Geopolitical Research Institute(GRI)/Εταιρεία Γεωπολιτικών Ερευνών(ΕΓΕ)

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Ευρώ ή δραχμή ;

 του Ανδρέα Τσιφτσιάν
Το ευρώ είναι ένα νόμισμα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών μεταξύ των νομισμάτων των χωρών που συμμετέχουν σε αυτό, αντίθετα με την δραχμή που λειτουργούσε σε ένα σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπου οι κεντρικές τράπεζες αφήνουν τη συναλλαγματική ισοτιμία να κινηθεί ελεύθερα με στόχο την εξίσωση της προσφοράς και της ζήτησης ξένου συναλλάγματος.
Η δραχμή λοιπόν μπορούσε να διολισθαίνει (σταδιακή μείωση της αξίας της έναντι των άλλων νομισμάτων μέσα από τα διεθνή χρηματιστήρια)  ή να υποτιμάται (διοικητικός καθορισμός της αξίας της σε σχέση με τα άλλα νομίσματα από την κεντρική κυβέρνηση/Τράπεζα της Ελλάδας)  και να το κάνει αυτό ως μέσο άμυνας, ώστε να απορροφά τους κραδασμούς εξαιτίας της προβληματικής  ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας και των ελλειμματικών εμπορικών της ισοζυγίων, όπου οι εισαγωγές της υπερέβαιναν τις εξαγωγές. Πολύ απλά, τα προϊόντα της Ελλάδας ήταν πολύ ακριβά για την ποιότητά τους. Με μια υποτίμηση (ή διολίσθηση) λοιπόν τα ελληνικά προϊόντα μπορούσαν να γίνονται «ελκυστικότερα» στα ράφια των ξένων χωρών και να εξάγονται πιο εύκολα, γιατί γινόταν πιο φθηνά, ενώ αντίστοιχα η ζήτηση των ξένων  προϊόντων στο εσωτερικό μειωνόταν, επειδή γινόταν ακριβότερα, φρενάροντας έτσι τις εισαγωγές. Αυτός ο μηχανισμός ήταν μια οικονομική λύση «τεχνικής» φύσης, που προσπαθούσε να διορθώσει τις εμπορικές ανισορροπίες,  αλλά δεν αντιμετώπιζε το κατ εξοχήν πρόβλημα ανάπτυξης της Ελλάδας στην καρδιά  και ουσία του. Κάποιος ξένος καταναλωτής δηλαδή αγόραζε ένα ελληνικό προϊόν κοιτώντας στην τιμή του και όχι στην ετικέτα του.

Ιστορικά λοιπόν η δραχμή έμαθε να λειτουργεί σε ένα διεθνές νομισματικό περιβάλλον ως φθηνό νόμισμα έναντι των άλλων, που μάλιστα συνεχώς έχανε την αξία του σε σχέση με αυτά, ως αποτέλεσμα  της συνεχούς μείωσης της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας.  Όταν ξαφνικά το 2002 το ευρώ έγινε το ελληνικό νόμισμα, η ελληνική οικονομία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια πρωτόγνωρη για αυτήν κατάσταση. Οι Έλληνες βρέθηκαν από την μια μέρα στην άλλη να κρατούν στα χέρια τους το ισχυρότερο νόμισμα του κόσμου που έμελε να γίνεται ολοένα και πιο ισχυρό και έτσι η Ελλάδα έγινε ακριβότερη ακόμη κι από την Κίνα. Το κουστούμι αυτό  ήταν πολλά νούμερα μεγαλύτερο από την «μικρόσωμη» ελληνική οικονομία, που δεν έριξε ποτέ βαρύτητα στην ουσιαστική ανάπτυξή της και διεύρυνση της παραγωγικής της βάσης τόσο ποσοτικά όσο κυρίως ποιοτικά, αλλά προγραμματίστηκε έτσι, ώστε να ζει πάντα με το χέρι απλωμένο καλύπτοντας τις συνεχώς αυξανόμενες  ανάγκες του πελατειακού-κομματικού κράτους της  με δανικά.
Το ευρώ αντίθετα έπρεπε να αποδείξει τις αντοχές του στο διεθνές περιβάλλον, να εδραιωθεί ως διεθνές ισχυρό νόμισμα και να δείξει τα δόντια στο αντίπαλο δέος, το δολάριο. Για αυτό τον σκοπό έπρεπε λοιπόν  να χαρακτηρίζεται από  ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Την διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών, να είναι δηλαδή ένα αντιπληθωριστικό, «σκληρό» νόμισμα που περισσότερο θα ανατιμάται παρά θα υποτιμάται. Όπως πολύ γλαφυρά λένε οι Γερμανοί: «το σταθερό νόμισμα δεν είναι το παν, αλλά χωρίς σταθερό νόμισμα είναι το παν τίποτα!». Ένα ασθενές νόμισμα θα μείωνε την αξία των καταθέσεων, που είναι το ενεργητικό κεφάλαιο των τραπεζών και αυτό με την σειρά του τις επενδύσεις, που γίνονται από τα δάνεια που μοιράζουν οι τράπεζες. Αυτό όμως δεν θα ήταν συμβατό με το όραμα μιας Ευρώπης (και ιδίως της Γερμανίας) που ήθελε να πρωτοστατεί σε ένα περιβάλλον Turbo-Kapitalismus με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ως ένα τέτοιο δυνατό, αξιόπιστο και σταθερό  νόμισμα το ευρώ είχε και ένα άλλο «παράδοξο» χαρακτηριστικό στοιχείο για όλα τα κράτη που το μοιράζονταν. Δημιούργησε αρχικά χαμηλά επιτόκια δανεισμού. Ειδικά οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου μπορούσαν ξαφνικά να δανείζονται φθηνά, πολύ φθηνότερα απ’ ότι πριν. Το ονομάζω παράδοξο, διότι ενώ ο φθηνός δανεισμός είναι ένα οικονομικό ευεργέτημα και μια ευκαιρία, στην περίπτωση της σπάταλης  Ελλάδας λειτούργησε μάλλον αρνητικά. Την παρέσυρε σε μια κατάσταση υπερδανεισμού με ολέθριες τελικά  συνέπειες. Το τυρί το είδαμε, την φάκα όχι.
Αναρωτιέται ίσως κανείς με τα παραπάνω, αν τελικά το πρόβλημα είναι στο ευρώ ή σε εμάς. Είναι το ευρώ προβληματικό ή η ελληνική οικονομία. Η απάντηση είναι πιστεύω απλή: Και τα δύο. Η Ελλάδα αποδείχτηκε ο πιο αδύναμος κρίκος της ευρωζώνης. Έσπασε πρώτη. Αυτό και μόνο το γεγονός δεν της επιτρέπει να επιρρίπτει τις ευθύνες μόνο στο ευρώ. Ξεγυμνώθηκε  ολοκληρωτικά και εκτέθηκε στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου. Οδηγήθηκε σε μια δημοσιονομική κρίση και κρίση χρέους εξαιτίας μιας μακρόχρονης πορείας διδύμων ελλειμμάτων, τόσο δηλαδή στον προϋπολογισμό της, όσο και στο εμπορικό ισοζύγιο. Ξόδευε περισσότερα απ όσα εισέπραττε και εξήγαγε λιγότερα απ όσα εισήγαγε. Δεν επένδυσε σε μια αέναη ανάπτυξη, δεν μεγάλωσε την παραγωγική της ικανότητα, μείωσε αντί να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της, έμεινε τεχνολογικά υπανάπτυκτη, δεν έγινε καινοτόμα, έδιωξε αντί να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, κι όταν αυτές γινόταν δεν ήταν νέες επενδύσεις που ξεκινούσαν από το μηδέν με νέες υποδομές, αλλά ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας σε ιδιωτικές εταιρίες ξένων συμφερόντων. Δεν είδε ποτέ την παιδεία και την εκπαίδευση ως εργαλείο και επένδυση  για το μέλλον και έδιωξε τις ελληνικές επιχειρήσεις στον βαλκανικό βορρά αφού πρώτα τις χρηματοδότησε φειδωλά. Η Ελλάδα θα οδηγούνταν στην καταστροφή αργά ή γρήγορα από τα δικά της λάθη και μόνο. Το ευρώ δεν είναι η  μόνη αιτία της ελληνικής κατάντιας.
Όμως το ευρώ κατά έναν οξύμωρο τρόπο την επιτάχυνε. Είναι ένα νόμισμα που δεν φτιάχτηκε γι αυτήν. Φτιάχτηκε από τους ισχυρούς της Ευρώπης για τους ισχυρούς της Ευρώπης με πολύ σοβαρά συστημικά προβλήματα, ελλείψεις και λάθη που υποτιμήθηκαν, όταν αυτό δημιουργούνταν. Είναι ένα  νόμισμα που προϋποθέτει τεράστιο βαθμό ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας για να την  ευεργετήσει με επιπλέον ανάπτυξη. Ενώ λοιπόν η Ελλάδα αύξησε την αξία του νομίσματός της μπαίνοντας στην ευρωζώνη και άρα έγινε ακριβότερη, ταυτόχρονα γινόταν (από δικά της λάθη) λιγότερο ανταγωνιστική. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να ακολουθήσει το ευρώ και το ευρώ δεν μπορούσε να την περιμένει. Ακολούθησαν αμφίδρομη πορεία και εδώ ακριβώς συνίσταται  το δομικό πρόβλημα της ευρωζώνης. Ενώ οι χώρες της Ευρωζώνης μοιράζονται την ίδια νομισματική πολιτική δεν έχουν και την ίδια κοινή οικονομική πολιτική. Όλοι μαζί και ο καθένας χώρια. Με αυτές τις συνθήκες οι μετά Χριστόν προφήτες και δημιουργοί της ευρωζώνης σε αυτήν της την μορφή βρέθηκαν ενώπιον μιας τερατογέννεσης. Μιας Ευρώπης δηλαδή που παράγει ελλείμματα στην περιφέρεια και πλεονάσματα στο κέντρο. Είναι πολιτική και οικονομική διαστροφή όταν τα κράτη της δεν μπορούν να δανείζονται με ένα ενιαίο και αδιαίρετο επιτόκιο, αλλά ξεχωριστά το καθένα για τον εαυτό του με χαοτικές διαφορές πια μεταξύ τους και αυτό γιατί δεν υπάρχει κοινή οικονομική πορεία και στόχος και άρα κοινή αξιοπιστία και προοπτική, ενώ όλοι βαστούν το ίδιο νόμισμα στα χέρια τους.

Εφόσον λοιπόν είδαμε ποιος φταίει, μοιραία γεννάται το επόμενο ερώτημα, αν πρέπει δηλαδή να εγκαταλείψουμε την ευρωζώνη και να επιστρέψουμε στην δραχμή. Ένα επιχείρημα μόνο υπάρχει για επιστροφή στη δραχμή και είναι ένα και μοναδικό. Η ικανότητα της δραχμής να διολισθαίνει και να υποτιμάται ως μηχανισμός προώθησης των εξαγωγών και άρα δημιουργίας συνθηκών ανάπτυξης. Στην Ελλάδα επιμένουμε να κατανοούμε λάθος την έννοια της ανάπτυξης, όπως το κάναμε τόσα χρόνια εννοώντας ανάπτυξη αποκλειστικά και μόνο την οικοδομή, μπερδεύοντας την προφανώς με την βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών και αριθμών, που όμως είναι κάτι άλλο. Ίσως βέβαια ξεχνούν κιόλας, ότι η Ελλάδα με την δραχμή δεν δημιούργησε ποτέ πλεονάσματα και ότι με την δραχμή παρατηρήθηκαν οι πιο τερατώδης αυξήσεις του δημόσιου χρέους και μάλιστα σε μια εποχή που απολάμβανε υπέρογκα ποσά επιδοτήσεων και χρηματοδοτήσεων από τα ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης που δεν έγιναν επί ευρώ.    Άρα μάλλον αλλού πρέπει να είναι το πρόβλημα. Είναι ένα πρόβλημα λογικής που θέλει αυξημένες εξαγωγές που προϋποθέτουν χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Μία εύκολη τεχνική λύση χωρίς όραμα για την ελληνική οικονομία, της οποίας όμως τα προβλήματα είναι δομικά και διαρθρωτικά. Αυτό το σπίτι δεν χρειάζεται μερεμέτια, αλλά γκρέμισμα και χτίσιμο από την αρχή μέσα από έναν φιλόδοξο, μακρόπνοο, ολοκληρωτικά νέο και επαναστατικά καινοτόμο  αναπτυξιακό σχεδιασμό.
Η ανταγωνιστικότητα δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, που δυστυχώς πολλοί την χρησιμοποιούν φιλολογικά ως ευσεβή πόθο, χωρίς να ξέρουν καν στις περισσότερες φορές τι σημαίνει. Είναι ένα μέγεθος που φέρνει σε σχέση ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά μεταξύ τους. Είναι ένας δείκτης που στον αριθμητή του αντικατοπτρίζει την  ποιότητα και στον παρονομαστή του την τιμή ενός αγαθού. Είναι τόσο δύσκολος στην μέτρησή του, όσο εύκολα μετρίσιμη είναι και η έννοια της ποιότητας. Ίσως από αυτή την αδυναμία κατανόησής  και σημασίας της ποιοτικής έννοιας, ρέπουν οι πιο πολλοί στο να ασχολούνται περισσότερο με το κόστος ενός αγαθού και όχι με το όφελος του. «Ας γίνουμε λοιπόν φθηνοί, εφόσον δεν έχουμε καταφέρει να γίνουμε χρήσιμοι».  Από αυτή την εξαίρεση δεν ξέφυγε ποτέ και η Ελλάδα, η οποία διέφευγε πάντα στην εύκολη και γρήγορη λύση. Ποιος ασχολείται με κάτι που θα δείξει τα αποτελέσματά του στο «μακρινό» μέλλον… Εγώ «καίγομαι» για αποτελέσματα εδώ και τώρα, και η Ελλάδα μας δυστυχώς για έναν «ανεξήγητο» λόγο, ποτέ δεν είχε  χρόνο, για να θέλει να ασχολείται με τον «χρονοβόρο» αριθμητή που δεν κερδίζει εκλογές.  Αυτό ήταν δουλειά των άλλων, που έμεναν ξυπνητοί  όταν εμείς κοιμόμασταν.  Δεν αναφέρομαι στην έννοια της ποιότητας, όπως την αντιλαμβανόταν μόνο ο Μarx , αλλά σε μια σύγχρονη τεχνοκρατική οικονομία που δεν ήρθε ως αντίληψη και νοοτροπία ποτέ στην πατρίδα μας όπως τα πανάκριβα εισαγόμενα προϊόντα, αδιαφορώντας πώς θα μπορούσαμε  να το κάνουμε κι εμείς.
Θέλω επίσης να κάνω κατανοητό όπως προανέφερα, ότι ακριβώς για τους παραπάνω λόγους η ανταγωνιστικότητα δεν έχει καμία σχέση με βελτίωση και ωραιοποίηση μακροοικονομικών μεγεθών, διότι αυτά αφορούν κυρίως σε ποσοτικές έννοιες. Θα θυμίσω μόνο τους «τεράστιους» ρυθμούς ανάπτυξής  στην προολυμπιακή Ελλάδα. Αυτό είναι κάτι που δεν κατάλαβαν ποτέ οι Έλληνες, γιατί δεν τους το  είπε και ποτέ κανείς. Και εδώ ακριβώς διαπιστώνει κανείς το μεγάλο κενό στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα, που οφείλει να καλυφθεί από μία νέα αντισυστημική σκέψη.  Αν διαβάσει κανείς τα προγράμματα των κομμάτων, θα διαπιστώσει ότι όλες οι λύσεις που προτείνονται αφορούν σε οικονομικές τεχνικές πρακτικές που αποσκοπούν σε βελτίωση μεγεθών. Σε ανάπτυξη είτε μέσω μείωσης φόρων, είτε μέσω μείωσης δημοσιονομικών ελλειμμάτων, πάταξης της φοροδιαφυγής κτλ. Διαφοροποιούνται μόνο ως προς αυτό, να δίνουν δηλαδή βαρύτητα είτε στην ζήτηση είτε στην προσφορά, ξεκαθαρίζοντας έτσι το καθένα τις πολιτικές του από το άλλο με βάση τις ιδεολογικές πεποιθήσεις του.   Όλα αυτά που προτείνουν είναι πολύ καλά και ευπρόσδεκτα, όμως εκλείπουν παντελώς οι αναφορές για καινοτομία, έρευνα και τεχνολογία, σύγχρονες μορφές παραγωγής και μεταποίησης, υψηλής εκπαιδευτικής κατάρτισης,  πάταξης της διαφθοράς, υγιούς και αξιοκρατικού συστήματος χρηματοδότησης, πράγματα που όμως επηρεάζουν ακριβώς τον αριθμητή του κλάσματός μας. Κι όταν πάλι υπάρχουν αναφορές σε αυτά, δεν γίνονται παρά ως άκρατη, γενικόλογη αμπελοφυλοσοφία, διατυπωμένες σε μια ρητορική του ιδεατού πόθου σε μακροσκελή κείμενα, χωρίς συγκεκριμένες κατευθύνσεις και ολοκληρωμένα διατυπωμένο εθνικό σχέδιο μιας επιθετικής και στοχευμένης  οικονομικής στρατηγικής.
Τα ανέφερα όλα αυτά για να πω, ότι η υποτίμηση της δραχμής είναι η ίδια και αυτή πλευρά του ίδιου νομίσματος, η ίδια λογική και οικονομική φιλοσοφία, που αγνοεί πεισματικά τον αριθμητή σε όφελος του παρονομαστή. Σε αυτό εγώ δεν θα έκανα συμβιβασμούς παρασυρόμενος από την δυσμενή κατάσταση του χρέους μας σήμερα. Πρέπει να πεισθώ για άλλη μια φορά λοιπόν, ότι η Ελλάδα μας δεν έχει χρόνο. Πρέπει να κάνουμε έκπτωση στο μέλλον, για να σώσουμε το παρόν υποτιμώντας την αξία μας, όπως το νόμισμά μας.  Και πρέπει να πεισθώ ακόμη, ότι η έξοδός μας από της ευρωζώνη είναι μέρος της λύσης του χρέους. Ε λοιπόν όχι. Ίσως τώρα παρά ποτέ είναι μια ευκαιρία να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, αυτή την φορά επιτέλους σωστά και να κάνουμε αυτό που επί αιώνες ήμασταν, αλλά δυστυχώς ξεχάσαμε ή μας έκαναν να το ξεχάσουμε: Η Ελλάδα ως παγκόσμιο brand name! Ξεκαθαρίζω, ότι ουδεμία σχέση δεν υπάρχει ανάμεσα στην επίλυση του χρέους με το νόμισμά μας. Η πρόταση για επίλυση του χρέους είναι μία άλλη συζήτηση όμως, στην οποία θα επανέλθω με άλλο άρθρο μου. Αναδιάρθρωση δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση έξοδο από την ευρωζώνη. Αυτό το έχουν καταλάβει όλοι πια και στην Ευρώπη. Επιστροφή στην δραχμή θα σήμαινε και για αυτούς ολοκληρωτική καταστροφή μέσα από μια αλυσιδωτή αντίδραση κατακρήμνισης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Για την Ελλάδα, ούτε λόγος. Οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες και μη αντιστρέψιμες.
Πρώτα από όλα θα εκτινασσόταν το ήδη υπάρχων δυσβάσταχτο ελληνικό δημόσιο χρέος. Ό,τι χρωστάμε σήμερα σε ευρώ θα το χρωστάμε σε δραχμές και μέσα από μία υποτίμηση θα αυξηθεί και η ονομαστική και η πραγματική του αξία, που πολύ πιθανόν να ξεπερνούσε και το 240% του ΑΕΠ.  Αλλά ακόμη κι αν διαγραφεί αυτό, ο τυχών μελλοντικός δανεισμός της χώρας θα πρέπει να πληρώνεται σε συνάλλαγμα γεγονός που σημαίνει ότι λόγω της συνεχούς διολίσθησης της δραχμής θα απαιτεί περισσότερες δραχμές για να εξυπηρετείται. Τα επιτόκια του δημόσιου δανεισμού θα πάρουν την ανιούσα, ενώ σήμερα βρίσκονται ήδη σε ασύλληπτα υψηλά νούμερα με ανοδική τάση, λόγω της κρίσης χρέους. Ο μηχανισμός αυτός θα επιταχυνόταν. Ακόμη κι αν βρίσκαμε άλλες χώρες, έτοιμες να μας δανείζουν (Κίνα, Ινδία, Ρωσία), δεν θα το έκαναν, παρά με τους κανόνες της αγοράς, κομμάτι της οποίας είναι και οι ίδιες. Θα ισοσκέλιζαν το συνεχώς αυξανόμενο ρίσκο δανεισμού μιας με αριθμητική πρόοδο φθίνουσας πορείας του νομίσματος μας, πουλώντας με ακριβότερο χρήμα. Ακόμη κι αν θελήσουν δηλαδή να μας βοηθήσουν με δάνεια, δεν θα θελήσουν ποτέ να μοιραστούν το ρίσκο, ειδικά μετά από μια διαγραφή χρεών.
