«Η Τουρκία θα πρέπει να αποφασίσει εάν θα δεχθεί τον εγκλωβισμό της στον Κόλπο της Αττάλειας, ή θα επιδιώξει να ελέγξει την υφαλοκρηπίδα έκτασης 145.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων».
Αυτό είναι σε τρεις γραμμές η ουσία της έρευνας που διενήργησε το τουρκικό Γενικό Επιτελείο για το θέμα της ύπαρξης πλούσιων αποθεμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, για την ακρίβεια στην περιοχή που εκτείνεται ανατολικά της Ρόδου και συμπεριλαμβάνει την τόσο σημαντική νήσο του Καστελορίζου.
Του Μιχαήλ Βασιλείου
(Συνεργάτης του περιοδικού ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ & ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ)
(Συνεργάτης του περιοδικού ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ & ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ)
Η Τουρκία δεν κρύβει ότι ασφυκτιά εντός των χωρικών υδάτων και της ΑΟΖ που της επιφυλάσσουν οι κανόνες του διεθνούς δικαίου, προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι έχει ατελείωτη ακτογραμμή και μικρές νήσοι με τη στοιχειώδη οικονομική δραστηριότητα, όπως το Καστελόριζο, στερούν από ένα κράτος τεράστιο την πρόσβαση σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους κρίσιμους για την ανάπτυξή του. Σε αυτό το σημείο η Τουρκία σταματά για να επιχειρήσει να θεμελιώσει την άποψη ότι το διεθνές δίκαιο στη σημερινή του μορφή… δεν είναι δίκαιο. Εκεί ακριβώς υπεισέρχεται και η θεωρία που παρουσιάζεται με γενικό τίτλο «ειδικές περιστάσεις», (οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται ακόμα από το διεθνές νομικό καθεστώς) στην οποία έχουν εντάξει και το Αιγαίο.
Στη μελέτη που έχει συντάξει το τουρκικό Γενικό Επιτελείο, όπως αυτή παρουσιάζεται σε αποκαλυπτικό δημοσίευμα της εφημερίδας Sabah, αναφέρεται ότι «έτσι όπως έχει υπολογιστεί από την Ελλάδα και την ελληνοκυπριακή πλευρά, η ΑΟΖ που αντιστοιχεί στην Τουρκία έχει έκταση μόνο 41.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ενώ οι εκτάσεις 71.000 και 33.000 τετραγωνικών που υπολείπονται από τη συνολική έκταση των 145.000 τετραγωνικών μοιράστηκαν μεταξύ της Ελλάδας και της ελληνοκυπριακής διοίκησης. Εάν η Τουρκία δεν ελέγχει την υφαλοκρηπίδα αυτή έκτασης 145.000 τετραγωνικών, αυτό σημαίνει ότι δεν ελέγχει το ένα τρίτο των θαλασσών της και του πλούτου που υπάρχει σε αυτές».
Στο σημείο αυτό προκύπτει και το τουρκικό δίλημμα που ισοδυναμεί με την απόλυτη αποσταθεροποίηση: Δεδομένης της έναρξης των σεισμικών ερευνών από την ελληνική – ελλαδική και κυπριακή – πλευρά, πρακτικά σημαίνει ότι τα περιθώρια στην Τουρκία για να κινηθεί έχουν στενέψει αφόρητα και ότι καλείται να λάβει μέτρα για να αποφύγει κάποιο τετελεσμένο. Οι Τούρκοι στρατηγοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι ένας πόλεμος με την Ελλάδα από μόνος του δεν έχει δεδομένο αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως των λεονταρισμών στους οποίους μας έχει συνηθίσει, πολύ περισσότερο τώρα που στην εξίσωση εισέρχονται και άλλοι παράγοντες οι οποίοι δεν ευνοούν την Τουρκία (ΗΠΑ, Ισραήλ, σε συνδυασμό με την «προβληματική διεθνή συμπεριφορά» της κυβέρνησης Ερντογάν).
Για το λόγο αυτό, όπως αποκαλύπτεται από τη Sabah το Γενικό Επιτελείο κάλεσε ειδικούς σε θέματα διεθνών σχέσεων και στρατηγικής και έθεσε το ερώτημα εάν και κατά πόσο με δεδομένο τον υποθαλάσσιο πλούτο της περιοχής θα δικαιολογούσε την ανάληψη του κόστους και του ρίσκου μιας στρατιωτικής σύγκρουσης. Οι στρατηγοί άσκησαν κριτική – και στον εαυτό τους – για το γεγονός ότι η Τουρκία δεν είχε κάνει τις απαραίτητες έρευνες για να γνωρίζει εγκαίρως το ακριβές – κατά προσέγγιση πάντα – μέγεθος των αποθεμάτων της περιοχής. Αυτό που έχει όμως ενδιαφέρον είναι ότι η απάντηση και των προσκεκλημένων ήταν θετική. Δηλαδή ότι αξίζει το ρίσκο…
Ηθικόν δίδαγμα: Δεν θέλει ιδιαίτερες αναλυτικές ικανότητες για να αντιληφθεί κανείς ότι η χώρα μας εισέρχεται σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο κατά την οποία θα κριθούν πολλά, ενώ το ενδεχόμενο πολεμικής σύρραξης δεν μπορεί να αποκλειστεί. Τα ερωτήματα για την ελληνική πλευρά είναι απλά:
Κατά πόσον η Αθήνα αντιμετωπίζει με «συμπάθεια» το τουρκικό επιχείρημα περί άδικου αποκλεισμού της από την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων μιας θαλάσσιας περιοχής από ένα μικρό νησάκι, μια «αδικία» που προκύπτει μέσα από την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου;
Το ερώτημα οφείλει να τεθεί για δύο λόγους: Εάν η απάντηση είναι θετική (με βάση την προτέρα εμπειρία…) τότε στην επιφάνεια θα έλθουν σενάρια που θα προβλέπουν λύσεις «συνεκμετάλλευσης», κάτι το οποίο βέβαια θα δημιουργούσε κατά κάποιον τρόπο και νομικό προηγούμενο (συμφωνία δυο χωρών περί του «αδίκου χαρακτήρα» υφιστάμενου νομικού κανόνα, οπότε είναι θέμα χρόνου να τεθεί ζήτημα).
Εάν η απάντηση είναι αρνητική τότε απλούστατα οδεύουμε για σύρραξη στην περιοχή, αφού το να παραιτηθεί η Τουρκία από τη νομή μιας τόσο «χορταστικής πίτας» είναι τουλάχιστον με βάση την προτέρα συμπεριφορά της Άγκυρας αδιανόητο. Αυτό έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις για τον επιχειρησιακό σχεδιασμό, τις δαπάνες για την εξασφάλίση ετοιμότητας, αλλά και γενικότερα για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας.
Τα σύννεφα στην ευρύτερη περιοχή συνεχίζουν και μαζεύονται. Η φημολογία δίνει και παίρνει. Από το ότι τη στιγμή που μιλάμε η περιοχή κοντά σε Ρόδο και Καστελόριζο έχει γεμίσει με τουρκικά πλοία (διαψεύδεται από το ΓΕΕΘΑ), μέχρι ότι ακυρώθηκε ο απόπλους του πλοίου το οποίο θα εντασσόταν στη δύναμη που περιπολεί στον Ινδικό για την καταπολέμηση της πειρατείας. Το ΓΕΕΘΑ επίσης διαψεύδει, θυμίζοντας την απόφαση του περασμένου Ιουνίου για ακύρωση των αποστολών λόγω των οικονομικών προβλημάτων, ενώ άλλες φήμες κάνουν λόγο για ένα πλήρωμα απολύτως έτοιμο για να αναχωρήσει με περίπου 170 άτομα να έχουν εμβολιαστεί.
Το μπάχαλο στην ενημέρωση που επικρατεί είναι απαράδεκτο. Και ο λόγος που αναφέρουμε τη φημολογία που κυκλοφορεί είναι μπας και φιλοτιμηθεί κανείς και εκδώσει επίσημη ανακοίνωση, τονίζουμε το επίσημη ώστε να δεσμεύεται η αξιοπιστία όλων, για να μπούνε τα πράγματα σε τάξη.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι εάν η κατάσταση είναι πιο δύσκολη από όσο φαίνεται, καλό θα ήταν να ενημερώσουν τον ελληνικό λαό μια ώρα νωρίτερα. Η παρελθούσα εμπειρία δείχνει ότι το κόστος απόκρυψης πληροφοριών τέτοιας σημασίας καταβάλλεται διπλό και τριπλό αν οι ευσεβείς μας πόθοι δεν επαληθευτούν…