Geopolitical Research Institute(GRI)/Εταιρεία Γεωπολιτικών Ερευνών(ΕΓΕ)

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Γεωπολιτικές εξελίξεις και αποκατάσταση ιστορικών αδικιών

Του Σάββα Καλεντερίδη Τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, ρωσικά πολεμικά πλοία πέρασαν από τα Στενά του Βοσπόρου -και όχι της Ισταμπούλ, όπως δέχτηκαν να περάσει η ονομασία αυτή Έλληνες διπλωμάτες σε επίσημα κείμενα του ΝΑΤΟ- με κατεύθυνση τη ναυτική βάση που διατηρεί η Ρωσία στο λιμάνι της Ταρτούς, ως μέρος της πολιτικής της Ρωσίας για τη διεκδίκηση ρόλου και επιρροής στη Συρία, τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο. Στο προηγούμενο άρθρο μας αναφερθήκαμε στην επιδείνωση των σχέσεων Ρωσίας-Τουρκίας, με αφορμή την ταύτιση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής με την πολιτική της Ουάσιγκτον στο ζήτημα της Συρίας, αποκορύφωμα της οποίας ήταν η πρόταση του επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας να επιβληθούν μέτρα απομόνωσης εναντίον της Ρωσίας, ως αντίποινα στη στήριξη που παρέχει η Μόσχα στον Άσαντ και το καθεστώς του. Η περίπτωση της στάσης που τηρεί η Τουρκία σε ένα ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο και αιτία σύγκρουσης μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, είναι ένα ζήτημα που πρέπει να αναλυθεί διεξοδικά για δυο λόγους. Ο ένας έχει να κάνει με την ίδια την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και τον τρόπο που ασκείται τον τελευταίο αιώνα για ζητήματα που ξεπερνούν τον περίγυρό της. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η εξωτερική πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν στα χέρια των Νεοτούρκων, οι οποίοι, τη στιγμή που Ελλάδα προσπαθούσε να τηρήσει αυστηρή ουδετερότητα, κινήθηκαν βιαστικά και πήραν θέση στο πλευρό των λεγόμενων Κεντρικών Δυνάμεων, δηλαδή της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυστροουγγαρίας. Το τίμημα της βιαστικής επιλογής ήταν ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διαμελισμός που θα είχε προχωρήσει και στα εδάφη της Ανατολής αν γινόταν καλύτεροι χειρισμοί από την Αντάντ και από την Ελλάδα στο ζήτημα της επανάστασης των Μπολσεβίκων. Η Τουρκία, πληρώνοντας μεγάλο τίμημα για τη βιαστική επιλογή των Νεοτούρκων, στον επόμενο Παγκόσμιο Πόλεμο τήρησε ουδέτερη στάση, καταφέρνοντας να μην έχει απώλειες στο τέλος του πολέμου και κερδίζοντας τον τίτλο του «Επιτήδειου Ουδέτερου». Την πολιτική αυτή η Τουρκία, παρότι μέλος του ΝΑΤΟ από το 1952, τήρησε σε γενικές γραμμές μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα, καταφέρνοντας σε γενικές γραμμές να εξαργυρώνει τον όποιο ρόλο ή αποστολές ελάμβανε από τις Βρυξέλλες ή από την Ουάσιγκτον, εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Η εθνοκάθαρση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, η βάρβαρη εισβολή της Κύπρου το 1974 και η συνεχιζόμενη κατοχή του 37% του νησιού, οι εκβιαστικές αθλιότητες της Τουρκίας στο Αιγαίο και η επιβολή του τουρκοϊσλαμικού φασισμού στους Πομάκους, τους Αθιγγάνους και τους δημοκράτες τουρκογενείς της Θράκης, δεν υπήρχε πιθανότητα ούτε μια στο εκατομμύριο να συμβούν, αν η Τουρκία δεν είχε τις νατοϊκές πλάτες και κυρίως της Ουάσιγκτον. Παρά την αμερικανική στήριξη που είχε η Τουρκία επί δεκαετίες έναντι της Ελλάδος, σε σημαντικά ζητήματα που αφορούσαν ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ, η τουρκική εξωτερική πολιτική δεν τήρησε υπάκουη στάση απέναντι στην Ουάσιγκτον, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Πόλεμο του Κόλπου, του 1991 και την εισβολή στο Ιράκ για την ανατροπή του Σαντάμ, το 2003. Και στις δυο περιπτώσεις, παρά την βούληση του Οζάλ την πρώτη φορά και του Ερντογάν τη δεύτερη, η τουρκική διπλωματία και ο στρατός, δηλαδή το βαθύ κράτος, εξέφρασαν σφοδρές αντιρρήσεις και η Τουρκία δεν συντάχθηκε με την πολιτική των ΗΠΑ. Όμως τα τελευταία χρόνια τα πράγματα φαίνεται ότι έχουν αλλάξει. Μπορεί από το 2003 μέχρι σήμερα να έχουν περάσει μόνο δέκα χρόνια, όμως η αλλαγή που έχει γίνει στις δομές και τον τρόπο λήψεως αποφάσεων και άσκησης εξωτερικής πολιτικής στην Τουρκία είναι αλλαγές που με κανονικούς ρυθμούς θα ήθελαν έναν αιώνα. Η περίπτωση της Συρίας και η δήλωση Νταβούτογλου για απομόνωση της Ρωσία, είναι το πιο εύγλωττο παράδειγμα. Ο άλλος λόγος για τον οποίον πρέπει να αναλυθεί διεξοδικά το ζήτημα της Συρίας και η στάση που τηρεί η Τουρκία, μέχει να κάνει με τη στάση που πρέπει να κρατήσει η Ελλάδα στο ίδιο ζήτημα. Ιστορικά και συναισθηματικά για μας τους Έλληνες η περίπτωση της Συρίας έχει γενικές ομοιότητες με αυτήν της Σερβίας. Το καθεστώς Άσαντ, παρότι αυταρχικό, είναι πολύ πιο δημοκρατικό από τα καθεστώτα της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ και της Τουρκίας. Οι χριστιανοί του ιστορικού Ορθόδοξου Πατριαρχείου Αντιοχείας -που είναι εν διωγμώ και εδρεύει στη Δαμασκό λόγω του ότι η Τουρκία, που έχει διαπράξει τη γενοκτονία των Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων χριστιανών της Ανατολής, συνεχίζει τις βαρβαρότητες εναντίον των εναπομεινάντων χριστιανών- ζουν σε καθεστώς απόλυτης ασφάλειας κάτω από το καθεστώς της Συρίας. Αν μπορούσαν να μιλήσουν ελεύθερα οι χριστιανοί της Τουρκίας, θα δικαίωναν τη θέση μας. Όμως δεν μπορούν κι αυτό από μόνο του είναι μια απόδειξη. Όμως, ενώ από τη μια πλευρά υπάρχει η λογική, το δίκαιο και η ιστορία, από την άλλη υπάρχει πλευρά υπάρχει η σκληρή πραγματικότητα, που επιβάλλει η Ελλάδα να κρατήσει μια ισορροπημένη στάση, έχοντας το ένα μάτι στη Συρία και τα άλλα ...τρία στην Κύπρο, το Αιγαίο και τη Θράκη. Γιατί το λέμε αυτό. Στην τελευταία παράγραφο της ανακοίνωσης που εκδόθηκε μετά την τακτική σύσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας της Τουρκίας, που έγινε στις 28 Ιουνίου, λίγες ημέρες μετά την κατάρριψη του τουρκικού RF-4E και ενώ επικρατούσε περίπου πολεμικό κλίμα στην Άγκυρα για αντίποινα εναντίον της Συρίας, αναφέρονται τα εξής: Κατά τη σύσκεψη εξετάστηκαν διεξοδικά τα μέτρα που ελήφθησαν και τα βήματα που θα γίνουν με στόχο την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων της χώρας μας και της ΤΔΒΚ (sic) στη Μεσόγειο ενώ αξιολογήθηκαν και οι τελευταίες επί του θέματος εξελίξεις. Στα πλαίσια αυτά αποφασίστηκε να συνεχιστούν άπασες οι δραστηριότητες που διεξάγονται σε συνεργασία όλων των φορέων και των υπηρεσιών μας, στο θέμα της προστασίας των δικαιωμάτων και των συμφερόντων της Τουρκίας και της ΤΔΒΚ (sic) στην Ανατολική Μεσόγειο, που αποτελεί μια από τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας. Δηλαδή, τη στιγμή που θα έπρεπε να ασχοληθεί επισταμένως με το θέμα της κατάρριψης του πολεμικού της αεροσκάφος από τη Συρία, για να αποφασίσει αντίποινα και να προστατέψει το κύρος της που είχε ήδη πληγεί από την παθητική στάση της Τουρκίας, που δεν έκανε αντίποινα εναντίον του Ισραήλ, όταν ισραηλινοί στρατιώτες σκότωσαν εννιά Τούρκους πολίτες στα διεθνή ύδατα, στο Μαβί Μαρμαρά, η Τουρκία κρατά σε πρώτη προτεραιότητα το ζήτημα της εξόρυξης φυσικού αερίου στο Οικόπεδο 12, εκεί που διεξάγει προκλητικά και παράνομα ασκήσεις αυτές τις μέρες, ανεβάζοντας την ένταση στις σχέσεις της με το Ισραήλ. Δηλαδή, με άλλα λόγια, αν και τα διαδραματιζόμενα στη Συρία είναι μείζονος σημασίας για την Τουρκία, αφού το πιο πιθανόν την επόμενη ημέρα είναι να δούμε να ξεφυτρώνει ένα δεύτερο αυτόνομο κουρδικό κράτος στην περιοχή, εξέλιξη που θα φέρει πιο κοντά τους Κούρδους στη θάλασσα και την Τουρκία στο διαμελισμό, η Άγκυρα συνεχίζει να δίνει ιδιαίτερο βάρος στη ΝΑ Μεσόγειο, την Κύπρο και το Οικόπεδο 12, και να δηλώνει ότι είναι αποφασισμένη να διεκδικήσει και να προστατέψει τα δικαιώματα και τα συμφέροντά της, που έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του Ισραήλ και των ΗΠΑ, ελέω NOBLE ENERGY. Το τοπίο είναι εξαιρετικά περιπεπλεγμένο, αφού στην κυριολεξία η περιοχή βράζει. Η Ελλάδα, παρότι σπαράσσεται από το πιο ηλίθιο πολιτικό δίλημμα που έχει τεθεί ποτέ, και αναφερόμαστε στο μνημόνιο – αντιμνημόνιο και τη νέα του βερσιόν, διαπραγμάτευση ή όχι, έχει υποχρέωση να παρατηρεί με ..τέσσερα μάτια τις εξελίξεις από την Ερμπίλ, τη Δαμασκό, την Άγκυρα, το Τελ Αβίβ και τη Λευκωσία, μέχρι τη Μόσχα και την Ουάσιγκτον και να ακολουθήσει σώφρονα πολιτική, που μπορεί ακόμα και να αποκαταστήσει ιστορικές αδικίες που υπέστη ο Ελληνισμός τον 20ό αιώνα. Αρκεί να ξεπεράσει τον εσωτερικό ηλίθιο σπαραγμό, στον οποίον πρωτοστατούν οι νεολαϊκιστές νεοδημαγωγοί, με άρωμα ....Ουάσιγκτον!!! Source : Κυριακάτικη Δημοκρατία

Ο ρόλος των κοινωφελών ιδρυμάτων στα χρόνια της κρίσης

Γράφει η Λίνα Αλεξάνδρου Με μια σειρά ενδιαφέροντα εργαστήρια (workshops) και ομιλίες ολοκληρώθηκε την περασμένη Παρασκευή το διήμερο Διεθνές Συνέδριο του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», που είχε στόχο να μελετήσει το ρόλο των κοινωφελών ιδρυμάτων κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κοινωνικο-οικονομικής κρίσης. Η ενεργή συμμετοχή άνω των 80 ξένων και ελληνικών ιδρυμάτων και μη κερδοσκοπικών οργανισμών, καθώς και πολυάριθμων κοινωνικών φορέων, στο συνέδριο συνέβαλε στην εξαγωγή πολύτιμων συμπερασμάτων για τη στρατηγική και τα προγράμματα που τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόσουν, προκειμένου να προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια και ελπίδα στην κοινωνία που πλήττεται από τις συνέπειες της κρίσης. Η δεύτερη ημέρα του συνεδρίου εστίασε περισσότερο στην έννοια της κοινωφελούς δράσης και στο ρόλο της στην αντιμετώπιση της κρίσης, θέμα που αποτέλεσε κεντρική αναφορά στην ομιλία του Sam Tsemberis, διευθύνοντος συμβούλου και ιδρυτή του προγράμματος «Pathways to Housing». Ο Sam Tsemberis εξέτασε τη συμβολή της φιλανθρωπίας στην αντιμετώπιση του προβλήματος της έλλειψης στέγης, παρουσιάζοντας παραδείγματα επιτυχημένων δράσεων που υλοποιήθηκαν στις ΗΠΑ. Αντίστοιχα, ο Pier Mario Vello, γενικός γραμματέας του ιταλικού Fondazione Cariplo, ανέφερε πως η φιλανθρωπία αποτελεί μια κοινωνική βάση πάνω στην οποία τα ιδρύματα μπορούν να αναπτύξουν τις δράσεις τους, ενώ υπογράμμισε πως η οικονομική κρίση δεν άλλαξε ουσιαστικά το ρόλο των ιδρυμάτων, αλλά τον κατέστησε ακόμα πιο αναγκαίο. Κατά τη διάρκεια του πρώτου εργαστηρίου της ημέρας η Jennifer Humke, program officer του αμερικανικού McArthur Foundation, ανέφερε ότι βασική προτεραιότητα του συγκεκριμένου ιδρύματος είναι η σύλληψη αλλά και η εφαρμογή ενός νέου οράματος για τη μάθηση στον 21ο αιώνα. Σύμφωνα με την J. Humke, τα καινοτόμα ψηφιακά μέσα αποτελούν καθοριστικό παράγοντα προώθησης θετικών αλλαγών στον τομέα της εκπαίδευσης, ακόμα και κατά τη διάρκεια της κρίσης. Στην καινοτομία εστίασε και ο Chris Lawrence, διευθυντής του προγράμματος της Mozilla «Hive Learning Network NYC», τονίζοντας ότι διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία προγραμμάτων που έχουν στόχο την προώθηση της δημιουργικής εκπαίδευσης, της έκφρασης και του εμπλουτισμού της νέας γενιάς. Ιδιαίτερη σημασία είχε και η ομιλία του Markus Hipp, εκτελεστικού διευθυντή του γερμανικού ιδρύματος BMW, καθώς εξέτασε τη σχέση των ιδρυμάτων τόσο με τους πολίτες όσο και με τον ιδιωτικό τομέα και το κράτος, σημειώνοντας ότι «τα ιδρύματα συμβάλλουν στην ανανέωση και συμπληρώνουν το κράτος πρόνοιας, μέσω καινοτομίας και επιχειρηματικής σκέψης». Ο Δημήτρης Βλαστός, πρόεδρος του Ιδρύματος Μποδοσάκη, από το τελευταίο πάνελ του συνεδρίου σκιαγράφησε τις δυσκολίες που η οικονομική κρίση έχει επιφέρει τόσο στα ιδρύματα όσο και στους ΜΚΟ. Το εν λόγω συνέδριο αποτελεί μέρος των συνολικών πρωτοβουλιών του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της στην ελληνική κοινωνία. Μέσω του συγκεκριμένου συνεδρίου το Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» τοποθέτησε στο επίκεντρο των συζητήσεων τη δυναμική των κοινωφελών ιδρυμάτων και του έργου τους κατά την κρίση, επιθυμώντας να διαδώσει ένα καθολικό μήνυμα ελπίδας και συνεργασίας. Source: citypress.gr