[Περίληψη] Οι υπογράφοντες
[1] το άρθρο αυτό πιστεύουν ότι τα μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας και οικονομικής μεταρρύθμισης
πρέπει να συνοδευθούν από ισχυρότατο πρόγραμμα αναπτυξιακής πολιτικής ώστε να απομακρύνουν τη χώρα από τον φαύλο κύκλο μειούμενης παραγωγής, αυξανόμενης ανεργίας και εξαπλούμενων χρεοκοπιών. Προτείνουμε λοιπόν δεκαεπτά μέτρα τα οποία θα έχουν διττό αποτέλεσμα. Πρώτο, θα αυξήσουν τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης κατά τουλάχιστον 4% τον χρόνο, επιτρέποντας έτσι στην Ελλάδα όχι μόνο να ικανοποιήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις, αλλά, κάνοντας
βαθιές τομές, να βελτιώσει σημαντικά την παραγωγικότητα και τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της και να μπει σε σταθερή τροχιά ευημερίας. Και, δεύτερον, θα αντιστρέψουν τις προσδοκίες και του ελληνικού λαού και της διεθνούς κοινής γνώμης για το μέλλον της χώρας.
Βαθιές τομές στην οργάνωση της παραγωγής, τη διοίκηση και την κοινωνική δομή θα μεταφέρουν το κύριο βάρος της οικονομικής ανάπτυξης από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, θα περιορίσουν τα μονοπωλιακά προνόμια, θα καταργήσουν τις πολιτικές δυναστείες και θα περιορίσουν την εξουσία των εργατικών συνδικάτων. Η κεντρική κυβέρνηση θα παραμείνει υπεύθυνη μόνο στους χώρους της δικαιοσύνης, άμυνας και προστασίας του πολίτη, κοινωνικής δικαιοσύνης και αναδιανομής και υποδομών.
Οι μεταρρυθμίσεις που προτείνουμε επιδιώκουν ώστε μέσα σε μία πενταετία από την εφαρμογή τους να αυξηθεί η παραγωγικότητα από το 80% στο 120% της μέσης στην ΕΕ-27, δηλαδή στο επίπεδο των ευπόρων μελών της ΕΕ, και το εθνικό εισόδημα από 240 σε 350 δισ. ευρώ, και να δημιουργηθούν 1,2 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, έτσι ώστε να απασχοληθούν 800 χιλιάδες νέοι και να απορροφηθούν 400 χιλιάδες εργαζόμενοι από τον δημόσιο τομέα οι οποίοι θα πλεονάζουν. Τέτοια βελτίωση της παραγωγικότητας απαιτεί μαζικές επαναστατικές παρεμβάσεις σε τέσσερις στυλοβάτες της εθνικής οικονομίας: (α) Διαφθορά και δημόσια διοίκηση· (β) υποδομές και ανθρώπινοι πόροι· (γ) αγορές και ανταγωνισμός· και (δ) ασφαλιστικό, φορολογία και δημόσιο χρέος.
2.
[Υπάρχει ελπίδα;] Η φρικτή περίοδος που περνάει ο μέσος Έλληνας αυτή τη στιγμή μας φέρνει μπροστά στο δίλημμα μεταξύ της αρετής και της κακίας. Ο δρόμος της κακίας είναι η εύκολη διέξοδος: κάνουμε αρκετές μεταρρυθμίσεις για να πεισθούν οι πιστωτές μας να εγκρίνουν τις εκταμιεύσεις και συνεχίζουμε όπως πριν, αλλά με μειωμένο εισόδημα κατά 25%. Επιστρέφουμε ουσιαστικά στα επίπεδα του 1990, και στην αντίστοιχη ποιότητα ζωής. Ο δημόσιος τομέας θα παραμείνει υπερφυής και διεφθαρμένος, τα παιδιά μας θα ταλανίζονται σε ένα κακό εκπαιδευτικό σύστημα, οι ασθενείς και οι ηλικιωμένοι θα υφίστανται ιατρική περίθαλψη επιπέδου Τρίτου Κόσμου, και οι νέοι δεν θα βρίσκουν εργασία. Όλα αυτά είναι δυστυχώς εύκολο να τα φανταστούμε, καθώς και το ότι η χώρα θα εξακολουθεί να είναι υπό τον ζυγό ενός σε μεγάλο βαθμό διεφθαρμένου πολιτικού κόσμου και των ομάδων συμφερόντων που εξυπηρετεί. Για αυτούς που επιθυμούν κάτι καλύτερο υπάρχουν οι εναλλακτικές λύσεις αφομοίωσης ή μετανάστευσης.
Ο δρόμος της αρετής είναι η δύσκολη επιλογή της απόρριψης οργανωμένων συμφερόντων και πολιτικών δυναστειών, της ενίσχυσης όλων εκείνων που επιθυμούν διακαώς να σπουδάζουν, να εργάζονται και να παράγουν, δημιουργώντας πλούτο για τον εαυτό τους και την κοινωνία και ζώντας αξιοπρεπώς. Η επιλογή είναι δύσκολη διότι όλοι (άτομα, επιχειρήσεις, κυβερνήσεις) πρέπει τελικά να δουλέψουν πιο σκληρά και να μάθουν να συμπεριφέρονται σαν να ζουν σε μία διαφορετική κοινωνία, ας πούμε σαν αυτήν της Κύπρου, της Φινλανδίας, της Γερμανίας. Η επιλογή είναι ακόμα πιο δύσκολη διότι τα οργανωμένα συμφέροντα δεν θα ενδώσουν χωρίς προηγουμένως να αντισταθούν σε πλατείες, δρόμους και λιμάνια, χωρίς συσκοτισμούς, καταλήψεις, σπασμένα τζάμια, πυρπολήσεις αυτοκινήτων και απεργιακά κύματα.
Υπεράνω όλων, αρετή σημαίνει να εξασφαλίσουμε για τα παιδιά μας ένα μέλλον στη χώρα τους. Έχει απομείνει άραγε αρκετή αρετή στην Ελλάδα; Οι υπογράφοντες το άρθρο αυτό πιστεύουν ότι έχει. Τα μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας και οικονομικής μεταρρύθμισης του Μνημονίου είναι απαραίτητα σαν πρώτο βήμα. Αλλά δεν αρκούν, εκτός εάν συνοδευθούν από ισχυρότατο πρόγραμμα αναπτυξιακής πολιτικής ώστε να απομακρύνουν τη χώρα από τον φαύλο κύκλο μειούμενης παραγωγής, αυξανόμενης ανεργίας και εξαπλούμενων χρεοκοπιών. Στη συνέχεια του κειμένου αυτού αναλύουμε την αφετηρία των προβλημάτων και προτείνουμε συγκεκριμένα μέτρα τα οποία θα έχουν διττό αποτέλεσμα. Πρώτον, όταν ολοκληρωθούν, θα αυξήσουν τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης κατά τουλάχιστον 4% τον χρόνο, επιτρέποντας έτσι στην Ελλάδα όχι μόνο να ικανοποιήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις, αλλά κάνοντας βαθιές και πρωτάκουστες τομές να βελτιώσει σημαντικά την παραγωγικότητα και τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της και να μπει σε σταθερή τροχιά ευημερίας. Και, δεύτερον, όντας πιστευτά θα αντιστρέψουν τις προσδοκίες και του ελληνικού λαού και της διεθνούς κοινής γνώμης για το μέλλον της χώρας.
