Μετά την κατάρρευση της Ισλανδικής τράπεζας Icesave τον Οκτώβριο του 2008, η Ισλανδική κυβέρνηση βρήκε έναν πρωτότυπο τρόπο για να σταματήσει ένα εκκολαπτόμενο σχέδιο αποζημίωσης της Βρετανίας και της Ολλανδίας, πραγματοποιώντας ‘χρηματοπιστωτικό δημοψήφισμα’, στο οποίο έθεσε στο λαό της χώρας το εξής, ‘δύσκολο’, δίλλημα: ‘να χρεωθείτε προκειμένου να πληρωθεί η αποζημίωση ή όχι;’ Το προφανές αποτέλεσμα της κάλπης ήταν ένα βροντερό ‘όχι’ καθώς η συλλογιστική διαδρομή που ακολούθησε ο λαός προκειμένου να αποφασίσει θετικά ή αρνητικά στηρίχτηκε στην οργή του για την κρίση, την οποία ‘θα πρέπει να πληρώσουν οι τραπεζίτες’, αδιαφορώντας για τις οικονομικές, εμπορικές, πολιτικές και διπλωματικές επιπλοκές και συνέπειες που μπορούσε να επιφέρει μία τέτοια απόφαση.
Διακανονισμός Χρηματοδότησης Άμεσης Ετοιμότητας του Δ.Ν.Τ - πλεονεκτήματα για τους δανειστές
Η αντίδραση των δανειστών ήρθε άμεσα και ιδιαίτερα αφού τα δύο κράτη αναγκάστηκαν να αποζημιώσουν τα ίδια τους Βρετανούς και τους Ολλανδούς πολίτες τους που έχασαν τα κεφάλαια τους εξαιτίας της πτώχευσης της Icesave, πληρώντας 5 δις δολάρια, και υποσχόμενα πως ‘θα πάρουμε πίσω όσα μας χρωστά η Ισλανδία έστω και αν περάσουν πολλά χρόνια πριν συμβεί αυτό’. Η αντίδραση ήρθε και από διεθνείς οργανισμούς 1,5 χρόνο αργότερα, όταν η υποψηφιότητα της Ισλανδίας στην ΕΕ τέθηκε υπό αμφισβήτηση, ενώ το ΔΝΤ ανακοίνωσε πως η χώρα δε μπορεί να συνεχίσει να λαμβάνει δάνεια πριν βρεθεί λύση σε σχέση με τα ήδη υπάρχοντα.
Παρά τα πρωτοφανή πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, παρόμοιες περιπτώσεις εκμετάλλευσης από κράτη ιδιόμορφων χρηματοπιστωτικών / νομικών οδών προκειμένου να αποφύγουν να πληρώσουν δανειστές τους ή να πετύχουν ευνοϊκότερους όρους αποπληρωμής, δεν είναι σπάνια. Η Ρωσία, προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση του 1998, έχοντας μολυνθεί από τον ‘ιό’ της ασιατικής κρίσης του 1997, τροποποίησε τη σχετική με τα ομόλογα που βρέθηκαν στο επίκεντρο της κρίσης νομοθεσία, ενώ παράλληλα προχώρησε σε αναδιάρθρωση του από το αγγλικό δίκαιο διεπόμενου χρέους της. Η Ουρουγουάη προχώρησε σε αλλαγή της νομοθεσίας για τα ομόλογα που διέπονταν από το τοπικό της δίκαιο το 2003.
Με την Ελλάδα να βρίσκεται στο επίκεντρο της τρέχουσας, παγκόσμιας, κρίσης κρατικού χρέους και να αποτελεί την πρώτη χώρα της ΕΕ που αναγκάστηκε να χτυπήσει την πόρτα του ΔΝΤ, το ερώτημα αν υπάρχουν κρυφοί χρηματοπιστωτικοί / νομικοί δρόμοι τους οποίους θα μπορούσε να διαβεί ώστε να βρεθεί σε μία λιγότερο αρνητική, από τη σημερινή της, χρηματοπιστωτική θέση, είναι εξαιρετικά κρίσιμο. Ιδιαίτερα, δε, αν αυτό μπορεί να συμβεί με τη συγκατάθεση των δανειστών μας και τελικά ισχυροποιώντας την Ελλάδα τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά.
Χρηματοπιστωτικές / νομικές εκθέσεις για το ελληνικό χρέος και τη δυνατότητα αναδιάρθρωσης του
Σύμφωνα με συμπεράσματα από ειδική έρευνα για το ελληνικό χρέος, που πραγματοποιήθηκε με τη συνδρομή μεγάλης δικηγορικής εταιρίας της Νέας Υόρκης και ενός καθηγητή από τη νομική σχολή αμερικανικού πανεπιστημίου, η ‘ελληνική κρίση χρέους είναι ιδιάζουσα με έναν τρόπο που δίνει στην Ελλάδα ορισμένα εξαιρετικά και σπάνια νομικά πλεονεκτήματα’. Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία από έρευνα του πανεπιστημίου Harvard για την επαναδιαπραγμάτευση κρατικού χρέους, όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, υπάρχει ένας δρόμος που εξυπηρετεί στο μέγιστο εφικτό βαθμό τόσο τη δανειολήπτρια χώρα όσο και τους δανειστές της.
Ύψος χρέους - συμμετοχή ευρωπαϊκών & ελληνικών τραπεζών – λιανική κατοχή
Κατ’ αρχήν και για να βάλουμε τα στοιχεία σε μία σειρά, το σύνολο του ελληνικού χρέους υπολογίζεται στα 319 δις ευρώ (τέλη Απριλίου, δε συμπεριλαμβάνεται η πρώτη δόση του πακέτου στήριξης). Από αυτά, τα 294 δις ευρώ είναι στη μορφή ομολόγων και 8,6 δις ευρώ σε τίτλους του ελληνικού δημοσίου. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν επενδύσει περισσότερο από 240 δις ευρώ στο ελληνικό δημόσιο χρέος, με το μερίδιο των γαλλικών τραπεζών να ανέρχεται στα 55 δις, των ελβετικών στα 47 δις και των γερμανικών στα 30 δις, ενώ οι ελληνικές τράπεζες έχουν μερίδιο 40 δις στο χρέος (σύμφωνα με στοιχεία της Morgan Stanley).
Ένα σημαντικό ποσοστό του χρέους έχει αγοραστεί από αμοιβαία κεφάλαια, συνταξιοδοτικά ταμεία, hedge funds και διάφορες κατηγορίες επενδυτικών σχημάτων αλλά η λιανική κατοχή ελληνικού χρέους (όχι από επενδυτικά σχήματα) είναι πολύ μικρή. Αυτό αποτελεί ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα καθώς καθιστά μία ενδεχόμενη διαπραγμάτευση του χρέους ευκολότερη απ’ ότι αν αυτό ήταν αγορασμένο από χιλιάδες διαφορετικούς επενδυτές, όπως για παράδειγμα ίσχυε στην περίπτωση της Αργεντινής, που ήταν, σχεδόν, αδύνατο ακόμη και για την ίδια να υπολογίσει ποιος κατέχει το χρέος της.
Γιατί η συγκέντρωση ελληνικού χρέους από λίγες τράπεζες κάνει την ελληνική κρίση διεθνές πρόβλημα
Καθώς το ελληνικό χρέος είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένο σε τράπεζες, η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα μετά το Μεξικό, το 1982, που μπορεί με μία ενδεχόμενη πτώχευση της να προκαλέσει διεθνή τραπεζική κρίση και μάλιστα πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων από αυτήν του Μεξικό, δεδομένου του ύψους των οφειλών της και των συνθηκών που έχει δημιουργήσει η παγκόσμια οικονομική κρίση. Επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό των γερμανικών τραπεζών που κατέχουν ελληνικό χρέος, είναι κρατικές, γεγονός που κάνει το πρόβλημα πιο άμεσα συνδεδεμένο με το γερμανικό κράτος. Το αποτέλεσμα είναι πως η αποφυγή της πτώχευσης της Ελλάδας συνδέεται με την αποφυγή μίας ευρωπαϊκής και διεθνούς τραπεζικής κρίσης, η οποία αλλιώς θα ήταν, σχεδόν, δεδομένη.
Πώς το ύψος ασφαλίστρων από το ενδεχόμενο πτώχευσης της Ελλάδας (CDS) κάνει την κρίση ευρωπαϊκή
Το ύψος των ασφαλίστρων από το ενδεχόμενο πτώχευσης της Ελλάδας ξεπερνά τα 85 δις δολάρια, κάτι που σημαίνει πως αν αυτό το ενδεχόμενο λάβει χώρα, τα χρηματιστηριακά σχήματα που έχουν πουλήσει τα συγκεκριμένα ασφάλιστρα, θα πρέπει να προβούν σε αποζημιώσεις των ασφαλισμένων, με αποτέλεσμα μία νέα κρίση να προστεθεί στην τραπεζική, που ήδη, τότε, θα υπάρχει.
Το νόμισμα του χρέους - εξωτερικό χρέος – χρέος σε συνάλλαγμα
Σχεδόν το σύνολο του ελληνικού χρέους είναι εκφρασμένο σε ευρώ. Μόλις το 2% είναι σε δολάριο, γεν και ελβετικό φράγκο. Εξωτερικό θεωρείται το χρέος που είναι εκφρασμένο σε οποιοδήποτε άλλο πλην του εθνικού νομίσματος. Μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 2000, που η Ελλάδα υιοθέτησε το ευρώ ως εθνικό νόμισμα, ένα πολύ μεγάλο τμήμα του χρέους ήταν εξωτερικό αλλά από το σημείο εκείνο και μετά, το 98%, περίπου, του χρέους μετατράπηκε σε χρέος σε ευρώ. Είναι η πρώτη φορά στην οικονομική ιστορία που χώρα η οποία κινδυνεύει με πτώχευση, πέρα από το ότι συγκαταλέγεται στις αναπτυγμένες οικονομίες, έχει και κοινό νόμισμα με μερικές από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου.
Το δίκαιο που διέπει το ελληνικό χρέος – η ιδιάζουσα και ιδιαίτερα πλεονεκτική περίπτωση της Ελλάδας
Το δίκαιο το οποίο διέπει τις δανειακές συμβάσεις ενός κράτους είναι εξαιρετικά σημαντικό. Όπως είδαμε παραπάνω με την περίπτωση της Ισλανδίας, όταν το κράτος καταφέρει να υπογράψει δανειακές συμβάσεις που διέπονται από το δικό του δίκαιο, αποκτά ένα πανίσχυρο πλεονέκτημα έναντι των δανειστών του καθώς μπορεί, σε οποιαδήποτε κρίσιμη χρονική στιγμή, να τροποποιήσει όχι τις ίδιες τις συμβάσεις αλλά τον αναγκαστικό νόμο που τις καθορίζει, έτσι ώστε να επιτύχει μία de facto διαπραγμάτευση του χρέους, χωρίς, στην ουσία, οι δανειστές να μπορούν να αμυνθούν νομικά. Το αγγλικό δίκαιο είναι αυτό που ευνοεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τους δανειστές, στην περίπτωση κρατικής πτώχευσης, ενώ το γαλλικό είναι ένα από τα πλέον ‘φιλικά’ για το δανειολήπτη.
Το πρωτοφανές χαρακτηριστικό όσο αφορά το ελληνικό χρέος, είναι ότι περισσότερο από το 90% αυτού διέπεται από το ελληνικό δίκαιο. Μόνο 25 δις ευρώ, περίπου από το σύνολο του χρέους διέπεται από διαφορετικό από το ελληνικό δίκαιο, το οποίο, στην πλειοψηφία των συγκεκριμένων δανειακών συμβάσεων, είναι το αγγλικό.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω ‘στην περίπτωση αναδιάρθρωσης του χρέους της, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της Ελλάδας, μακράν, είναι πως τόσο μεγάλο ποσοστό αυτού διέπεται από το ελληνικό δίκαιο. Σε καμία άλλη περίπτωση στη μοντέρνα οικονομική ιστορία δεν υπήρξε χώρα που να μπορούσε να επηρεάσει αποφασιστικά μία ενδεχόμενη αναδιάρθρωση του χρέους της με το να τροποποιήσει μερικά νομικά χαρακτηριστικά που διέπουν τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαλείων με τα οποία αυτό έχει εκδοθεί.’
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω ‘στην περίπτωση αναδιάρθρωσης του χρέους της, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της Ελλάδας, μακράν, είναι πως τόσο μεγάλο ποσοστό αυτού διέπεται από το ελληνικό δίκαιο. Σε καμία άλλη περίπτωση στη μοντέρνα οικονομική ιστορία δεν υπήρξε χώρα που να μπορούσε να επηρεάσει αποφασιστικά μία ενδεχόμενη αναδιάρθρωση του χρέους της με το να τροποποιήσει μερικά νομικά χαρακτηριστικά που διέπουν τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαλείων με τα οποία αυτό έχει εκδοθεί.’
Ρήτρες συλλογικής δράσης – ένα ακόμη μεγάλο πλεονέκτημα για την Ελλάδα
Κατά κανόνα, σε μία κρατική δανειακή σύμβαση οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να τροποποιήσουν τους όρους της μετά την υπογραφή της, κάτω από ορισμένες συνθήκες και με πλειοψηφία της τάξης του 51%, 66% ή 75%. Ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι πως για το χρέος που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, αυτό δηλαδή που αντιστοιχεί στο 90% του συνόλου του ελληνικού χρέους, οι δανειστές δεν έχουν κανένα δικαίωμα τροποποίησης των όρων, ενώ για το χρέος που διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, μετά το 2004 έγινε αλλαγή έτσι ώστε να απαιτείται πλειοψηφία της τάξης του 75% αντί για 66% προκειμένου μία τροποποίηση είναι νόμιμη. Αυτό συνεπάγεται πως για το 90% του χρέους της, μόνο η Ελλάδα μπορεί να τροποποιήσει του όρους των σχετικών δανείων.
Εμπράγματες ασφάλειες / ενέχυρα – απόλυτα πλεονεκτική η θέση της Ελλάδας
Κατά κανόνα, οι κρατικές δανειακές συμβάσεις περιλαμβάνουν όρους που ενεργοποιούν εμπράγματες ασφάλειες και ενέχυρα στην περιουσία του κράτους, σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής. Είναι άκρως εντυπωσιακό πως στο 90% του ελληνικού χρέους δεν υπάρχει κανένας τέτοιος όρος. Με απλά λόγια οι δανειστές μας βασίζονται στην αξιοπιστία, την ικανότητα και τη καλή διάθεση της Ελλάδας να πληρώσει το χρέος της και δεν έχουν κανένα απολύτως δικαίωμα στην περιουσία του κράτους στην περίπτωση πτώχευσης ή κωλύματος αποπληρωμής.
Όσον αφορά το χρέος που διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, υπάρχει μία ρήτρα που ενεργοποιεί εμπράγματη ασφάλεια και η οποία ορίζει πως στην περίπτωση που ή Ελλάδα αποδεχτεί τη δημιουργία εμπράγματης ασφάλειας πάνω στην περιουσία της για νέο χρέος της όχι σε ευρώ (εξωτερικό χρέος), τότε θα πρέπει να εξασφαλίσει ταυτόχρονα με εμπράγματη ασφάλεια και τα συγκεκριμένα δάνεια, ύψους 25 δις δολαρίων.
Τα παραπάνω συνεπάγονται πως από τη μία το 90% του ελληνικού χρέους είναι πλήρως απαλλαγμένο από εμπράγματες ασφάλειες ή ενέχυρα, ενώ το χρέος των 25 δις δολαρίων, ίσως να πρέπει να εξασφαλιστεί με εμπράγματη ασφάλεια αν το δάνειο του ΔΝΤ στο δικό του, ειδικό, νόμισμα, (SDR), θεωρηθεί δανεισμός σε συνάλλαγμα, ειδάλλως, θα πρέπει να εξασφαλιστεί μόνο στην περίπτωση σύναψης νέου δανείου σε συνάλλαγμα, ή στην περίπτωση που η χώρα επιστρέψει στη δραχμή.
Όροι κήρυξης πτώχευσης
Η πλειοψηφία των ελληνικών ομολόγων περιλαμβάνει τους εξής όρους για την ενεργοποίηση Γεγονότων Πτώχευσης:
- αδυναμία πληρωμής τόκων (περίοδος χάριτος 30 ημέρες)
- αδυναμία πληρωμής τόκων σε εξωτερικό χρέος ή επίσπευση (πρόωρη εξόφληση) του εξωτερικού χρέους από τους δανειστές
- ανακοίνωση γενικού χρεοστασίου για το εξωτερικό χρέος
- κυβερνητική διαταγή που απαγορεύει στην Ελλάδα να ανταποκριθεί στις δανειακές υποχρεώσεις της
Όπως και με τη σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης, το δίκαιο του διακανονισμού με το ΔΝΤ είναι το αγγλικό ενώ τα δάνεια εξασφαλίζονται από εμπράγματη ασφάλεια στην περιουσία του ελληνικού δημοσίου. Αν μάλιστα θεωρηθεί πως το δάνειο του ΔΝΤ είναι σε συνάλλαγμα, τότε, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της σχετικής έρευνας, ενεργοποιείται και η εμπράγματη ασφάλεια στα δάνεια των 25 δις ευρώ.
Πώς μπορεί η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα της ότι ότι το 90% του χρέους (αυτού προ συμφωνίας με ΕΕ – ΔΝΤ) διέπεται από το ελληνικό δίκαιο.
Πώς μπορεί η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα της ότι ότι το 90% του χρέους (αυτού προ συμφωνίας με ΕΕ – ΔΝΤ) διέπεται από το ελληνικό δίκαιο.
Πώς θα μπορούσε να τροποποιήσει η Ελλάδα το εθνικό της δίκαιο εκμεταλλευόμενη τη διεθνή συγκυρία
Οι διεθνείς επενδυτές είναι πολύ διστακτικοί στο να αγοράσουν ομολόγα που εκδίδονται από αναδυόμενα κράτη γιατί φοβούνται πως το εκδίδον κράτος μπορεί κάποια στιγμή να μπει στον πειρασμό να αλλάξει το δίκαιο του με τρόπο που να θέσει σε κίνδυνο την αξία ή τη δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης αυτών των ομολόγων. Τέτοιου είδους αλλαγές γίνονται, κατά κανόνα, αποδεκτές και από τα αμερικανικά και τα αγγλικά δικαστήρια αν το δίκαιο που διέπει τα ομόλογα επιβεβαιωθεί ότι είναι αυτό του εκδίδοντος κράτους. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, στην περίπτωση της Ρωσίας και της Ουρουγουάης.
Όταν, όμως, η έκδοση ομολόγων γίνεται από αναπτυγμένα κράτη, μέσω της οργανωμένης διεθνούς αγοράς κεφαλαίων, τότε η αποδοχή του όρου τα ομόλογα να διέπονται από το κρατικό δίκαιο γίνεται πιο εύκολα αποδεκτή, καθώς ένα αναπτυγμένο κράτος πολύ δύσκολα θα ρισκάρει την αξιοπιστία του και την καλή πιστοληπτική του αξιολόγηση από τους διεθνείς οίκους, προκειμένου να τροποποιήσει προς δικό του όφελος το νόμο που διέπει το υπάρχον χρέος του.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, ωστόσο, η χώρα έχει, ήδη, υποβαθμιστεί σε μη επενδυτικό επίπεδο από όλες τις εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης, έχει, ήδη, βγει εκτός της αγοράς κεφαλαίων για διάστημα, τουλάχιστον, 2 ετών και έχει ήδη αναγκαστεί να στραφεί σε μηχανισμούς στήριξης, παρά το γεγονός πως δε χρησιμοποίησε το πλεονέκτημα της δυνατότητας αλλαγής του αναγκαστικού νόμου που διέπει τις δανειακές της συμβάσεις.
Έτσι, η Ελλάδα θα μπορούσε να τροποποιήσει το εθνικό της δίκαιο με τρόπο τέτοιο που να της επιτρέπει,όταν θα υπάρχει διαπιστωμένη διεθνής κρίση ή διεθνής ύφεση, η οποία να επιβεβαιώνεται τόσο από το ΔΝΤ, όσο και από την ΕΕ, την ΕΚΤ και την FED (Κεντρική Τράπεζα Νέας Υόρκης) ο δανειολήπτης (δηλαδή η Ελλάδα) να μπορεί μονομερώς και για όσο διάστημα η διεθνής ύφεση και οι συνέπειες που έχουν πηγάσει αυτήν είναι παρούσες:
α) να αυξήσει την περίοδο χάριτος (διάστημα αδυναμίας αποπληρωμής)
β) να έχει το δικαίωμα έκδοσης νέων ομολόγων προς αντικατάσταση των παλιών που λήγουν στο διάστημα κατά το οποίο η κρίση και οι συνέπειες που απορρέουν από αυτήν παραμένουν σε ισχύ.
β) να έχει το δικαίωμα έκδοσης νέων ομολόγων προς αντικατάσταση των παλιών που λήγουν στο διάστημα κατά το οποίο η κρίση και οι συνέπειες που απορρέουν από αυτήν παραμένουν σε ισχύ.
- Τα νέα ομόλογα να παρέχουν εύλογο περιθώριο λήξης, που να διευκολύνει την Ελλάδα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της χωρίς να υπονομεύει την σταθερότητα της οικονομίας και του πολιτικού της συστήματος. Το διάστημα παράτασης της λήξης να μπορεί να ορίζεταιανάλογα με την πρόβλεψη των διεθνών φορέων που αναφέρθηκαν παραπάνω για το πέρας της κρίσης ή της ύφεσης, με τη δυνατότητα για επαναδιαπραγμάτευση της εν λόγω ημερομηνίας στην περίπτωση αποδεδειγμένης επιδείνωσης ή βελτίωσης της διεθνούς οικονομίας.
- Στις ρυθμιστικές των παραπάνω διατάξεις, να ορίζεται η υποχρέωση για προσπάθεια εξωδικαστικού διακανονισμού μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της, τα αποτελέσματα του οποίου, επιτυχή ή όχι, να πρέπει να υποβάλλονται στο αρμόδιο ελληνικό δικαστήριο προκειμένου να αποφασίσει για τους όρους των νέων ομολόγων.
