Για να δεσμεύεται από μια δανειακή σύμβαση, ένα κράτος πρέπει να έχει συναινέσει και η βούλησή του να έχει διαμορφωθεί ελεύθερα. Από αυτή τη συναίνεση γεννιέται η υποχρέωση αποπληρωμής του χρέους. Ωστόσο, η αρχή δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα, υπόκειται στους κανόνες νομιμότητας που έχει υιοθετήσει το διεθνές δίκαιο. Ετσι, το άρθρο 103 της Χάρτας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών διακηρύσσει τα εξής: «Σε περίπτωση σύγκρουσης των υποχρεώσεων των κρατών-μελών που προκύπτουν από την παρούσα χάρτα και των υποχρεώσεών τους από οποιαδήποτε άλλη διεθνή συμφωνία, τότε υπερισχύουν οι πρώτες». Στις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη Χάρτα περιλαμβάνονται και όσες προβλέπει το άρθρο 155: «Η ανύψωση του βιοτικού επιπέδου, η πλήρης απασχόληση και οι συνθήκες προόδου και ανάπτυξης μέσα σε οικονομική και κοινωνική τάξη».
Ανταποκρίνονται άραγε σε αυτές τις απαιτήσεις τα «σχέδια βοήθειας» που εκπόνησαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ για τις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες (και τα οποία είχαν ως στόχο να κατορθώσουν οι χώρες να εξοφλήσουν τους δανειστές τους); Το 2009, στη Λετονία επιβλήθηκε μείωση των δημοσίων δαπανών η οποία αντιστοιχούσε στο 15% του ΑΕΠ της, μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά 20%, μείωση των συντάξεων κατά 10% (η οποία βέβαια κρίθηκε αντισυνταγματική μερικούς μήνες αργότερα) και κλείσιμο πολλών σχολείων και νοσοκομείων. Ωστόσο, ήδη από το 1980, η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ διακήρυσσε: «Για παράδειγμα, ένα κράτος δεν μπορεί να κλείνει τα σχολεία του, τα πανεπιστήμιά του και τα δικαστήριά του, να καταργεί την αστυνομία του και να παραμελεί τις δημόσιες υπηρεσίες του σε σημείο ώστε να εκθέτει τον πληθυσμό του στην αταξία και στην αναρχία, απλά και μόνο για να εξοικονομήσει τα αναγκαία κονδύλια που θα του επιτρέψουν να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του απέναντι στους ξένους δανειστές του(4)».
Η Σύμβαση της Βιέννης του 1986, η οποία συμπληρώνει τη σύμβαση του 1969 για το δίκαιο των συμβάσεων, αναλύει τα διάφορα «ελαττώματα της ελεύθερης βούλησης», τα οποία μπορεί να επισύρουν την ακυρότητα μιας δανειακής σύμβασης: «Ενα κράτος ή ένας διεθνής οργανισμός που αναγκάζεται να υπογράψει μια σύμβαση εξαιτίας της δόλιας συμπεριφοράς ενός άλλου κράτους ή οργανισμού που έχει συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις, μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι ο δόλος συνιστά λόγο της ακυρότητας της βούλησής του και της συναίνεσής του να δεσμευτεί από αυτή τη σύμβαση». Δεν θα μπορούσαμε άραγε να χαρακτηρίσουμε ως δόλια και απατηλή τη συμπεριφορά του ΔΝΤ, δεδομένου του αβυσσαλέου χάσματος που χωρίζει την πραγματικότητα από όσα υπόσχεται η ρητορική του; Το άρθρο 1 του καταστατικού του ΔΝΤ θέτει ως στόχο «να διευκολύνει την επέκταση και την αρμονική ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου, συμβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στη δημιουργία και στη διατήρηση υψηλών επιπέδων απασχόλησης και πραγματικού εισοδήματος, καθώς επίσης και στην ανάπτυξη των παραγωγικών πόρων όλων των κρατών-μελών. Αυτοί είναι οι κυριότεροι στόχοι της οικονομικής πολιτικής». Ομως τα μέτρα που επιβάλλει ο θεσμός οδηγούν πολύ συχνά σε μια πολύ διαφορετική κατάσταση, στην αύξηση της ανεργίας, στη μείωση των εισοδημάτων, στις ιδιωτικοποιήσεις. Μπορούμε να μιλάμε για ελεύθερη βούληση και συναίνεση ενός κράτους όταν αυτό έχει βρεθεί παγιδευμένο στα διασταυρούμενα πυρά των κερδοσκόπων των χρηματαγορών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ;
ΠΙΘΑΝΗ ΣΤΑΣΗ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι υπάρχει ένας μακροσκελής κατάλογος επιχειρημάτων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παύση των πληρωμών και να νομιμοποιήσουν την απλούστατη και ξεκάθαρη καταγγελία των χρεών που θεωρούνται επαχθή. Εξάλλου, εδώ και μερικούς μήνες, η επιλογή αυτή προβάλλει ως κάτι το προφανές. Ακόμα και στους κύκλους των κερδοσκόπων: Σύμφωνα με τις τράπεζες επενδύσεων Morgan Stanley και JP Morgan, στα τέλη Ιουνίου οι αγορές εκτιμούσαν ότι η πιθανότητα να κηρύξει η Ελλάδα στάση πληρωμών έφτανε το 86% (έναντι 50% τον Απρίλιο).
Το φαινόμενο δεν διέφυγε της προσοχής των ισχυρών διαχειριστών του χρηματοοικονομικού τομέα.
Ανησυχώντας για το ενδεχόμενο να τους επιβληθεί μετακύλιση στο μέλλον της ημερομηνίας των πληρωμών ή μείωση της αξίας των τίτλων που κατέχουν (στο πλαίσιο μιας επαναδιαπραγμάτευσης την οποία προωθεί σήμερα το Βερολίνο), οι γαλλικές τράπεζες μείωσαν, το 2010, την έκθεσή τους στο ελληνικό δημόσιο χρέος από τα 19 στα 10 δισ. ευρώ. Και οι γερμανικές τράπεζες προέβησαν σε αντίστοιχη κίνηση, από τον Μάιο του 2010 έως τον Φεβρουάριο του 2011: Από τα 16 δισ. ευρώ, η έκθεσή τους υποχώρησε στα 10 δισ. ευρώ. Ανεπαίσθητα, δημόσιοι θεσμοί όπως το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αντικαθιστούν τους τραπεζίτες και τους υπόλοιπους ιδιώτες επενδυτές. Η ΕΚΤ κατέχει τίτλους του ελληνικού χρέους ύψους 66 δισ. ευρώ (δηλαδή το 20%), ενώ το ΔΝΤ και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν έως τώρα δανείσει στη χώρα 33,3 δισ. ευρώ. Η ίδια διαδικασία έχει δρομολογηθεί και για τις περιπτώσεις της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας. Κι όπως συνοψίζουν οι «New York Times», «αυτό σημαίνει ότι, σε περίπτωση αναδιάρθρωσης, εκείνοι που θα πληρώσουν τον λογαριασμό θα είναι οι φορολογούμενοι και όχι οι ιδιώτες επενδυτές».
Source : enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου