By John Sfakianakis*
Τα δραματικά γεγονότα των τελευταίων μηνών, καταδεικνύουν τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Στην πραγματικότητα όμως, η χώρα αντιμετωπίζει μια ακόμη βαθύτερη πολιτική και κοινωνική κρίση. Δεδομένου ότι αυτή την κρίση την δημιούργησαν οι περισσότεροι Έλληνες, πολιτικοί και κοινωνία ομοίως, θα χρειαστεί παραπάνω από μια αναδιάρθρωση για να διορθωθεί.
Τα δραματικά γεγονότα των τελευταίων μηνών, καταδεικνύουν τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Στην πραγματικότητα όμως, η χώρα αντιμετωπίζει μια ακόμη βαθύτερη πολιτική και κοινωνική κρίση. Δεδομένου ότι αυτή την κρίση την δημιούργησαν οι περισσότεροι Έλληνες, πολιτικοί και κοινωνία ομοίως, θα χρειαστεί παραπάνω από μια αναδιάρθρωση για να διορθωθεί.
Το πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας είναι συνυφασμένο με διαπλεκόμενα συμφέροντα, κλεπτοκρατία και δωροδοκία. Από τις ημέρες του Ανδρέα Παπανδρέου, οικονομολόγου και πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού, η πολιτική μας περιπλέκεται γύρω από την επέκταση του δημοσίου τομέα, το πατρονάρισμα και τον δανεισμό. Ενώ όμως απέτυχε ως οικονομολόγος, ως πολιτικός ο πατέρας Παπανδρέου επέτυχε την μετατροπή του κινήματός του στον πιο ανταγωνιστικό πολιτικό παίχτη, με την άνευ όρων υποστήριξη των εργατικών συνδικάτων σε αντάλλαγμα για ρουσφέτια.
Ως εκ τούτου, ήταν σχεδόν αδύνατο να ανατραπεί το ελληνικό σύστημα λαϊκιστικής υποστήριξης και αναθέσεων. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ τριπλασιάστηκε από 28% το 1980 σε 89% το 1990. Οι συντηρητικοί εφάρμοσαν τις ίδιες πολιτικές που είναι αφιερωμένες στα διαπλεκόμενα συμφέροντα και την διαφθορά, οπότε σήμερα υποφέρουν και αυτοί από την ιστορία τους, ιστορία κουκουλώματος ελλειμμάτων και διαιώνισης της κουλτούρας των «κολλητών» και της κακοδιαχείρισης.
ο αποτέλεσμα είναι έλλειψη αρχηγών με ακεραιότητα και ειδίκευση. Η ευρύτερη αριστερά, η κομμουνιστές και η ακραία δεξιά, είναι διανοητικά χρεοκοπημένοι. Οι προοπτικές της Ελλάδας να αναδυθεί από την κρίση με την σημερινή πολιτική ελίτ είναι περιορισμένες, παρά τις διεθνείς εκκλήσεις για νέα πολιτική συναίνεση. Εν τω μεταξύ τα μήντια, παραδοσιακά διαπλεκόμενα με τους πολιτικούς, δεν μπορούν να θέσουν αυτή την ελίτ προ των ευθυνών της.
Αυτή η έλλειψη ηγεσίας εξηγεί σε ένα βαθμό τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας. Έχουμε γίνει καθαρός εισαγωγέας ως κράτος και χάσαμε την διεθνή μας ανταγωνιστικότητα. Στην δεκαετία από το 2000 η Ελλάδα είχε εμπορικό έλλειμμα 10% του ΑΕΠ, με τις εξαγωγές να μειώνονται 12%. Εκεί που ήμασταν καθαρός εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων το 1981, γίναμε καθαρός εισαγωγέας τροφίμων. Η βιομηχανία επίσης συρρικνώθηκε, εξαιτίας κακής ανταγωνιστικότητας και προσανατολισμού.
