any such interventions should be subject to a clear mandate from the UN Security Council, where Russia can use its veto power. It is clear that in Lisbon the issue of the possible NATO role beyond its geographical borders may become another bone of contention between NATO and Russia. The new strategic concept will certainly have to confront this controversial issue. 
 
The application of Article Five of the collective security organization, which calls on member states to assist another member under attack, is also another worrying aspect of the new strategic concept. The Head of the Commission Madeleine Albright as well as some influential leaders of the Alliance talk about the need to consolidate the mutual guarantees under Article Five of the Treaty. There are various proposals, mainly from Eastern European members, to improve defense planning and conduct military drills over a larger territory. Although there is no external threat to the Alliance clearly named in these proposals, no one has any doubt about who is the target, for the states calling for a renaissance of Article Five are geographically close to Russia. The question is whether Russia would put up with a tougher Article Five as demanded by some members of NATO. The risk is that it could strengthen the hardliner’s position in the Kremlin and boost the number of opponents of cooperation with NATO. Moreover, if the new strategic concept calls for softer qualifications for the entry of Georgia and Ukraine into NATO, then one can expect more tense future relations with Russia.
 
These uncertainties are reflected in Russia’s rather low level of cooperation with NATO. One of the most acute issues for NATO officials is the military and political stabilization of Afghanistan. Russia, due to its geographical location, offers a potentially attractive land and air corridor for material supply to allied troops on the ground. The use of the Russian territory would allow NATO to rely much less on the turbulent routes of northern Pakistan. Although the Russians have reluctantly offered this option to the Alliance, the latter has failed to take full advantage of the northern corridor. Moscow’s deeper cooperation in Afghanistan is also compounded by its diplomacy which seeks to limit the presence of NATO troops in Central Asia. This openly contradicts Moscow’s avowed willingness to help stabilize Afghanistan.
 
There are many other ways to enhance a mutually beneficial cooperation between NATO and Russia: intensify the fight against terrorism, strengthen interoperability between NATO forces and Russia’s, and identify common security threats. An opportunity for cooperation also exists in the construction of a joint missile defense shield with Russia to cover Europe and to protect from a possible terror attack. The Kremlin has repeatedly voiced its opposition to missile installations in Eastern Europe, arguing that they could be used as offensive weapons. Nevertheless, Rasmussen still persistently tries to bring NATO and Russia together to discuss the proposal. 
 
As in the case of Afghanistan, a serious challenge for NATO remains Moscow’s ambivalence in its long-term policy towards NATO. Despite the existence of a consensus on some key global security issues, Moscow and Brussels have sharply divergent views on their long-term vested interests. For instance, the fight against the proliferation of weapons of mass destruction, which Albright and her team of experts have put at the top of their list of potential threats to NATO, runs the risk of being partly opposed by Russia which is participating in different ways in the Iran’s sensitive nuclear program. Even though Russian President Dmitry Medvedev signed in September a decree banning the supply of arms like missile systems and military aircraft to Iran – although that does not mean a complete halt of military and technical cooperation –, he and the Russian political class work towards the strengthening of Russia’s influence in the Persian Gulf and the Middle East more generally.
 
On September 22, the NATO-Russia Council met in New York at the level of Foreign Ministers as a prelude to the NATO-Russia summit in November in Lisbon with an expected participation of both Barack Obama and Medvedev. Rasmussen said afterward that the meeting had been “very positive and reflected the considerable progress we (Russia and NATO] have achieved in our relations over the past 12-14 months.” He mentioned the numerous important areas of cooperation, including Afghanistan, the joint struggle against terrorism and piracy in Africa, drug production and smuggling. “Russia’s future lies in the cooperation with the EU and NATO. It makes sense both from an economic perspective and from a security perspective.”
 
The West’s recent embrace of Russia, which neither Rasmussen nor Obama or Secretary of State Hillary Clinton talk openly about but which is in everybody’s mind, has to do with the Russia’s internal political developments. Almost nobody in the West wants to give ammunition to the strong Prime Minister Vladimir Putin and the political vision he stands for on the eve of a prsidential election in Russia. The return of Putin to the Presidential seat in 2012 would mean to go back to harsh confrontation, nationalism, repression of dissent and democratic institutions. Medvedev, on the other hand, is emerging as a leader who is going to reform Russia, to modernize the economy, the judicial and electoral systems, the Russian civil society, the army, and who obviously wants a close cooperation with the West. He desperately needs support from the West if he is to have a chance to win the presidency and thus determine Russia’s long-term policy. Cooperation would likely win over confrontation with Medvedev as Russia’s president. 

Richard Rousseau, Ph.D. is Associate Professor of International Relations at the University of Georgia

Cyber Warfare: US Military Hackers and Internet Spies

After October 1 thousands of US military hackers and spies will get down to their cyber war activities.  

The declarations for taking cyber defense measures can be heard more and more often in the US. US analysts state that information and communication networks, on which the national infrastructure depends on, are becoming vulnerable for cyber criminals.

Cyberspace defense issue is urgent not only for the US. “The statistics revealed that cybercriminals have upped the ante and are becoming more sophisticated and creative, distributing more aggressive forms of malware” -Defence IQ website states.

“Our statistics show that Trojans and rogueware ('fake' antivirus programs) amounted to almost 85 per cent of all malware activity in 2009. 2009 was also the year of Conficker, though this belies the fact that worms ranked at just 3.42 per cent of last year's malware creation”, the magazine read.

“The Conficker worm has caused serious problems in both domestic and corporate environments, with more than 7 million computers infected worldwide, and it is still spreading rapidly”. (1)

However it seems that the US is too concerned with the problem of cyber defense in comparison with other countries. On April 26, the CIA unveiled its plans to new initiatives in the fight against Web-based attacks. The document outlines the plans for the next five years and director of the CIA Leon Pannetta said that it was “vital for the CIA to be one step ahead of the game when it comes to challenges like cyber space security" (2).

In May 2009, the White House approved Cyberspace Policy Review (3), submitted to the US president by the members of a special commission. The document summed up the state of things in the US cyberspace and national information security.  It was proposed to a appoint cyber security policy official responsible for coordinating the US cyber security policies and activities.

The report outlined a new comprehensive framework to facilitate coordinated responses by government, the private sector, and allies to a significant cyber incident. The new system of coordination would enable Federal, State, local, and tribal governments to work with industry to improve the plans and resources they have in place in advance to detect, prevent, and respond to significant cyber security incidents. The initiative also implies providing US counter intelligence with more technical and functional options and training of new cyber defense specialists.

The last but not least - in mid 2010, on the territory of the Lackland air base in Texas the construction of the first specialized cyber intelligence center for a 400 personnel began. The 68th Network Warfare Squadron and 710th Information Operations Flight were moved to San Antonio. This place was chosen because of it is close to other cyber military facilities - Air Force Intelligence, Surveillance, and Reconnaissance Agency, Texas Cryptology Center of the USNational Security Agency, united information operations command and the US Air forces cryptology support. It will function in the interests of the US Space command, US Air Forces command and US Air Forces’reserve.

Numerous publications in the US mass media show that the reform of the national cyber defense forces as well as the introduction of the doctrine and strategy of the cyber war are soon to be completed. As for the US cyber strategy we can assume that it is in line with the general concept of the US global leadership.

William Lynn III in his article "ThePentagon's Cyberstrategy", published in Foreign Affairs journal (September/October 2010), outlined five basic principles of the future strategy:

- Cyber must be recognized as a warfare domain equal to land, sea, and air;

- Any defensive posture must go beyond “good hygiene” to include sophisticated and accurate operations that allow rapid response;

- Cyber defenses must reach beyond the department’s dot-mil world into commercial networks, as governed by Homeland Security;

- Cyber defenses must be pursued with international allies for an effective “shared warning” of threats; and

- The Defense Department must help to maintain and leverage U.S. technological dominance and improve the acquisitions process to keep up with the speed and agility of the information technology industry (4).

When commenting this article analysts point out that “The capabilities being sought would allow U.S. cyber-warriors to "deceive, deny, disrupt, degrade and destroy" information and computers around the globe”. (5)

Gen. Keith Alexander, the head of the Pentagon's new Cyber Command(ARFORCYBER) said: "We have to have offensive capabilities, to, in real time, shut down somebody trying to attack us," Earlier Keith Alexander compared cyber attacks with weapons of mass destruction and according to his recent statements the US is planning offensive application of the new warfare.

While Washington is accusing other countries of aiding and sponsoring cyber terrorism (Statistic shows that most of cyber attacks against US informational systems were made from China), the US special forces are training new personnel for cyber wars.

The command - made up of 1,000 elite military hackers and spies under one four-star general - is the linchpin of the Pentagon's new strategy and is slated to become fully operational Oct. 1.- Washington Post reports (6). The Defense Department has “15,000 networks and 7 million computing devices in use in dozens of countries, with 90,000 people working to maintain them and it depends heavily on commercial industry for its network operations” (7). Attracting allies and private companies working in the sphere of IT and security the US plans to establish the new order in the global cyber space.

Considering all this what may we expect? It is quite likely that we may expect spying by means of tabs and backdoors in software sold by well-known companies such as Microsoft, as well as an informational blockade, limiting access to alternative sources of information. Thus from October 1, all the achievements of the informational age can be challenged.

Notes

(1) http://www.defenceiq.com/article.cfm?externalID=2718
(2) http://www.defenceiq.com/article.cfm?externalID=2460
(3) http://www.whitehouse.gov/assets/documents/Cyberspace_Policy_Review_final.pdf
(4) William J. Lynn III W. Defending a New Domain: The Pentagon's Cyberstrategy.// Foreign Affairs. September/October 2010. http://www.foreignaffairs.com/articles/66552/william-j-lynn-iii/defending-a-new-domain(29.08.2010)
(5) Webster S. Pentagon may apply preemptive warfare policy to the Internet. August 29, 2010.
 
http://www.rawstory.com/rs/2010/0829/pentagon-weighs-applying-preemptive-warfare-tactics-internet/ (30.08.2010).
(6) Nakashima E. Pentagon considers preemptive strikes as part of cyber-defense strategy. Washington Post. August 28, 2010.
http://www.washingtonpost.com/wp-dyn/content/article/2010/08/28/AR2010082803849_pf.html
(7) Daniel L. Lynn Outlines Cyber Threats, Defensive Measures. American Forces Press Service. http://www.defense.gov/news/newsarticle.aspx?id=60600