Tην προηγούμενη περίoδο είχα την ευκαιρία να συζητήσω με Τουρκοκύπριους και Τούρκους συναδέλφους κάποιες βασικές αδυναμίες της δημοσιογραφίας στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Παρά τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας και κοινωνίας, οι «κοινές αδυναμίες» προκαλούν ερωτηματικά επί της ουσίας του «δημοσίου λειτουργήματος» που ονομάζεται δημοσιογραφία. Ποια η μεγαλύτερη μας αδυναμία; Το γεγονός ότι απλά δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την σφαιρική εικόνα των εκάστοτε γεγονότων. Συζητώντας με συναδέλφους τις εξελίξεις στην άλλη πλευρά της πράσινης γραμμής, καταλήξαμε στο ότι τα Μέσα Ενημέρωσης σε Κύπρο και Τουρκία αδυνατούν να εστιάσουν και να αναλύσουν το γενικό πλαίσιο του πολιτικού τους συστήματος. Συγκεκριμένα, τη στιγμή που οι δημοσιογράφοι μελετούν σε καθημερινή βάση τις μικρές εστίες έντασης, τις «επιθέσεις» της Άγκυρας και την οργή των Τουρκοκυπρίων, τα ΜΜΕ αδυνατούν να δουν τη «μεγάλη εικόνα» και την επίδραση της στις κοινωνίες της Κύπρου και της Τουρκίας.
Τι εννοούμε με τον όρο «μεγάλη εικόνα»; Η ριζική αναθεώρηση του λόγου και των Μέσων που ενισχύουν την παρουσία των τουρκικών συμφερόντων στην Κύπρο και η επίδραση αυτής της εξέλιξης στις πολιτικές και κοινωνικές ισορροπίες της Κύπρου και της Τουρκίας, αλλά και στην εξέλιξη του Κυπριακού, φαίνεται να διαφεύγουν της προσοχής των Μέσων Ενημέρωσης.
Η διαμάχη στους κόλπους της τουρκοκυπριακής κοινωνίας
Η πολιτική διαμάχη στους κόλπους της τουρκοκυπριακής κοινωνίας είναι γεγονός εδώ και έναν αιώνα. Πριν εκατό χρόνια είχαμε την σύγκρουση των υποστηρικτών του Κινήματος των Νεότουρκων με τους ντόπιους εκπρόσωπους του κύκλου του οθωμανικού παλατιού. Στα μέσα του 20΄ αιώνα η δεξιά συγκρούστηκε με την αριστερά για τη διαχείριση των κοινοτικών πόρων και υποθέσεων. Γύρω στα τέλη της δεκαετίες 60΄, στους κόλπους της δεξιάς ο Ραούφ Ντενκτάς συγκρούστηκε με τον Φαζίλ Κιουτσούκ για την ηγεσία της κοινότητας. Από τα μέσα της δεκαετίας 90΄, η ηγεσία του κ. Ντενκτάς αμφισβητήθηκε από παράγοντες της δεξιάς και την αριστερά.
Σήμερα η πολιτική διαμάχη στους κόλπους της κοινότητας έχει αρχίσει να εμφανίζει σημάδια διαφοροποίησης από το ιστορικό πλαίσιο αναφοράς. Σε μια περίοδο που σε επίπεδο κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών γραμμών, έχουν χαθεί τα ιδεολογικά «σύνορα» μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, η διαμάχη δεν έχει καθαρά πολιτικό χαρακτήρα. Για να το θέσουμε με απλά λόγια, δεν πρόκειται για την σύγκρουση του «δεξιού» UBP (Κόμμα Εθνικής Ενότητας) και του «αριστερού» CTP (Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα) στα πλαίσια της διεκδίκησης της εξουσίας.