Η πλέον κραυγαλέα από τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας είναι ότι το 2009 οι Έλληνες κατανάλωσαν 12% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ το εισόδημά τους ήταν 5% κάτω του μέσου όρου, η παραγωγικότητα της εργασίας 20% χαμηλότερη, και μόνο το 39% των κατοίκων εργάζονταν σε αντίθεση με 43% στην ΕΕ. Ελλειμματικά ισοζύγια, μεταβιβάσεις από την ΕΕ καθώς και εξωτερικά δάνεια χρηματοδοτούσαν την υψηλή κατανάλωση μέχρις ότου στέρεψαν. Η δραματική ύφεση που ακολούθησε χαμηλώνει τα εισοδήματα των Ελλήνων από 22 χιλ. ευρώ κατά κεφαλή σε 17-18 χιλ., στο επίπεδο δηλαδή που αναλογεί στην παραγωγικότητα και απασχόληση της χώρας τώρα που πλέον έχει στερέψει η εισαγωγή κεφαλαίων από το εξωτερικό. Μισθοί και συντάξεις θα μειωθούν κατά 25%. Η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα θα μειωθεί κατά 800.000. Χωρίς δραστικά αναπτυξιακά μέτρα, τα εισοδήματα θα κατέβουν από 95% της ΕΕ-27 σε περίπου 72%. Η Ελλάδα θα γίνει Σλοβακία. Και η κοινωνική μας δομή θα κλονιστεί.
Τόσο βαθιές αδυναμίες μπορούν να αντιμετωπισθούν μόνον με βαθιές καινοτομίες στην οργάνωση της παραγωγής, τη διοίκηση και την κοινωνική δομή, οι οποίες θα μεταφέρουν το κύριο βάρος της οικονομικής ανάπτυξης από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, θα περιορίσουν τα μονοπωλιακά προνόμια, θα καταργήσουν τις πολιτικές δυναστείες και θα περιορίσουν την εξουσία των εργατικών συνδικάτων. Η κεντρική κυβέρνηση θα παραμείνει υπεύθυνη μόνο στους χώρους της δικαιοσύνης, άμυνας και προστασίας του πολίτη, υποδομών, ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι προτάσεις μας είναι ριζοσπαστικές (σε βαθμό που μερικές απαιτούν συνταγματική αναθεώρηση), και φυσικά θα τύχουν ηχηρών αντιδράσεων από πλήθος οργανωμένων συμφερόντων. Στη συνέχεια του κειμένου αυτού στηριζόμαστε στην οικονομική επιστήμη για να εξηγήσουμε πώς τα μέτρα που προτείνουμε θα ωφελήσουν το μέσο ελληνικό νοικοκυριό και την εθνική οικονομία.
Οι αλλαγές αυτές στοχεύουν, μέσα σε μία δεκαετία από την εφαρμογή τους, να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας από το 80% στο 120% της μέσης παραγωγικότητας στην ΕΕ-27, δηλαδή στο επίπεδο των ευπόρων μελών της Ένωσης, ν’ ανεβάσουν το εθνικό εισόδημα από 220 σε 420 δισ. ευρώ, και να δημιουργήσουν 1,2 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, απασχολώντας 800 χιλιάδες νέους και απορροφώντας 400 χιλιάδες πλεονάζοντες εργαζόμενους από τον δημόσιο τομέα. Τέτοια βελτίωση της παραγωγικότητας απαιτεί μαζικές παρεμβάσεις σε τέσσερις στυλοβάτες της εθνικής οικονομίας: (α) διαφθορά και δημόσια διοίκηση· (β) υποδομές και ανθρώπινοι πόροι· (γ) αγορές και ανταγωνισμός· και (δ) ασφαλιστικό, φορολογία και δημόσιο χρέος.
Πλατιά αποδοχή των τολμηρών προτάσεών μας θα ενσπείρει εμπιστοσύνη στο μέλλον της Ελλάδος μεταξύ επενδυτών και πιστωτών διεθνώς, δίνοντας έτσι το έναυσμα για ενάρετο κύκλο εισερχομένων κεφαλαίων, ξένων επενδύσεων και βελτιωμένων όρων δανεισμού. Επιδιώκουμε να πείσουμε την κοινή γνώμη ότι ριζοσπαστικές λύσεις είναι αναπόφευκτες, περιγράφουμε τις στρατηγικές που απαιτούνται και σκιαγραφούμε τους κινδύνους που μας απειλούν εάν δεν υιοθετηθούν.
3.
[Επιτακτική ανάγκη αποκατάστασης εμπιστοσύνης] Αναπτυξιακές στρατηγικές, ιδιαίτερα όταν είναι ριζοσπαστικές, είναι αδύνατον να επιτύχουν εκτός εάν η εσωτερική και διεθνής κοινή γνώμη πεισθούν ότι τα δύο μεγάλα ελληνικά κόμματα, τα οποία ουσιαστικά θα κληθούν να εφαρμόσουν τόσο φιλόδοξες αλλαγές, έχουν ενστερνισθεί την πάταξη της διαφθοράς και τη θεραπεία της εφιαλτικής ανεπάρκειας του δημόσιου τομέα. Το κοινό θα πεισθεί ότι πραγματικές αλλαγές βρίσκονται καθ’ οδόν εάν δει σε ένα χρόνο πράγματα πρωτάκουστα για την Ελλάδα. Εύστοχα παραδείγματα θα ήταν κατακλυσμός μεγάλων δημοσίων έργων, ενδείξεις ότι ο ελληνικός πολιτικός κόσμος είναι πραγματικά προετοιμασμένος να στερηθεί μερικά από τα προνόμιά του, και φυλάκιση κάποιων κραυγαλέων σφετεριστών δημοσίου χρήματος. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι δεκαεπτά συγκεκριμένες προτάσεις μας, σε ενότητες που αντιστοιχούν στους τέσσερις στυλοβάτες.
4.
[Είναι η διαφθορά στη δημόσια ζωή και διοίκηση η ελληνική πραγματικότητα που θέλουμε;] Τα στοιχεία είναι τρανταχτά: η διαφθορά είναι πανταχού παρούσα στη δημόσια διοίκηση και χειροτερεύει συνεχώς. Η Παγκόσμια Τράπεζα κατατάσσει την Ελλάδα 81η από 202 χώρες στην πάταξη της διαφθοράς. Η Διεθνής Διαφάνεια την ταξινομεί σαν χειρότερη μεταξύ των EΕ-27 το 2009, με δείκτη 3,8 (και άριστα το 10). Η Κύπρος το 2009 είχε 6,6 και η Ελλάδα το 1997 είχε 5,3!
Οι συνέπειες για την ελληνική οικονομία είναι καταστρεπτικές: Σύμφωνα με μελέτες της Διεθνούς Τράπεζας και από τους Mauro (1995) και Kaufmann (2010), η διαφθορά διπλασιάζει το δημοσιονομικό έλλειμμα, επιτρέπει να διαφεύγει το 25% των φόρων, αποθαρρύνει τις επενδύσεις, αυξάνει την ανισότητα, και επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη. Π.χ., εάν ο δημόσιος τομέας ήταν τα τελευταία 10 χρόνια όσο παραγωγικός είναι σήμερα αυτός της Κύπρου, τότε το μέσο οικογενειακό εισόδημα θα ήταν 13% μεγαλύτερο. Εάν η διαφθορά είχε μείνει στο επίπεδο του 1997, τα εισοδήματα σήμερα θα ήταν 8% μεγαλύτερα. Εκτιμούμε ότι ο ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης θα αυξανόταν κατά 1% εάν η Ελλάδα καταπολεμούσε τη διαφθορά όσο η Κύπρος.
Όχι μόνο πρέπει να εξυγιανθεί η δημόσια διοίκηση αλλά και να μειωθεί η απασχόληση στον δημόσιο τομέα. Ο δημόσιος τομέας σε οικονομίες που έχουν επιδείξει ταχύρρυθμη ανάπτυξη απασχολεί μικρότερο ποσοστό του εργατικού δυναμικού, π.χ., Βραζιλία και Τουρκία 11%, Ισπανία και Κύπρος 15%, και Ιρλανδία 22%, έναντι 25% στην Ελλάδα. Συνιστούμε βαθμιαία μείωση από το 25% που είναι τώρα στο 15%, μέχρι το 2015, με παράλληλη αύξηση των αμοιβών των δημοσίων υπαλλήλων και παροχή ισχυρών κινήτρων για αποτελεσματική και πλέον χρηστή διοίκηση.
5.
[Υποδομές και ανθρώπινοι πόροι] Η Ελλάδα υστερεί σε κάθε είδους υποδομές, δηλαδή σιδηροδρόμους, αυτοκινητοδρόμους, λιμένες και αεροδρόμια. Το δημόσιο κεφάλαιο υστερεί έναντι των ΕΕ-27 και είναι συγκρίσιμο με αυτό του Τρίτου Κόσμου. Η χώρα μας, με 2,9% της έκτασης και 2,2% του πληθυσμού της ΕΕ, έχει απηρχαιωμένο σιδηροδρομικό δίκτυο με μήκος στο 1% της ΕΕ, το ήμισυ των αυτοκινητοδρόμων της Πορτογαλίας, 0,8% των αεροπορικών μεταφορών της ΕΕ και λιγότερο από 5% των θαλασσίων μεταφορών της Ευρώπης.
Όλες οι μελέτες δείχνουν ότι επενδύσεις σε μεταφορές και επικοινωνίες είναι απαραίτητες για την οικονομική ανάπτυξη. Εάν η εφαρμογή της Πρότασης 2 διπλασιάσει το δημόσιο κεφάλαιο μέχρι το 2015, δηλαδή σε 2500 χλμ. αυτοκινητοδρόμων, κάνει υπερταχεία σιδηροδρομική σύνδεση Αθήνας - Θεσσαλονίκης, τρεις σύγχρονους λιμένες, πέντε σύγχρονα αεροδρόμια και πενήντα λιμένες αναψυχής, τότε εκτιμούμε [βασιζόμενοι σε μελέτη των Easterly και Rebello (1993)] ότι ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης θα αυξηθεί κατά 0,7% και η συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας κατά 35-40%. Οικογενειακά εισοδήματα θα αυξηθούν κατά 8% σε δέκα χρόνια από τη βελτίωση της υποδομής και μόνο.
Όλοι γνωρίζουν την ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος και την αδυναμία του να προετοιμάσει τους Έλληνες για τις απαιτήσεις των αναπτυγμένων οικονομιών, ιδιαίτερα αυτών που βασίζονται σε τεχνολογικά προηγμένες υπηρεσίες. Τα στοιχεία είναι σαρωτικά: χαμηλή παραγωγικότητα του ελληνικού εργατικού δυναμικού (στο 80% της ΕΕ-27), απογοητευτική επίδοση των Ελληνόπουλων 15 ετών στις εξετάσεις PISΑ (στην 28η θέση από 30 χώρες του ΟΟΣΑ), οξύτατη ανεπάρκεια τεχνολογικών εφευρέσεων και ευρεσιτεχνιών (0,2% των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στην ΕΕ απονέμονται σε Έλληνες, 10 φορές λιγότερα από ό,τι αναλογούν στον πληθυσμό). Και το πλέον συντριπτικό από όλα τα στοιχεία είναι η συγκλονιστική ανεπάρκεια της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο να προετοιμάζει τους νέους για απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα: το πτυχίο ΑΕΙ βελτιώνει μισθούς κατά μόνο 32%, δηλαδή 300 ευρώ τον μήνα (έναντι 61% στην ΕΕ) [Ψαχαρόπουλος (2004, 2009)], αποφέροντας έτσι απόδοση 3,5% στο κόστος της εκπαίδευσης (έναντι 7% στην ΕΕ).
Υπαίτιοι είναι οι κυβερνήσεις, και οι ψηφοφόροι που τις κρατούν στην εξουσία. Αρκούνται να επενδύουν στην εκπαίδευση, σαν ποσοστό του ΑΕΠ, 2% λιγότερο από τις άλλες χώρες της ΕΕ. Το κύριο πρόβλημα όμως παραμένει η σπάταλη και απηρχαιωμένη εκπαιδευτική διοίκηση. Για να βελτιωθεί η ελληνική εκπαίδευση στα ευρωπαϊκά επίπεδα προτείνουμε να τα μιμηθούμε με αποκέντρωση και δημιουργία άμιλλας μεταξύ ιδρυμάτων.
6.
[Αγορές και ανταγωνισμός] Οι κρατικές παρεμβάσεις στις αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών επιδιώκουν τον περιορισμό του ανταγωνισμού, διατήρηση υψηλών τιμών και περιθωρίων κέρδους, και προστασία προνομίων και συμφερόντων όσων συνεργάζονται με τον πολιτικό κόσμο. Σαν αποτέλεσμα οι ελληνικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών είναι οι πλέον στρεβλωμένες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, με την αγορά εργασίας να καταλαμβάνει τη χειρότερη 5η θέση. Δεν είναι παράδοξο που οι επιχειρήσεις διστάζουν να προσλαμβάνουν εργάτες ακόμα και σε ευμενείς συνθήκες· είναι αδύνατον να απολύσουν όταν οι συνθήκες χειροτερέψουν. Αποτέλεσμα είναι να πέσει η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στην 26η θέση της ΕΕ-27, να ανέβει η ανεργία μεταξύ των νέων στο 20%, και να αποθαρρύνονται οι ξένες επενδύσεις (που είναι περίπου 1% του ΑΕΠ στην Ελλάδα έναντι του 4% στην ΕΕ-27).
Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι εξάλειψη του ασφυκτικού ελέγχου των αγορών από το κράτος θα προσθέσει 15% στο ΑΕΠ μέσα στα επόμενα χρόνια και θα αυξήσει τις ξένες επενδύσεις. Εκτιμούμε ότι εάν οι ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα φθάσουν στο επίπεδο της ΕΕ-27, ο ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης θα αυξηθεί κατά 0,5%. Στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας δείχνουν ότι κατά την περίοδο 1976-1988 χάθηκαν, εξαιτίας νομίμων απεργιών και μόνο, 0,36 εργάσιμες μέρες ανά 1 εκατομμύριο κατοίκων στην Ελλάδα, έναντι 0,06 στις ΗΠΑ και 0,14 στην Ιταλία και την Ισπανία.
7.
[Ασφαλιστικό σύστημα, δημόσιο χρέος, φόροι] Τριάντα χρόνια δημοσιονομικών ελλειμμάτων με μέσο όρο 7,5% του ΑΕΠ έχουν φέρει το κράτος στο χείλος του γκρεμού, με το (ακαθάριστο) δημόσιο χρέος στο 150% του ΑΕΠ και τους πιστωτές μας απρόθυμους να μας δανείσουν με επιτόκιο κάτω από 12%. Η έκλυτη σπατάλη και η αβεβαιότητα για το μέλλον τούς αποθαρρύνουν. Το 2007, η κυβέρνηση δαπάνησε 45% του εθνικού εισοδήματος και συνέλεξε λιγότερο από 40% σε φόρους. Οι φορολογικές υπηρεσίες και η πολιτική τους ηγεσία απέτυχαν να συλλέξουν ή καταχράστηκαν ένα τέταρτο των νομίμων φόρων. Παρ’ όλα αυτά, οι φόροι στα κέρδη και αποθεματικά είναι από τους υψηλότερους της ΕΕ-27. Πληθώρα πολυεθνικών και ελληνικών επιχειρήσεων εγκαταλείπουν την Ελλάδα.
Η δημοσιονομική κρίση επιδεινώνεται από την απελπιστική κατάσταση των συστημάτων ασφάλισης και υγείας. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα του ΟΟΣΑ χωρίς ατομικούς συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς (ΑΣΛ), ενώ οι συντάξεις είναι οι πλέον γενναιόδωρες: πληρώνουν 96% των μέσων αποδοχών, αρχίζουν από ηλικία 58 ετών και κοστίζουν 13,5% του ΑΕΠ. Αντιθέτως, στις χώρες του ΟΟΣΑ οι συντάξεις πληρώνουν κατά μέσο όρο 61% των αποδοχών, αρχίζουν από ηλικία 63 ετών και κοστίζουν 10% του ΑΕΠ.
Η διοίκηση των δημοσίων νοσοκομείων στελεχώνεται με πολιτικά κριτήρια, και λειτουργεί ανεξέλεγκτα και χωρίς προϋπολογισμούς. Η χρήση φαρμάκων είναι υπερβολική. Αποτέλεσμα: δημιουργούνται ελλείμματα που είναι συνολικά 2% του ΑΕΠ.
Η έλλειψη εκπαιδευμένου προσωπικού είναι τεράστια, οι γιατροί και νοσοκόμοι δεν αμείβονται επαρκώς και σαν αποτέλεσμα είναι επιρρεπείς σε δωροδοκίες από ασθενείς που απλά επιθυμούν περίθαλψη ποιότητας. Αποτέλεσμα: οι Ελληνίδες ζουν τώρα δύο χρόνια λιγότερα από τις Ισπανίδες, ενώ ζούσαν το ίδιο το 1960.
Οι ξένες επενδύσεις ωθούν την οικονομική ανάπτυξη παντού. Για να φθάσει η Ελλάδα τουλάχιστον το μέσο επίπεδο της ΕΕ, προτείνουμε δραστική μείωση των φόρων για άτομα και επιχειρήσεις, με παράλληλη μέριμνα για τα οικονομικά αδύνατα στρώματα και τους συνταξιούχους. Τονίζουμε ότι και η ανισότητα και η φτώχεια το 2008 φέρνουν την Ελλάδα στην τρίτη χειρότερη θέση της ΕΕ.
8.
[ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ] Με αφετηρία τη διεθνή εμπειρία και τις κρατούσες απόψεις στη σύγχρονη οικονομική επιστήμη, συγκεκριμένα προτείνουμε τα εξής.
Πρόταση 1: Μετά από συνολική θητεία δώδεκα ετών, οι βουλευτές συνταξιοδοτούνται αναγκαστικά και στη συνέχεια αποκλείονται από οποιοδήποτε αξίωμα ή μισθωτή εργασία στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Η πρόταση αυτή επιδιώκει να αποθαρρύνει την πολιτική σαν διά βίου σταδιοδρομία και να ενισχύσει τη συνεχή ανανέωση του πολιτικού κόσμου.
Πρόταση 2: Κοινοπραξίες κατασκευαστικών εταιρειών, ιδιωτών επενδυτών και άλλων αναλαμβάνουν εκτέλεση και συντήρηση συγχρόνων δικτύων αυτοκινητοδρόμων, λιμένων, αεροδρομίων, σταθμών και λιμένων αναψυχής. Καταβάλλουν το κόστος κατασκευής έναντι αποκλειστικής και αφορολόγητης εκμετάλλευσης για 30 χρόνια.
Πρόταση 3: Σφετερισμοί, δωροδοκίες και άλλες σοβαρές καταχρήσεις δημοσίων πόρων χαρακτηρίζονται ως ιδιώνυμα αδικήματα για πολιτικούς, ηγέτες εργατικών σωματείων και επιχειρήσεων, και υψηλά ισταμένους δημόσιους λειτουργούς. Η δίωξη τέτοιων αδικημάτων δεν παραγράφεται και εκδικάζεται μέσα σε ένα χρόνο από ειδικά διοικητικά δικαστήρια. Οι ένοχοι τιμωρούνται με σοβαρά πρόστιμα, στέρηση σύνταξης και φυλάκιση.
Με άλλα λόγια, η κλεπτοκρατία που έχει πλέον εδραιωθεί μόνιμα στην Ελλάδα πρέπει να καταπολεμηθεί ανελέητα και δικαστικά. Την στιγμή που γράφεται το κείμενο αυτό, η νομοθετική διαδικασία έχει ξεκινήσει για την αναθεώρηση του Νόμου περί Ευθύνης Υπουργών, και σύμφωνα με τον Τύπο, υπερψηφίστηκε επί της αρχής η εξίσωση της χρονικής παραγραφής των αδικημάτων με τον χρόνο για όλους τους πολίτες (αντί πέντε ετών που ίσχυε προηγούμενα για υπουργούς), δυνατότητα κατάσχεσης οικονομικών ωφελημάτων που προέκυψαν από παράνομη πράξη υπουργού, η απαγόρευση κίνησης λογαριασμών και τίτλων του κατηγορούμενου, ακόμη και επιβολή περιοριστικών όρων, κ.λπ. Οπωσδήποτε αυτό αποτελεί μία καλή αρχή, αλλά η πράξη θα δείξει σε ποιο βαθμό οι ελληνικές κυβερνήσεις, το Ελληνικό Κοινοβούλιο και οι ελληνικές δικαστικές αρχές προτίθενται να χρησιμοποιήσουν τον νόμο αυτό αποτελεσματικά.
Πρόταση 4: Επιλέγονται, με ανοιχτές διαδικασίες, εταιρείες λογισμικού οι οποίες αναλαμβάνουν να εκσυγχρονίσουν όλες τις δημόσιες υπηρεσίες το τάχιστο δυνατό και να τις συμβουλεύουν για πέντε χρόνια.
Εκτιμούμε ότι το κόστος αυτής της πρότασης είναι 5 δισ. ευρώ.
Πρόταση 5: Η απασχόληση στον γενικό δημόσιο τομέα μειώνεται διαδοχικά από 1100 σε 700 χιλιάδες με πώληση όλων των δημοσίων επιχειρήσεων και κατανέμεται με ορθολογικά κριτήρια. Δημόσιοι υπάλληλοι που πλεονάζουν παίρνουν αναγκαστική άδεια με 80% των αποδοχών τους για 3 χρόνια, 60% για τα επόμενα δύο, καθώς και τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές. Άτομα άνω των 55 ετών υπόκεινται σε ειδική μεταχείριση.
Εκτιμούμε ότι έτσι οι αμοιβές στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που αντιστοιχούν σε 13,9% του ΑΕΠ, δηλαδή 33,5 δισ. ευρώ, θα μειωθούν στο 12,7% στο διάστημα 2011-2013, 10,8% στο 2014-15 και 10,3% στο 2016 και μετέπειτα. Συνολικά, οι ετήσιες αμοιβές στο Δημόσιο θα μειωθούν κατά 8,6 δισ. ευρώ, επιτρέποντας έτσι στην κυβέρνηση να αυξήσει τους μισθούς αυτών που παραμένουν.
Πρόταση 6: Προαγωγές στο Δημόσιο γίνονται αξιοκρατικά, και επιβλέπονται από επιτροπές προϊσταμένων και τον Γενικό Επιθεωρητή Διοίκησης. Οι απολαβές των κατωτέρων υπαλλήλων αυξάνονται κατά 50% πάνω από τον πληθωρισμό σε 5 χρόνια. Οι απολαβές των υψηλά ισταμένων υπαλλήλων που εμπίπτουν στις διατάξεις της Πρότασης 3 διπλασιάζονται μέχρι το 2015.
