Του Σωτήρη Βανδώρου
«Οι μικρές χώρες σήμερα, χώρες που δεν έχουν πετρέλαιο ή διαμάντια, έχουν ως δύναμή τους το ανθρώπινο κεφάλαιο. Η δύναμή μας είναι τα κεφάλια [των ερευνητών] μας τα οποία είναι πολλά», Άννα Διαμαντοπούλου, υπουργός Παιδείας (*1)
«Η Ελλάδα έχει εξελιχθεί από χώρα αποστολής ανειδίκευτων εργαζομένων σε χώρα εξαγωγής πτυχιούχων. Χάνει, δηλαδή, νέους και μορφωμένους ανθρώπους, ακριβώς αυτούς που χρειάζεται για την ανάπτυξή της. Ακόμη και σήμερα, δεν φαίνεται να έχει κατανοηθεί η μεγάλη έκταση και, κυρίως, οι αρνητικές επιπτώσεις της διαρροής επιστημονικού δυναμικού. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ενώ η διαρροή επιστημονικού δυναμικού δεν αποτελεί βασική αιτία της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής κρίσης, την οποία διέρχεται σήμερα η χώρα, εντούτοις την επηρεάζει σημαντικά ποικιλοτρόπως και θα την επιδεινώσει, αν πάρει διαστάσεις μαζικής φυγής, κάτι που φαίνεται αρκετά πιθανό», Λόης Λαμπριανίδης , καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας (*2)
«Όσο το σκέφτομαι, η πιο γελοία μέρα της ζωής μου ήταν η μέρα της εκλογής μου [ως Λέκτορας] στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Τέτοια φάρσα δεν ξανάγινε», Τ.Τ. (*3)
Έστω ότι τιθασεύεται κάποια στιγμή το τεράστιο χρέος της Ελλάδας κι απομακρύνεται αποφασιστικά ο κίνδυνος της χρεοκοπίας. Έστω ότι μέχρι τότε οι μισθοί (για όσους εξακολουθούν να έχουν εργασία) θα θυμίζουν περισσότερο επιμίσθιο από τις αλλεπάλληλες μειώσεις. Και πάλι, οικονομική ανάπτυξη δεν θα προκύψει. Διότι ακόμη και τότε δεν θα μπορούμε να «ανταγωνιζόμαστε» σε κόστος εργασίας τους Κινέζους ή τους Βαλκάνιους. Και βέβαια η Ελλάδα δεν έχει ούτε βαριά βιομηχανία, ούτε πετρέλαια, ούτε μπορεί να επαναληφθεί η ιστορία με τον αλόγιστο δανεισμό, την υπερκατανάλωση, τις χρηματιστηριακές φούσκες, τα greek statistics.
Αδιέξοδο; Όχι απαραίτητα. Διότι υπάρχει κι ένα καλό νέο. Η χώρα μας παράγει… μυαλά. Και μολονότι το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα απαιτεί ευαίσθητους, στοχευμένους και μακροχρόνιους χειρισμούς για να αποτελέσει παράγοντα ανάπτυξης, τούτο είναι εφικτό εφόσον υπάρξει σχετική πολιτική απόφαση και επαρκής χρηματοδότηση. Όσοι έχουν ελάχιστη, έστω, γνώση του θέματος μπορούν να μας διαβεβαιώσουν ότι η επιστημονική έρευνα ακμάζει και προοδεύει με εντυπωσιακούς ρυθμούς την τελευταία δεκαπενταετία τουλάχιστον. Καθηγητές ελληνικών πανεπιστημίων κι επιστήμονες ελληνικών ερευνητικών κέντρων διακρίνονται διεθνώς σε όλους τους τομείς παράγοντας σημαντική σε έκταση και βάθος, για τα μεγέθη της χώρας, επιστημονική γνώση είτε ατομικά είτε συλλογικά (ως τμήματα, ινστιτούτα κ.ο.κ.).
Το ερευνητικό άλμα της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης: «Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1993-2008, ο αριθμός των ελληνικών επιστημονικών δημοσιεύσεων ακολουθεί συνεχή ανοδική πορεία, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να παρουσιάζει από τους μεγαλύτερους ρυθμούς αύξησης μεταξύ των 27 χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και των 30 χωρών μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το 2008 δημοσιεύθηκαν 10.562 ελληνικές επιστημονικές εργασίες, αριθμός σχεδόν τετραπλάσιος σε σχέση με το 1993, και η Ελλάδα καταγράφει συντελεστή μεταβολής 3,98, ενώ ο μέσος όρος των χωρών μελών της ΕΕ είναι 1,87 και του ΟΟΣΑ 1,65. Η ικανοποιητική επίδοση της Ελλάδας στην παραγωγή επιστημονικών δημοσιεύσεων αποτυπώνεται και στον αριθμό των δημοσιεύσεων σε σχέση με τον πληθυσμό της. Το 2007, με 820 δημοσιεύσεις ανά 1.000.000 κατοίκους, η Ελλάδα κατατάσσεται 17η μεταξύ των χωρών μελών του ΟΟΣΑ, βελτιώνοντας σημαντικά τη θέση της σε σχέση με το 1993, και ξεπερνώντας χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ιταλία και η Ισπανία...