Ανάλογη θα είναι η πορεία του ιδιωτικού χρέους. Στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια είτε θα πάψουν να εξυπηρετούνται, είτε θα είναι δυσβάσταχτα ακριβά. Με κάθε υποτίμηση η αξία των δανείων θα μεγαλώνει. Το επιτόκιο των στεγαστικών δανείων αναμένεται να επιβαρυνθεί επιπλέον σε επίπεδα της τάξης του 20-25%, καθιστώντας το όνειρο για το «δικό μου κεραμίδι» απαγορευτικό.  Το υψηλότερο επιτόκιο θα έχει επιπτώσεις τόσο στις δόσεις, όσο και στο ύψος του δανείου, γιατί πολύ απλά και τα δύο θα υπολογίζονται σε ευρώ, ενώ θα πληρώνονται δραχμές. Το υπόλοιπο της αποπληρωμής του δανείου λοιπόν θα αυξάνεται σε αντιστοιχία της διολίσθησης του νομίσματος, όσο θα αυξάνονται και οι δόσεις. Τα στεγαστικά δάνεια ανέρχονται σήμερα στην Ελλάδα σε ύψος περίπου των 80 δις ευρώ. Αρκεί να πολλαπλασιάσει κανείς αυτό το ποσόν με την παραπάνω επιβάρυνση τόκου, για να αντιληφθεί την αύξηση του ιδιωτικού χρέους προς τις τράπεζες από την μία μέρα στην άλλη. Κι όσο  η αγορά σπιτιού θα γίνεται λιγότερο ελκυστική η αντίστοιχη αύξηση στην ζήτηση για ενοικίαση κατοικίας θα αυξήσει την τιμή της.
Τα παραπάνω θα οδηγήσουν μοιραία σε αύξηση των επισφαλειών, με άλλα λόγια δηλαδή  σε τραπεζικές ζημιές, που με την σειρά τους, θα κλείσουν την στρόφιγγα ρευστότητας της αγοράς.  Αλλά η αναπόφευκτη μείωση στην ζήτηση στεγαστικών θα οδηγήσει σε υπερπροσφορά «φθηνής» στέγης, που θα είναι φθηνή μόνο για τους έχοντες και θα επιφέρει κόλαφο στο τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες συνεπώς θα επιβαρυνθούν επιπλέον κεφαλαιακά από την μείωση τιμών στα ακίνητα, γιατί θα χρειάζονται περισσότερα ρευστά διαθέσιμα. Για να καλύψουν δηλαδή οι τράπεζες τον κίνδυνο της μη εξυπηρέτησης δανείων, πρέπει να αυξήσουν το ρευστό του μη εξασφαλισμένου ποσού. Αν υποθέσουμε μια μεγάλη μείωση στην τιμή των ακινήτων ίση με το υπόλοιπο του δανείου, τότε αυτή θα επιβάρυνε τις τράπεζες με αυξημένες ανάγκες σε διαθέσιμα, πράγμα που θα έφερνε την αγορά σε μία δύνη αλυσιδωτού φαύλου κύκλου  με επιπλέον μείωση ρευστότητας. Οι θιασώτες της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής λοιπόν, θα πρέπει να τεκμηριώσουν τα επιχειρήματά τους, χωρίς να συνεχίζουν να αγνοούν τον παραπάνω μηχανισμό.
Η λαϊκή φτώχεια θα διευρυνθεί και θα βαθύνει. Οι καταθέσεις θα χάσουν την αξία τους και το καλάθι της νοικοκυράς, που αποτελείται σήμερα κατά 70% από εισαγόμενα προϊόντα θα γίνει ακριβότερο. Σύμφωνα με τελευταία δημοσίευση του τραπεζικού ελβετικού κολοσσού UBS  η δραχμή θα χάσει την αξία της κατά 60% στις πρώτες εβδομάδες. Αυτός ταυτόχρονα θα είναι και ο ρυθμός της μείωσης της αγοραστικής αξίας των Ελλήνων, της μείωσης δηλαδή του πραγματικού εισοδήματος, έναντι του ονομαστικού. Οι συνταξιούχοι και οι μισθωτοί θα πληρώνονται σε δραχμές, ενώ το κόστος διαβίωσής τους ουσιαστικά θα πληρώνεται σε ευρώ και θα αυξάνεται σε αντιστοιχία με την συνεχώς διευρυνόμενη ισοτιμία. Ακόμα κι αν οι εξαγωγές μας τονωθούν, θα οδηγήσουν σε αύξηση των τιμών ακόμη και των εγχώριων και όχι μόνο των εισαγόμενων προϊόντων στο εσωτερικό, διότι πολύ απλά θα υπάρξει αυξανόμενη ζήτηση με παράλληλη έλλειψή τους, που δεν θα μπορεί να καλυφθεί με αυξανόμενη προσφορά.
Και αυτό θα γίνει, διότι  τόσο η αγροτική οικονομία όσο και η βιομηχανία   μας θα αναγκάζονται να παράγουν με περισσότερο κόστος. Αυτό το κόστος είναι συνάρτηση κυρίως «εισαγόμενων» παραγόντων στην στρεβλή δόμηση της ελληνικής οικονομίας, όπου η παραγωγική ικανότητα είναι περιορισμένη και εξωγενώς εξαρτημένη. Από τους συντελεστές που την επηρεάζουν στην αγροτική και βιομηχανική μας παραγωγή μόνο ο παράγοντας της ανθρώπινης εργασίας δεν επηρεάζεται από τις συναλλαγματικές διαφορές. Όλα τα άλλα, καύσιμα, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, μέσα παραγωγής (γεωργικά και αρδευτικά  μηχανήματα, τρακτέρ, επαγγελματικά αυτοκίνητα) και γενικότερα οι πρώτες ύλες είναι κατά το πλείστον εισαγόμενες.  Αυτό το κόστος δεν θα το αναλάβουν οι βιομηχανίες μας, αλλά θα μετακληθεί στον τελικό καταναλωτή. Η βιομηχανική ελίτ της χώρας θα δρέπει απλά τους καρπούς των αυξανόμενων εξαγωγών και μείωση του εργατικού κόστους, γιατί ουσιαστικά αυτήν συμφέρει (αν συμφέρει) η επιστροφή στην δραχμή. Ελλάδα όμως δεν είναι αυτή η ελίτ. Είμαστε όλοι εμείς.
Οι επιπτώσεις στην Ελλάδα δεν θα αφήσουν αδιάφορη την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο. Θα ξεκινήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση με τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις. Νομίζω ότι καθηγητής Βαρουφάκης την περιέγραψε με τον πιο εύστοχο και γλαφυρό τρόπο.  Θέλω να καταθέσω το σκεπτικό του συνοπτικά αντιγράφοντάς το και  το οποίο με βρίσκει απολύτως σύμφωνο.  Οι ασθενέστερες χώρες της ευρωζώνης θα απαγορεύσουν την έξοδο κεφαλαίων από τον κίνδυνο ρευστοποιήσεων, για να μην βρεθούν και αυτές εκτός ευρώ.  Το επόμενο στάδιο θα είναι ότι οι αγορές θα προβλέψουν πως οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών θα σκεφτούν σοβαρά το κούρεμα των ομολόγων τους. Τα επιτόκια δανεισμού θα εκτιναχθούν. Οπότε η Γερμανία θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια ξεκάθαρη κατάσταση. Ή θα πρέπει να στηρίξει την ευρωζώνη με επανακεφαλαιοποίηση της ΕΚΤ ύψους 1 τρις ευρώ (πράγμα που δεν θα θέλει ή δεν θα μπορεί να κάνει) ή θα πρέπει για να σώσει το τομάρι της, να βγει η ίδια από το ευρώ! Αυτό θα είναι και το τέλος της ευρωζώνης, γιατί ευρώ χωρίς Γερμανία δεν νοείται. Και συνεχίσει ο καθηγητής Βαρουφάκης: «Τις μέρες που μεσολαβούν μέχρι την έκδοση του νέου Γερμανικού νομίσματος οι ουρές έξω από τις τράπεζες θα έχουν το αντίθετο σκοπό από εκείνες που προηγήθηκαν στην Ελλάδα: Οι πελάτες θα παλεύουν να βάλουν όσο πιο πολλά ευρώ έχουν σε μετρητά στην τράπεζα, γνωρίζοντας ότι τα χρήματά τους θα ανατιμηθούν με το που θα μετατραπούν στο Νέο Μάρκο. Το ίδιο όμως θα κάνουν και οι ξένοι: Θα στέλνουν όσα κεφαλαία μπορούν στις Γερμανικές τράπεζες, με αποτέλεσμα μια ανατίμηση του Νέου Μάρκου τουλάχιστον 50%, κάτι που θα φέρει την γερμανική βιομηχανία στα πρόθυρα μιας βαθειάς καθίζησης, καθώς οι εξαγωγές θα γίνουν, ξαφνικά, απαγορευτικά ακριβές  η απειλή της εκδίωξής μας από το ευρώ δεν είναι παρά μια φτηνή, κενή περιεχομένου, προσπάθεια να τρομοκρατηθούν οι Έλληνες. Γιατί; Ώστε να αποδεχθούμε την διαχείριση των οικονομικών και των πόρων της χώρας εξ ολοκλήρου από μια επιτροπή δανειστών μας».
Και το ντόμινο θα συνεχίζεται. Όποιος ευαγγελίζεται λοιπόν την σοβιετικοποίηση της ελληνικής οικονομίας, για να την προστατέψει με αυτόν τον τρόπο από τον πληθωρισμό, ελέγχοντας το τραπεζικό σύστημα, θα του έρθει μια νέα εισαγόμενη διεθνής κρίση κατακούτελα από εκεί που δεν το περιμένει, δίνοντας στην πλήρως εξαρτώμενη ελληνική οικονομία το χαριστικό χτύπημα. Σε αυτή την περίπτωση ούτε καν θα εξάγουμε περισσότερο, όπως θα ευελπιστούσαμε με το νέο μας νόμισμα, γιατί πολύ απλά προβλήματα ρευστότητας θα δημιουργηθούν παντού.  Ας σταματήσει λοιπόν η φιλολογία για επιστροφή στην δραχμή. Δεν βολεύει κανέναν. Τουλάχιστον δεν βολεύει κανέναν στην παρούσα στιγμή. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με όποιον βλέπει μια επιστροφή στην δραχμή πολύ μακροπρόθεσμα, εφόσον η Ελλάδα όμως γίνει ουσιαστικά μια οικονομικά άλλη χώρα και αλλάξει ολόκληρη την φιλοσοφία της για ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα. Κυρίως πρέπει πρώτα να καταλάβει, τί είναι ανταγωνιστικότητα. Επίσης και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας οφείλουν να δουν τα λάθη που έγιναν ήδη από τα γεννοφάσκια του ευρώ και που τώρα έρχονται αντιμέτωποι μαζί τους. Αυτό όμως χρειάζεται αλληλεγγύη, όχι μόνο με την ρομαντική της έννοια, αλλά και με την τεχνοκρατική έννοια μιας ουσιαστικής κοινής  οικονομικής συνεργασίας. Δεν υπάρχει η έννοια της δανειακής αλληλεγγύης κυρία Merkel, την οποία επικαλείστε, διότι ο δανεισμός έχει τόση σχέση με την αλληλεγγύη, όσο η αλληλεγγύη με εξάρτηση και σκλαβιά. Δεν πρέπει να αλλάξουν μόνο οι Έλληνες. Πρέπει να αλλάξετε κι εσείς.
