Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Από το 1969 μέχρι το 2005, ο ηγέτης της Λιβύης, Μουαμάρ Καντάφι, αντιπροσώπευε, στα μάτια του δυτικού κόσμου, ένα κλασσικό «τριτοκοσμικό δικτάτορα», ηγέτη ενός «κράτους που υπέθαλπε την τρομοκρατία». Τα τελευταία έξι χρόνια, μέχρι την έκρηξη της σημερινής κρίσης, ο Καντάφι εκθειαζόταν, από Ουάσιγκτον και Λονδίνο, ως «υπεύθυνος ηγέτης», έχοντας προσφέρει γην και... πετρέλαιο στους μέχρι πρότινος εχθρούς του.
H αιφνιδιαστική παραίτησή του από την παραγωγή όπλων μαζικής καταστροφής και η συνεργασία με τους Αμερικανούς στην καταδίωξη της Aλ Κάιντα απετέλεσαν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Κατεδαφίζοντας το έργο της επανάστασης που ο ίδιος ενέπνευσε με την ανατροπή της μοναρχίας το 1969, προχώρησε σε εκστρατεία ιδιωτικοποιήσεων ανοίγοντας το δρόμο για επενδύσεις ξένων κεφαλαίων και μεθοδευμένα προσέγγισε, πολιτικά, τον άξονα ΗΠΑ - Βρετανίας.
H απόφαση της κυβέρνησης του Καντάφι, που προκάλεσε έκπληξη σε πολλές ευρωπαϊκές και αραβικές πρωτεύουσες, απετέλεσε το επιστέγασμα σε μια σειρά ρηξικέλευθων επιλογών για την έξοδο της χώρας από τη διπλωματική της απομόνωση. Επιπλέον, η Λιβύη παρέδωσε στις HΠA σημαντικές πληροφορίες για εκατοντάδες ισλαμιστές εξτρεμιστές, συμπεριλαμβανομένων πολλών στελεχών της Aλ Kάιντα. Tο πιο εντυπωσιακό είναι ότι η Λιβύη, παλιά Ιταλική αποικία, που ήλθε σε αρκετές περιπτώσεις σε κρίση με τις HΠA επί Pέιγκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και φιγουράριζε μέχρι το 2005 ως ένας από τους πιθανούς στόχους του Τζορτζ Mπους, έκανε άνοιγμα στη Δύση μέσω Βρετανίας και Ηνωμένων Πολιτειών, την ίδια στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικά η Γαλλία, που είχαν πρωτοστατήσει στην άρση των διεθνών κυρώσεων κατά της Λιβύης, δεν είχαν ιδέα για τις μυστικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Καντάφι και στους Αγγλοαμερικανούς.
Η παραίτηση της Λιβύης από τα όπλα μαζικής καταστροφής και η προθυμία του Καντάφι να συνεργαστεί με τους Αμερικανούς απετέλεσε άμεσο υποπροϊόν του πολέμου στο Ιράκ, καθώς ο Καντάφι έλαβε το μήνυμα ότι θα μπορούσε να μοιραστεί την τύχη του Σαντάμ σε μία περίοδο αυξημένης και μονομερούς άσκησης ισχύος από την παγκόσμια υπερδύναμη.
Όταν έκανε αυτά τα ανοίγματα ο Καντάφι, τέτοιες εκτιμήσεις είχαν υποτιμήσει τη δυναμική των εσωτερικών εξελίξεων στη Λιβύη. H μεγάλη στροφή του Καντάφι άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του ’90, με την απόφασή του να διακόψει τους δεσμούς με τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (IRA) καθώς επίσης και με ορισμένες ριζοσπαστικές παλαιστινιακές οργανώσεις, όπως της οργάνωσης του Αμπού Νιντάλ, σε μία εποχή που έπαιρνε σάρκα και οστά η ειρηνευτική διαδικασία του Όσλο. Ακολούθησε η παράδοση δύο Λιβύων που κατηγορούνταν (και καταδικάστηκαν) για την πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση του Λόκερμπι το 1988 και η απόφαση της Λιβύης να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων με το ποσό των 2,7 δις. δολαρίων. Πολλοί αναλυτές στη δύση είχαν παρασυρθεί από αυτή η αλλαγή η οποία άρχισε να συντελείται με την ταυτόχρονη απόσυρση του Καντάφι από την τρέχουσα διαχείριση των εσωτερικών πολιτικών υποθέσεων, κρατώντας για τον εαυτό του μόνο τον συμβολικό τίτλο του «Ηγέτη της Επανάστασης». Ο διορισμός στο πρωθυπουργικό αξίωμα του τεχνοκράτη Σούκρι Γκάνεμ επιτάχυνε τον ρυθμό των εσωτερικών μεταρρυθμίσεων, που περιελάμβαναν την ιδιωτικοποίηση 300 κρατικών επιχειρήσεων και ανοίγματα στο ξένο κεφάλαιο. Όλα αυτά οι δυτικοί αναλυτές τα υπερεκτίμησαν και βρέθηκαν προ εκπλήξεων όταν τις τελευταίες εβδομάδες το κύμα της πολιτικής κρίσης έπληξε με βίαιο τρόπο τη Λιβύη.
Στην εξωτερική πολιτική, ο Καντάφι είχε από καιρό αποσυρθεί από τις εξελίξεις στον αραβικό κόσμο, διατηρώντας χαμηλό προφίλ στο Παλαιστινιακό και στην ιρακινή κρίση. Αυτό τον βοήθησε να υποκαταστήσει τον παραδοσιακό παναραβισμό του, που απέβλεπε στο να αυξήσει το κύρος του στον Αραβικό κόσμο, με μία νέα ιδεολογική κατεύθυνση, αυτή του «παναφρικανισμού». Για τον Καντάφι, ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι ο παναραβισμός χρεοκόπησε και αν υπήρχε ένας χώρος όπου η Λιβύη θα μπορούσε να παίξει κάποιο ρόλο ήταν αυτός της Αφρικής. Αυτό που επεδίωξε ο Καντάφι, με τα σταδιακά ανοίγματά του προς τις ΗΠΑ, ήταν να καταστεί η γέφυρα μεταξύ Δύσης και Αφρικής. Ο, ιστορικής σημασίας, συμβιβασμός του Λίβυου δικτάτορα με τον πάλαι ποτέ άσπονδο εχθρό του σηματοδότησε την ήττα και ταυτόχρονα το τέλος της μακράς ριζοσπαστικής του πορείας, αυτό που ο ίδιος χαρακτήρισε ως τον «Τρίτο Δρόμο», δηλαδή τον συνδυασμό της αντιιμπεριαλιστικής εξωτερικής πολιτικής και τον Αραβικό σοσιαλισμό ως βασικής συνιστώσας της εσωτερικής του πολιτικής.
Αυτές όμως οι μεταστροφές δεν απεδείχθησαν ικανές ούτε να αναχαιτίσουν την έκρηξη της βίαιης κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης εναντίον του Καντάφι ούτε ανάγκασαν τις δυτικές δυνάμεις να τον προστατεύσουν όταν άρχισε να καταρρέει. Συμπερασματικά, τόσο η κρίση στην Αίγυπτο όσο και η κρίση στη Λιβύη αποδεικνύουν ότι οι δυτικές δυνάμεις διεμόρφωσαν μακροχρόνιο στρατηγικό σχεδιασμό στη Μέση Ανατολή δίδοντας έμφαση στην σταθερότητα των τοπικών καθεστώτων υποτιμώντας στρατηγικά την ανατρεπτική δυναμική που θα μπορούσαν να πάρουν οι εξελίξεις από την απουσία στοιχειωδών πολιτικών ελευθεριών. Αυτό ας αποτελέσει ένα μάθημα στρατηγικής, γιατί την επόμενη φορά που θα υπάρξει νέο κύμα ανατροπών στη Μ. Ανατολή ίσως να μην υπάρχουν ενδιάμεσες πολιτικές επιλογές που να διασώζουν το δυτικό γεωστρατηγικό σχεδιασμό στην περιοχή, αφού κάθε κρίση από δω και πέρα θα φέρει τους Ισλαμιστές ολοένα και περισσότερο πλησίον των δομών εξουσίας.
Source : infognomonpolitics
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Από το 1969 μέχρι το 2005, ο ηγέτης της Λιβύης, Μουαμάρ Καντάφι, αντιπροσώπευε, στα μάτια του δυτικού κόσμου, ένα κλασσικό «τριτοκοσμικό δικτάτορα», ηγέτη ενός «κράτους που υπέθαλπε την τρομοκρατία». Τα τελευταία έξι χρόνια, μέχρι την έκρηξη της σημερινής κρίσης, ο Καντάφι εκθειαζόταν, από Ουάσιγκτον και Λονδίνο, ως «υπεύθυνος ηγέτης», έχοντας προσφέρει γην και... πετρέλαιο στους μέχρι πρότινος εχθρούς του.
H αιφνιδιαστική παραίτησή του από την παραγωγή όπλων μαζικής καταστροφής και η συνεργασία με τους Αμερικανούς στην καταδίωξη της Aλ Κάιντα απετέλεσαν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Κατεδαφίζοντας το έργο της επανάστασης που ο ίδιος ενέπνευσε με την ανατροπή της μοναρχίας το 1969, προχώρησε σε εκστρατεία ιδιωτικοποιήσεων ανοίγοντας το δρόμο για επενδύσεις ξένων κεφαλαίων και μεθοδευμένα προσέγγισε, πολιτικά, τον άξονα ΗΠΑ - Βρετανίας.
H απόφαση της κυβέρνησης του Καντάφι, που προκάλεσε έκπληξη σε πολλές ευρωπαϊκές και αραβικές πρωτεύουσες, απετέλεσε το επιστέγασμα σε μια σειρά ρηξικέλευθων επιλογών για την έξοδο της χώρας από τη διπλωματική της απομόνωση. Επιπλέον, η Λιβύη παρέδωσε στις HΠA σημαντικές πληροφορίες για εκατοντάδες ισλαμιστές εξτρεμιστές, συμπεριλαμβανομένων πολλών στελεχών της Aλ Kάιντα. Tο πιο εντυπωσιακό είναι ότι η Λιβύη, παλιά Ιταλική αποικία, που ήλθε σε αρκετές περιπτώσεις σε κρίση με τις HΠA επί Pέιγκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και φιγουράριζε μέχρι το 2005 ως ένας από τους πιθανούς στόχους του Τζορτζ Mπους, έκανε άνοιγμα στη Δύση μέσω Βρετανίας και Ηνωμένων Πολιτειών, την ίδια στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικά η Γαλλία, που είχαν πρωτοστατήσει στην άρση των διεθνών κυρώσεων κατά της Λιβύης, δεν είχαν ιδέα για τις μυστικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Καντάφι και στους Αγγλοαμερικανούς.
Η παραίτηση της Λιβύης από τα όπλα μαζικής καταστροφής και η προθυμία του Καντάφι να συνεργαστεί με τους Αμερικανούς απετέλεσε άμεσο υποπροϊόν του πολέμου στο Ιράκ, καθώς ο Καντάφι έλαβε το μήνυμα ότι θα μπορούσε να μοιραστεί την τύχη του Σαντάμ σε μία περίοδο αυξημένης και μονομερούς άσκησης ισχύος από την παγκόσμια υπερδύναμη.