Πρόταση 7: Το γραφείο του Γενικού Επιθεωρητή Διοίκησης επιβλέπει και αξιολογεί το έργο όλων των κρατικών υπηρεσιών και λογοδοτεί στο κοινό.
Εκτιμούμε ότι οι αυξήσεις απολαβών θα κοστίζουν 10,8 δισ. ετησίως μέχρι το 2015, οπότε οι συνολικές αμοιβές των 700 χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων θα έχουν φθάσει στα 40 δισ., δηλαδή 6,5 δισ. περισσότερο από σήμερα.
Πρόταση 8: Ανακαλούνται όλοι οι νόμοι που απαγορεύουν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και την αστυνομική παρουσία στους πανεπιστημιακούς χώρους. Η χρηματοδότηση και επίβλεψη των δημοσίων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μεταφέρεται από το Υπουργείο Παιδείας σε περιφερειακές κυβερνήσεις. Νομοθετείται σύστημα διαπίστευσης (accreditation) όλων των πανεπιστημίων που διοικείται από ανεξάρτητη αρχή, και το Υπουργείο Παιδείας αποκτά επιτελικό χαρακτήρα.
Ο αριθμός των Ελλήνων σπουδαστών εκτός Ελλάδος είναι πολύ μεγάλος, και συνεπάγεται κολοσσιαίο κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Φυσικά, για ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού η επιλογή σπουδών ποιότητας είναι απρόσιτη. Έτσι, η πρόταση αυτή θα συμβάλλει και στη βελτίωση της κοινωνικής και οικονομικής δικαιοσύνης.
Πρόταση 9: για περίοδο δύο ετών (2011-2013), αίρεται προσωρινά η αυτοδιαχείριση των τριτοβαθμίων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (όπως στην πρώην Ανατολική Γερμανία στη δεκαετία του 1990), και ανατίθενται σε επιτροπές διακεκριμένων πανεπιστημιακών, Ελλήνων και ξένων, που αξιολογούν όλα τα μέλη ΔΕΠ, του διοικητικού προσωπικού και τους σπουδαστές σύμφωνα με διεθνή κριτήρια. Πλεονάζον προσωπικό κάθε βαθμίδας απομακρύνεται σύμφωνα με την Πρόταση 5. Σπουδαστές που απορρίπτονται απομακρύνονται και προετοιμάζονται για την αγορά εργασίας. Μετά την πάροδο δύο ετών, τα ιδρύματα ανακτούν αυτοδιοίκηση και αυτοδιαχείριση (όπως στη Μ. Βρετανία), με πλήρη εξουσία στην οικονομική διαχείριση, πρόσληψη προσωπικού, καθορισμό αμοιβών και διδάκτρων και αριθμού εισερχομένων σπουδαστών.
Έτσι, θα μπορούμε να ελπίζουμε ότι η τραγική κατάσταση του σημερινού Ελληνικού ΑΕΙ θα μείνει απλά μία εφιαλτική, τραγική ανάμνηση.
Πρόταση 10: Όλα τα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα αξιολογούνται το 2013-14 από επιτροπές Ελλήνων πανεπιστημιακών. Ο αριθμός των διδασκόντων μειώνεται στον μέσο όρο της ΕΕ, και οι απολαβές τους αυξάνονται σύμφωνα με την Πρόταση 6.
Η σύγχρονη έρευνα [Heckman (2006)] δείχνει ότι επενδύσεις στην πρωτοβάθμια, ακόμα και τη νηπιακή εκπαίδευση είναι ακόμα πιο σημαντικές από την πανεπιστημιακή. Εκτιμούμε ότι με την συνδυασμένη εφαρμογή των Προτάσεων 7-9 θα διπλασιαστεί ο ρυθμός απόδοσης στην εκπαίδευση φθάνοντας στο 7%, συμβάλλοντας στην αύξηση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης κατά 0,9%.
Σχετικά με τις Προτάσεις 8, 9 και 10 τονίζουμε ότι η έκθεσητης
Διεθνούς Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα, η οποία κοινοποιήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας την 11 Απριλίου 2011, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους ως προς την κρίση και τη διάγνωση των προβλημάτων που αναγνωρίζει.
[2] Θεωρούμε όμως αναγκαία μέτρα πιο ριζοσπαστικά και πιο άμεσα από αυτά που προτείνει, και οπωσδήποτε την πλήρη απομάκρυνση των κομματικά ελεγχομένων σπουδαστικών οργανώσεων από τα συλλογικά όργανα πανεπιστημιακών διοικήσεων, με μόνη την κατ’ αίρεση παρουσία τους στη λήψη αποφάσεων σχετικά την ποιότητα ζωής των σπουδαστών.
Για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των αγορών και να εναρμονισθούν οι εργασιακές σχέσεις με αυτές στην ΕΕ προτείνουμε τα εξής.
Πρόταση 11: Νομοθετείται χρονοδιάγραμμα απελευθέρωσης μέχρι το 2015 όλων των αγορών εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και όλων των κλειστών επαγγελμάτων. Ακυρώνονται όλοι οι νόμοι που ρυθμίζουν περιθώρια κέρδους, τιμές και ελάχιστο ωρομίσθιο. Αίρεται κάθε περιορισμός δημιουργίας ή λειτουργίας συγκοινωνιακών επιχειρήσεων. Μία ανεξάρτητη και επαρκώς στελεχωμένη Επιτροπή Ανταγωνισμού αναλαμβάνει την επίβλεψη όλων των αγορών, προσβάλλει μέσω της δικαιοσύνης κάθε είδος μονοπωλιακής πρακτικής, και εγγυάται απρόσκοπτη είσοδο και αποτελεσματικό ανταγωνισμό.
Πρόταση 12: Αναδιοργανώνεται το εθνικό πλαίσιο συλλογικών συμβάσεων εργασίας ώστε να επιτρέπονται για μεμονωμένες επιχειρήσεις και βιομηχανικούς κλάδους, αλλά να έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα σε εθνικό επίπεδο. Οι συμβάσεις ρυθμίζουν αμοιβές και όρους εργασίας, καθώς και αποζημίωση για απολυόμενους. Νόμοι που περιορίζουν απολύσεις τροποποιούνται. Απεργιακές αποφάσεις σωματείων απαιτούν πλειοψηφία των μελών τους σε μυστικές ψηφοφορίες που επιβλέπονται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού ή από δικαστικούς αντιπροσώπους.
Τονίζουμε ότι σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών του Υπουργείου Εργασίας, που άρχισαν μετά την ψήφιση του Μνημονίου το 2010, θα συμβάλλουν, αφού ολοκληρωθούν και πραγματικά εφαρμοστούν, στη βελτίωση της ευελιξίας της ελληνικής αγοράς εργασίας. Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα μέτρα που μειώνουν το κόστος της μερικής απασχόλησης, των απολύσεων και των υπερωριών, βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα της διαιτησίας και περιορίζουν την πρόωρη συνταξιοδότηση [Τράπεζα Ελλάδος (2010), σ. 82-86]. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές συνεχίστηκαν έκτοτε και έχουν κατά κύριο λόγο εστιαστεί στους εξής τομείς: εισαγωγή νέου τύπου συλλογικής σύμβασης, την ειδική επιχειρησιακή σύμβαση εργασίας, και αποσαφήνιση της σχέσης μεταξύ συλλογικών συμβάσεων, ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερη ευελιξία στο σύστημα αποδοχών και όρων εργασίας. Επίσης, ο Ν. 3899 επεκτείνει τη δοκιμαστική περίοδο απασχόλησης νεοπροσλαμβανομένων και
επεκτείνει (από 18 σε 36 μήνες) τον χρόνο κατά τον οποίο επιτρέπεται η απασχόληση πριν η σύμβαση μετατραπεί σε αορίστου από ορισμένου χρόνου, καθώς και μερικές άλλες διατάξεις που καθιστούν, όταν πραγματικά εφαρμοστούν, πιο ευέλικτη την απασχόληση [Τράπεζα Ελλάδος (2011), σ. 91-93]. Δυστυχώς, όπως προκύπτει από την κατάσταση και εξέλιξη της ανεργίας [ΚΕΠΕ, Δελτίο 14, 2011], η δυσκαμψία της ελληνικής αγοράς εργασίας εξακολουθεί να είναι σημαντική και απαιτεί προγράμματα άμεσης βοήθειας προς τους ανέργους.
Συνοπτικά, τα μέτρα σχετικά με την αγορά εργασίας συμβιβάζονται με πρόσφατη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για πλήρη απασχόληση με αναβάθμιση των ικανοτήτων και γνώσεων των εργαζομένων. Η κεντρική τους ιδέα είναι ότι αφενός ο εργοδότης προσφέρει εργασία όσο η επιχείρηση του το επιτρέπει και με λίγους περιορισμούς από το κράτος, και αφετέρου η κυβέρνηση αναλαμβάνει την ασφάλιση του εργαζόμενου και την εξεύρεση νέας εργασίας σε περίπτωση που ο εργαζόμενος μείνει άνεργος. Συγκεκριμένο παράδειγμα είναι η Δανία, που έχει δοκιμάσει πρώτη αυτό το σύστημα με μεγάλη επιτυχία (flexicurity). Χρειάζονται πολλές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα πριν γίνει μια σωστή εισαγωγή του flexicurity, πρώτα πρώτα με την περαιτέρω μείωση των περιορισμών στην απόλυση εργατών και την ταυτόχρονη εισαγωγή γενναιόδωρου επιδόματος ανεργίας [Πισσαρίδης (2011)].
Για να μειωθεί το βάρος που επιβάλλει το ασφαλιστικό σύστημα στα οικονομικά του κράτους, να περιορισθεί η φοροδιαφυγή και να βελτιωθεί η ποιότητα της περίθαλψης, και δεδομένης της υπογεννητικότητας του ελληνικού πληθυσμού, προτείνουμε τέσσερις μεταρρυθμίσεις που θα φέρουν την Ελλάδα στα επίπεδα της ΕΕ, θα ισοζυγίσουν τον προϋπολογισμό, θα αυξήσουν τις αποταμιεύσεις και θα επιταχύνουν την οικονομική ανάπτυξη.
Πρόταση 13: Η συνταξιοδότηση γίνεται σε ηλικία 65 ετών, κατά μέσο όρο, με τις συντάξεις στο 65% των αποδοχών. Προσωπικές επιλογές για ΑΣΛ επιτρέπουν επαύξηση αυτού τού ποσού.
Εκτιμούμε ότι η συμβολή των δημοσίων οικονομικών στο ασφαλιστικό σύστημα θα μειωθεί κατά 6% του ΑΕΠ, από το 13,4% που είναι τώρα στο 7% του ΑΕΠ, εξοικονομώντας περίπου 20 δισ. ευρώ για το κράτος.
Πρόταση 14: Συντάξεις και κοινωνική ασφάλιση οργανώνονται σε σύστημα εν μέρει βασιζόμενο σε ατομικούς συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς, και οι αντίστοιχοι πόροι επενδύονται σε κάθε μορφής χρηματιστηριακές και τραπεζικές αξίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ένας μικρός φόρος θα απαιτηθεί για να εξασφαλισθεί αξιοπρεπής ελάχιστη σύνταξη για όλους.
Εκτιμούμε ότι σε μία δεκαετία, 5% του ΑΕΠ θα τοποθετηθεί σε ΑΣΛ, αυξάνοντας έτσι και την εθνική αποταμίευση και επιφέροντας αύξηση 0,8% στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Αναγνωρίζουμε όμως ότι η μεταβατική περίοδος θα επιβαρύνει τους εργαζομένους και συνεπώς απαιτεί έντεχνη εκτέλεση.
Πρόταση 15: Η σοβαρή φοροδιαφυγή είναι αδίκημα τιμωρητέο με πρόστιμα και φυλάκιση. Οι φορολογικές δηλώσεις ευπόρων και ελευθέρων επαγγελματιών ελέγχονται συστηματικά και ανώνυμα. Οι εκπτώσεις που διεκδικούν φορολογούμενοι αγοραστές/πωλητές διασταυρώνονται αυτόματα με τις δηλώσεις των υπολοίπων συναλλασσομένων.
Εκτιμούμε ότι μέτρα τέτοιου είδους θα περιορίσουν τη διαφυγή εμμέσων και αμέσων φόρων στο ήμισυ και θα αυξήσουν τη συλλογή νομίμων φόρων κατά 2,5% του ΑΕΠ, δηλαδή άνω των 8 δισ. το 2015.
Πρόταση 16: Τα δημόσια νοσοκομεία οργανώνονται ως αυτοτελή ιδρύματα που περιθάλπουν ασθενείς και αποζημιώνονται από ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες μέσω ενός συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας υπό την επίβλεψη του κράτους.
Είναι δύσκολο να εκτιμηθούν οι οικονομικές επιπτώσεις της πρότασης αυτής, δεδομένης επίσης και της συνεχιζόμενης γήρανσης του ελληνικού πληθυσμού. Αλλά τέτοια συστήματα λειτουργούν επιτυχώς σε άλλες χώρες της Ευρώπης που επίσης γηράσκουν.
Πρόταση 17: Όλοι οι άμεσοι φόροι στις επιχειρήσεις μειώνονται στο 10%, όπως στην Κύπρο· οι κρατήσεις για κοινωνική ασφάλιση μειώνονται βαθμιαία μέχρι το 2015 κατά το ένα τρίτο. Το φορολογικό σύστημα αναμορφώνεται, με τους φόρους εισοδήματος μειούμενους κατά το ήμισυ, και συνδυάζεται με σύγχρονο ασφαλιστικό σύστημα του τύπου αρνητικού φόρου που εγγυάται ελάχιστο εισόδημα για εργαζομένους και συνταξιούχους.
Ακόμα και χωρίς αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, εκτιμούμε ότι το άμεσο κόστος της πρότασης αυτής δεν θα υπερβεί το 4% του ΑΕΠ (10 δισ. ευρώ) το 2011, και θα ανέλθει στο 9,5% (24 δισ.) το 2015. Επιπλέον, θα απαιτηθούν 4 δισ. για οικονομική υποστήριξη των ασθενέστερων στρωμάτων και 6,5 δισ. για τη βελτίωση αποδοχών δημοσίων υπαλλήλων (σύμφωνα με την Πρόταση 5). Μείωση των φόρων, αύξηση αποδοχών δημοσίων υπαλλήλων και κοινωνικές δαπάνες θα φθάσουν το 2015 να κοστίζουν συνολικά 34,5 δισ. τον χρόνο. Το ποσό αυτό θα εξοικονομηθεί από μείωση δαπανών για συντάξεις (κατά 20 δισ. σύμφωνα με την Πρόταση 13) και μείωση της φοροδιαφυγής (κατά 6 δισ. σύμφωνα με την Πρόταση 15). Ακόμα 8 δισ. θα προκύψουν από την αύξηση της φορολογήσιμης ύλης (λόγω της μείωσης φόρων) που προβλέπουμε ότι θα φθάσει 75 δισ. τα επόμενα πέντε χρόνια. Επίσης, η καταπολέμηση της διαφθοράς, Πρόταση 3, θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα και στην ανισότητα, μειώνοντας έτσι και την οικονομική επιβάρυνση στο ασφαλιστικό σύστημα πρόνοιας.
Τονίζουμε επίσης ότι η αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης προσκόπτει στην καθόλα τραγική κατάσταση του ελληνικού συστήματος δικαιοσύνης. Αλλά και γενικότερα, βασική έλλειψη του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και του πλαισίου των διαρθρωτικών αλλαγών στην Ελλάδα είναι η ριζική αναμόρφωση του συστήματος δικαιοσύνης [Παπαϊωάννου (2011)].Το σύστημα αυτό είναι αναχρονιστικό, αργό και άδικο, σε βαθμό που θα εξακολουθεί να υπονομεύει κάθε σημαντική και φιλόδοξη προσπάθεια μεταρρυθμίσεων και μετασχηματισμού την ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
9.
[Διεθνής εμπειρία] Πώς η διεθνής εμπειρία συμβάλλει στην εκτίμηση της πιθανότητας επιτυχίας των προτάσεών μας; Καταρχήν, πιστεύουμε ότι η μέχρι σήμερα πολιτική είναι σε ορθή κατεύθυνση, αλλά πρέπει να συνεχιστεί ώστε οι πρωτοβουλίες να επιτύχουν επιφέροντας απαραίτητες αλλαγές σε βάθος. Αλλαγές σε βάθος θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να αντεπεξέλθει στο βάρος του υπέρογκου δημόσιου χρέους της. Αλλά ακόμα και εάν γίνει αναδιάρθρωση του χρέους, οι προτάσεις μας αποκτούν ακόμα περισσότερη σημασία, διότι η επανάπαυση θα είναι πηγή ακόμα πιο σοβαρών κινδύνων, εξωτερικών και εσωτερικών. Π.χ., είναι δύσκολο να εκτιμηθούν οι συνέπειες των πολιτικών κλυδωνισμών στις ευρωπαϊκές χώρες των οποίων τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα θα υποστούν τις μεγαλύτερες απώλειες, κυρίως Γαλλία και Γερμανία.
Οι πλέον άμεσες συγκρίσεις που μπορούν να γίνουν είναι αφενός με χώρες της Λατινικής Αμερικής, συγκεκριμένα την Αργεντινή και το Μεξικό, και αφετέρου με τη Φινλανδία και την Ιρλανδία. Ας αρχίσουμε από τη Λατινική Αμερική. Η Αργεντινή μετά την κατάρρευση του Currency Board, δηλαδή την παύση ουσιαστικής «δολαριοποίησης» της οικονομίας της, το 2001 είχε την τρομερή τύχη να ευεργετηθεί από βελτίωση των τιμών των κυρίων εξαγωγικών της προϊόντων, που σε μεγάλο βαθμό απάλυνε τη βίαιη προσαρμογή της οικονομίας, χωρίς όμως ποιοτική βελτίωση. Η εμπειρία της Αργεντινής προσφέρει πλήθος μαθημάτων οικονομικής πολιτικής, που είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την Ελλάδα τη στιγμή αυτή – βλ. Cavallo and Cottani (2010). Η εμπειρία του Μεξικού έχει προσελκύσει ερευνητική προσοχή σε βάθος από την οικονομική επιστήμη. Δύο πρόσφατες μελέτες, από τους Hanson (2010) και Kehoe and Ruhl (2010), καταλήγουν σε διδάγματα σημαντικά για την Ελλάδα. Τα αίτια της στασιμότητας του Μεξικού είναι πολλά και περίπλοκα και οι μελετητές αυτοί τα ταξινομούν σε δύο κατηγορίες. Τα χαρακτηριστικά της μεξικανικής οικονομίας την καθιστούν ανταγωνίστρια, στον διεθνή χώρο, της κινεζικής. Η Κίνα έχει αποκτήσει μαζική παρουσία στο διεθνές εμπόριο και τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, σε αντίθεση με το Μεξικό, με αποτέλεσμα δυσμενές για αυτό. Παρ’ όλες τις εντυπωσιακές σε πλάτος και βάθος μεταρρυθμίσεις της μεξικανικής οικονομίας μετά τη χρεοκοπία του 1982, η οικονομική της ανάπτυξη υστερεί διότι ο χρηματοοικονομικός τομέας δεν είναι πλήρως αναπτυγμένος και κυριαρχείται από αντιπαραγωγικές ελίτ, η βιομηχανική της δομή χαρακτηρίζεται από μικρές επιχειρήσεις, η δημόσια εκπαίδευση είναι χαμηλής ποιότητας, και οι βαθιές θεσμικές αλλαγές λίγες. Επομένως, ο θεσμικός μετασχηματισμός που προτείνουμε για την ελληνική οικονομία είναι απαραίτητο να συμβαδίσει με τα μέτρα μακροοικονομικού χαρακτήρα που επίσης προτείνουμε. Επίσης, θα μπορούσαμε να δούμε την πρόσφατη επιτυχία της Τουρκίας, σε σχέση με την Ελλάδα, σαν αντίστοιχη αυτής της Κίνας σε σχέση με το Μεξικό!
Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, οι συγκρίσεις με την Ιρλανδία και τη Φινλανδία είναι ενδιαφέρουσες και θεμιτές. Και οι δύο αυτές χώρες, όπως και η Ελλάδα, απόκτησαν την ανεξαρτησία τους έπειτα από αποικιακά καθεστώτα, η μεν Ιρλανδία υπό βρετανικό (το 1921), και η Φινλανδία αρχικά σουηδικό και στη συνέχεια υπό ρωσικό (το 1917), τα οποία για διάφορους λόγους λειτούργησαν πολύ πιο ευνοϊκά από την οθωμανική κατοχή στην Ελλάδα. Σαν νέες χώρες, όπως και η Ελλάδα, έκτισαν θεσμούς οι οποίοι τους επέτρεψαν να βελτιώσουν σημαντικά το βιοτικό τους επίπεδο, κρατώντας πάντα τον ιδιότυπο εθνικό τους χαρακτήρα και μένοντας υπερήφανες για αυτό. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Τράπεζας [World Development Indicators (2011)], το 1981, η Ελλάδα και η Φινλανδία ήταν στο ίδιο ουσιαστικά μέσο βιοτικό επίπεδο, 9080 και 9770, ενώ η Ιρλανδία ήταν στο 6170, πάντοτε σε δολάρια ΗΠΑ σταθερής αγοραστικής δύναμης. Η Ιρλανδία ξεπέρασε την Ελλάδα το 1994, ενώ μπήκε στην ΕΕ το 1975. Η Φινλανδία παρέμεινε συνεχώς πάνω από την Ελλάδα, ακόμα και μετά τη βίαιη οικονομική κρίση στη Φινλανδία κατά την διάρκεια 1990-1994. Η αρχή της τωρινής κρίσης βρήκε την Ελλάδα στο 29290 και αντίστοιχα την Ιρλανδία και Φινλανδία στο 37440 και 37820 σε δολάρια ΗΠΑ σταθερής αγοραστικής δύναμης. Οι διαφορές ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη αυτών των χωρών οφείλονται σε ενεργοποίηση όλων των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων στις οποίες έχουμε βασίσει τις προτάσεις μας [Honkapojha κ.ά. (2009)].
10.
