Βρισκόμαστε στο πιο επικίνδυνο στάδιο της διεθνούς οικονομικής κρίσης, που ξεκίνησε το 2007 και ουσιαστικά ποτέ δεν τελείωσε. Μετά το Σεπτέμβριο του 2008, στον απόηχο της πτώχευσης της Lehman Brothers, τα ανεπτυγμένα κράτη αλλά και μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Κίνα έλαβαν γενναία και συντονισμένα μέτρα για την τόνωση της ζήτησης, αποτρέποντας τη μετατροπή της τραπεζικής κρίσης σε νέο κραχ στην πραγματική οικονομία.
Το αποτέλεσμα ήταν να επιδεινωθούν έντονα τα δημόσια οικονομικά των ανεπτυγμένων κρατών, τόσο λόγω της ύφεσης, που μειώνει τα κρατικά έσοδα και αυξάνει τις δαπάνες, όσο και λόγω της ανάγκης διάσωσης πολλών «συστημικά σημαντικών» χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η ελπίδα των ιθυνόντων ήταν ότι τα πακέτα τόνωσης, σε συνδυασμό με την εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική, θα επανέφεραν τις δυτικές οικονομίες σε τροχιά ταχείας ανάπτυξης – ότι, με άλλα λόγια, η ύφεση θα είχε σχήμα V, απότομης πτώσης ακολουθούμενης από δυναμική ανάκαμψη. Έτσι, θα μπορούσαν σύντομα να αφαιρέσουν τα δημοσιονομικά στηρίγματα, ενισχύοντας περαιτέρω τα δημόσια οικονομικά, που θα είχαν ήδη βελτιωθεί θεαματικά από την επιστροφή της ανάπτυξης.
Μια ύφεση όχι σαν τις άλλες
Δυστυχώς, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι, γιατί η ύφεση του 2008-2009 δεν ήταν μία φυσιολογική ύφεση. Όπως εξηγούσαν σε ανάλυσή τους τον Ιανουάριο του 2009 για το National Bureau of Economic Research (NBER) οι Αμερικανοί οικονομολόγοι Κεν Ρόγκοφ και Κάρμεν Ράινχαρτ, τέτοιου είδους κρίσεις χρειάζονται πολύ περισσότερο καιρό για να ξεπεραστούν. Υπολογίζουν ότι ύστερα από τραπεζικές κρίσεις ο δείκτης της ανεργίας αυξάνεται επί περίπου 4 χρόνια, κατά 7% κατά μέσο όρο, το δημόσιο χρέος αυξάνεται κατά 86% και οι αξίες των ακινήτων μειώνονται κατά 35% σε διάστημα 6 χρόνων. Η διαδικασία απομόχλευσης –νοικοκυριών, τραπεζών, κρατών– δεν υπόκειται σε fast track.
Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να υπάρχει στη Δύση κρίση κρατικού χρέους και η πραγματική οικονομία και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού να απειλείται με νέα βουτιά στην ύφεση. Ο φαύλος κύκλος είναι σαφής: η αδυναμία της ιδιωτικής οικονομίας και των τραπεζών οδηγεί, στην καλύτερη περίπτωση, σε ασθμαίνουσα ανάκαμψη, η οποία καθιστά δυσοίωνες τις δημοσιονομικές προοπτικές. Η δημοσιονομική αυτή επιδείνωση δένει τα χέρια των κυβερνήσεων, που προχωρούν σε περικοπές και δεν στηρίζουν την ιδιωτική οικονομία, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος μιας νέας ύφεσης να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.
