H σημερινή Τουρκία μοιάζε με μία άλλη χώρα εν σχέσει με την Τουρκία του 2001. Για δεκαετίες, η Τουρκία έδινε την εικόνα μιας χώρας που μαστιζόταν από οικονομική αρρυθμία. Τις βραχείς περιόδους ανάπτυξης διαδέχονταν κατακλυσμιαίες οικονομικές κρίσεις. Η οικονομία ήταν κλειστή και η εμπιστοσύνη που η χώρα ενέπνεε στο διεθνή επενδυτικό κόσμο περιορισμένη. Η θεαματική ανάκαμψη της Τουρκίας από την κρίση του 2000-2001 επιτεύχθηκε χάρη σε μία πολιτική που κατήρτισαν οι τουρκικές κυβερνήσεις σε συνδυασμό με το ΔΝΤ. Η ανάκαμψη οδήγησε, για πρώτη φορά ίσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (στον οποίο δε συμμετείχε η Τουρκία), στην πολυπόθητη οικονομική σταθερότητα. Οι βάσεις μάλιστα που κτίσθηκαν την περίοδο 2002-2007, κατά την πρώτη διακυβέρνηση από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), ήταν τόσο γερές ώστε η Τουρκία να περάσει τη διεθνή οικονομική κρίση με μικρές – σε σχέση με τις δυτικές οικονομίες – απώλειες, στηριζόμενη στις δικές της αποκλειστικά δυνάμεις.
Το 2001, η Τουρκία ήταν στα πρόθυρα οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης. Παρότι η χώρα είχε περάσει από πολλές κρίσεις, εκείνη του 2001 ήταν κατά γενική ομολογία η πιο σοβαρή. Κατά τη διάρκεια του 2001, το ΑΕΠ της Τουρκίας μειώθηκε κατά 5.7%, ο πληθωρισμός στις τιμές των καταναλωτικών αγαθών έφθασε το 55% και η τουρκική λίρα υποτιμήθηκε κατά 51% έναντι των κυρίων ξένων νομισμάτων. Οι χρεοκοπίες επιχειρήσεων ανακοινώνονταν η μία μετά την άλλη, και χιλιάδες εργαζόμενοι βρέθηκαν στο δρόμο.
Για να αντιμετωπίσει την κρίση, η τότε κυβέρνηση Έτσεβιτ μετακάλεσε τον επιφανή οικονομολόγο Κεμάλ Ντερβίς από την Παγκόσμια Τράπεζα και του ανέθεσε το υπουργείο οικονομικών. Αν και η θεαματική ανάκαμψη της τουρκικής οικονομίας είθισται να αποδίδεται στο ΑΚΡ, γίνεται δεκτό πως οι βάσεις της βρίσκονται στο τολμηρό πρόγραμμα του Ντερβίς. Ο τεχνοκράτης, που εργάσθηκε για 22 χρόνια στην Παγκόσμια Τράπεζα, επελέγη λόγω της κρισιμότητας της καταστάσεως και του φόβου μιας λαϊκής εξέγερσης που διακατείχε την τότε πολιτική τάξη της Τουρκίας. Ήταν μία άριστη επιλογή, καθώς ο Ντερβίς ήταν ανεξάρτητος από τα τοπικά συμφέροντα στην Τουρκία και τα κυκλώματα διαφθοράς που λυμαίνονταν την οικονομική ζωή. Με τη στήριξη του επιχειρηματικού κόσμου και των συλλογικών του οργάνων, ο Ντερβίς προώθησε ένα τολμηρότατο πρόγραμμα, το πολιτικό κόστος του οποίου καμμία κυβέρνηση ως τότε δε θα είχε τολμήσει να αναλάβει.
Σημειωτέον ότι πέραν της έξυπνης επιλογής ενός τεχνοκράτη, στην Τουρκία τα συλλογικά όργανα των εργοδοτικών οργανώσεων, όπως ο Σύνδεσμος Τούρκων Εμποροβιομηχάνων (TUSIAD) διαθέτουν σημαντική και υπεύθυνη δράση και επιρροή, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Τοποθετούνται δε παραδοσιακά υπέρ της οικονομικής και πολιτικής φιλελευθεροποίησης, της ένταξης στην ΕΕ και του εκδημοκρατισμού της χώρας. Παράλληλα, οι εν λόγω οργανώσεις αποφεύγουν τη μικροκομματική αντιπαράθεση και δεν επιχειρούν να προωθήσουν συμφέροντα ιδιωτών – μελών τους.
Χαίροντας μίας γενικότερης πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης, ο τεχνοκράτης της Παγκόσμιας Τράπεζας συνεργάσθηκε, από την κυβερνητική του πια θέση, με το ΔΝΤ και κατήρτισε ένα πακέτο μέτρων σταθερότητας που άλλαξε ριζικά το δομικό πλαίσιο της τουρκικής οικονομίας και τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Παράλληλα με μέτρα εξυγίανσης των τραπεζών και των θεσμών, ο Ντερβίς χρησιμοποίησε το διεθνές του κύρος από τη θητεία του στην Παγκόσμια Τράπεζα για να δανεισθεί 20 δις δολάρια από την εν λόγω τράπεζα και το ΔΝΤ. Τουρκία και ΔΝΤ είχαν υπογράψει συμφωνία το 1998, που παρείχε στον οργανισμό τη δυνατότητα στενής εποπτείας και ελέγχου της τουρκικής οικονομίας από ειδικό «κλιμάκιο της Τουρκίας» στα πλαίσια του ταμείου. Η χώρα αναδείχθηκε στο μεγαλύτερο δανειστή του ΔΝΤ, λαμβάνοντας την περίοδο 19999-2008 46 δις δολάρια.
Ωστόσο, η «ανάσταση» της Τουρκικής οικονομίας δεν επετεύχθη κυρίως χάρη στα δάνεια του ΔΝΤ, αλλά των βαθύτατων δομικών αλλαγών που ξεκίνησε ο Κεμάλ Ντερβίς και συνέχισαν οι δύο κυβερνήσεις του ΑΚΡ. Στο κέντρο του πακέτου σταθεροποίησης ήταν η περικοπή των κρατικών δαπανών, το πάγωμα των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, η μείωση των εταιρικών φόρων και αύξηση μιας σειράς άλλων, η αναμόρφωση της γραφειοκρατίας προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας και των ξένων επενδύσεων και η ιδιωτικοποίηση των σημαντικότερων κρατικών επιχειρήσεων. Οι ιδιωτικοποιήσεις και μόνο απέφεραν πάνω από 20 δις δολάρια στο δημόσιο ταμείο την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του ΑΚΡ. Παράλληλα, η Τουρκία εγκατέλειψε τη σύνδεση της ισοτιμίας της λίρας με το καλάθι νομισμάτων που παρακολουθούσε, και η τιμή της αφέθηκε να καθορισθεί από την αγορά. Το γεγονός ωφέλησε σημαντικά τους Τούρκους εξαγωγείς, που έζησαν τη χρυσή εποχή τους ώσπου η διεθνής κρίση τους αποστέρησε από μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής αγοράς.
Πίσω από την πρωτοφανή για τα χρονικά της Τουρκικής Δημοκρατίας άνθηση της τουρκικής οικονομίας, ωστόσο, βρίσκεται, κατά γενική γνώμη των αναλυτών, η μαζική εισροή ξένων κεφαλαίων στη χώρα. Η κυβέρνηση Έρντογαν ακολούθησε μία πολιτική ιδιαίτερα φιλική προς το ξένο κεφάλαιο, απομακρύνοντας μεγάλο μέρος των νομικών περιορισμών που δυσκόλευαν τις ξένες επενδύσεις, και ενθαρρύνοντας την εξαγορά τουρκικών εταιριών. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα έφθασαν κατά μέσο όρο τα 5 δις δολάρια το χρόνο. Η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης κατόρθωσε να μειώσει τον πληθωρισμό, που τη δεκαετία του 1990 κάλπαζε στο 70%, στο 12% το 2003. Το τραπεζικό σύστημα οχυρώθηκε με αυστηρούς κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας, ώστε οι τουρκικές τράπεζες – όσες γλίτωσαν την κρίση του 2000-2001 – να περάσουν αλώβητες τη διεθνή κρίση του 2008. Σήμερα μάλιστα, η κατάσταση έχει αναστραφεί, με τις τουρκικές τράπεζες να ερευνούν ευκαιρίες εξαγορών στο εξωτερικό. Παράλληλα, οι κυβερνήσεις του ΑΚΡ ενθάρρυναν τις τουρκικές επιχειρήσεις να ψάξουν αγορές για τα προϊόντα τους στο εξωτερικό. Σήμερα, τα τουρκικά καταναλωτικά αγαθά, οι τουρκικές κατασκευαστικές έχουν σαρώσει τις αγορές της Ανατολικής Ευρώπης, του Καυκάσου, της Μέσης Ανατολής, της Κεντρικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής.
Όπως σημειώνει το ίδιο το ΔΝΤ στις σχετικές με την Τουρκία εκθέσεις του, η θεαματική ανάκαμψη της Τουρκικής οικονομίας πραγματοποιήθηκε στις πλάτες των μισθωτών, που ανέλαβαν δυσανάλογα μεγάλο μέρος του βάρους της σχετικής προσπάθειας. Τα μέτρα οδήγησαν σε θεαματική αύξηση της ανεργίας. Οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων δεν έχουν ακόμη ανακάμψει από το πάγωμα του 2002, σημειώνεται στις εκθέσεις του οργανισμού. Παράλληλα, εκφράζεται ανησυχία για την «υπερβολική εξάρτηση» της οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα από την εισροή ξένου κεφαλαίου, υπό τη μορφή άμεσων ξένων επενδύσεων. Η εξάρτηση αυτή οδήγησε σε πτώση του ρυθμού ανάπτυξης λόγω της έλλειψης ρευστότητας στις αγορές μετά τη διεθνή κρίση του 2007.
Αν ο πρωθυπουργός Έρντογαν δηλώνει πως η Τουρκία «μπορεί πια να προχωρήσει μόνη της και δε χρειάζεται δάνεια – δεκανίκια», πολλοί είναι οι Τούρκοι αναλυτές που δηλώνουν πως η Τουρκία «αποφοίτησε από τη σχολή του ΔΝΤ». Από το 2006, η ΕΕ χαρακτηρίζει την τουρκική οικονομία στις ετήσιες εκθέσεις της ως «λειτουργούσα οικονομία της αγοράς». Πριν την οικονομική κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και επέφερε μία έλλειψη ρευστότητας, οι ξένοι επενδυτές χαρακτήριζαν την Τουρκία «επενδυτικό παράδεισο».
Ο παράδεισος αυτός της ελεύθερης και απαλλαγμένης από τη γραφειοκρατία, ταχύτατα αναπτυσσόμενης τουρκικής οικονομίας προκάλεσε και το ενδιαφέρον των ελληνικών επιχειρήσεων. Έτσι, η Εθνική Τράπεζα πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη εξαγορά ελληνικής τράπεζας στο εξωτερικό, αγοράζοντας την τουρκική Finansbank, ενώ η Eurobank ακολούθησε αποκτώντας την Tekfenbank. Ο όμιλος Υγεία εξαγόρασε τα ιδιωτικά νοσοκομεία Safak. Σήμερα όμως, η κατάσταση αντιστρέφεται, καθώς οι τουρκικές επιχειρήσεις έχουν θησαυρίσει εκμεταλλευόμενες τις ευνοϊκές ευκαιρίες των τελευταίων ετών ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Πολλές τουρκικές επιχειρήσεις κοιτούν προς την ελληνική αγορά για ευκαιρίες εξαγορών επιχειρήσεων, που υπόσχονται ανάπτυξη στο μέλλον αλλά ενδεχομένως βρίσκονται σε δύσκολη θέση στην παρούσα οικονομική συγκυρία.
Μπορεί άραγε η τουρκική εμπειρία οικονομικής ανάκαμψης να αποτελέσει παράδειγμα για την Ελλάδα; Είναι ένα ερώτημα που απασχολεί διεθνείς αναλυτές, την τουρκική κοινή γνώμη και τις κυβερνήσεις και των δύο χωρών. Η Τουρκία ήδη προσέφερε οικονομική αρωγή στην Ελλάδα, πρόταση που η κυβέρνηση Παπανδρέου απέρριψε. Η επίσκεψη του Τούρκου Υπουργού Οικονομικών και αντιπροέδρου της κυβερνήσεως Αλί Μπαμπατζάν στην Ελλάδα θεωρείται πως προετοιμάζει το έδαφος για την επερχόμενη επίσκεψη Έρντογαν το Μάιο, αλλά και εκείνο της ενδεχόμενης παροχής οικονομικών συμβουλών προς την κυβέρνηση της «χειμαζόμενης Ελλάδας».
Πολλοί Τούρκοι αναλυτές ζήτησαν επίμονα από την κυβέρνηση Έρντογαν να παράσχει συμβουλές στην Ελλάδα, αλλά και οικονομική στήριξη. Στον τουρκικό τύπο έγινε συχνά λόγος για ανικανότητα της ΕΕ να συνδράμει ένα μέλλον που δεινοπαθεί, και εκφράσθηκαν πολλές φορές ανησυχίες ακόμη και για τη βιωσιμότητα της τελευταίας. Η Τουρκία έχει ηθικό χρέος, από την κοινή ιστορία των δύο λαών, να εμποδίσει τη γειτονική χώρα να «κατασθεί αποικία του ΔΝΤ», έγραψαν ουκ ολίγοι σχολιαστές.
«Είναι εύλογο να μας στενοχωρεί η σημερινή κατάσταση στη γειτονική χώρα, με την οποία επιθυμούμε να εγκαθιδρύσουμε σχέσεις οικονομικής αλληλεξάρτησης και στρατηγικού εταίρου, στο χώρο της μεταφοράς ενέργειας και σε πολλούς άλλους. Ίσως στην παρούσα συγκυρία δημιουργείται το πεδίο για τουρκικές επιχειρήσεις να αγοράσουν ελληνικές, βοηθώντας τις να επιβιώσουν της κρίσης και να επιταχύνουν τους ρυθμούς αύξησής τους. Παράλληλα, εμείς που περάσαμε μία αντίστοιχη εμπειρία θα μπορούσαμε να προσφέρουμε την πείρα μας σε κυβερνητικό επίπεδο» είπε στο newstime.gr μέλος του οικονομικού επιτελείου του πρωθυπουργικού γραφείου. «Ωστόσο αντιλαμβάνομαι πως για πολλούς το ζήτημα είναι πολιτικό και για το λόγο αυτό δε θα επιθυμούσα να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, ούτε σε επώνυμο σχόλιο» πρόσθεσε.
Πηγή της ελληνικής κυβέρνησης είπε στο newstime.gr πως η βοήθεια της τουρκικής κυβέρνησης και ιδίως των Τούρκων επιχειρηματιών «είναι ευπρόσδεκτη, εφόσον γίνεται με καλές προθέσεις και όχι από δεσπόζουσα θέση». Δεν κατέστησε όμως σαφέστερο τι εννοούσε με το «καλές προθέσεις» και «δεσπόζουσα θέση».
Τούρκοι αναλυτές που είναι πιο εξοικειωμένοι με την ελληνική πραγματικότητα αποδίδουν τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα στη διαφθορά, την κακοδιοίκηση και την απροθυμία των κυβερνήσεων να αναλάβουν το πολιτικό κόστος των μέτρων που απαιτούνται για την ανάκαμψη. Η δέσμη μέτρων που εξαγγέλθηκε χαρακτηρίσθηκε «γενναία, αλλά ανεπαρκής». Τούρκοι οικονομολόγοι τονίζουν πως τα μέτρα δεν καλύπτουν τους αγρότες και τους ελεύθερους επαγγελματίες, στις τάξεις των οποίων παρατηρείται η εντονότερη φοροδιαφυγή, ενώ συχνά γίνεται λόγος για την παραοικονομία και το υδροκέφαλο κράτος.
Το πρώτο άμεσο συμπέρασμα της σύγκρισης των δύο περιπτώσεων είναι πως στην Ελλάδα λείπει ο τεχνοκράτης της εμβέλειας του Ντερβίς που θα αναλάμβανε το συντονισμό της εθνικής προσπάθειας οικονομικής εξυγίανσης. Λείπει η πολιτική και κοινωνική συναίνεση που γεννήθηκε στην Τουρκία όταν η χώρα έφθασε στο χείλος του γκρεμού, λείπουν οι συλλογικές επαγγελματικές οργανώσεις – όπως η TUSIAD – και οι ΜΚΟ που θα συνεισέφεραν στο δημόσιο διάλογο και θα στήριξαν την κυβερνητική πρωτοβουλία να ληφθούν σκληρά και αντιδημοφιλή μέτρα. Και για πολλοστή φορά, ένα σοβαρότατο ζήτημα όπως η επαπειλούμενη χρεοκοπία της χώρας, καθίσταται αντικείμενο όχι συναίνεσης αλλά μικροκομματικής αντιπαράθεσης. Αν σε όλα αυτά προστεθεί το γεγονός ότι η Ελλάδα δε διαθέτει το βιομηχανικό και βιοτεχνικό οπλοστάσιο που έχει καταστήσει την Τουρκία χώρα – εξαγωγέα μιας εντυπωσιακής γκάμας προϊόντων και περιφερειακή οικονομική δύναμη, ενώ δεν μπορεί να λάβει μέτρα υποτίμησης του νομίσματός της όπως η Τουρκία το 2000-1 για να αντεπεξέλθει στην κρίση, τότε η σύγκριση γίνεται ακόμη πιο επαχθής για τη χώρα μας.
Source : newstime.gr
Το 2001, η Τουρκία ήταν στα πρόθυρα οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης. Παρότι η χώρα είχε περάσει από πολλές κρίσεις, εκείνη του 2001 ήταν κατά γενική ομολογία η πιο σοβαρή. Κατά τη διάρκεια του 2001, το ΑΕΠ της Τουρκίας μειώθηκε κατά 5.7%, ο πληθωρισμός στις τιμές των καταναλωτικών αγαθών έφθασε το 55% και η τουρκική λίρα υποτιμήθηκε κατά 51% έναντι των κυρίων ξένων νομισμάτων. Οι χρεοκοπίες επιχειρήσεων ανακοινώνονταν η μία μετά την άλλη, και χιλιάδες εργαζόμενοι βρέθηκαν στο δρόμο.
Για να αντιμετωπίσει την κρίση, η τότε κυβέρνηση Έτσεβιτ μετακάλεσε τον επιφανή οικονομολόγο Κεμάλ Ντερβίς από την Παγκόσμια Τράπεζα και του ανέθεσε το υπουργείο οικονομικών. Αν και η θεαματική ανάκαμψη της τουρκικής οικονομίας είθισται να αποδίδεται στο ΑΚΡ, γίνεται δεκτό πως οι βάσεις της βρίσκονται στο τολμηρό πρόγραμμα του Ντερβίς. Ο τεχνοκράτης, που εργάσθηκε για 22 χρόνια στην Παγκόσμια Τράπεζα, επελέγη λόγω της κρισιμότητας της καταστάσεως και του φόβου μιας λαϊκής εξέγερσης που διακατείχε την τότε πολιτική τάξη της Τουρκίας. Ήταν μία άριστη επιλογή, καθώς ο Ντερβίς ήταν ανεξάρτητος από τα τοπικά συμφέροντα στην Τουρκία και τα κυκλώματα διαφθοράς που λυμαίνονταν την οικονομική ζωή. Με τη στήριξη του επιχειρηματικού κόσμου και των συλλογικών του οργάνων, ο Ντερβίς προώθησε ένα τολμηρότατο πρόγραμμα, το πολιτικό κόστος του οποίου καμμία κυβέρνηση ως τότε δε θα είχε τολμήσει να αναλάβει.
Σημειωτέον ότι πέραν της έξυπνης επιλογής ενός τεχνοκράτη, στην Τουρκία τα συλλογικά όργανα των εργοδοτικών οργανώσεων, όπως ο Σύνδεσμος Τούρκων Εμποροβιομηχάνων (TUSIAD) διαθέτουν σημαντική και υπεύθυνη δράση και επιρροή, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Τοποθετούνται δε παραδοσιακά υπέρ της οικονομικής και πολιτικής φιλελευθεροποίησης, της ένταξης στην ΕΕ και του εκδημοκρατισμού της χώρας. Παράλληλα, οι εν λόγω οργανώσεις αποφεύγουν τη μικροκομματική αντιπαράθεση και δεν επιχειρούν να προωθήσουν συμφέροντα ιδιωτών – μελών τους.
Χαίροντας μίας γενικότερης πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης, ο τεχνοκράτης της Παγκόσμιας Τράπεζας συνεργάσθηκε, από την κυβερνητική του πια θέση, με το ΔΝΤ και κατήρτισε ένα πακέτο μέτρων σταθερότητας που άλλαξε ριζικά το δομικό πλαίσιο της τουρκικής οικονομίας και τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Παράλληλα με μέτρα εξυγίανσης των τραπεζών και των θεσμών, ο Ντερβίς χρησιμοποίησε το διεθνές του κύρος από τη θητεία του στην Παγκόσμια Τράπεζα για να δανεισθεί 20 δις δολάρια από την εν λόγω τράπεζα και το ΔΝΤ. Τουρκία και ΔΝΤ είχαν υπογράψει συμφωνία το 1998, που παρείχε στον οργανισμό τη δυνατότητα στενής εποπτείας και ελέγχου της τουρκικής οικονομίας από ειδικό «κλιμάκιο της Τουρκίας» στα πλαίσια του ταμείου. Η χώρα αναδείχθηκε στο μεγαλύτερο δανειστή του ΔΝΤ, λαμβάνοντας την περίοδο 19999-2008 46 δις δολάρια.
Ωστόσο, η «ανάσταση» της Τουρκικής οικονομίας δεν επετεύχθη κυρίως χάρη στα δάνεια του ΔΝΤ, αλλά των βαθύτατων δομικών αλλαγών που ξεκίνησε ο Κεμάλ Ντερβίς και συνέχισαν οι δύο κυβερνήσεις του ΑΚΡ. Στο κέντρο του πακέτου σταθεροποίησης ήταν η περικοπή των κρατικών δαπανών, το πάγωμα των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, η μείωση των εταιρικών φόρων και αύξηση μιας σειράς άλλων, η αναμόρφωση της γραφειοκρατίας προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας και των ξένων επενδύσεων και η ιδιωτικοποίηση των σημαντικότερων κρατικών επιχειρήσεων. Οι ιδιωτικοποιήσεις και μόνο απέφεραν πάνω από 20 δις δολάρια στο δημόσιο ταμείο την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του ΑΚΡ. Παράλληλα, η Τουρκία εγκατέλειψε τη σύνδεση της ισοτιμίας της λίρας με το καλάθι νομισμάτων που παρακολουθούσε, και η τιμή της αφέθηκε να καθορισθεί από την αγορά. Το γεγονός ωφέλησε σημαντικά τους Τούρκους εξαγωγείς, που έζησαν τη χρυσή εποχή τους ώσπου η διεθνής κρίση τους αποστέρησε από μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής αγοράς.
Πίσω από την πρωτοφανή για τα χρονικά της Τουρκικής Δημοκρατίας άνθηση της τουρκικής οικονομίας, ωστόσο, βρίσκεται, κατά γενική γνώμη των αναλυτών, η μαζική εισροή ξένων κεφαλαίων στη χώρα. Η κυβέρνηση Έρντογαν ακολούθησε μία πολιτική ιδιαίτερα φιλική προς το ξένο κεφάλαιο, απομακρύνοντας μεγάλο μέρος των νομικών περιορισμών που δυσκόλευαν τις ξένες επενδύσεις, και ενθαρρύνοντας την εξαγορά τουρκικών εταιριών. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα έφθασαν κατά μέσο όρο τα 5 δις δολάρια το χρόνο. Η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης κατόρθωσε να μειώσει τον πληθωρισμό, που τη δεκαετία του 1990 κάλπαζε στο 70%, στο 12% το 2003. Το τραπεζικό σύστημα οχυρώθηκε με αυστηρούς κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας, ώστε οι τουρκικές τράπεζες – όσες γλίτωσαν την κρίση του 2000-2001 – να περάσουν αλώβητες τη διεθνή κρίση του 2008. Σήμερα μάλιστα, η κατάσταση έχει αναστραφεί, με τις τουρκικές τράπεζες να ερευνούν ευκαιρίες εξαγορών στο εξωτερικό. Παράλληλα, οι κυβερνήσεις του ΑΚΡ ενθάρρυναν τις τουρκικές επιχειρήσεις να ψάξουν αγορές για τα προϊόντα τους στο εξωτερικό. Σήμερα, τα τουρκικά καταναλωτικά αγαθά, οι τουρκικές κατασκευαστικές έχουν σαρώσει τις αγορές της Ανατολικής Ευρώπης, του Καυκάσου, της Μέσης Ανατολής, της Κεντρικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής.
Όπως σημειώνει το ίδιο το ΔΝΤ στις σχετικές με την Τουρκία εκθέσεις του, η θεαματική ανάκαμψη της Τουρκικής οικονομίας πραγματοποιήθηκε στις πλάτες των μισθωτών, που ανέλαβαν δυσανάλογα μεγάλο μέρος του βάρους της σχετικής προσπάθειας. Τα μέτρα οδήγησαν σε θεαματική αύξηση της ανεργίας. Οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων δεν έχουν ακόμη ανακάμψει από το πάγωμα του 2002, σημειώνεται στις εκθέσεις του οργανισμού. Παράλληλα, εκφράζεται ανησυχία για την «υπερβολική εξάρτηση» της οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα από την εισροή ξένου κεφαλαίου, υπό τη μορφή άμεσων ξένων επενδύσεων. Η εξάρτηση αυτή οδήγησε σε πτώση του ρυθμού ανάπτυξης λόγω της έλλειψης ρευστότητας στις αγορές μετά τη διεθνή κρίση του 2007.
Αν ο πρωθυπουργός Έρντογαν δηλώνει πως η Τουρκία «μπορεί πια να προχωρήσει μόνη της και δε χρειάζεται δάνεια – δεκανίκια», πολλοί είναι οι Τούρκοι αναλυτές που δηλώνουν πως η Τουρκία «αποφοίτησε από τη σχολή του ΔΝΤ». Από το 2006, η ΕΕ χαρακτηρίζει την τουρκική οικονομία στις ετήσιες εκθέσεις της ως «λειτουργούσα οικονομία της αγοράς». Πριν την οικονομική κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και επέφερε μία έλλειψη ρευστότητας, οι ξένοι επενδυτές χαρακτήριζαν την Τουρκία «επενδυτικό παράδεισο».
Ο παράδεισος αυτός της ελεύθερης και απαλλαγμένης από τη γραφειοκρατία, ταχύτατα αναπτυσσόμενης τουρκικής οικονομίας προκάλεσε και το ενδιαφέρον των ελληνικών επιχειρήσεων. Έτσι, η Εθνική Τράπεζα πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη εξαγορά ελληνικής τράπεζας στο εξωτερικό, αγοράζοντας την τουρκική Finansbank, ενώ η Eurobank ακολούθησε αποκτώντας την Tekfenbank. Ο όμιλος Υγεία εξαγόρασε τα ιδιωτικά νοσοκομεία Safak. Σήμερα όμως, η κατάσταση αντιστρέφεται, καθώς οι τουρκικές επιχειρήσεις έχουν θησαυρίσει εκμεταλλευόμενες τις ευνοϊκές ευκαιρίες των τελευταίων ετών ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Πολλές τουρκικές επιχειρήσεις κοιτούν προς την ελληνική αγορά για ευκαιρίες εξαγορών επιχειρήσεων, που υπόσχονται ανάπτυξη στο μέλλον αλλά ενδεχομένως βρίσκονται σε δύσκολη θέση στην παρούσα οικονομική συγκυρία.
Μπορεί άραγε η τουρκική εμπειρία οικονομικής ανάκαμψης να αποτελέσει παράδειγμα για την Ελλάδα; Είναι ένα ερώτημα που απασχολεί διεθνείς αναλυτές, την τουρκική κοινή γνώμη και τις κυβερνήσεις και των δύο χωρών. Η Τουρκία ήδη προσέφερε οικονομική αρωγή στην Ελλάδα, πρόταση που η κυβέρνηση Παπανδρέου απέρριψε. Η επίσκεψη του Τούρκου Υπουργού Οικονομικών και αντιπροέδρου της κυβερνήσεως Αλί Μπαμπατζάν στην Ελλάδα θεωρείται πως προετοιμάζει το έδαφος για την επερχόμενη επίσκεψη Έρντογαν το Μάιο, αλλά και εκείνο της ενδεχόμενης παροχής οικονομικών συμβουλών προς την κυβέρνηση της «χειμαζόμενης Ελλάδας».
Πολλοί Τούρκοι αναλυτές ζήτησαν επίμονα από την κυβέρνηση Έρντογαν να παράσχει συμβουλές στην Ελλάδα, αλλά και οικονομική στήριξη. Στον τουρκικό τύπο έγινε συχνά λόγος για ανικανότητα της ΕΕ να συνδράμει ένα μέλλον που δεινοπαθεί, και εκφράσθηκαν πολλές φορές ανησυχίες ακόμη και για τη βιωσιμότητα της τελευταίας. Η Τουρκία έχει ηθικό χρέος, από την κοινή ιστορία των δύο λαών, να εμποδίσει τη γειτονική χώρα να «κατασθεί αποικία του ΔΝΤ», έγραψαν ουκ ολίγοι σχολιαστές.
«Είναι εύλογο να μας στενοχωρεί η σημερινή κατάσταση στη γειτονική χώρα, με την οποία επιθυμούμε να εγκαθιδρύσουμε σχέσεις οικονομικής αλληλεξάρτησης και στρατηγικού εταίρου, στο χώρο της μεταφοράς ενέργειας και σε πολλούς άλλους. Ίσως στην παρούσα συγκυρία δημιουργείται το πεδίο για τουρκικές επιχειρήσεις να αγοράσουν ελληνικές, βοηθώντας τις να επιβιώσουν της κρίσης και να επιταχύνουν τους ρυθμούς αύξησής τους. Παράλληλα, εμείς που περάσαμε μία αντίστοιχη εμπειρία θα μπορούσαμε να προσφέρουμε την πείρα μας σε κυβερνητικό επίπεδο» είπε στο newstime.gr μέλος του οικονομικού επιτελείου του πρωθυπουργικού γραφείου. «Ωστόσο αντιλαμβάνομαι πως για πολλούς το ζήτημα είναι πολιτικό και για το λόγο αυτό δε θα επιθυμούσα να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, ούτε σε επώνυμο σχόλιο» πρόσθεσε.
Πηγή της ελληνικής κυβέρνησης είπε στο newstime.gr πως η βοήθεια της τουρκικής κυβέρνησης και ιδίως των Τούρκων επιχειρηματιών «είναι ευπρόσδεκτη, εφόσον γίνεται με καλές προθέσεις και όχι από δεσπόζουσα θέση». Δεν κατέστησε όμως σαφέστερο τι εννοούσε με το «καλές προθέσεις» και «δεσπόζουσα θέση».
Τούρκοι αναλυτές που είναι πιο εξοικειωμένοι με την ελληνική πραγματικότητα αποδίδουν τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα στη διαφθορά, την κακοδιοίκηση και την απροθυμία των κυβερνήσεων να αναλάβουν το πολιτικό κόστος των μέτρων που απαιτούνται για την ανάκαμψη. Η δέσμη μέτρων που εξαγγέλθηκε χαρακτηρίσθηκε «γενναία, αλλά ανεπαρκής». Τούρκοι οικονομολόγοι τονίζουν πως τα μέτρα δεν καλύπτουν τους αγρότες και τους ελεύθερους επαγγελματίες, στις τάξεις των οποίων παρατηρείται η εντονότερη φοροδιαφυγή, ενώ συχνά γίνεται λόγος για την παραοικονομία και το υδροκέφαλο κράτος.
Το πρώτο άμεσο συμπέρασμα της σύγκρισης των δύο περιπτώσεων είναι πως στην Ελλάδα λείπει ο τεχνοκράτης της εμβέλειας του Ντερβίς που θα αναλάμβανε το συντονισμό της εθνικής προσπάθειας οικονομικής εξυγίανσης. Λείπει η πολιτική και κοινωνική συναίνεση που γεννήθηκε στην Τουρκία όταν η χώρα έφθασε στο χείλος του γκρεμού, λείπουν οι συλλογικές επαγγελματικές οργανώσεις – όπως η TUSIAD – και οι ΜΚΟ που θα συνεισέφεραν στο δημόσιο διάλογο και θα στήριξαν την κυβερνητική πρωτοβουλία να ληφθούν σκληρά και αντιδημοφιλή μέτρα. Και για πολλοστή φορά, ένα σοβαρότατο ζήτημα όπως η επαπειλούμενη χρεοκοπία της χώρας, καθίσταται αντικείμενο όχι συναίνεσης αλλά μικροκομματικής αντιπαράθεσης. Αν σε όλα αυτά προστεθεί το γεγονός ότι η Ελλάδα δε διαθέτει το βιομηχανικό και βιοτεχνικό οπλοστάσιο που έχει καταστήσει την Τουρκία χώρα – εξαγωγέα μιας εντυπωσιακής γκάμας προϊόντων και περιφερειακή οικονομική δύναμη, ενώ δεν μπορεί να λάβει μέτρα υποτίμησης του νομίσματός της όπως η Τουρκία το 2000-1 για να αντεπεξέλθει στην κρίση, τότε η σύγκριση γίνεται ακόμη πιο επαχθής για τη χώρα μας.
Source : newstime.gr