Εννέα χρόνια μετά την άνοδο του AKP στην εξουσία της «μητέρας πατρίδας» και επτά χρόνια μετά την μεγάλη απογοήτευση των Τουρκοκυπρίων από το αδιέξοδο δημοψήφισμα του 2004, οι παραδοσιακοί πολιτικοί παράγοντες του τόπου δίνουν άνιση μάχη με τον χρόνο για να εξασφαλίσουν την συνέχεια της παρουσίας τους στο πολιτικό προσκήνιο. Στους κόλπους της δεξιάς και της αριστεράς οι δυναμικές κοινωνικής αμφισβήτησης έχουν διογκωθεί, λόγω της δυσλειτουργίας του πελατειακού συστήματος, ως αποτέλεσμα της γενικότερης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Στο στρατόπεδο της δεξιάς, οι διαμαρτυρόμενες φωνές δυναμώνουν μέρα με την μέρα. Το τελευταίο διάστημα οι τοπικές οργανώσεις του UBP βρίσκονται σε κατάσταση «ψυχρού πολέμου» με τη λεγόμενη κυβέρνηση του κ. Κιουτσούκ. Διάφοροι τοπικοί παράγοντες έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι το μεγαλύτερο κόμμα της δεξιάς δεν μπορεί να συνεχίσει να ακολουθεί την παραδοσιακή γραμμή της εξαγοράς πολιτικής υποστήριξης με αντάλλαγμα τις λίρες της Τουρκίας και τα «γραφειοκρατικά πόστα». Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός η βάση της «ΤΜΤ», η οποία μόλις πριν από μερικού μήνες πανηγύριζε την ανάδειξη του Ντερβίς Έρογλου στην ηγεσία της κοινότητας, συμφωνεί απόλυτα με τις φωνές αμφισβήτησης. Ενώ ταυτόχρονα ο κύκλος της οικογένειας Ντενκτάς έχει φτάσει στο σημείο της ανοιχτής σύγκρουσης με την ηγεσία του UBP.
Από την πλευρά της, η τουρκοκυπριακή αριστερά εξακολουθεί να μετρά τις «πληγές» που άφησε πίσω της η «διακυβέρνηση» του CTP και η ηγεσία του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. Υπό την ηγεσία του Φερντί Σαμπίτ Σογιέρ, το CTP έχει μετατραπεί σε ένα μόρφωμα, τα μέλη του οποίου αδυνατούν να το προσδιορίσουν ιδεολογικά. Φυσικά, σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι στην τ/κ κοινότητα η μαρξιστική θεώρηση του κόσμου έχει αντικατασταθεί από την φιλελεύθερη ανάγνωση της σοσιαλδημοκρατικής θεωρίας.
Σήμερα, με βάση αυτή την «ευρωπαϊκή» - φιλελεύθερη ανάγνωση παραδοσιακοί υποστηρικτές της αριστεράς και της εθνικιστικής δεξιάς, Τουρκοκύπριοι και έποικοι δεύτερης και τρίτης γενιάς, επιχειρούν να ενώσουν τις δυνάμεις τους γύρω από μια σύγχρονη ιδεολογική γραμμή: Θέτουν το αίτημα της αυτοδιάθεσης της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και της ενσωμάτωσης της στην Ε.Ε. Αν και τονίζουν τη σημασία της ομαλοποίησης των σχέσεων τους με την ελληνοκυπριακή κοινότητα, κατανοούν ότι διάφοροι παράγοντες δυσχεραίνουν την επίτευξη αυτού του στόχου. Έτσι, υπογραμμίζουν την σημασία της αυτονομίας της κοινότητας τους (από την Τουρκία και την ε/κ κοινότητα).
Οι τελευταίες ενδείξεις από την Τουρκία δείχνουν ότι το ΑKP δεν είναι έτοιμο να συμβιβαστεί με το αίτημα της αυτονομίας των τουρκοκυπρίων, αυτή άλλωστε είναι η γενικότερη στάση της Άγκυρας και στο Κουρδικό ζήτημα. Ταυτόχρονα όμως η Άγκυρα ανταποκρινόμενη στις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις για την ανάπτυξη της ακτίνας δράσης του τουρκικού κεφαλαίου στο βόρειο κομμάτι της νήσου, έχει φροντίσει να ανοίξει τον δρόμο για την αντικατάσταση των παραδοσιακών παραγόντων της δεξιάς με παράγοντες που βρίσκονται στην σφαίρα επιρροής της.
Γνωρίζουμε ότι ο Ταχσίν Ερτουγρούλογλου και οι συνεργάτες του, καθώς και μια ομάδα επιχειρηματιών, ακαδημαϊκών και δημοσιογράφων αναμένουν το «πράσινο φως» της Άγκυρας για να διεκδικήσουν την ηγεσία της κοινότητας και να καταπνίξουν το αναδυόμενο «αυτονομιστικό κίνημα» των Tουρκοκυπρίων.
Οι νέες κινητοποιήσεις των Τουρκοκυπρίων θα κρίνουν την αναμέτρηση των υποστηρικτών του αιτήματος της «αυτονομίας» και των υποστηρικτών της πολιτικής γραμμής της Άγκυρας. Το αποτέλεσμα του αγώνα για την «αυτονομία» θα κρίνει τον εκσυγχρονισμό και εκδυτικισμό της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Source : kathimerini.cy |