Τα πράγματα εξακολουθούν να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο στη χώρα. Το πολυνομοσχέδιο ψηφίστηκε, με τα σκληρά μέτρα –κάποια απαραίτητα, κάποια απαράδεκτα– που θα βαθύνουν κι άλλο την ύφεση, και με «παράπλευρη απώλεια» έναν νεκρό διαδηλωτή. Η αξιωματική αντιπολίτευση επιμένει να υπόσχεται πράγματα που ποτέ δεν θα μπορέσει να υλοποιήσει, ενώ οι συνδικαλιστές του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα επιμένουν στην επιθετικά αντικοινωνική στάση τους, που κάνει ακόμα πιο αφόρητη την καθημερινότητα των πολιτών. Παράλληλα, η δρακόντεια λιτότητα και η άστοχη εφαρμογή της έχει προκαλέσει αδιέξοδο σε ευαίσθητούς τομείς της κρατικής μέριμνας. Για παράδειγμα, στην ψυχική υγεία, όπου η προσπάθεια δεκαετιών για την αποασυλοποίηση απειλείται πλέον ευθέως, με δραματικές ενδεχόμενες κοινωνικές συνέπειες, από τις περικοπές που ανακοίνωσε στα τέλη Αυγούστου το υπουργείο Οικονομικών, και το περιβάλλον, όπου η έλλειψη κονδυλίων οδηγεί στη διάλυση του σώματος επιθεωρητών περιβάλλοντος και σε γενικότερη υποστελέχωση του προστατευτικού μηχανισμού (βλ. ρεπορτάζ στη σελ. 19).
Εν τω μεταξύ, αυτό το Σαββατοκύριακο και την επόμενη Τετάρτη συναντιούνται οι ηγέτες της Ε.Ε. στις Βρυξέλλες για να δώσουν, για μια ακόμη φορά, την τελική λύση στην κρίση χρέους που πλήττει την Ευρωζώνη. Δεν κρατάω την ανάσα μου. Ό,τι και να προκύψει από τις συνόδους –για το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, την ανακεφαλαιοποίηση των ευρωπαϊκών τραπεζών, την αύξηση της δύναμης πυρός του EFSF– μπορεί να αμβλύνει προσωρινά τις πιέσεις των αγορών, αλλά δεν θα λύσει το πρόβλημα του χρέους. Για να υπάρξει πραγματική λύση, για να πειστούν οριστικά οι αγορές ότι, πέρα από την Ελλάδα, δεν θα υπάρξει άλλη χώρα της Ευρωζώνης της οποίας θα διαγραφεί μέρος του χρέους της, πρέπει είτε τα χρέη αυτά να τα εγγυηθούν από κοινού (όχι αθροιστικά, όπως στο EFSF) τα κράτη-μέλη είτε να τα εγγυηθεί η ΕΚΤ. Ως γνωστόν, οι ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας εξακολουθούν να τορπιλίζουν την ιδέα των κοινών εγγυήσεων (δηλαδή του ευρωομολόγου), ενώ η ΕΚΤ, για λόγους που δεν στερούνται σοβαρότητας, δεν επιθυμεί καθόλου να αναλάβει το ρόλο του εγγυητή εσχάτου ανάγκης.
Εγκλωβισμένοι στην Ευρωζώνη
Το πρόβλημα της Ευρωζώνης, ωστόσο, είναι ακόμα βαθύτερο. Αφορά κυρίως τις μακροπρόθεσμες προοπτικές των πιο αδύναμων κρίκων της, δηλαδή των χωρών του Νότου. Ας κοιτάξουμε τι έχει υποστεί ήδη η Ελλάδα και τι την περιμένει. Βρίσκεται σε ύφεση από το 2009 (2008, αν πιστέψουμε τη νέα αναθεώρηση από την ΕΛΣΤΑΤ) και θεωρείται δεδομένο ότι θα παραμείνει σε αρνητικούς δείκτες ανάπτυξης και το 2012. Ο κύριος λόγος είναι η «εσωτερική υποτίμηση» που της επέβαλε η Ε.Ε. και το ΔΝΤ ως απάντηση τόσο στην κρίση χρέους όσο και στο αχανές έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που αντιμετωπίζει.
Η εσωτερική υποτίμηση είναι η αναγκαστική μέθοδος προσαρμογής στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης για μια χώρα με έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, που έχει απολέσει τη δυνατότητα άσκησης πολιτικής μέσω επιτοκίων και μέσω της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Είναι μια μέθοδος με τεράστιο κόστος για τους πολίτες και με εξαιρετικά αμφίβολη αποτελεσματικότητα, κυρίως ακριβώς επειδή είναι τόσο επώδυνη. Ωστόσο η εναλλακτική λύση –έξοδος από το ευρώ– είναι αδιανόητη. Το κόστος θα ήταν τάξεις μεγέθους μεγαλύτερο, όπως έχουν αναδείξει σειρά μελετών που έχουμε σχολιάσει σε αυτή τη στήλη.
Συνεπώς χώρες σαν την Ελλάδα, την Πορτογαλία, ακόμα και την Ιταλία και την Ισπανία, είναι περίπου καταδικασμένες να μείνουν εντός της Ευρωζώνης και να βελτιώσουν διά πυρός και σιδήρου την ανταγωνιστικότητά τους.
Η Ελλάδα, φυσικά, δεν έχει μόνο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, χωρίς αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητάς της, όσο τεχνοκρατικά ιδανική και αν είναι η συμφωνία σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το ελληνικό χρέος, το μέλλον της χώρας εντός της ζώνης του ευρώ θα παραμείνει σκοτεινό προς αδιέξοδο. Οι χαμηλοί δείκτες ανάπτυξης θα εξακολουθούν να δυσχεραίνουν τη βελτίωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ, ενώ η λιτότητα που θα μας επιβάλουν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας για να καταπολεμήσουν ηθικούς και εκλογικούς κινδύνους θα συνεχίσει να ισοπεδώνει την ελληνική κοινωνία. Ο κόσμος που βγήκε σε τεράστιους αριθμούς στους δρόμους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και πολλών άλλων πόλεων την περασμένη εβδομάδα το βλέπει αυτό. Βλέπει ότι οδηγείται σε ένα βαθύ τούνελ, το οποίο δεν ξέρει ούτε που τελειώνει ούτε σε τι κατάσταση θα είναι όταν εξέλθει από αυτό.
Εκδοχές ανταγωνιστικότητας
Ένα από τα θέματα που προκαλούν τη μεγαλύτερη οργή και απόγνωση είναι η απόπειρα βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας μέσω περαιτέρω συρρίκνωσης των αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat από το 2009, οι μέσες ετήσιες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε. των «15» – μόνο τρεις χώρες βρίσκονται χαμηλότερα. Η τρόικα έχει επιδείξει εξαρχής ιδεολογική ακαμψία και τρομακτική έλλειψη φαντασίας επιμένοντας στο σημείο αυτό και η κυβέρνηση έχει αποτύχει πλήρως να παρουσιάσει μία συνολική εναλλακτική πρόταση.
Στην πραγματικότητα, φυσικά, η ανταγωνιστικότητα, για μια ευρωπαϊκή οικονομία σαν την Ελλάδα, δεν ισοδυναμεί με μισθούς πείνας. Για οικονομίες σαν την ελληνική, που είναι πιο εκτεθειμένες –λόγω της παραγωγικής και εργασιακής τους διάρθρωσης– στον ανταγωνισμό από αναπτυσσόμενες οικονομίες, η λύση δεν είναι να ρίξουν τους μισθούς σε επίπεδα Κίνας ή Βιετνάμ. η λύση είναι να στραφούν σε κλάδους υψηλότερης προστιθέμενης αξίας ή σε τομείς που εκμεταλλεύονται τα ειδικά γεωγραφικά και κλιματολογικά χαρακτηριστικά τους (βλ. κορυφαίας ποιότητας αγροτικά προϊόντα).
Για να αποκτήσει παρουσία σε κλάδους υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, η Ελλάδα χρειάζεται πραγματικά να μεταμορφωθεί: να βελτιώσει δραστικά τις επιδόσεις της στην παιδεία και στη σύνδεση του πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας, να ξεφύγει από τις τελευταίες θέσεις στη χρηματοδότηση της έρευνας και της καινοτομίας, να ανοίξει πραγματικά τα κλειστά επαγγέλματα που, με τις προσόδους που επιβάλλουν, αυξάνουν το κόστος παραγωγής. Επειδή όλα αυτά θα πάρουν καιρό, στο μεσοδιάστημα η χώρα μπορεί να εξαγοράσει μια καλύτερη ανταπόκριση στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης εισάγοντας το ανθρώπινο και το οικονομικο-τεχνολογικό κεφάλαιο που δεν διαθέτει και διατηρώντας υπό έλεγχο το κόστος εργασίας (βλ. «Globalization & the European Union: Which countries are best placed to cope?», working paper του ΟΟΣΑ, 2007). Μόνο που στην Ελλάδα η μείωση του κόστους εργασίας δεν πρέπει να σημαίνει περαιτέρω μείωση αποδοχών, αλλά μείωση του υπερβολικού μη μισθολογικού κόστους (εισφορών, συμμόρφωσης με τις επιταγές κρατικών υπηρεσιών κτλ.). Η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, από την πλευρά της, προϋποθέτει άμεση απλοποίηση του φορολογικού-γραφειοκρατικού-δικαστικού καθεστώτος, που τις αποτρέπει εξολοκλήρου ή τις κρατά δέσμιες εγχώριων συμφερόντων.
Δυστυχώς, μέχρι στιγμής, ως πολιτικό σύστημα και ως κοινωνία, δεν έχουμε δείξει ότι είμαστε ικανοί να κάνουμε τις απαραίτητες ρήξεις. Σύντομα θα είναι πολύ αργά.
Source : citypress.gr
Εν τω μεταξύ, αυτό το Σαββατοκύριακο και την επόμενη Τετάρτη συναντιούνται οι ηγέτες της Ε.Ε. στις Βρυξέλλες για να δώσουν, για μια ακόμη φορά, την τελική λύση στην κρίση χρέους που πλήττει την Ευρωζώνη. Δεν κρατάω την ανάσα μου. Ό,τι και να προκύψει από τις συνόδους –για το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, την ανακεφαλαιοποίηση των ευρωπαϊκών τραπεζών, την αύξηση της δύναμης πυρός του EFSF– μπορεί να αμβλύνει προσωρινά τις πιέσεις των αγορών, αλλά δεν θα λύσει το πρόβλημα του χρέους. Για να υπάρξει πραγματική λύση, για να πειστούν οριστικά οι αγορές ότι, πέρα από την Ελλάδα, δεν θα υπάρξει άλλη χώρα της Ευρωζώνης της οποίας θα διαγραφεί μέρος του χρέους της, πρέπει είτε τα χρέη αυτά να τα εγγυηθούν από κοινού (όχι αθροιστικά, όπως στο EFSF) τα κράτη-μέλη είτε να τα εγγυηθεί η ΕΚΤ. Ως γνωστόν, οι ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας εξακολουθούν να τορπιλίζουν την ιδέα των κοινών εγγυήσεων (δηλαδή του ευρωομολόγου), ενώ η ΕΚΤ, για λόγους που δεν στερούνται σοβαρότητας, δεν επιθυμεί καθόλου να αναλάβει το ρόλο του εγγυητή εσχάτου ανάγκης.
Εγκλωβισμένοι στην Ευρωζώνη
Το πρόβλημα της Ευρωζώνης, ωστόσο, είναι ακόμα βαθύτερο. Αφορά κυρίως τις μακροπρόθεσμες προοπτικές των πιο αδύναμων κρίκων της, δηλαδή των χωρών του Νότου. Ας κοιτάξουμε τι έχει υποστεί ήδη η Ελλάδα και τι την περιμένει. Βρίσκεται σε ύφεση από το 2009 (2008, αν πιστέψουμε τη νέα αναθεώρηση από την ΕΛΣΤΑΤ) και θεωρείται δεδομένο ότι θα παραμείνει σε αρνητικούς δείκτες ανάπτυξης και το 2012. Ο κύριος λόγος είναι η «εσωτερική υποτίμηση» που της επέβαλε η Ε.Ε. και το ΔΝΤ ως απάντηση τόσο στην κρίση χρέους όσο και στο αχανές έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που αντιμετωπίζει.
Η εσωτερική υποτίμηση είναι η αναγκαστική μέθοδος προσαρμογής στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης για μια χώρα με έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, που έχει απολέσει τη δυνατότητα άσκησης πολιτικής μέσω επιτοκίων και μέσω της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Είναι μια μέθοδος με τεράστιο κόστος για τους πολίτες και με εξαιρετικά αμφίβολη αποτελεσματικότητα, κυρίως ακριβώς επειδή είναι τόσο επώδυνη. Ωστόσο η εναλλακτική λύση –έξοδος από το ευρώ– είναι αδιανόητη. Το κόστος θα ήταν τάξεις μεγέθους μεγαλύτερο, όπως έχουν αναδείξει σειρά μελετών που έχουμε σχολιάσει σε αυτή τη στήλη.
Συνεπώς χώρες σαν την Ελλάδα, την Πορτογαλία, ακόμα και την Ιταλία και την Ισπανία, είναι περίπου καταδικασμένες να μείνουν εντός της Ευρωζώνης και να βελτιώσουν διά πυρός και σιδήρου την ανταγωνιστικότητά τους.
Η Ελλάδα, φυσικά, δεν έχει μόνο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, χωρίς αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητάς της, όσο τεχνοκρατικά ιδανική και αν είναι η συμφωνία σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το ελληνικό χρέος, το μέλλον της χώρας εντός της ζώνης του ευρώ θα παραμείνει σκοτεινό προς αδιέξοδο. Οι χαμηλοί δείκτες ανάπτυξης θα εξακολουθούν να δυσχεραίνουν τη βελτίωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ, ενώ η λιτότητα που θα μας επιβάλουν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας για να καταπολεμήσουν ηθικούς και εκλογικούς κινδύνους θα συνεχίσει να ισοπεδώνει την ελληνική κοινωνία. Ο κόσμος που βγήκε σε τεράστιους αριθμούς στους δρόμους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και πολλών άλλων πόλεων την περασμένη εβδομάδα το βλέπει αυτό. Βλέπει ότι οδηγείται σε ένα βαθύ τούνελ, το οποίο δεν ξέρει ούτε που τελειώνει ούτε σε τι κατάσταση θα είναι όταν εξέλθει από αυτό.
Εκδοχές ανταγωνιστικότητας
Ένα από τα θέματα που προκαλούν τη μεγαλύτερη οργή και απόγνωση είναι η απόπειρα βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας μέσω περαιτέρω συρρίκνωσης των αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat από το 2009, οι μέσες ετήσιες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε. των «15» – μόνο τρεις χώρες βρίσκονται χαμηλότερα. Η τρόικα έχει επιδείξει εξαρχής ιδεολογική ακαμψία και τρομακτική έλλειψη φαντασίας επιμένοντας στο σημείο αυτό και η κυβέρνηση έχει αποτύχει πλήρως να παρουσιάσει μία συνολική εναλλακτική πρόταση.
Στην πραγματικότητα, φυσικά, η ανταγωνιστικότητα, για μια ευρωπαϊκή οικονομία σαν την Ελλάδα, δεν ισοδυναμεί με μισθούς πείνας. Για οικονομίες σαν την ελληνική, που είναι πιο εκτεθειμένες –λόγω της παραγωγικής και εργασιακής τους διάρθρωσης– στον ανταγωνισμό από αναπτυσσόμενες οικονομίες, η λύση δεν είναι να ρίξουν τους μισθούς σε επίπεδα Κίνας ή Βιετνάμ. η λύση είναι να στραφούν σε κλάδους υψηλότερης προστιθέμενης αξίας ή σε τομείς που εκμεταλλεύονται τα ειδικά γεωγραφικά και κλιματολογικά χαρακτηριστικά τους (βλ. κορυφαίας ποιότητας αγροτικά προϊόντα).
Για να αποκτήσει παρουσία σε κλάδους υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, η Ελλάδα χρειάζεται πραγματικά να μεταμορφωθεί: να βελτιώσει δραστικά τις επιδόσεις της στην παιδεία και στη σύνδεση του πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας, να ξεφύγει από τις τελευταίες θέσεις στη χρηματοδότηση της έρευνας και της καινοτομίας, να ανοίξει πραγματικά τα κλειστά επαγγέλματα που, με τις προσόδους που επιβάλλουν, αυξάνουν το κόστος παραγωγής. Επειδή όλα αυτά θα πάρουν καιρό, στο μεσοδιάστημα η χώρα μπορεί να εξαγοράσει μια καλύτερη ανταπόκριση στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης εισάγοντας το ανθρώπινο και το οικονομικο-τεχνολογικό κεφάλαιο που δεν διαθέτει και διατηρώντας υπό έλεγχο το κόστος εργασίας (βλ. «Globalization & the European Union: Which countries are best placed to cope?», working paper του ΟΟΣΑ, 2007). Μόνο που στην Ελλάδα η μείωση του κόστους εργασίας δεν πρέπει να σημαίνει περαιτέρω μείωση αποδοχών, αλλά μείωση του υπερβολικού μη μισθολογικού κόστους (εισφορών, συμμόρφωσης με τις επιταγές κρατικών υπηρεσιών κτλ.). Η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, από την πλευρά της, προϋποθέτει άμεση απλοποίηση του φορολογικού-γραφειοκρατικού-δικαστικού καθεστώτος, που τις αποτρέπει εξολοκλήρου ή τις κρατά δέσμιες εγχώριων συμφερόντων.
Δυστυχώς, μέχρι στιγμής, ως πολιτικό σύστημα και ως κοινωνία, δεν έχουμε δείξει ότι είμαστε ικανοί να κάνουμε τις απαραίτητες ρήξεις. Σύντομα θα είναι πολύ αργά.
Source : citypress.gr