«…Η συνεργασία των Ελλήνων ερευνητών και η διασύνδεσή τους με άλλες ερευνητικές ομάδες αποτυπώνεται στον αριθμό των επιστημονικών εργασιών που δημοσιεύονται από κοινού με ερευνητές από άλλους φορείς από την Ελλάδα ή το εξωτερικό και αποτελεί ένδειξη του βαθμού εξωστρέφειας της ελληνικής ερευνητικής κοινότητας. Μεταξύ των ετών 1993 και 2008 οι ελληνικές δημοσιεύσεις που πραγματοποιούνται με τη συνεργασία περισσότερων φορέων αυξάνονται συνεχώς. Σύμφωνα με τα δεδομένα της περιόδου, οι δημοσιεύσεις που προέρχονται αποκλειστικά από έναν μόνο ελληνικό φορέα εμφανίζουν σαφή μείωση ενώ το ποσοστό που καταλαμβάνουν οι δημοσιεύσεις που προκύπτουν από συνεργασία σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, αυξάνεται σημαντικά και από 47,2% το 1993 διαμορφώνεται σε 65% το 2008... Το 2008 οι δημοσιεύσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με διεθνείς συνεργασίες αποτελούν το 38,1% των ελληνικών δημοσιεύσεων» (*4).
Η εξασφάλιση από εγχώριους φορείς έρευνας ερευνητικών κονδυλίων από προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κριτήρια αριστείας κατόπιν σκληρού ανταγωνισμού είναι πια υπόθεση ρουτίνας, ενίοτε μάλιστα αναλαμβάνουν και ρόλο συντονισμού του ερευνητικού έργου, ακριβώς επειδή αναγνωρίζεται η ποιότητα και αποτελεσματικότητα της εργασίας τους. Χαρακτηριστικά, το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο αναδεικνύεται 6ο πανευρωπαϊκά σε σύγκριση με όλους τους φορείς έρευνας στους επιστημονικούς τομείς που θεραπεύει, όσον αφορά τα έξι προγράμματα-πλαίσιο (1984-2006) (*5).
Δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς: Υπάρχει άλλος τομέας –πολιτική, οικονομία, πολιτισμός, αθλητισμός;– στον οποίο η Ελλάδα των τελευταίων ετών έχει να υπερηφανεύεται για ανάλογη ουσιαστική πρόοδο (άνευ μίζας, διαπλοκής και ντόπας); Αυτό το γεγονός γίνεται ακόμη εντυπωσιακότερο αν αναλογιστεί κανείς τη χρόνια υποχρηματοδότηση της έρευνας και της παιδείας γενικότερα (ήδη προ Μνημονίου). Για παράδειγμα, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 24η θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά τις δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση ως ποσοστό του ΑΕΠ, σύμφωνα με τα στοιχεία της EUROSTAT του 2005, ενώ για το ίδιο έτος φιγουράρει στηv προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών του ΟΟΣΑ όσον αφορά στις δημόσιες δαπάνες ανά φοιτητή, κι αυτό έχει τη σημασία του εφόσον τα πανεπιστήμια είναι ο κύριος χώρος διεξαγωγής της έρευνας στη χώρα μας (*6).
Αξίζει να αναφερθεί πως στο Συμβούλιο της ΕΕ της Βαρκελώνης το 2002 αποφασίστηκε ότι μέσα σε μια δεκαετία η συνολική δαπάνη για την έρευνα ως ποσοστό του αθροίσματος των εγχώριων προϊόντων των κρατών-μελών θα πρέπει να φτάσει το 3% από το 1,9% που ήταν τότε. Βέβαια, καθώς μάλιστα δεν προβλέφθηκε κάποιος μηχανισμός υποχρέωσης και λογοδοσίας, το ελληνικό κράτος ήταν το τελευταίο που προσυπέγραψε τη σχετική διακήρυξη και εντέλει μείωσε, αντί να τα αυξήσει, τα δημόσια κονδύλια για την έρευνα ως ποσοστό του ΑΕΠ! (*7).
Δαπάνη ή επένδυση;
Τι πιο εύλογο λοιπόν από την απόφαση για μια πολύ μεγάλη αύξηση της χρηματοδότησης της έρευνας η οποία –προφανώς στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδίου που περιλαμβάνει πολλαπλά και συνδυασμένα μέτρα– θα αποτελέσει μια πρώτης τάξεως επένδυση για παραγωγή νέας γνώσης και καινοτομίας που με τη σειρά της θα συμβάλει στο να βγει η οικονομία από την ύφεση, να γίνει πιο ανταγωνιστική και να εισέλθει σε τροχιά ανάπτυξης. Και η αύξηση αυτή μπορεί και πρέπει να επέλθει όχι παρά την τρέχουσα οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και το Μνημόνιο, αλλά (και) εξαιτίας τους. Δηλαδή, ο μόνος τρόπος για να μη βυθίζεται η χώρα σε μια ολοένα και μεγαλύτερη ύφεση που ανατροφοδοτείται κι επαυξάνεται από την περιστολή δημοσίων δαπανών και την προσπάθεια αύξησης των εσόδων με αποτέλεσμα τη συνεχή απομείωση των εισοδημάτων των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων, είναι η παραγωγή νέου πλούτου, δηλαδή η υιοθέτηση ενός (πραγματικά, αυτή τη φορά) παραγωγικού μοντέλου ανάπτυξης.