Όταν έκανε αυτά τα ανοίγματα ο Καντάφι, τέτοιες εκτιμήσεις είχαν υποτιμήσει τη δυναμική των εσωτερικών εξελίξεων στη Λιβύη. H μεγάλη στροφή του Καντάφι άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του ’90, με την απόφασή του να διακόψει τους δεσμούς με τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (IRA) καθώς επίσης και με ορισμένες ριζοσπαστικές παλαιστινιακές οργανώσεις, όπως της οργάνωσης του Αμπού Νιντάλ, σε μία εποχή που έπαιρνε σάρκα και οστά η ειρηνευτική διαδικασία του Όσλο. Ακολούθησε η παράδοση δύο Λιβύων που κατηγορούνταν (και καταδικάστηκαν) για την πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση του Λόκερμπι το 1988 και η απόφαση της Λιβύης να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων με το ποσό των 2,7 δις. δολαρίων. Πολλοί αναλυτές στη δύση είχαν παρασυρθεί από αυτή η αλλαγή η οποία άρχισε να συντελείται με την ταυτόχρονη απόσυρση του Καντάφι από την τρέχουσα διαχείριση των εσωτερικών πολιτικών υποθέσεων, κρατώντας για τον εαυτό του μόνο τον συμβολικό τίτλο του «Ηγέτη της Επανάστασης». Ο διορισμός στο πρωθυπουργικό αξίωμα του τεχνοκράτη Σούκρι Γκάνεμ επιτάχυνε τον ρυθμό των εσωτερικών μεταρρυθμίσεων, που περιελάμβαναν την ιδιωτικοποίηση 300 κρατικών επιχειρήσεων και ανοίγματα στο ξένο κεφάλαιο. Όλα αυτά οι δυτικοί αναλυτές τα υπερεκτίμησαν και βρέθηκαν προ εκπλήξεων όταν τις τελευταίες εβδομάδες το κύμα της πολιτικής κρίσης έπληξε με βίαιο τρόπο τη Λιβύη.
Στην εξωτερική πολιτική, ο Καντάφι είχε από καιρό αποσυρθεί από τις εξελίξεις στον αραβικό κόσμο, διατηρώντας χαμηλό προφίλ στο Παλαιστινιακό και στην ιρακινή κρίση. Αυτό τον βοήθησε να υποκαταστήσει τον παραδοσιακό παναραβισμό του, που απέβλεπε στο να αυξήσει το κύρος του στον Αραβικό κόσμο, με μία νέα ιδεολογική κατεύθυνση, αυτή του «παναφρικανισμού». Για τον Καντάφι, ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι ο παναραβισμός χρεοκόπησε και αν υπήρχε ένας χώρος όπου η Λιβύη θα μπορούσε να παίξει κάποιο ρόλο ήταν αυτός της Αφρικής. Αυτό που επεδίωξε ο Καντάφι, με τα σταδιακά ανοίγματά του προς τις ΗΠΑ, ήταν να καταστεί η γέφυρα μεταξύ Δύσης και Αφρικής. Ο, ιστορικής σημασίας, συμβιβασμός του Λίβυου δικτάτορα με τον πάλαι ποτέ άσπονδο εχθρό του σηματοδότησε την ήττα και ταυτόχρονα το τέλος της μακράς ριζοσπαστικής του πορείας, αυτό που ο ίδιος χαρακτήρισε ως τον «Τρίτο Δρόμο», δηλαδή τον συνδυασμό της αντιιμπεριαλιστικής εξωτερικής πολιτικής και τον Αραβικό σοσιαλισμό ως βασικής συνιστώσας της εσωτερικής του πολιτικής.
Αυτές όμως οι μεταστροφές δεν απεδείχθησαν ικανές ούτε να αναχαιτίσουν την έκρηξη της βίαιης κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης εναντίον του Καντάφι ούτε ανάγκασαν τις δυτικές δυνάμεις να τον προστατεύσουν όταν άρχισε να καταρρέει. Συμπερασματικά, τόσο η κρίση στην Αίγυπτο όσο και η κρίση στη Λιβύη αποδεικνύουν ότι οι δυτικές δυνάμεις διεμόρφωσαν μακροχρόνιο στρατηγικό σχεδιασμό στη Μέση Ανατολή δίδοντας έμφαση στην σταθερότητα των τοπικών καθεστώτων υποτιμώντας στρατηγικά την ανατρεπτική δυναμική που θα μπορούσαν να πάρουν οι εξελίξεις από την απουσία στοιχειωδών πολιτικών ελευθεριών. Αυτό ας αποτελέσει ένα μάθημα στρατηγικής, γιατί την επόμενη φορά που θα υπάρξει νέο κύμα ανατροπών στη Μ. Ανατολή ίσως να μην υπάρχουν ενδιάμεσες πολιτικές επιλογές που να διασώζουν το δυτικό γεωστρατηγικό σχεδιασμό στην περιοχή, αφού κάθε κρίση από δω και πέρα θα φέρει τους Ισλαμιστές ολοένα και περισσότερο πλησίον των δομών εξουσίας.
Source : infognomonpolitics