Δράμα χωρίς τέλος στην Ευρωζώνη
Εδώ πρέπει να θέσουμε κάποιες διαχωριστικές γραμμές. Υπάρχουν χώρες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ελλάδα, που όντως δεν έχουν χώρο για επεκτατική δημοσιονομική πολιτική: τα επίπεδα κρατικής υπερχρέωσης είναι απαγορευτικά και η κατάσταση απαιτεί ουσιώδη δημοσιονομική εξυγίανση. Σε αυτή την κατηγορία πρέπει να συμπεριληφθεί και η Ιρλανδία, η απόφαση της κυβέρνησης της οποίας να επωμιστεί τα ιλιγγιώδη χρέη των ιδιωτικών τραπεζών έφερε το ιρλανδικό κράτος στο χείλος της χρεοκοπίας. (Η Ιρλανδία φυσικά, σε αντίθεση με την Ελλάδα, είχε ήδη θεσμοθετήσει πριν από την κρίση εκείνες τις διαρθρωτικές αλλαγές που κάνουν διεθνώς ανταγωνιστική μια οικονομία, οπότε ετοιμάζεται φέτος να βγει από την ύφεση και το μέλλον της φαντάζει πολύ πιο αισιόδοξο.)
Αν όμως κοιτάξουμε τις υπόλοιπες προβληματικές χώρες της Ευρωζώνης, ο βαθμός της λιτότητας που απαιτείται και το χρονοδιάγραμμα βάσει του οποίου αυτή θα επιβληθεί είναι πολύ πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα (ακόμα και για την Ελλάδα, με τα κολοσσιαία της προβλήματα, η θεραπεία-σοκ κάθε άλλο παρά θαύματα έχει κάνει). Αν η Ευρωζώνη είχε βρει τη θέληση να εγγυηθεί από κοινού για τα χρέη μελών της που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας αλλά όχι θέμα φερεγγυότητας, τότε, για παράδειγμα, η Πορτογαλία θα είχε αποφύγει το μνημόνιο και η Ισπανία και η Ιταλία δεν θα κινδύνευαν σήμερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών θα μπορούσαν να δανείζονται και να ξοδεύουν. Θα έπαιρναν μέτρα δημοσιονομικής και διαρθρωτικής εξυγίανσης, αλλά χωρίς την αφόρητη πίεση των αγορών, που οδηγεί σε λιτότητα τόσο σκληρή, που σαμποτάρει τους ίδιους της τους σκοπούς.
Επιπροσθέτως, σε όλα αυτά δεν συμπεριλαμβάνουμε τις δημοσιονομικά θωρακισμένες χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, οι οποίες, παρ’ ότι έχουν τη δυνατότητα να λάβουν μέτρα τόνωσης της ζήτησης, επιλέγουν να ακολουθήσουν το δρόμο της δημοσιονομικής «αρετής». Έτσι, ενώ αυτοσυγχαίρονται για την προτεσταντική τους εγκράτεια, η οικονομία της Ευρωζώνης βυθίζεται.
Η ζοφερή αυτή κατάσταση, φυσικά, έχει φέρει ξανά στο προσκήνιο τους ισολογισμούς των ευρωπαϊκών τραπεζών που κατέχουν μεγάλο όγκο κρατικών ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Στις επόμενες εβδομάδες θα ενταθεί η μάχη μεταξύ των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (ιδιαίτερα του Βορρά) και της ΕΚΤ. Κύρια αντικείμενα θα είναι το αν οι τράπεζες θα πρέπει να υποστούν μεγαλύτερες απώλειες στα ελληνικά τους ομόλογα, με την ΕΚΤ να τρέμει με το ενδεχόμενο, και το πώς και πότε θα απεμπλακεί η κεντρική τράπεζα από τον ημι-δημοσιονομικό ρόλο του δανειστή εσχάτου ανάγκης κρατών και τραπεζών.
Καταστροφική ασυνεννοησία στις ΗΠΑ
Εν τω μεταξύ, στις ΗΠΑ, όπου υπάρχει ενιαία διακυβέρνηση, δεν υπάρχει καμία συνεννόηση μεταξύ των διαφορετικών εξουσιών. Ο πρόεδρος Ομπάμα, που αναγνωρίζει ότι το αμερικανικό κράτος έχει τα δημοσιονομικά περιθώρια για ένα νέο πακέτο τόνωσης της ζήτησης, δεν θα μπορέσει να περάσει το νομοσχέδιο για την απασχόληση (ύψους 450 δισ. δολαρίων) που παρουσίασε πρόσφατα. Το Κογκρέσο, συγκεκριμένα η Βουλή των Αντιπροσώπων, που ελέγχεται από ένα ακραίων πεποιθήσεων Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, θα το μπλοκάρει, λόγω των αυξήσεων δαπανών που προτείνει και επειδή οι Ρεπουμπλικανοί αρνούνται την πρόταση του κ. Ομπάμα να καλυφθούν οι νέες αυτές δαπάνες με αύξηση φορολογίας στους πλουσιότερους Αμερικανούς. Με τις προκριματικές εκλογές για την προεδρία να ξεκινούν σε 4 μήνες, η προεκλογική ατμόσφαιρα θα δυσχεράνει ακόμα περισσότερο την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης. Σημειώνεται ότι, παρά τη μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους στις ΗΠΑ την τελευταία δεκαετία και παρά την πρόσφατη υποβάθμιση από τη Standard & Poor’s, οι επενδυτές δεν μοιάζουν να φοβούνται ότι έπεται η χρεοκοπία της υπερδύναμης: την Παρασκευή τα δεκαετή ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου είχαν επιτόκιο μόλις 2,1%.
Ένα αποτέλεσμα του παρατεταμένου πολιτικού τέλματος στην Ουάσινγκτον είναι η αηδία της κοινής γνώμης με τους πολιτικούς να έχει φτάσει στο ζενίθ – από την ετήσια δημοσκόπηση του Gallup προέκυψε ότι το 81% των ερωτηθέντων δεν είναι ικανοποιημένο με τη διακυβέρνηση της χώρας, το υψηλότερο ποσοστό από το 1972, που τέθηκε για πρώτη φορά το ερώτημα. Το άλλο είναι ότι η εμπιστοσύνη των Αμερικανών καταναλωτών έχει πέσει σε χαμηλά διετίας και οικονομολόγοι όπως ο Ν. Ρουμπινί πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ ήδη βρίσκονται ξανά στα νύχια της ύφεσης
Source : citypress.gr
Το αποτέλεσμα ήταν να επιδεινωθούν έντονα τα δημόσια οικονομικά των ανεπτυγμένων κρατών, τόσο λόγω της ύφεσης, που μειώνει τα κρατικά έσοδα και αυξάνει τις δαπάνες, όσο και λόγω της ανάγκης διάσωσης πολλών «συστημικά σημαντικών» χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η ελπίδα των ιθυνόντων ήταν ότι τα πακέτα τόνωσης, σε συνδυασμό με την εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική, θα επανέφεραν τις δυτικές οικονομίες σε τροχιά ταχείας ανάπτυξης – ότι, με άλλα λόγια, η ύφεση θα είχε σχήμα V, απότομης πτώσης ακολουθούμενης από δυναμική ανάκαμψη. Έτσι, θα μπορούσαν σύντομα να αφαιρέσουν τα δημοσιονομικά στηρίγματα, ενισχύοντας περαιτέρω τα δημόσια οικονομικά, που θα είχαν ήδη βελτιωθεί θεαματικά από την επιστροφή της ανάπτυξης.
Μια ύφεση όχι σαν τις άλλες
Δυστυχώς, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι, γιατί η ύφεση του 2008-2009 δεν ήταν μία φυσιολογική ύφεση. Όπως εξηγούσαν σε ανάλυσή τους τον Ιανουάριο του 2009 για το National Bureau of Economic Research (NBER) οι Αμερικανοί οικονομολόγοι Κεν Ρόγκοφ και Κάρμεν Ράινχαρτ, τέτοιου είδους κρίσεις χρειάζονται πολύ περισσότερο καιρό για να ξεπεραστούν. Υπολογίζουν ότι ύστερα από τραπεζικές κρίσεις ο δείκτης της ανεργίας αυξάνεται επί περίπου 4 χρόνια, κατά 7% κατά μέσο όρο, το δημόσιο χρέος αυξάνεται κατά 86% και οι αξίες των ακινήτων μειώνονται κατά 35% σε διάστημα 6 χρόνων. Η διαδικασία απομόχλευσης –νοικοκυριών, τραπεζών, κρατών– δεν υπόκειται σε fast track.
Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να υπάρχει στη Δύση κρίση κρατικού χρέους και η πραγματική οικονομία και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού να απειλείται με νέα βουτιά στην ύφεση. Ο φαύλος κύκλος είναι σαφής: η αδυναμία της ιδιωτικής οικονομίας και των τραπεζών οδηγεί, στην καλύτερη περίπτωση, σε ασθμαίνουσα ανάκαμψη, η οποία καθιστά δυσοίωνες τις δημοσιονομικές προοπτικές. Η δημοσιονομική αυτή επιδείνωση δένει τα χέρια των κυβερνήσεων, που προχωρούν σε περικοπές και δεν στηρίζουν την ιδιωτική οικονομία, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος μιας νέας ύφεσης να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.
Δράμα χωρίς τέλος στην Ευρωζώνη
Εδώ πρέπει να θέσουμε κάποιες διαχωριστικές γραμμές. Υπάρχουν χώρες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ελλάδα, που όντως δεν έχουν χώρο για επεκτατική δημοσιονομική πολιτική: τα επίπεδα κρατικής υπερχρέωσης είναι απαγορευτικά και η κατάσταση απαιτεί ουσιώδη δημοσιονομική εξυγίανση. Σε αυτή την κατηγορία πρέπει να συμπεριληφθεί και η Ιρλανδία, η απόφαση της κυβέρνησης της οποίας να επωμιστεί τα ιλιγγιώδη χρέη των ιδιωτικών τραπεζών έφερε το ιρλανδικό κράτος στο χείλος της χρεοκοπίας. (Η Ιρλανδία φυσικά, σε αντίθεση με την Ελλάδα, είχε ήδη θεσμοθετήσει πριν από την κρίση εκείνες τις διαρθρωτικές αλλαγές που κάνουν διεθνώς ανταγωνιστική μια οικονομία, οπότε ετοιμάζεται φέτος να βγει από την ύφεση και το μέλλον της φαντάζει πολύ πιο αισιόδοξο.)
Αν όμως κοιτάξουμε τις υπόλοιπες προβληματικές χώρες της Ευρωζώνης, ο βαθμός της λιτότητας που απαιτείται και το χρονοδιάγραμμα βάσει του οποίου αυτή θα επιβληθεί είναι πολύ πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα (ακόμα και για την Ελλάδα, με τα κολοσσιαία της προβλήματα, η θεραπεία-σοκ κάθε άλλο παρά θαύματα έχει κάνει). Αν η Ευρωζώνη είχε βρει τη θέληση να εγγυηθεί από κοινού για τα χρέη μελών της που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας αλλά όχι θέμα φερεγγυότητας, τότε, για παράδειγμα, η Πορτογαλία θα είχε αποφύγει το μνημόνιο και η Ισπανία και η Ιταλία δεν θα κινδύνευαν σήμερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών θα μπορούσαν να δανείζονται και να ξοδεύουν. Θα έπαιρναν μέτρα δημοσιονομικής και διαρθρωτικής εξυγίανσης, αλλά χωρίς την αφόρητη πίεση των αγορών, που οδηγεί σε λιτότητα τόσο σκληρή, που σαμποτάρει τους ίδιους της τους σκοπούς.