Ανδρέας Τσιφτσιάν
Dplm in Economics-Controlling
Source: filologos.wordpress

Παγκοσμιοποίηση και Κράτος

του Απόστολου Αποστολόπουλου
Οι τελευταίες εξελίξεις στην ΕΕ, με την ωμή επιβολή των γερμανικών απόψεων στους πάντες, στα άλλα κράτη και τις Τράπεζες, επιβεβαίωσαν αυτό που μερικοί υποστήριζαν από την πρώτη στιγμή: ότι, δηλαδή, και στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης, ο καθοριστικός πυρήνας ισχύος του διεθνούς συστήματος είναι το Κράτος.
Ο ιδιωτικός οικονομικός παράγων παραμένει εξαρτώμενος από το Κράτος, όσο και αν αυτό διατηρεί την ιδιότητα του υπηρέτη των μεγάλων συμφερόντων.
Η απόδοση στο Κεφάλαιο εθνικών χαρακτηριστικών («αμερικανικό», «κινεζικό», «γερμανικό»), απλουστεύει και σχηματοποιεί αλλά δεν πλαστογραφεί την πραγματικότητα. Το Χρήμα έχει και σήμερα «ταυτότητα προέλευσης», έχει πατρίδα. Το Κράτος είναι και σήμερα το εκ των ων ουκ άνευ εφαλτήριο για να περιπλανηθεί εκτός συνόρων το Κεφάλαιο.
Κάθε αμφιβολία περί αυτών καταπίπτει μετά τις πρόσφατες αποφάσεις της ΕΕ, γερμανοκρατούμενης πλέον. Οι Τράπεζες, ο πλέον βασικός πυλώνας σήμερα του καπιταλιστικού συστήματος, καλούνται να συμμετάσχουν «εθελοντικά» σ’ αυτό που ονομάστηκε σωτηρία του ευρώ και της χώρας μας. Και, το σημαντικότερο, οι διαβόητες «Αγορές» φαίνεται, προσώρας, να προσαρμόζονται σε μια «υποχρεωτικά εθελοντική» αποδοχή ζημιών, ή απώλεια κερδών, δικών τους και των Τραπεζών. Εννοείται ότι θα εισπράξουν αποζημίωση για την ευπρεπή στάση τους. Αν πεισμώσουν, επικρέμαται Δαμόκλειος Σπάθη. Ο Ιδιωτικός Τομέας προκάλεσε σεισμό στο σύστημα. Η τυχόν άρνησή του να επωμιστεί μέρος των ζημιών μπορεί να αναμοχλεύσει επικίνδυνα τα κοινωνικά και πολιτικά θεμέλια του συστήματος. Με συνέπεια την αυτοκαταστροφή. Σ’ αυτό συμπυκνώνεται η ουσία της κρίσης.
Αν είναι έτσι τότε από την Οικονομία περνάμε ευθέως στις σχέσεις Κρατών. Όντως η τελευταία Σύνοδος των Βρυξελλών θεωρείται νίκη της Γερμανίας. Είναι, όμως, άραγε; Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν η Γερμανία νίκησε σε μια Σύνοδο αλλά αν μπορεί να ηγηθεί και πολύ περισσότερο να ηγεμονεύσει στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο-το ερώτημα μελετάται ήδη στο Βερολίνο. Κάθε αμφιβολία είναι βάσιμη. Η Γερμανία δεν έχει ούτε τους πόρους, ούτε τον πληθυσμιακό όγκο, ούτε τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, ώστε να ανταποκριθεί και να αντέξει για ικανό χρονικό διάστημα στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις μιας πραγματικά ηγεμονικής δύναμης. Όχι μόνη της. Όπως τώρα φαίνεται να επιδιώκει. Σε παγκόσμιο επίπεδο η Γερμανία είναι μια μικρομεσαία χώρα. Και τίποτα παραπάνω. Χωρίς δικές της πλουτοπαραγωγικές πηγές ή θα είναι εξαρτώμενη ή θα συγκρουστεί με τις πραγματικά Μεγάλες Δυνάμεις, ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα που έχουν ήδη προβάδισμα στον έλεγχο αυτών των πηγών. Η Γερμανία έχει την ισχυρότερη ευρωπαϊκή οικονομία αλλά όχι τόσο ισχυρή ώστε να επιβάλλεται σε όλους τους άλλους, όταν αποφασίσουν να της αντιπαρατεθούν. Η ΕΕ ήταν πάντα πεδίο μάχης, αλλά τώρα οι συγκρούσεις διεξάγονται δημοσίως. Η όξυνσή τους ίσως αποδειχθεί μοιραία για την ύπαρξή της.
Σ’ όλες αυτές τις σκέψεις ελλοχεύει μια οπτική απάτη. Να θεωρηθεί, δηλαδή, ότι η σύγκρουση εντοπίζεται και περιορίζεται στη διαμάχη Κρατών (κυβερνήσεων) και Αγορών. Στην πραγματικότητα ούτε οι πολιτικές ηγεσίες είναι ενιαίες ούτε οι Αγορές είναι μονολιθικές. Εξ ου και το «χάος» των απόψεων, οι κομματικές απειθαρχίες και παρεκκλίσεις. Οι αντίπαλοι, όμως, διαχωρίζονται σαφώς: οι απανταχού νεοφιλελεύθεροι χωμένοι σε όλα τα κόμματα (εξουσίας) απέναντι στους κατηγορούμενους ως λαϊκιστές, δηλαδή σε όσους επιθυμούν να επιβληθεί στοιχειώδης έλεγχος και κανόνες στη λειτουργία των Αγορών. Έπαθλο είναι ο (πλήρης) έλεγχος του Κράτους. Το κέντρο των αποφάσεων.