[Επίλογος] Εάν όλες οι προτάσεις μας γίνουν αποδεκτές –και ήδη, από την πρώτη στιγμή που κυκλοφόρησαν
[3] έχουν δημιουργήσει εύλογο και συνεχιζόμενο ενδιαφέρον από την ελληνική κοινωνία– τότε το όφελoς της οικονομικής ανάπτυξης από την πάταξη της διαφθοράς, τη βελτίωση των υποδομών και της εκπαίδευσης, τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος και την αύξηση των αμέσων ξένων επενδύσεων συνολικά ανυψώνουν τον ετήσιο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης κατά σχεδόν 4% πάνω από το 2-3% των προ της κρίσης ετών. Και εάν συνυπολογισθεί ο πληθωρισμός σε 2%, τότε το ονομαστικό εισόδημα μπορεί να αυξάνεται με ρυθμό 8-9%, αρκετά ταχύτερα από την αύξηση του χρέους, απομακρύνοντας έτσι το φάσμα της χρεοκοπίας. Αυτό αρκεί όχι μόνο για να εξαλείψει τους φόβους της διεθνούς οικονομικής κοινότητας, αλλά και να μετατρέψει μέχρι το 2020 την Ελλάδα σε μεσογειακό «τίγρη» με βιοτικό επίπεδο σαν αυτό της Ολλανδίας σήμερα. Απαιτείται, με άλλα λόγια, τολμηρό μεταρρυθμιστικό πνεύμα, αντίστοιχο εκείνου που επέτρεψε στον Ελευθέριο Βενιζέλο στις αρχές του εικοστού αιώνα να αλλάξει την πορεία της Ελλάδας.
26 Απριλίου 2011
ΠΗΓΕΣ
Βαγιανός, Δημήτρης, Νίκος Βέττας και Κώστας Μεγήρ, 2010. «Η Οικονομική Κρίση στην Ελλάδα: Μεταρρυθμίσεις και Ευκαιρίες σε μία Κρίσιμη Συγκυρία». http://Greekeconomistsforreform.com
Cavallo, Domingo, and Joachin Cottani. 2010. “Making Fiscal Consolidation Work in Greece, Portugal, And Spain: Some Lessons from Argentina”. May 7. http://tiny.cc/xhk72
Easterly, William and Sergio Rebelo. 1993. “Fiscal Policy and Economic Growth”, Journal of Monetary Economics, 32: 417-458.
European Commission. 2010. AMECO Database. Directorate General for Economic and Financial Affairs. http://tiny.cc/zr7f2
Eurostat, various databases. http://tiny.cc/5vegn
Eurostat, 2010. Living Conditions in 2008. News Release 10/2010. January 18.
Eurostat, 2010. “Gini Coefficient”, September 19. http://tiny.cc/vrotx
Feldstein, Martin. 1974. “Social Security, Induced Retirement and Aggregate Capital Accumulation”, Journal of Political Economy, 82: 905-926.
Guio, Anne-Catherine. 2005. “Income Poverty and Social Exclusion in the EU25”, Statistics in Focus, Population and Social Conditions. Eurostat, 13/2005.
Heckman, James J. 2006. “Skill formation and the economics of investing in disadvantaged children”, Science June 30; 312(5782): 1900-1902.
Hanson, Gordon. 2010. “Why Isn’t Mexico Rich?”,
Journal of Economic Literature, 48(4): 987-1004.
Honkapohja, Seppo, Erkki A. Koskela, Willi Leibfritz, and Roope Uusitalo. 2009. Economic Prosperity Recaptured: The Finnish Path from Crisis to Rapid Growth. MIT Press.
Kaufmann, Daniel. 2010. “Can Corruption Adversely Affect Public Finances in Industrialized Countries?”, Brookings Institution, April 19. http://tiny.cc/e8fop
Kehoe, Timothy J., and Kim J. Ruhl 2010. “Why Have Economic Reforms in Mexico Not Generated Growth?”, Journal of Economic Literature, 48(4): 1005-1027.
Mauro, Paolo. 1995. “Corruption and Growth.” The Quarterly Journal of Economics, 110(3): 681-712.
Μητράκος, Θεόδωρος, Πάνος Τσακλόγλου, και Ιωάννης Χολέζας. 2010. “Προσδιοριστικοί Παράγοντες του Ύψους των Μισθών στην Ελλάδα με Έμφαση στους Μισθούς των Αποφοίτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης’’, Τράπεζα της Ελλάδας, Οικονομικό Δελτίο, 34 (Σεπτ. 2010), Αθήνα.
Παπαϊωάννου, Ηλίας. 2011. «Η Αδικία της Δικαιοσύνης», Μάρτιος. http://tiny.cc/2q3ja
Πισσαρίδης, Χριστόφορος Α. 2011. «Η Αγορά Εργασίας στη Σύγχρονη Οικονομία: Θεωρία και Διδάγματα για την Οικονομική Πολιτική», 1η Διάλεξη σειράς «Νόμπελ Οικονομικών». Αθήνα, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 8 Απριλίου. http://tiny.cc/td66p
Psacharopoulos, George and H.A. Patrinos. 2004. “Returns to Investment in Education: A Further Update”, Education Economics 12: 111-134.
Psacharopoulos, George. 2009. “Returns to Investment in Higher Education: A European Survey”, March 5.
Τράπεζα Ελλάδος. 2010. Ενδιάμεση Έκθεση του Διοικητή, Νομισματική Πολιτική. Οκτώβριος.
Τράπεζα Ελλάδος. 2011. Έκθεση του Διοικητή για το Έτος 2010. Απρίλιος.
Υπουργείο Εθνικής Παιδείας. 2011. Έκθεση της Διεθνούς Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα. http://tiny.cc/qba1x
World Bank. 2011. Worldwide Development Indicators.
http://tiny.cc/inhw0
World Bank. 2010. Worldwide Governance Indicators.
http://tiny.cc/o0fry
[1] Ευχαριστούμε τους Δημήτρη Βαγιανό (LSE), Νίκο Βέττα (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών), Κώστα Μεγήρ (UCL, IFS και Πανεπιστήμιο Yale), Χάρη Ντέλλα (Πανεπιστήμιο Βέρνης), Πλάτωνα Τήνιο (Πανεπιστήμιο Πειραιώς), Πάνο Τσακλόγλου (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και Γεώργιο Ψαχαρόπουλο (Διεθνή Τράπεζα), οι οποίοι συνέβαλαν με υποδείξεις και πηγές αλλά δεν ευθύνονται για το κείμενο αυτό.
[2] «Παρά τον σημαντικό ρόλο του ελληνικού πανεπιστημίου στα πρώτα χρόνια της μεταβιομηχανικής επανάστασης, η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα τις δεκαετίες του ’80 και ’90 πήρε μια κατεύθυνση που δεν εναρμονίσθηκε σωστά με τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές στην Ευρώπη και αλλού στον κόσμο. Καθώς η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτές οι αποκλίσεις έγιναν πιο έντονες και έχουν δημιουργήσει σοβαρούς φραγμούς στην ανάπτυξη της οικονομίας και την σταθεροποίηση των κοινωνικών και πολιτικών δομών της χώρας. Σήμερα, η οργάνωση και διοίκηση του ελληνικού πανεπιστήμιου φαίνεται να μην συμβαδίζει με τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και τις αρχές και αξίες πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η δημιουργία του ελληνικού πανεπιστημιακού συστήματος. Επιπλέον, αυτοί οι διοικητικοί και οικονομικοί φραγμοί έχουν δημιουργήσει μία κουλτούρα συντηρητισμού που δεν επιτρέπει στα πανεπιστήμια και το επιστημονικό προσωπικό τους να επιτύχουν την ποιότητα εκπαίδευσης και τον προσήκοντα αντίκτυπο στην κοινωνία που εκ της αποστολής τους έχουν την υποχρέωση να παρέχουν. Για να μπορέσει η ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση να ενδυναμωθεί και να βοηθηθεί στην επίτευξη της αποστολής της για βελτίωση της ποιότητας ζωής όλων, θα πρέπει να αρθούν οι φραγμοί και να αναμορφωθεί το ελληνικό πανεπιστήμιο». http://tiny.cc/qba1x
[3] Καθημερινή, 12 Οκτωβρίου 2010.