Ακόμη και ο τουρισμός αναπτύχθηκε λιγότερο απ’όσο θα έπρεπε, ενώ το εργατικό κόστος αυξήθηκε 40% στην δεκαετία του 2000. Η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, για την οποία η κυβέρνηση πάσχισε πολύ και για πολύ, δημιούργησε παράλογες αυξήσεις τιμών, με τον πληθωρισμό να αυξάνεται 15% και πλέον σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης μεταξύ 2000 και 2010.
Την ίδια ώρα, οι υψηλότεροι φόροι οδήγησαν σε μείωση της παραγωγής, καθώς οι μικρές επιχειρήσεις έκλειναν με τον ταχύτερο ρυθμό στην σύγχρονη ιστορία. Η πολιτική των εσόδων, που θεωρητικά στηρίζεται στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, απέτυχε. Και αντί να μειωθούν οι υψηλότερες συντάξεις, μειώθηκαν οι συντάξεις σε όλο το φάσμα, δημιουργώντας κοινωνική δυσαρέσκεια και διεύρυνση της ψαλίδας της εισοδηματικής ανισότητας.
Αν τα βάλουμε όλ’ αυτά μαζί, γίνεται βέβαιο ότι τα χρέη που έχουν μαζέψει οι Έλληνες δεν πρόκειται να πληρωθούν ποτέ στο ακέραιο. Για να γίνει κάτι τέτοιο, η Ελλάδα θα πρέπει να αναπτύσσεται 12% τον χρόνο σε πραγματικούς όρους, επί 30 χρόνια και πλέον. Όμως το 2001-08, ο μέσος όρος ανάπτυξης ήταν μόλις 3,9% (εκ των οποίων το 90% προερχόταν από τα ην κατανάλωση, συν το «μπόνους» των Ολυμπιακών Αγώνων 2004).
Το «κούρεμα» και η αναδιάρθρωση του χρέους είναι, λοιπόν, αναπόφευκτα. Τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα αν είχαν γίνει αναδιαρθρώσεις παλαιότερων χρεών πριν τις πρόσφατες επιχειρήσεις διάσωσης. Όμως εν τω μεταξύ χρειάζονται κι άλλες αλλαγές.
Αναπόφευκτες είναι και οι περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις –και αυτές επίσης θα έπρεπε να έχουν γίνει στην αρχή της κρίσης. Τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις δεν θα φτάσουν στο αναμενόμενο ποσό, στην καταπονημένη από την ύφεση σημερινή οικονομία. Η Ελλάδα χρειάζεται μικρότερο δημόσιο τομέα, με λιγότερους εργαζόμενους. Τα μέτρα για την βελτίωση της ωριαίας παραγωγικότητας, που κινήθηκαν 44% χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης το 2009, πρέπει επίσης να είναι προτεραιότητα. Κατά τα λοιπα, το ελληνικό κρατος –ο μεγαλυτερος ιδιοκτήτης γης στο έθνος- θα πρέπει να αξιοποιήσει και να ιδιωτικοποιήσει τα περιουσιακά του στοιχεία.
Η Ελλάδα χαράμισε δύο χρόνια. Μπορεί τώρα να αντιμετωπίσει μια τραπεζική κρίση, καθώς η εμπιστοσύνη των νοικοκυριών στις τράπεζες φθίνει, ενώ η ανεργία θα κινηθεί πάνω από το 20% φέτος. Όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η Ευρώπη σταδιακά θα χάσει την υπομονή της. Όταν οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες απομακρυνθούν από το πρόβλημα και η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία κινδυνεύουν λιγότερο από την κρίση, οι νεοέλληνες μπορεί κάλλιστα να αφεθούν στην τραγωδία τους.
Για να αποφευχθεί αυτό, θα πρέπει να ξεκινήσει μια οικονομική αναγέννηση, στην οποία οι Έλληνες θα πρέπει να επανεφεύρουν και να πειθαρχήσουν εαυτούς. Και αυτό πρέπει να αρχίσει με αλλαγή γενεάς –ηθικά, δεοντολογικά και πολιτικά.
*Ο αρθρογράφος είναι chief economist της Banque Saudi Fransi