Αναπόφευκτη συνέπεια είναι ότι τόσο σε μικρές και αδύναμες χώρες, όπως η δική μας, όσο και σε κατά πολύ ισχυρότερες, όπως η Γαλλία, αναπτύσσονται ταχέως οι λεγόμενοι «εθνικισμοί», με αντίπαλό τους την υποτέλεια. Τη διαγραφόμενη μετωπική σύγκρουσή τους επιταχύνει η αθεράπευτη αλαζονεία του Βερολίνου. Αφού το Κράτος, αδύναμο ή ισχυρό, είναι το πεδίο διεκδίκησης και σύγκρουσης των κυβερνώντων τότε το Έθνος είναι η μόνη δυνατή καταφυγή, ο αναγκαστικός χώρος λαϊκής συσπείρωσης για να υπάρξει αντίσταση στην εισβολή και επιβολή, των όπλων ή του χρήματος. Όχι απλώς το Κράτος αλλά το Έθνος-Κράτος είναι εδώ. Είναι το συγκρουσιακό και αντιφατικό αλλά προνομιακό πεδίο του λαϊκού παράγοντα, ο πατριωτισμός είναι ώριμο τέκνο της ανάγκης. Και της οργής. Η νεοφιλελεύθερη (διακομματική) Δεξιά αυτοεξευτελίζεται (στην Ελλάδα) εντός και εκτός Βουλής, οι (διακομματικοί επίσης) «λαϊκιστές» παραμένουν άτολμοι, η Αριστερά κινείται στον «Κόσμο του πέρα βρέχει». Η ιδεολογία του πατριωτισμού είναι εκκρεμές, ανοιχτό ζήτημα. Αν ή όταν επιλυθεί θα συγκροτηθεί ισχυρό λαϊκό Κίνημα, ικανό να παράγει αποτελέσματα. Προσώρας ούτε τα δεξιά ή αριστερά «άκρα» ούτε οι αντίστοιχες κοινοβουλευτικές δυνάμεις προσφέρουν λύση.
Η (διακομματική) ελληνική ελίτ έτρεφε την αυταπάτη ότι θα μπορούσε να κυκλοφορεί στα ίδια σαλόνια με τους ευρωπαίους χωρίς να υποψιάζεται (αλλά και χωρίς να ενοχλείται από την ιδέα) ότι δεν θα φορούσε το σμόκιν των Κυρίων αλλά το σμόκιν του σερβιτόρου. Υπερηφάνως τώρα διακηρύσσει ότι καλώς ήρθαν οι ξένοι να μας κυβερνήσουν (δεδομένης της ανικανότητάς της) και επιζητεί συνένωση (συγκυβέρνηση) των διεφθαρμένων δυνάμεών της. Καλλιεργεί το ραγιαδισμό. Από την άλλη, τμήματα της Αριστεράς είχαν την αυταπάτη για μια «Ευρώπη των λαών», μια «Ευρώπη ανάποδα». Άλλα τμήματα της Αριστεράς φλυαρούν ανέξοδα περί εξόδου από την ΕΕ και το Ευρώ, ως απαρχή επαναστατικών διαδικασιών για το σοσιαλισμό (προφανώς το «σοσιαλισμό σε μία χώρα»), αγέρωχοι προ του κινδύνου το όλο εγχείρημα να εξελιχθεί σε φάρσα, όπως έχει προφητεύσει ο Μαρξ για τις ιστορικές επαναλήψεις. Ρητορείες εν κενώ.
Source : infognomonpolitics.gr

Η διαδικασία ενός δημοψηφίσματος

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών (τουλάχιστον 151) που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Σε αυτή την περίπτωση και αφού το ερώτημα δεν περιλαμβάνει ήδη ψηφισθέντα νόμο του κράτους απαιτείται το 40% (συν μία ψήφος)των εγγεγραμμένων προκειμένου το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας να είναι δεσμευτικό.
Το δημοψήφισμα μπορεί να γίνει για κρίσιμα εθνικά θέματα εξωτερικής πολιτικής ή άμυνας καθώς και για ζητήματα που απασχολούν την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική ζωή της χώρας όπως είναι η επικείμενη δανειακή σύμβαση. Η ψηφοφορία διενεργείται εντός 30 ημερών από την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος και οι εκλογείς ψηφίζουν ανά εκλογικές περιφέρειες όπως ορίζονται για την ανάδειξη βουλευτών.
Στη διενέργεια του δημοψηφίσματος συμμετέχουν τα πολιτικά κόμματα, καθώς και ενώσεις προσώπων, επιστημονικές, επαγγελματικές ή συνδικαλιστικές οργανώσεις. Βάσει της θέσης έναντι του ερωτήματος που τίθεται συγκροτούν και συμμετέχουν στην αντίστοιχη «Επιτροπή Υποστήριξης». Σε αυτές δεν διατίθεται καμία κρατική χρηματοδότηση, ενώ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου προβλέπονται συγκεκριμένα όρια για τη χρηματοδότησή τους.
Source : TA NEA