Geopolitical Research Institute(GRI)/Εταιρεία Γεωπολιτικών Ερευνών(ΕΓΕ)

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Το σημερινό περιβάλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων

Του Αγγελου Σταγκου
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν πάρει μία παράξενη τροπή. Από τη μία πλευρά τα χαμόγελα σε πρωθυπουργικό επίπεδο περισσεύουν και οι συναντήσεις είναι αλλεπάλληλες. Από την άλλη πλευρά, Αθήνα και Αγκυρα παραμένουν σταθερές στις γνωστές θέσεις τους ή έτσι δείχνουν και διαλαλούν, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά προβλήματα, στα οποία έχει προστεθεί η λαθρομετανάστευση, και το Κυπριακό. Με αυτή την έννοια, η κατάσταση είναι παράξενη και δύσκολα μπορεί να αποτολμηθεί η οποιαδήποτε πρόβλεψη. Πρόκειται για μία άνοιξη στις σχέσεις των δύο χωρών, που όμως δεν εξασφαλίζει ότι θα ακολουθήσει οπωσδήποτε το καλοκαίρι.


Η σημερινή συγκυρία στα ελληνοτουρκικά είναι εξαιρετικά περίεργη και πάντως πιο περίπλοκη από κάθε άλλη φορά. Η Τουρκία περνάει περίοδο οικονομικής και πολιτιστικής άνθησης, κάνει ανοίγματα προς πολλές κατευθύνσεις, επιδιώκει να δώσει την αίσθηση ότι η Κωνσταντινούπολη είναι διεθνές κέντρο (και το κατορθώνει), η αστική τάξη της αποπνέει ένα αίσθημα αυτοπεποίθησης. Δεν τα καταφέρνει σε όλες τις επιδιώξεις της, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτελεί μέγεθος με ειδικό βάρος στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή μας, και ταυτόχρονα η πολιτική της ηγεσία έχει αποδείξει ότι είναι ικανή. Αυτό το παραδέχονται και Τούρκοι πολίτες που δεν ψηφίζουν το ισλαμικό κόμμα.

Αντίθετα, η Ελλάδα βρίσκεται σε παρατεταμένη περίοδο παρακμής και σε βαθιά οικονομική κρίση. Το γεγονός αυτό προκαλεί θεωρητικά ανισορροπία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά δεν είναι και ακριβώς έτσι. Εχει και η Τουρκία τις δυσκολίες της τόσο στο εσωτερικό όσο και στην υλοποίηση της προσπάθειας που κάνει να διευρύνει την επιρροή της στο εξωτερικό, σύμφωνα με το δόγμα Νταβούτογλου. Σε αρκετές περιπτώσεις σπάει τα μούτρα της και στα βορειοανατολικά της σύνορα επικρατεί ρευστότητα.

Επιπλέον, όσο και αν η Αγκυρα νιώθει απογοητευμένη από τη συμπεριφορά της Ευρωπαϊκής Ενωσης απέναντί της, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μέλος αυτής της Ενωσης, ενώ η Τουρκία θα ήθελε να είναι (ίσως όχι με την ίδια ζέση που το ήθελε αρχικά), παίζει τον ρόλο του. Και, τέλος, είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση Ερντογάν δεν δείχνει να έχει διαθέσεις νταή. Αντίθετα, δείχνει να επιδιώκει τις πολιτισμένες σχέσεις.

Η κατάσταση όμως έχει γίνει πιο περίπλοκη και για άλλους λόγους. Υπάρχει ο παράγων που λέγεται Ιράν, με το οποίο η Τουρκία διατηρεί καλές σχέσεις, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις δεν είναι στα καλύτερά τους και στις τουρκοϊσραηλινές επικρατεί ένταση που φτάνει στα όρια της εχθρότητας. Από την άλλη πλευρά, είναι ορατή η προσέγγιση της Ελλάδας με το Ισραήλ, ωστόσο με κανέναν τρόπο δεν θα πρέπει να δοθεί η εντύπωση ότι οικοδομείται άξονας κατά της Αγκυρας. Και μέσα σε όλα αυτά προέκυψαν τα κοιτάσματα αερίου στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κύπρου, Ισραήλ, Καστελόριζου, τα οποία όμως καλοβλέπουν και άλλες γειτονικές χώρες και δεν αποκλείεται η επίσκεψη της κυρίας Μέρκελ στη Λευκωσία να σχετίζεται. Οπως βέβαια είναι σίγουρο ότι σχετίζεται και με το κυπριακό πρόβλημα αυτό καθεαυτό.

Ολα τα παραπάνω και άλλα δημιουργούν το σημερινό περιβάλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ισως εξηγούν και τα ανοίγματα που κάνει η τουρκική πλευρά προς την Ελλάδα, ειδικά με χειρονομίες καλής θέλησης προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο (που όμως άπτονται των θρησκευτικών δικαιωμάτων και όχι των ελληνοτουρκικών προβλημάτων). Δεν παραιτείται από τις διεκδικήσεις της, όπως δεν παραιτούμαστε και εμείς από τα κυριαρχικά δικαιώματά μας, αλλά είναι σαφές ότι η Αγκυρα θέλει θερμές σχέσεις με την Αθήνα. Αν μη τι άλλο, η Τουρκία δεν αισθάνεται την Ελλάδα ως απειλή, κάτι που αντανακλάται και στις δημοσκοπήσεις. Τελευταία δημοσκόπηση έβγαλε ότι μόλις το 2% των Τούρκων πολιτών θεωρεί την Ελλάδα απειλή κατά της χώρας του, ενώ στην κορυφή βρίσκονται οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Οποιος επισκέπτεται την Τουρκία αυτή την εποχή αντιλαμβάνεται ότι οι Ελληνες (και οι ντόπιοι Ρωμιοί) είναι... in, ειδικά για την αστική τάξη της γείτονος.

Υπάρχουν κύκλοι, ακόμη και κόμματα, στην Ελλάδα που διατηρούν επιφυλάξεις ή είναι αντίθετα στην όποια προσπάθεια προσέγγισης με την Τουρκία. Δεν θέλουν την κυβέρνηση να ανταποκρίνεται στα ανοίγματα του κ. Ερντογάν όσο η Τουρκία δεν παραιτείται από τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο ή δεν κάνει κινήσεις στο Κυπριακό. Κάνουν λάθος. Η Αθήνα μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία καλών σχέσεων διατηρώντας τις απόψεις της και εκμεταλλευόμενη τις ευκαιρίες για να τις προβάλει. Οπως έκανε ο Γ. Παπανδρέου στο Ερζερούμ, μιλώντας στο κατεστημένο του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, που μέχρι πρότινος το θεωρούσαμε μέρος του «βαθέος κράτους» της Τουρκίας. Το ερώτημα είναι γιατί προσκλήθηκε ο Ελληνας πρωθυπουργός από τον Τούρκο ομόλογό του να μιλήσει στη συγκεκριμένη σύναξη. Προς το παρόν δεν γνωρίζουμε, αλλά πιθανώς να το μάθουμε στο μέλλον.
Πηγή : Εφημερίδα Καθημερινή

Εξελίξεις στο Κυπριακό με αφορμή τα κοιτάσματα φυσικού αερίου

του Γ. Δελαστίκ
Εξελίξεις στρατηγικής σημασίας κυοφορούνται γύρω από τη διεθνή θέση της Κύπρου μετά την ανακάλυψη αξιόλογων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) που καθόρισε το Ισραήλ για τον εαυτό του, ερχόμενο σε συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία για την οριοθέτηση των ΑΟΖ τους, αλλά ερήμην του Λιβάνου, που απορρίπτει ήδη τη συμφωνία αυτή.


Εν πρώτοις η συμπαράταξη της Λευκωσίας με το Τελ Αβίβ στο θέμα αυτό αντικειμενικά φέρνει την Κύπρο αντιμέτωπη με όλα τα αραβικά κράτη, κάτι που ευνοεί την Τουρκία, η οποία έχει ήδη αποκαταστήσει άριστες σχέσεις με τους Αραβες λόγω της εξαιρετικά γενναίας στάσης του Ερντογάν στο Παλαιστινιακό, που δικαίως τον έχει καταστήσει ήρωα του αραβικού κόσμου.
Η διεύρυνση του τουρκοαραβικού μετώπου που ήδη σφυρηλατείται διευκολύνει την Αγκυρα να επιδιώξει και να πετύχει αναγνωρίσεις του κατοχικού καθεστώτος του «Αττίλα» στο βόρειο κομμάτι της Κύπρου, αν και όταν η τουρκική ηγεσία κρίνει ότι τη συμφέρει μια τέτοια κίνηση, από πολλά αραβικά και μουσουλμανικά καθεστώτα.
Μέχρι τώρα οι Αραβες ήταν απόλυτα αντίθετοι σε μια τέτοια αναγνώριση, λογικό όμως είναι να αλλάξει πλέον η στάση τους εξαιτίας της ενεργειακής συμμαχίας Κύπρου - Ισραήλ. Αυτή είναι μια σοβαρή προφανώς αρνητική και ανεπιθύμητη εξέλιξη.
Από την άλλη πλευρά, το σημαντικότερο είναι πως αν όντως αποδειχθούν μεγάλα τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στις ΑΟΖ του Ισραήλ και της Κύπρου σε βαθμό που να μπορούν να γίνουν εξαγωγές αερίου στην Ευρώπη, τότε θα λάβει χώρα μια στρατηγικής σημασίας αλλαγή για το Κυπριακό: θα αλλάξει ριζικά το πλαίσιο εντός του οποίου θα αντιμετωπίζουν πλέον το πρόβλημα οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις πρωτίστως η Γερμανία και η Γαλλία, αλλά και οι ΗΠΑ σε έναν βαθμό.
Από μια «ενοχλητική» ελληνοτουρκική διαφορά στο ανατολικό άκρο της Μεσογείου, το Κυπριακό θα ενταχθεί για το Βερολίνο και το Παρίσι στο πλαίσιο της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης! Ως πρόβλημα τέτοιας φύσης πλέον είναι βέβαιο ότι θα τύχει ιδιαίτερης προσοχής από τους Γερμανούς και τους Γάλλους.
Θα τους ενδιαφέρουν στο μέλλον πολύ περισσότερο οι εξελίξεις στο Κυπριακό ιδίως αν εκτιμήσουν ότι διακυβεύεται η ομαλή ροή φυσικού αερίου προς την Ευρώπη - αν, επαναλαμβάνουμε, αποδειχθεί εμπράκτως ότι όντως υπάρχει φυσικό αέριο προς εξαγωγή, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου βέβαιο σήμερα.
Το Ισραήλ θα επιδιώξει βεβαίως να εντάξει την Κύπρο στον σχεδιασμό του στον τομέα της ενέργειας και μέσω αυτού να τη χρησιμοποιήσει και ως παράγοντα προώθησης της πολιτικής του απέναντι στα αραβικά κράτη και την Τουρκία, όταν αυτό το επιτρέπουν οι περιστάσεις.
Δεν πρόκειται περί απλής υπόθεσης φαντασίας. Το Τελ Αβίβ το έκανε ήδη αυτό προ δύο εβδομάδων όταν ο Ισραηλινός υπουργός Υποδομών Ούζι Λαντάου υποστήριξε σε συνέντευξη Τύπου ότι «η συμφωνία με την Κύπρο χαράσσει το όριο των θαλάσσιων συνόρων του Ισραήλ προς βορρά και ορίζει ντε φάκτο τα σύνορα με τον Λίβανο»!
Εύλογη είναι η σκέψη ότι τώρα που το ενδιαφέρον των μεγάλων χωρών για την Κύπρο πιθανόν θα αναβαθμιστεί εξαιτίας του φυσικού αερίου, ενδέχεται οι Γερμανοί, οι Γάλλοι και οι λοιποί Ευρωπαίοι να υποστηρίξουν περισσότερο τις θέσεις της Λευκωσίας για την επίλυση του Κυπριακού.
Η ορθότητα αυτής της σκέψης είναι άκρως αμφιλεγόμενη. Επί τριάντα πέντε χρόνια τώρα οι κυπριακές κυβερνήσεις επιδιώκουν λύσεις του προβλήματος βασιζόμενες στις αρχές και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, ζητώντας να εφαρμοστούν θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Θα συνιστούσε σοβαρότατο σφάλμα να εγκαταλείψει η Λευκωσία αυτό το πλαίσιο και να εναποθέσει τη λύση του Κυπριακού στα τρέχοντα ενεργειακά συμφέροντα των Γερμανών και των Γάλλων, έχοντας την αυταπάτη ότι έτσι το Βερολίνο και το Παρίσι θα? ευνοήσουν την Κύπρο εις βάρος της Τουρκίας, όσες παροδικές κόντρες και αν έχουν με την Αγκυρα.
ΡΙΣΚΟ
Η εκμετάλλευση αντιθέσεων άλλων
Η ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ των σχέσεων Τουρκίας - Ισραήλ έχει οδηγήσει τόσο την Αθήνα όσο και τη Λευκωσία στο να εγκαταλείψουν την παραδοσιακά φιλοαραβική πολιτική τους και να στραφούν προς το Ισραήλ, νομίζοντας ότι έτσι μπορούν να εκμεταλλευθούν υπέρ των ελληνικών και κυπριακών συμφερόντων τις αντιθέσεις μεταξύ Αγκυρας και Τελ Αβίβ. Είναι άλλο πράγμα όμως η προσπάθεια αξιοποίησης της κατάστασης αυτής με στόχο την αποκόμιση οποιουδήποτε βραχυπρόθεσμου κέρδους καταστεί δυνατόν και εντελώς άλλο η χάραξη στρατηγικής βασιζόμενης στις αντιθέσεις αυτές. Το δεύτερο συνιστά επιπόλαιη και επικίνδυνη πολιτική, που θα βρεθεί μετέωρη αν το Ισραήλ αποκαταστήσει τις σχέσεις του με την Τουρκία όπως απεγνωσμένα επιδιώκει.
Πηγή: Εφημερίδα " Εθνος"