- Οι νομοθετικές τροποποιήσεις να στηρίζονται σε αντικειμενικούς μηχανισμούς ενεργοποίησης μέτρων προστασίας του δανειολήπτη σε περιπτώσεις κρίσης & να λαμβάνουν υπόψη και το συμφέρον των δανειστών
Το παραπάνω είναι, απλά, ένα παράδειγμα των νομοθετικών τροποποιήσεων στις οποίες μπορεί να προβεί η Ελλάδα. Η ουσία είναι πως το γεγονός ότι το 90% του χρέους διέπεται από το ελληνικό δίκαιο δίνει το νομικό δικαίωμα στην Ελλάδα να βάλει, μονομερώς, ‘τέλος’ στην κρίση με μία απλή αλλαγή νόμου ενώ όσο πιο λογική και λιγότερο προκλητική είναι αυτή και όσο περισσότερο στηρίζεται σε αντικειμενικές συνθήκες προκειμένου να πραγματοποιηθεί ενεργοποίηση των σχετικών με την προστασία του δανειολήπτη ρητρών, στην περίπτωση διεθνούς κρίσης ή ύφεσης, τόσο περισσότερες θα είναι και οι πιθανότητες να γίνει αποδεκτή και από τα αμερικανικά και αγγλικά δικαστήρια, όπως είναι, εξάλλου, ο κανόνας σε τέτοιες περιπτώσεις, ακόμη και προκλητικών μονομερών τροποποιήσεων ανάλογων νομοθεσιών.
Το δικαίωμα αυτό της Ελλάδας υπήρχε τόσο πριν ξεσπάσει η κρίση ενώ υπάρχει και σήμερα και μπορεί να ασκηθεί ανά πάσα στιγμή. Αυτό παρέχει ένα εξαιρετικά ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στη χώρα, καθώς οι δανειστές της γνωρίζουν πως εξ αρχής είχε και μέχρι σήμερα συνεχίζει να έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετήσει το συμφέρον της, χωρίς να κινδυνεύει από νομικές κυρώσεις, με μία απλή αλλαγή του εθνικού νόμου και παρόλα αυτά επέλεξε το δύσκολο δρόμο της λήψης πολύ σκληρών μέτρων χωρίς να βλάψει στο ελάχιστο τα συμφέροντα τους (των δανειστών).
Συμπεράσματα από την έκθεση του Harvard και το ελληνικό πλεονέκτημα – πώς να αποφύγουμε την πτώχευση με τον ιδανικότερο δυνατό τρόπο Σύμφωνα με έκθεση του Harvard για τις αναδιαρθρώσεις κρατικού χρέους, ο ‘ιδανικός’, ίσως, τρόπος, φαίνεται να είναι η πρόταση για εθελοντική ανταλλαγή των παλιών ομολόγων, για τα οποία υπάρχει δυσκολία αποπληρωμής εις ολόκληρο και στην ώρα τους, με νέα ομόλογα. Αν οι δανειστές αρνηθούν να συμμετάσχουν στην εθελοντική ανταλλαγή, τότε κινδυνεύουν διπλά, σύμφωνα με την έκθεση. Από τη μία υπάρχει ο κίνδυνος να συμφωνήσει το 75% των υπόλοιπων δανειστών και έτσι αυτοί που δε συμμετείχαν να μείνουν με τα παλιά ομόλογα, τα οποία θα πρέπει να επισπεύσουν, οδηγούμενοι σε μία πολυετή δικαστική διαμάχη και από την άλλη αν η πλειοψηφία των δανειστών δε συμμετέχει στην εθελοντική ανταλλαγή, το κράτος, κατά πάσα πιθανότητα, θα πτωχεύσει και κινδυνεύουν όλοι να χάσουν σημαντικό τμήμα του κεφαλαίου τους και φυσικά να οδηγηθούν σε μία πολυετή δικαστική διαμάχη.
Όλα τα παραπάνω αφορούν σε περιπτώσεις που το δίκαιο που διέπει το κρατικό χρέος δεν είναι αυτό του δανειολήπτη αλλά το αγγλικό ή αυτό του δανειστή. Ακόμη και σε αυτήν τη, μη πλεονεκτική, για τον δανειολήπτη περίπτωση, η έκθεση αναφέρει πως η εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων είναι, μάλλον, η ιδανική λύση και για τους δανειστές.
Μάλιστα, σύμφωνα με δεδικασμένο στα αμερικανικά δικαστήρια, μετά από μία εθελοντική ανταλλαγή χρέους δεν τίθεται θέμα πληρωμής ασφαλίστρων χρέους ούτε σε αυτούς που συμμετείχαν αλλά ούτε και σε αυτούς που δε συμμετείχαν σε αυτήν. Η συλλογιστική του δικαστηρίου στην απόρριψη σχετικού αιτήματος από δανειστή που συμμετείχε σε εθελοντική αναδιαπραγμάτευση ήταν πως α) δεν υπήρξε υποχρεωτική συμμετοχή και β) δεν υπήρξε καν αλλαγή των όρων της αρχικής δανειακής σύμβασης αφού αυτή δεν καταργήθηκε αλλά ανταλλάχτηκε με νέα.
Λαμβάνοντας υπόψη το επιπλέον ιδιάζον πλεονέκτημα της Ελλάδας, η πιθανότητα αποδοχής μίας εθελοντικής ανταλλαγής χρέους από τους πιστωτές μας αγγίζει το 100%, καθώς αν αρνηθούν, η Ελλάδα μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα της για αλλαγή του νόμου και να τους υποχρεώσει να δεχτούν πολύ χειρότερους όρους.
Κίνδυνος απώλειας του μοναδικού πλεονεκτήματος της Ελλάδας – συμπεράσματα – προτάσεις
Η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο της κρίσης με συνολικό χρέος ύψους, περίπου, 319 δις ευρώ, τα 296 δις από τα οποία διέπονται από το ελληνικό δίκαιο. Μετά την προσφυγής της στο ΔΝΤ και της αίτησης για δανεισμό από την ΕΕ, οδηγήθηκε στην υπογραφή δανειακών συμβάσεων ύψους 110 δις ευρώ, με νέους, μη συμφέροντες, όρους. Τα δάνεια αυτά, ωστόσο, χρησιμοποιούνται και θα χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή τμήματος του αρχικού χρέους της, των 319 δις ευρώ. Αυτό σημαίνει, ουσιαστικά, πως η Ελλάδα ανταλλάσσει παλιό χρέος, το οποίο διέπεται από ελληνικό δίκαιο και στο οποίο δεν υπάρχουν εμπράγματες ασφάλειες στη δημόσια περιουσία, με νέο χρέος, το οποίο διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και στο οποίο υπάρχουν εμπράγματες ασφάλειες στη δημόσια περιουσία.
Επιπλέον, μετά την απόφαση της ΕΚΤ για την αγορά ελληνικών ομολόγων, έχουν πραγματοποιηθεί αγορές ύψους, περίπου, 25 δις ευρώ. Αυτό συνεπάγεται πως οι δανειστές μας, πουλούν ομόλογα από το παλιό χρέος στην ΕΚΤ, η οποία το αγοράζει με τη δέσμευση της Ελλάδας να τα καλύψει με τη δημόσια περιουσία της. Αν και τα ομόλογα αυτά εξακολουθούν να διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, επιβαρύνονται, πλέον, με εμπράγματη ασφάλεια.
Ο συνδυασμός των δύο παραπάνω μηχανισμών απειλεί να οδηγήσει την Ελλάδα μέσα στα επόμενα 2-3 χρόνια, σε μία κατάσταση όπου από τη μία το χρέος της θα έχει αυξηθεί σημαντικά, σε σχέση με αυτό πριν τις συμφωνίες στήριξης, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό του θα έχει μετατραπεί από υποκείμενο στο ελληνικό δίκαιο και χωρίς εμπράγματες ασφάλειες, σε υποκείμενο στο αγγλικό δίκαιο και με εμπράγματες ασφάλειες. Μία τέτοια εξέλιξη θα φέρει την Ελλάδα σε πολύ χειρότερη διαπραγματευτική θέση απ’ ότι πριν από την κρίση ή ακόμη και σήμερα, αφαιρώντας της σε πολύ μεγάλο βαθμό τα πλεονεκτήματα που έχει, τα οποία αναγνωρίζονται ως εξαιρετικά σημαντικά και σπάνια με βάση τις προαναφερόμενες σχετικές εκθέσεις.
Αυτό σημαίνει πως είναι επιτακτική ανάγκη η Ελλάδα να προσαρμόσει, άμεσα, την διαπραγματευτική της πολιτική με τους δανειστές της, να εκμεταλλευτεί τη διαφαινόμενη νέα διεθνή ύφεση ως ευκαιρία για την πρόταση εθελοντικής ανταλλαγής παλαιών ομολόγων με νέα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο ήπιας αλλαγής του νόμου που διέπει το ελληνικό χρέος. Σε αυτήν την περίπτωση η Ελλάδα μπορεί να ζητήσει να οριστεί ως διαμεσολαβητής των διαπραγματεύσεων της με τους δανειστές της το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η ΕΕ, ή οποιοσδήποτε άλλος φορέας δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας τόσο στην ίδια όσο και στους δανειστές της. Οι δανειστές δε θα απολέσουν καθόλου από το κεφάλαιο τους αλλά, απλά, θα διευκολύνουν την Ελλάδα παρέχοντας της τον απαραίτητο χρόνο για να ανασυνταχτεί οικονομικά και δημοσιονομικά.
Επιπλέον, καθώς η Ελλάδα έχει, ήδη, λάβει πολύ σκληρά μέτρα για τη μείωση των δημοσιονομικών της ελλειμμάτων, έχει καταφέρει να ανακτήσει σε σημαντικό βαθμό τη χαμένη αξιοπιστία της αλλά και να δείξει τη μεγάλη προθυμία της να ξεπληρώσει τους δανειστές της πλήρως. Έτσι, με μία προσαρμογή της διαπραγματευτικής της πολιτικής, μπορεί να βρεθεί μέσα σε λίγους μήνες σε εξαιρετικά καλύτερη θέση από τη σημερινή της, βοηθώντας, ταυτόχρονα στην αποκλιμάκωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ευρώπη και εξυπηρετώντας με αυτόν τον τρόπο τόσο τους δανειστές της όσο και άλλα κράτη τα οποία βρίσκονται σε δεινή χρηματοπιστωτική θέση, καταλήγοντας να παίξει ένα διεθνή σταθεροποιητικό ρόλο.
Καθώς, μάλιστα, τα ελληνικά ομόλογα που έχει αγοράσει η ΕΚΤ είναι χαμηλότερης αξίας, σήμερα, από αυτήν που κατέβαλλε η Τράπεζα, μία τέτοια εξέλιξη θα εξυπηρετούσε και την ΕΚΤ, αποκαθιστώντας τη πληγωμένη αξιοπιστία της και συμβάλλοντας στη μείωση του ποσού των ομολόγων που θα πρέπει να αγοράσει αν η ελληνική κρίση επιδεινωθεί.
Ακόμη, το παραπάνω σενάριο θα διαλύσει κάθε ελπίδα κερδοσκοπίας στα ελληνικά ομόλογα αλλά και τα ελληνικά CDS, με ουσιαστική και αυξημένη πιθανότητα αποκλιμάκωσης των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων, επιτρέποντας στην Ελλάδα τόσο να προετοιμαστεί για την επιστροφή της στις αγορές κεφαλαίων ως νικήτρια, όσο και να βρει συνθήκες που θα της επιτρέψουν την ομαλή ένταξη της σε αυτές. Μία τέτοια εξέλιξη είναι πιθανό να βοηθήσει στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων και των τιμών των CDS και άλλων περιφερειακών ευρωπαϊκών κρατών. Τέλος, το παράδειγμα της Ελλάδας δε κινδυνεύει να γίνει αντικείμενο προς αντιγραφή και από άλλες χώρες με πρόβλημα, γιατί, από τη μία η Ελλάδα θα έχει λάβει σκληρότερα μέτρα από κάθε άλλη χώρα, πριν φτάσει στο σημείο να προτείνει εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων και από την άλλη η χρηματοπιστωτική της θέση, όπως είδαμε παραπάνω, είναι ιδιάζουσα.
Έτσι, η Ελλάδα θα πάρει μία μεγάλη ανάσα και κατά πάσα πιθανότητα θα αρθεί η ανάγκη για τη λήψη και νέων μέτρων, κάτι που θα βοηθήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα και θα συμβάλλει στη γέννηση βάσιμων ελπίδων για ουσιαστική βελτίωση της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που θα επηρεάσει θετικά και την οικονομική και καταναλωτική συμπεριφορά των Ελλήνων, εγκαινιάζοντας την αρχή του τέλους της περιόδου απαισιοδοξίας και φόβου.
Πάνος Παναγιώτου – διευθυντής ΕΚΤΑ – 3FVIP.comΌλα τα παραπάνω αφορούν σε περιπτώσεις που το δίκαιο που διέπει το κρατικό χρέος δεν είναι αυτό του δανειολήπτη αλλά το αγγλικό ή αυτό του δανειστή. Ακόμη και σε αυτήν τη, μη πλεονεκτική, για τον δανειολήπτη περίπτωση, η έκθεση αναφέρει πως η εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων είναι, μάλλον, η ιδανική λύση και για τους δανειστές.
Μάλιστα, σύμφωνα με δεδικασμένο στα αμερικανικά δικαστήρια, μετά από μία εθελοντική ανταλλαγή χρέους δεν τίθεται θέμα πληρωμής ασφαλίστρων χρέους ούτε σε αυτούς που συμμετείχαν αλλά ούτε και σε αυτούς που δε συμμετείχαν σε αυτήν. Η συλλογιστική του δικαστηρίου στην απόρριψη σχετικού αιτήματος από δανειστή που συμμετείχε σε εθελοντική αναδιαπραγμάτευση ήταν πως α) δεν υπήρξε υποχρεωτική συμμετοχή και β) δεν υπήρξε καν αλλαγή των όρων της αρχικής δανειακής σύμβασης αφού αυτή δεν καταργήθηκε αλλά ανταλλάχτηκε με νέα.
Λαμβάνοντας υπόψη το επιπλέον ιδιάζον πλεονέκτημα της Ελλάδας, η πιθανότητα αποδοχής μίας εθελοντικής ανταλλαγής χρέους από τους πιστωτές μας αγγίζει το 100%, καθώς αν αρνηθούν, η Ελλάδα μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα της για αλλαγή του νόμου και να τους υποχρεώσει να δεχτούν πολύ χειρότερους όρους.
Κίνδυνος απώλειας του μοναδικού πλεονεκτήματος της Ελλάδας – συμπεράσματα – προτάσεις
Η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο της κρίσης με συνολικό χρέος ύψους, περίπου, 319 δις ευρώ, τα 296 δις από τα οποία διέπονται από το ελληνικό δίκαιο. Μετά την προσφυγής της στο ΔΝΤ και της αίτησης για δανεισμό από την ΕΕ, οδηγήθηκε στην υπογραφή δανειακών συμβάσεων ύψους 110 δις ευρώ, με νέους, μη συμφέροντες, όρους. Τα δάνεια αυτά, ωστόσο, χρησιμοποιούνται και θα χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή τμήματος του αρχικού χρέους της, των 319 δις ευρώ. Αυτό σημαίνει, ουσιαστικά, πως η Ελλάδα ανταλλάσσει παλιό χρέος, το οποίο διέπεται από ελληνικό δίκαιο και στο οποίο δεν υπάρχουν εμπράγματες ασφάλειες στη δημόσια περιουσία, με νέο χρέος, το οποίο διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και στο οποίο υπάρχουν εμπράγματες ασφάλειες στη δημόσια περιουσία.
Επιπλέον, μετά την απόφαση της ΕΚΤ για την αγορά ελληνικών ομολόγων, έχουν πραγματοποιηθεί αγορές ύψους, περίπου, 25 δις ευρώ. Αυτό συνεπάγεται πως οι δανειστές μας, πουλούν ομόλογα από το παλιό χρέος στην ΕΚΤ, η οποία το αγοράζει με τη δέσμευση της Ελλάδας να τα καλύψει με τη δημόσια περιουσία της. Αν και τα ομόλογα αυτά εξακολουθούν να διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, επιβαρύνονται, πλέον, με εμπράγματη ασφάλεια.
Ο συνδυασμός των δύο παραπάνω μηχανισμών απειλεί να οδηγήσει την Ελλάδα μέσα στα επόμενα 2-3 χρόνια, σε μία κατάσταση όπου από τη μία το χρέος της θα έχει αυξηθεί σημαντικά, σε σχέση με αυτό πριν τις συμφωνίες στήριξης, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό του θα έχει μετατραπεί από υποκείμενο στο ελληνικό δίκαιο και χωρίς εμπράγματες ασφάλειες, σε υποκείμενο στο αγγλικό δίκαιο και με εμπράγματες ασφάλειες. Μία τέτοια εξέλιξη θα φέρει την Ελλάδα σε πολύ χειρότερη διαπραγματευτική θέση απ’ ότι πριν από την κρίση ή ακόμη και σήμερα, αφαιρώντας της σε πολύ μεγάλο βαθμό τα πλεονεκτήματα που έχει, τα οποία αναγνωρίζονται ως εξαιρετικά σημαντικά και σπάνια με βάση τις προαναφερόμενες σχετικές εκθέσεις.
Αυτό σημαίνει πως είναι επιτακτική ανάγκη η Ελλάδα να προσαρμόσει, άμεσα, την διαπραγματευτική της πολιτική με τους δανειστές της, να εκμεταλλευτεί τη διαφαινόμενη νέα διεθνή ύφεση ως ευκαιρία για την πρόταση εθελοντικής ανταλλαγής παλαιών ομολόγων με νέα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο ήπιας αλλαγής του νόμου που διέπει το ελληνικό χρέος. Σε αυτήν την περίπτωση η Ελλάδα μπορεί να ζητήσει να οριστεί ως διαμεσολαβητής των διαπραγματεύσεων της με τους δανειστές της το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η ΕΕ, ή οποιοσδήποτε άλλος φορέας δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας τόσο στην ίδια όσο και στους δανειστές της. Οι δανειστές δε θα απολέσουν καθόλου από το κεφάλαιο τους αλλά, απλά, θα διευκολύνουν την Ελλάδα παρέχοντας της τον απαραίτητο χρόνο για να ανασυνταχτεί οικονομικά και δημοσιονομικά.
Επιπλέον, καθώς η Ελλάδα έχει, ήδη, λάβει πολύ σκληρά μέτρα για τη μείωση των δημοσιονομικών της ελλειμμάτων, έχει καταφέρει να ανακτήσει σε σημαντικό βαθμό τη χαμένη αξιοπιστία της αλλά και να δείξει τη μεγάλη προθυμία της να ξεπληρώσει τους δανειστές της πλήρως. Έτσι, με μία προσαρμογή της διαπραγματευτικής της πολιτικής, μπορεί να βρεθεί μέσα σε λίγους μήνες σε εξαιρετικά καλύτερη θέση από τη σημερινή της, βοηθώντας, ταυτόχρονα στην αποκλιμάκωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ευρώπη και εξυπηρετώντας με αυτόν τον τρόπο τόσο τους δανειστές της όσο και άλλα κράτη τα οποία βρίσκονται σε δεινή χρηματοπιστωτική θέση, καταλήγοντας να παίξει ένα διεθνή σταθεροποιητικό ρόλο.
Καθώς, μάλιστα, τα ελληνικά ομόλογα που έχει αγοράσει η ΕΚΤ είναι χαμηλότερης αξίας, σήμερα, από αυτήν που κατέβαλλε η Τράπεζα, μία τέτοια εξέλιξη θα εξυπηρετούσε και την ΕΚΤ, αποκαθιστώντας τη πληγωμένη αξιοπιστία της και συμβάλλοντας στη μείωση του ποσού των ομολόγων που θα πρέπει να αγοράσει αν η ελληνική κρίση επιδεινωθεί.
Ακόμη, το παραπάνω σενάριο θα διαλύσει κάθε ελπίδα κερδοσκοπίας στα ελληνικά ομόλογα αλλά και τα ελληνικά CDS, με ουσιαστική και αυξημένη πιθανότητα αποκλιμάκωσης των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων, επιτρέποντας στην Ελλάδα τόσο να προετοιμαστεί για την επιστροφή της στις αγορές κεφαλαίων ως νικήτρια, όσο και να βρει συνθήκες που θα της επιτρέψουν την ομαλή ένταξη της σε αυτές. Μία τέτοια εξέλιξη είναι πιθανό να βοηθήσει στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων και των τιμών των CDS και άλλων περιφερειακών ευρωπαϊκών κρατών. Τέλος, το παράδειγμα της Ελλάδας δε κινδυνεύει να γίνει αντικείμενο προς αντιγραφή και από άλλες χώρες με πρόβλημα, γιατί, από τη μία η Ελλάδα θα έχει λάβει σκληρότερα μέτρα από κάθε άλλη χώρα, πριν φτάσει στο σημείο να προτείνει εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων και από την άλλη η χρηματοπιστωτική της θέση, όπως είδαμε παραπάνω, είναι ιδιάζουσα.
Έτσι, η Ελλάδα θα πάρει μία μεγάλη ανάσα και κατά πάσα πιθανότητα θα αρθεί η ανάγκη για τη λήψη και νέων μέτρων, κάτι που θα βοηθήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα και θα συμβάλλει στη γέννηση βάσιμων ελπίδων για ουσιαστική βελτίωση της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που θα επηρεάσει θετικά και την οικονομική και καταναλωτική συμπεριφορά των Ελλήνων, εγκαινιάζοντας την αρχή του τέλους της περιόδου απαισιοδοξίας και φόβου.
Σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης με χώρες της ΕΕ (πακέτο στήριξης 80 δις ευρώ) – πλεονεκτήματα για τους δανειστές
Η σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης δεν έχει κανένα, σχεδόν, από τα πλεονεκτήματα των προηγούμενων δανειακών συμβάσεων της Ελλάδας. Έτσι, το δίκαιο που την διέπει είναι το Αγγλικό, ενώ η Ελλάδα παρέχει εμπράγματη ασφάλεια για όλο το ύψος του δανείου και κατά προτεραιότητα στις χώρες που υπογράφουν τη συμφωνία, δεσμεύοντας την δημόσια περιουσία. Επίσης, οι δανειστές μπορούν να ωθήσουν την Ελλάδα σε αναγκαστική πτώχευση ακόμη και στην περίπτωση που εκείνη πληρώνει κανονικά τους τόκους της, αν αθετήσει, σύμφωνα με την ερμηνεία των δανειστών, οποιαδήποτε υποχρέωση της σύμφωνα με τους όρους του Μνημονίου Συνεννόησης.Διακανονισμός Χρηματοδότησης Άμεσης Ετοιμότητας του Δ.Ν.Τ - πλεονεκτήματα για τους δανειστές