Επιπροσθέτως, σε όλα αυτά δεν συμπεριλαμβάνουμε τις δημοσιονομικά θωρακισμένες χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, οι οποίες, παρ’ ότι έχουν τη δυνατότητα να λάβουν μέτρα τόνωσης της ζήτησης, επιλέγουν να ακολουθήσουν το δρόμο της δημοσιονομικής «αρετής». Έτσι, ενώ αυτοσυγχαίρονται για την προτεσταντική τους εγκράτεια, η οικονομία της Ευρωζώνης βυθίζεται.
Η ζοφερή αυτή κατάσταση, φυσικά, έχει φέρει ξανά στο προσκήνιο τους ισολογισμούς των ευρωπαϊκών τραπεζών που κατέχουν μεγάλο όγκο κρατικών ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Στις επόμενες εβδομάδες θα ενταθεί η μάχη μεταξύ των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (ιδιαίτερα του Βορρά) και της ΕΚΤ. Κύρια αντικείμενα θα είναι το αν οι τράπεζες θα πρέπει να υποστούν μεγαλύτερες απώλειες στα ελληνικά τους ομόλογα, με την ΕΚΤ να τρέμει με το ενδεχόμενο, και το πώς και πότε θα απεμπλακεί η κεντρική τράπεζα από τον ημι-δημοσιονομικό ρόλο του δανειστή εσχάτου ανάγκης κρατών και τραπεζών.
Καταστροφική ασυνεννοησία στις ΗΠΑ
Εν τω μεταξύ, στις ΗΠΑ, όπου υπάρχει ενιαία διακυβέρνηση, δεν υπάρχει καμία συνεννόηση μεταξύ των διαφορετικών εξουσιών. Ο πρόεδρος Ομπάμα, που αναγνωρίζει ότι το αμερικανικό κράτος έχει τα δημοσιονομικά περιθώρια για ένα νέο πακέτο τόνωσης της ζήτησης, δεν θα μπορέσει να περάσει το νομοσχέδιο για την απασχόληση (ύψους 450 δισ. δολαρίων) που παρουσίασε πρόσφατα. Το Κογκρέσο, συγκεκριμένα η Βουλή των Αντιπροσώπων, που ελέγχεται από ένα ακραίων πεποιθήσεων Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, θα το μπλοκάρει, λόγω των αυξήσεων δαπανών που προτείνει και επειδή οι Ρεπουμπλικανοί αρνούνται την πρόταση του κ. Ομπάμα να καλυφθούν οι νέες αυτές δαπάνες με αύξηση φορολογίας στους πλουσιότερους Αμερικανούς. Με τις προκριματικές εκλογές για την προεδρία να ξεκινούν σε 4 μήνες, η προεκλογική ατμόσφαιρα θα δυσχεράνει ακόμα περισσότερο την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης. Σημειώνεται ότι, παρά τη μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους στις ΗΠΑ την τελευταία δεκαετία και παρά την πρόσφατη υποβάθμιση από τη Standard & Poor’s, οι επενδυτές δεν μοιάζουν να φοβούνται ότι έπεται η χρεοκοπία της υπερδύναμης: την Παρασκευή τα δεκαετή ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου είχαν επιτόκιο μόλις 2,1%.
Ένα αποτέλεσμα του παρατεταμένου πολιτικού τέλματος στην Ουάσινγκτον είναι η αηδία της κοινής γνώμης με τους πολιτικούς να έχει φτάσει στο ζενίθ – από την ετήσια δημοσκόπηση του Gallup προέκυψε ότι το 81% των ερωτηθέντων δεν είναι ικανοποιημένο με τη διακυβέρνηση της χώρας, το υψηλότερο ποσοστό από το 1972, που τέθηκε για πρώτη φορά το ερώτημα. Το άλλο είναι ότι η εμπιστοσύνη των Αμερικανών καταναλωτών έχει πέσει σε χαμηλά διετίας και οικονομολόγοι όπως ο Ν. Ρουμπινί πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ ήδη βρίσκονται ξανά στα νύχια της ύφεσης
Source : citypress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου