Το διεφθαρμένο νεο-οθωμανικό παρακράτος που κυβερνά τη χώρα αυτή θα πρέπει όντως να απλοποιήσει και να απελευθερώσει την επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως λένε οι ειδικοί στο θέμα. Όμως αυτό δε φτάνει.
Έστω ότι έχουμε τη δυνατότητα να φτιάξουμε σε μια μέρα μια εταιρεία χωρίς να μας ενοχλήσει κανένας παρασιτικός μηχανισμός του κράτους. Τι θα παράγει αυτή η εταιρεία; Ιδού η πραγματικότητα. Για να πάμε στην εταιρεία, θα πάρουμε το αυτοκίνητο που αγοράσαμε από τους Γερμανούς, το οποίο θα γεμίσουμε με καύσιμα που αγοράσαμε από την Αραβία. Μόλις φτάσουμε στην εταιρεία, θα ανοίξουμε τον υπολογιστή που αγοράσαμε από τους Κινέζους. Θα συνδεθούμε στο διαδίκτυο, μέσω των οπτικών ινών και των ψηφιακών αναμεταδοτών που επίσης αγοράσαμε από τους Γερμανούς. Θα φτιάξουμε καφέ στη μηχανή του espresso που αγοράσαμε από τους Ιταλούς. Θα σχολιάσουμε με τους συνεργάτες μας τον αγώνα ποδοσφαίρου που είδαμε στην τηλεόραση που αγοράσαμε από τους Ιάπωνες.
Κάποια στιγμή θα κάνουμε τη δουλειά που κάνει αυτή η εταιρεία (θα φτάσω αργότερα σε αυτό). Το απόγευμα θα πάρουμε το (γερμανικό) αυτοκίνητο για να πάμε σπίτι. Αν μας τρακάρει κάποιος αφηρημένος οδηγός που μιλούσε στο κινητό (το οποίο αγόρασε από τους Φιλανδούς) με τη γυναίκα του για το επερχόμενο ταξίδι στο Μιλάνο με το αεροπλάνο που αγόρασε η ελληνική αεροπορική εταιρεία από τους Γερμανούς, και χτυπήσουμε λίγο το κεφαλάκι μας, θα πάμε να κάνουμε μια μαγνητική τομογραφία στον τομογράφο που αγοράσαμε από τους Γερμανούς ή τους Αμερικάνους. Και αν όλα είναι καλά, θα πάμε να το γιορτάσουμε στα μπουζούκια, όπου θα απολαύσουμε μια αιθέρια φωνή, της οποίας το ηχητικό σήμα καταγράφεται από ιαπωνικά ασύρματα μικρόφωνα, ενισχύεται από ιαπωνικούς ενισχυτές και μεταδίδεται από σουηδικά ηχεία. Και δε θα ξαφνιαστώ καθόλου αν τα λουλούδια είναι ολλανδικά.
Η ερώτηση του ενός εκατομμύριου ελληνικότατων δραχμών είναι η εξής. Αυτή την εποικοδομητική μέρα, τι κάναμε στην εταιρεία μας; Η απάντηση ακούει στο μαγικό όνομα “υπηρεσίες”, δηλαδή πήραμε ένα ευρώ από την αριστερή τσέπη και το βάλαμε στη δεξιά. Στη διάρκεια αυτής της “εικονικής” ανάπτυξης που προκύπτει όταν 10 εκατομμύρια Έλληνες ανακυκλώνουν μεταξύ τους τα δανεικά, έχουμε καταναλώσει “πλούτο” που παράγουν άλλοι και συντηρούμε ένα δυτικό τρόπο ζωής από τη μια μεριά και μια πολιτική, κοινωνική και μορφωτική κουλτούρα που πηγάζει από τα βάθη της Ανατολίας από την άλλη.
Το ένα κομμάτι της ιστορίας που εξηγούν οι οικονομολόγοι είναι ότι οι υπηρεσίες που παράγουμε δε φτάνουν να αντισταθμίσουν όλα όσα καταναλώνουμε. Αυτό που δεν ακούγεται όσο ξεκάθαρα θα έπρεπε είναι ότι για να κλείσει η ψαλίδα είτε θα πρέπει να πάμε στη δουλειά με το γάιδαρο ή θα πρέπει να παράγουμε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Δηλαδή και αν ακόμα 5-πλασιάσουμε την παραγωγή ελαιόλαδου, το πρόβλημα δε λύνεται. Ο μοναδικός τρόπος να παράγουμε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας είναι μέσω της αλυσίδας μόρφωση-έρευνα-καινοτομία-προϊόν-πλούτος. Όμως αν περιμένω εγώ σαν φυσικός, ή ο δείνα σαν βιολόγος να κάνει ανταγωνιστική έρευνα που οδηγεί σε καινοτόμα προϊόντα, στηριζόμενος οικονομικά στο φόρο που θα πληρώσει αυτός που νοικιάζει δωμάτια στην Πάρο ή αυτός που παράγει πορτοκάλια στο Αργος, θα περιμένουμε πάρα πολύ. Τι θέλω να πω με αυτό.
Για να παράγεις πλούτο πρέπει κατ΄ αρχάς να έχεις πλούτο, να τον φορολογήσεις και να ανατροφοδοτήσεις τη μηχανή παραγωγής πλούτου, που είναι η αλυσίδα μόρφωση-έρευνα-καινοτομία-προϊόν-πλούτος. Στις δυτικές χώρες τα χρήματα που επενδύονται στη μηχανή της καινοτομίας αποφέρουν σε βάθος χρόνου πολλά περισσότερα. Αυτό συμβαίνει τα τελευταία τουλάχιστον 150 χρόνια στο δυτικό κόσμο, και έτσι θα συνεχίσει. Με άλλα λόγια, η δημιουργική μηχανή της έρευνας-καινοτομίας δρα σαν πολλαπλασιαστικός παράγοντας στην όποια επένδυση απορροφά. Για παράδειγμα η Google ξεκίνησε πριν 20 περίπου χρόνια μέσω ερευνητικής χρηματοδότησης 4 εκατομμυρίων δολαρίων μιας μικρής ερευνητικής ομάδας στο πανεπιστήμιο Stanford με σκοπό τη μελέτη ψηφιακών βιβλιοθηκών. Σήμερα αριθμεί 20.000 προσωπικό και κεφαλαιοποίηση της τάξης του ελληνικού ΑΕΠ. Βέβαια δεν έχουν όλες οι επενδύσεις στην έρευνα την ίδια τύχη. Κατά μέσο όρο όμως, όπως υπολογίζεται από οικονομολόγους που μελετούν το θέμα, η απόδοση της επένδυσης στην έρευνα είναι με συντηρητική εκτίμηση τουλάχιστον 20%.
Αν η Ελλάδα είχε επενδύσει από το 1980 και έπειτα το 3% του ετήσιου ΑΕΠ στην έρευνα, σήμερα θα υπήρχε καινοτόμος επιχειρηματική δραστηριότητα η οποία θα απέδιδε σε όσους χειροκροτητές των Μαυρογιαλούρων δεν θα είχαν βρει μια πραγματική δουλειά ετήσιο φορολογικό έσοδο της τάξης των 10 δισ. ευρώ. Ή με άλλα λόγια, η επένδυση στην έρευνα θα ήταν αυτο-τροφοδοτούμενη με δωρεάν τις παράπλευρες ευεργετικές συνέπειες, όπως θέσεις εργασίας, κοινωνική ευημερία κτλ. κτλ. Η Ελλάδα όμως, λόγω της κουλτούρας της διαφθοράς, δεν έβαλε μπροστά τη μηχανή της καινοτομίας, παρ΄ όλο που τα τελευταία 40 χρόνια σχετικής πολιτικο-οικονομικής σταθερότητας ήρθαν τα χρήματα και είχε την ευκαιρία. Το 3% του ΑΕΠ που ξοδεύουν οι ΗΠΑ στην έρευνα αντιστοιχεί στo εξανεμισμένο ελληνικό ΑΕΠ των 200 δισ. ευρώ σε 6 δισ. ευρώ περίπου ετησίως. Τώρα δαπανάμε μικρό κλάσμα αυτού του ποσού... Για τις δαπάνες στην παιδεία ισχύουν τα ίδια χάλια. Και το αποτέλεσμα; Η μηχανή δεν παίρνει μπρος με τίποτα.
Για να γίνει αυτό απαιτούνται δύο στοιχεία. Ένα εξαιρετικά καλό στρατηγικό πλάνο και πολλά, πάρα πολλά χρήματα. Το στρατηγικό πλάνο θεωρητικά δίνεται από την υπερχειλίζουσα σε πνευματικότητα ακαδημαϊκή ψευτο-ελίτ στην οποία έχω την τιμή να ανήκω. Θα πρέπει δηλαδή οι “πεφωτισμένοι” να μας δείξουν το δρόμο... Σε ποιο τομέα της καινοτομίας πρέπει να επενδύσουμε δυναμικά; Ποιος τομέας θα αποδώσει σύντομα τα μέγιστα; Να επενδύσουμε στη διαστημική τεχνολογία και να φτιάξουμε δορυφόρους; Να επενδύσουμε στους μικροεπεξεργαστές και να ανταγωνιστούμε την Intel ή την AMD; Δε νομίζω. Σε μαγνητικούς τομογράφους, σε αξονικούς τομογράφους; Στην πυρηνική φυσική των τομογράφων ποζιτρονίων; Δύσκολο. Στην ανάπτυξη τηλεπικοινωνιακών συστημάτων και να ανταγωνιστούμε τη Siemens ή τη Nokia ή τη Samsung; Στη γενετική τεχνολογία και σε νέα φάρμακα; Να εξαφανίσουμε τη Johnson & Johnson και τη Μerck από το χάρτη; Λίγο δύσκολο. Να φτιάξουμε πολεμικά αεροσκάφη και να εξωθήσουμε την Lockheed Martin από την αγορά;;;
Το πρόβλημα είναι εμφανές. Η ανταγωνιστικότητα είναι δύσκολο εγχείρημα από τη φύση του, ειδικά όταν το τρένο έχει φύγει εδώ και πολύ καιρό. Παρ΄ όλα αυτά, με προσεκτική μελέτη, αρκετή φαντασία και μια σημαντική δόση συλλογικής προσπάθειας, κάτι μπορεί να γίνει. Το τελευταίο όμως, η συλλογική προσπάθεια, λείπει παντελώς από την “πεφωτισμένη” ελληνική ακαδημαϊκότητα. Γιατί αν ερωτηθεί ο οιοσδήποτε πεφωτισμένος πανεπιστημιακός να μας δείξει το δρόμο, θα μας δείξει το δρόμο που συμφέρει εαυτόν. Και αν ερωτηθούν 100 πεφωτισμένοι, θα πάρουμε 100 διαφορετικές απαντήσεις. Η έννοια του consensus, της σύμπνοιας, η οποία λείπει από την πολιτική και κοινωνική ζωή, λείπει και από την επιστημονική/ακαδημαϊκή, όπου ήλπιζε κανείς ότι η αντικειμενικότητα της επιστήμης λίγο πολύ θα την επέβαλε. Σύμπνοια όμως δεν μπορεί να υπάρξει όσο υπάρχει πείνα. Είναι το ισχυρότατο ένστικτο της επιβίωσης που το καθορίζει αυτό. Ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας έχει καταντήσει να κυνηγά όχι επιστημονικές ιδέες, αλλά επιστημονικά επιμίσθια. Η απαξίωση της ακαδημαϊκότητας σε όλο της το νεο-οθωμανικό μεγαλείο. Ο κάθε κοτζαμπάσης πανεπιστημιακός με το μπαϊράκι του και το μαγαζί του θεωρεί για κάποιο λόγο που αδυνατώ να κατανοήσω ότι η κοινωνία του χρωστάει. Και να ήταν μπαϊράκι αριστείας, επιστημονικής καινοτομίας και διεθνούς αναγνώρισης πάει στο καλό. Αν μάθει όμως ο αναγνώστης πόσα ακαδημαϊκά μπαϊράκια κεκαλυμμένης μετριότητας και επιστημονικής κακομοιριάς πληρώνει με τους φόρους του θα εκπλαγεί.
Παρ΄ όλο που εν δυνάμει είναι εφικτό, πλάνο δεν υπάρχει. Έστω όμως ότι υπήρχε, και έστω ότι το Μαυρογιαλούριο παρακράτος βγαίνει σήμερα και λέει, “θα ρίξω πολλά λεφτά στην παιδεία και στην έρευνα για να δούμε άσπρη μέρα σε 20-30 χρόνια από τώρα”. Τότε θα πουν όλοι οι άλλοι, δικαστικοί, εφοριακοί, γιατροί κτλ. “μισό λεπτό, είμαστε και μεις εδώ, γιατί να φάνε μόνο οι πανεπιστημιακοί;” Το πρόβλημα της διαφθοράς είναι λοιπόν εμφανές: δημιουργεί πολλαπλά αδιέξοδα, τέλμα και σήψη. Μαφία παντού, στην πολιτική, στα πανεπιστήμια, στα νοσοκομεία, στον ιδιωτικό τομέα, παντού. Γι’ αυτό και οι ανεπτυγμένες κοινωνίες εξάλειψαν τη μάστιγα αυτή εδώ και αρκετές δεκαετίες. Τρόπος να παταχθεί η διαφθορά στα πανεπιστήμια υπάρχει, και θα τον περιγράψω σε επόμενο άρθρο. Σίγουρα πάντως δεν περιλαμβάνει συμβούλους και διαβούλους. Γι’ αυτό εξάλλου και οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί τους δέχονται ευχαρίστως. Δεν θα αλλάξει τίποτα, απλά θα μεγαλώσει λίγο η παρέα των διαπλεκόμενων.
Το ιδιωτικό κεφάλαιο ούτε αυτό μπορεί (ή ενδιαφέρεται) να σώσει την κατάσταση, γιατί η επένδυση στην καινοτομία είναι μακροπρόθεσμη και εμπεριέχει ρίσκο, ενώ τα πάντα στην Ελλάδα, με την ηγετική καθοδήγηση των ευπατρίδων Μαυρογιαλούρων, κινούνται γύρω από βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις με την ακαταμάχητη σιγουριά που προσφέρει το αξιακό θεμέλιο “take the money and run” (“άρπαξε τα χρήματα και τρέχα”). Άρα αδιέξοδο.
Ο Έλληνας πολίτης θα πρέπει να γνωρίζει πολύ καλά ότι όσο η μηχανή της καινοτομίας παραμένει σβηστή, όσο προτιμά να επιδοτεί τους χιλιάδες διαπλεκόμενους ακαμάτηδες, τους Μαυρογιαλούρους του κοινοβουλίου, τους χιλιάδες τυμπανοκρουστήρες και πανηγυρτζίδες τύπου ολυμπιακών αγώνων, ποδοσφαιρικών ομάδων και μιντιακών παραμορφωτών της κοινής γνώμης, αντί να επενδύει στην παιδεία, τη μόρφωση, την έρευνα και άρα το μέλλον, οι επόμενες γενιές θα εγκλωβιστούν επ΄ αόριστο σε ένα εξαιρετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο.
Έστω ότι έχουμε τη δυνατότητα να φτιάξουμε σε μια μέρα μια εταιρεία χωρίς να μας ενοχλήσει κανένας παρασιτικός μηχανισμός του κράτους. Τι θα παράγει αυτή η εταιρεία; Ιδού η πραγματικότητα. Για να πάμε στην εταιρεία, θα πάρουμε το αυτοκίνητο που αγοράσαμε από τους Γερμανούς, το οποίο θα γεμίσουμε με καύσιμα που αγοράσαμε από την Αραβία. Μόλις φτάσουμε στην εταιρεία, θα ανοίξουμε τον υπολογιστή που αγοράσαμε από τους Κινέζους. Θα συνδεθούμε στο διαδίκτυο, μέσω των οπτικών ινών και των ψηφιακών αναμεταδοτών που επίσης αγοράσαμε από τους Γερμανούς. Θα φτιάξουμε καφέ στη μηχανή του espresso που αγοράσαμε από τους Ιταλούς. Θα σχολιάσουμε με τους συνεργάτες μας τον αγώνα ποδοσφαίρου που είδαμε στην τηλεόραση που αγοράσαμε από τους Ιάπωνες.
Κάποια στιγμή θα κάνουμε τη δουλειά που κάνει αυτή η εταιρεία (θα φτάσω αργότερα σε αυτό). Το απόγευμα θα πάρουμε το (γερμανικό) αυτοκίνητο για να πάμε σπίτι. Αν μας τρακάρει κάποιος αφηρημένος οδηγός που μιλούσε στο κινητό (το οποίο αγόρασε από τους Φιλανδούς) με τη γυναίκα του για το επερχόμενο ταξίδι στο Μιλάνο με το αεροπλάνο που αγόρασε η ελληνική αεροπορική εταιρεία από τους Γερμανούς, και χτυπήσουμε λίγο το κεφαλάκι μας, θα πάμε να κάνουμε μια μαγνητική τομογραφία στον τομογράφο που αγοράσαμε από τους Γερμανούς ή τους Αμερικάνους. Και αν όλα είναι καλά, θα πάμε να το γιορτάσουμε στα μπουζούκια, όπου θα απολαύσουμε μια αιθέρια φωνή, της οποίας το ηχητικό σήμα καταγράφεται από ιαπωνικά ασύρματα μικρόφωνα, ενισχύεται από ιαπωνικούς ενισχυτές και μεταδίδεται από σουηδικά ηχεία. Και δε θα ξαφνιαστώ καθόλου αν τα λουλούδια είναι ολλανδικά.
Η ερώτηση του ενός εκατομμύριου ελληνικότατων δραχμών είναι η εξής. Αυτή την εποικοδομητική μέρα, τι κάναμε στην εταιρεία μας; Η απάντηση ακούει στο μαγικό όνομα “υπηρεσίες”, δηλαδή πήραμε ένα ευρώ από την αριστερή τσέπη και το βάλαμε στη δεξιά. Στη διάρκεια αυτής της “εικονικής” ανάπτυξης που προκύπτει όταν 10 εκατομμύρια Έλληνες ανακυκλώνουν μεταξύ τους τα δανεικά, έχουμε καταναλώσει “πλούτο” που παράγουν άλλοι και συντηρούμε ένα δυτικό τρόπο ζωής από τη μια μεριά και μια πολιτική, κοινωνική και μορφωτική κουλτούρα που πηγάζει από τα βάθη της Ανατολίας από την άλλη.
Το ένα κομμάτι της ιστορίας που εξηγούν οι οικονομολόγοι είναι ότι οι υπηρεσίες που παράγουμε δε φτάνουν να αντισταθμίσουν όλα όσα καταναλώνουμε. Αυτό που δεν ακούγεται όσο ξεκάθαρα θα έπρεπε είναι ότι για να κλείσει η ψαλίδα είτε θα πρέπει να πάμε στη δουλειά με το γάιδαρο ή θα πρέπει να παράγουμε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Δηλαδή και αν ακόμα 5-πλασιάσουμε την παραγωγή ελαιόλαδου, το πρόβλημα δε λύνεται. Ο μοναδικός τρόπος να παράγουμε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας είναι μέσω της αλυσίδας μόρφωση-έρευνα-καινοτομία-προϊόν-πλούτος. Όμως αν περιμένω εγώ σαν φυσικός, ή ο δείνα σαν βιολόγος να κάνει ανταγωνιστική έρευνα που οδηγεί σε καινοτόμα προϊόντα, στηριζόμενος οικονομικά στο φόρο που θα πληρώσει αυτός που νοικιάζει δωμάτια στην Πάρο ή αυτός που παράγει πορτοκάλια στο Αργος, θα περιμένουμε πάρα πολύ. Τι θέλω να πω με αυτό.
Για να παράγεις πλούτο πρέπει κατ΄ αρχάς να έχεις πλούτο, να τον φορολογήσεις και να ανατροφοδοτήσεις τη μηχανή παραγωγής πλούτου, που είναι η αλυσίδα μόρφωση-έρευνα-καινοτομία-προϊόν-πλούτος. Στις δυτικές χώρες τα χρήματα που επενδύονται στη μηχανή της καινοτομίας αποφέρουν σε βάθος χρόνου πολλά περισσότερα. Αυτό συμβαίνει τα τελευταία τουλάχιστον 150 χρόνια στο δυτικό κόσμο, και έτσι θα συνεχίσει. Με άλλα λόγια, η δημιουργική μηχανή της έρευνας-καινοτομίας δρα σαν πολλαπλασιαστικός παράγοντας στην όποια επένδυση απορροφά. Για παράδειγμα η Google ξεκίνησε πριν 20 περίπου χρόνια μέσω ερευνητικής χρηματοδότησης 4 εκατομμυρίων δολαρίων μιας μικρής ερευνητικής ομάδας στο πανεπιστήμιο Stanford με σκοπό τη μελέτη ψηφιακών βιβλιοθηκών. Σήμερα αριθμεί 20.000 προσωπικό και κεφαλαιοποίηση της τάξης του ελληνικού ΑΕΠ. Βέβαια δεν έχουν όλες οι επενδύσεις στην έρευνα την ίδια τύχη. Κατά μέσο όρο όμως, όπως υπολογίζεται από οικονομολόγους που μελετούν το θέμα, η απόδοση της επένδυσης στην έρευνα είναι με συντηρητική εκτίμηση τουλάχιστον 20%.
Αν η Ελλάδα είχε επενδύσει από το 1980 και έπειτα το 3% του ετήσιου ΑΕΠ στην έρευνα, σήμερα θα υπήρχε καινοτόμος επιχειρηματική δραστηριότητα η οποία θα απέδιδε σε όσους χειροκροτητές των Μαυρογιαλούρων δεν θα είχαν βρει μια πραγματική δουλειά ετήσιο φορολογικό έσοδο της τάξης των 10 δισ. ευρώ. Ή με άλλα λόγια, η επένδυση στην έρευνα θα ήταν αυτο-τροφοδοτούμενη με δωρεάν τις παράπλευρες ευεργετικές συνέπειες, όπως θέσεις εργασίας, κοινωνική ευημερία κτλ. κτλ. Η Ελλάδα όμως, λόγω της κουλτούρας της διαφθοράς, δεν έβαλε μπροστά τη μηχανή της καινοτομίας, παρ΄ όλο που τα τελευταία 40 χρόνια σχετικής πολιτικο-οικονομικής σταθερότητας ήρθαν τα χρήματα και είχε την ευκαιρία. Το 3% του ΑΕΠ που ξοδεύουν οι ΗΠΑ στην έρευνα αντιστοιχεί στo εξανεμισμένο ελληνικό ΑΕΠ των 200 δισ. ευρώ σε 6 δισ. ευρώ περίπου ετησίως. Τώρα δαπανάμε μικρό κλάσμα αυτού του ποσού... Για τις δαπάνες στην παιδεία ισχύουν τα ίδια χάλια. Και το αποτέλεσμα; Η μηχανή δεν παίρνει μπρος με τίποτα.
Για να γίνει αυτό απαιτούνται δύο στοιχεία. Ένα εξαιρετικά καλό στρατηγικό πλάνο και πολλά, πάρα πολλά χρήματα. Το στρατηγικό πλάνο θεωρητικά δίνεται από την υπερχειλίζουσα σε πνευματικότητα ακαδημαϊκή ψευτο-ελίτ στην οποία έχω την τιμή να ανήκω. Θα πρέπει δηλαδή οι “πεφωτισμένοι” να μας δείξουν το δρόμο... Σε ποιο τομέα της καινοτομίας πρέπει να επενδύσουμε δυναμικά; Ποιος τομέας θα αποδώσει σύντομα τα μέγιστα; Να επενδύσουμε στη διαστημική τεχνολογία και να φτιάξουμε δορυφόρους; Να επενδύσουμε στους μικροεπεξεργαστές και να ανταγωνιστούμε την Intel ή την AMD; Δε νομίζω. Σε μαγνητικούς τομογράφους, σε αξονικούς τομογράφους; Στην πυρηνική φυσική των τομογράφων ποζιτρονίων; Δύσκολο. Στην ανάπτυξη τηλεπικοινωνιακών συστημάτων και να ανταγωνιστούμε τη Siemens ή τη Nokia ή τη Samsung; Στη γενετική τεχνολογία και σε νέα φάρμακα; Να εξαφανίσουμε τη Johnson & Johnson και τη Μerck από το χάρτη; Λίγο δύσκολο. Να φτιάξουμε πολεμικά αεροσκάφη και να εξωθήσουμε την Lockheed Martin από την αγορά;;;
Το πρόβλημα είναι εμφανές. Η ανταγωνιστικότητα είναι δύσκολο εγχείρημα από τη φύση του, ειδικά όταν το τρένο έχει φύγει εδώ και πολύ καιρό. Παρ΄ όλα αυτά, με προσεκτική μελέτη, αρκετή φαντασία και μια σημαντική δόση συλλογικής προσπάθειας, κάτι μπορεί να γίνει. Το τελευταίο όμως, η συλλογική προσπάθεια, λείπει παντελώς από την “πεφωτισμένη” ελληνική ακαδημαϊκότητα. Γιατί αν ερωτηθεί ο οιοσδήποτε πεφωτισμένος πανεπιστημιακός να μας δείξει το δρόμο, θα μας δείξει το δρόμο που συμφέρει εαυτόν. Και αν ερωτηθούν 100 πεφωτισμένοι, θα πάρουμε 100 διαφορετικές απαντήσεις. Η έννοια του consensus, της σύμπνοιας, η οποία λείπει από την πολιτική και κοινωνική ζωή, λείπει και από την επιστημονική/ακαδημαϊκή, όπου ήλπιζε κανείς ότι η αντικειμενικότητα της επιστήμης λίγο πολύ θα την επέβαλε. Σύμπνοια όμως δεν μπορεί να υπάρξει όσο υπάρχει πείνα. Είναι το ισχυρότατο ένστικτο της επιβίωσης που το καθορίζει αυτό. Ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας έχει καταντήσει να κυνηγά όχι επιστημονικές ιδέες, αλλά επιστημονικά επιμίσθια. Η απαξίωση της ακαδημαϊκότητας σε όλο της το νεο-οθωμανικό μεγαλείο. Ο κάθε κοτζαμπάσης πανεπιστημιακός με το μπαϊράκι του και το μαγαζί του θεωρεί για κάποιο λόγο που αδυνατώ να κατανοήσω ότι η κοινωνία του χρωστάει. Και να ήταν μπαϊράκι αριστείας, επιστημονικής καινοτομίας και διεθνούς αναγνώρισης πάει στο καλό. Αν μάθει όμως ο αναγνώστης πόσα ακαδημαϊκά μπαϊράκια κεκαλυμμένης μετριότητας και επιστημονικής κακομοιριάς πληρώνει με τους φόρους του θα εκπλαγεί.
Παρ΄ όλο που εν δυνάμει είναι εφικτό, πλάνο δεν υπάρχει. Έστω όμως ότι υπήρχε, και έστω ότι το Μαυρογιαλούριο παρακράτος βγαίνει σήμερα και λέει, “θα ρίξω πολλά λεφτά στην παιδεία και στην έρευνα για να δούμε άσπρη μέρα σε 20-30 χρόνια από τώρα”. Τότε θα πουν όλοι οι άλλοι, δικαστικοί, εφοριακοί, γιατροί κτλ. “μισό λεπτό, είμαστε και μεις εδώ, γιατί να φάνε μόνο οι πανεπιστημιακοί;” Το πρόβλημα της διαφθοράς είναι λοιπόν εμφανές: δημιουργεί πολλαπλά αδιέξοδα, τέλμα και σήψη. Μαφία παντού, στην πολιτική, στα πανεπιστήμια, στα νοσοκομεία, στον ιδιωτικό τομέα, παντού. Γι’ αυτό και οι ανεπτυγμένες κοινωνίες εξάλειψαν τη μάστιγα αυτή εδώ και αρκετές δεκαετίες. Τρόπος να παταχθεί η διαφθορά στα πανεπιστήμια υπάρχει, και θα τον περιγράψω σε επόμενο άρθρο. Σίγουρα πάντως δεν περιλαμβάνει συμβούλους και διαβούλους. Γι’ αυτό εξάλλου και οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί τους δέχονται ευχαρίστως. Δεν θα αλλάξει τίποτα, απλά θα μεγαλώσει λίγο η παρέα των διαπλεκόμενων.
Το ιδιωτικό κεφάλαιο ούτε αυτό μπορεί (ή ενδιαφέρεται) να σώσει την κατάσταση, γιατί η επένδυση στην καινοτομία είναι μακροπρόθεσμη και εμπεριέχει ρίσκο, ενώ τα πάντα στην Ελλάδα, με την ηγετική καθοδήγηση των ευπατρίδων Μαυρογιαλούρων, κινούνται γύρω από βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις με την ακαταμάχητη σιγουριά που προσφέρει το αξιακό θεμέλιο “take the money and run” (“άρπαξε τα χρήματα και τρέχα”). Άρα αδιέξοδο.
Ο Έλληνας πολίτης θα πρέπει να γνωρίζει πολύ καλά ότι όσο η μηχανή της καινοτομίας παραμένει σβηστή, όσο προτιμά να επιδοτεί τους χιλιάδες διαπλεκόμενους ακαμάτηδες, τους Μαυρογιαλούρους του κοινοβουλίου, τους χιλιάδες τυμπανοκρουστήρες και πανηγυρτζίδες τύπου ολυμπιακών αγώνων, ποδοσφαιρικών ομάδων και μιντιακών παραμορφωτών της κοινής γνώμης, αντί να επενδύει στην παιδεία, τη μόρφωση, την έρευνα και άρα το μέλλον, οι επόμενες γενιές θα εγκλωβιστούν επ΄ αόριστο σε ένα εξαιρετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο.
* Ο κ. Γ. Κομίνης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Κρήτης
Πηγή:www.capital.gr