Έτσι, ας το ξαναπούμε, είναι λάθος να λογίζεται η χρηματοδότηση της έρευνας ως δαπάνη (εν πάση περιπτώσει ως δαπάνη σαν όλες τις άλλες), αλλά θα πρέπει να θεωρείται ως επένδυση. Μάλιστα, ακόμη και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά την εμμονή που τη διακρίνει στη διασφάλιση της διατήρησης του ελλείμματος κάθε κράτους κάτω του 3%, στην αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας το 2005 οριακά έστω θεωρήθηκε ότι οι μακροχρόνιες δημόσιες επενδύσεις και οι επενδύσεις στην έρευνα δεν πρέπει να υπολογίζονται με τον ίδιο τρόπο στα επιτρεπτά όρια ελλείμματος (*8).
Στο σημείο αυτό μπορεί να προβληθούν δύο ενστάσεις. Η πρώτη ένσταση, την οποία θα αντιμετωπίσω παρακάτω, είναι ότι δεδομένου ότι είμαστε στο όριο της χρεοκοπίας δεν υπάρχουν χρήματα ούτε για τα στοιχειώδη κι επομένως η επένδυση στην έρευνα εμφανίζεται, στις τρέχουσες, εξαιρετικές συνθήκες, ως περιττή αν όχι επικίνδυνη πολυτέλεια. Η δεύτερη ένσταση είναι ότι δεν θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την επιστημονική έρευνα και γενικότερα την τριτοβάθμια εκπαίδευση εργαλειακά, ως μέσο για έναν άλλο σκοπό, εν προκειμένω την ανάπτυξη. Συμφωνώ κι επαυξάνω, δεν πρέπει να είναι αυτός ο κύριος σκοπός της (*9).
Αλλά προς χάριν της… δημόσιας διαβούλευσης που ολοκληρώνεται –άσχετα αν έγινε μόνο προσχηματικά– αυτές τις ημέρες εν όψει της κατάθεσης νομοσχεδίου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που αφορά και την έρευνα, θα ασπαστώ αυτό το ομολογουμένως περιοριστικό σκεπτικό, το οποίο άλλωστε συνοψίζεται στο κείμενο διαβούλευσης του Υπουργείου με την ακόλουθη διατύπωση: «Πώς η ανώτατη εκπαίδευση της χώρας μας θα συνεχίσει να αποτελεί -σε συνθήκες σκληρότατων δημοσιονομικών περιορισμών- έναν θεσμό μαζικής ανώτατης εκπαίδευσης, αναγκαίας για την ανάπτυξη της οικονομίας και της κοινωνίας της γνώσης, θεμέλιο του νέου προτύπου ανάπτυξης της χώρας;».
Η μεθοδική διάλυση της έρευνας
Φαίνεται λοιπόν εκ πρώτης όψεως ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας συνδέει την έρευνα με την ανάπτυξη και έχει ως σκοπό να την ενισχύσει, δίνοντας μάλιστα έμφαση στην υποστήριξη των ίδιων των ερευνητών. Αντιγράφω τη δήλωση της κυρίας Διαμαντοπούλου με την οποία ξεκινά αυτό το κείμενο: «Οι μικρές χώρες σήμερα, χώρες που δεν έχουν πετρέλαιο ή διαμάντια, έχουν ως δύναμή τους το ανθρώπινο κεφάλαιο. Η δύναμή μας είναι τα κεφάλια [των ερευνητών] μας τα οποία είναι πολλά». Όμως, τι ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση έχουν κάνει η ίδια και ο αποπεμφθείς πλέον με τον πρόσφατο ανασχηματισμό, υφυπουργός –αρμόδιος για θέματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και έρευνας– κ. Ιωάννης Πανάρετος; Απολύτως τίποτα. Αντιθέτως, έχουν επιδοθεί σε ένα όργιο καταστροφής που συνδυάζεται με μια προσβλητική συμπεριφορά απέναντι σε πανεπιστημιακούς και ερευνητές.
Η πεποίθηση του κ. Πανάρετου ότι γνωρίζει τα πάντα τον έκανε να θέλει να ελέγξει τα πάντα, να αλλάξει τα πάντα και να περιφρονεί τους πάντες και τα πάντα. Η προσωπική του φιλία με τον πρωθυπουργό τον έκανε να πιστέψει ότι μπορεί όντως να κάνει τα πάντα, κινούμενος συστηματικά εκτός νομιμότητας, επιχειρώντας με εγκυκλίους του να ανατρέψει νόμους, με δηλώσεις στο προσωπικό μπλογκ του –όπου ενίοτε εμφανίζονταν επίσημες αποφάσεις πριν ανακοινωθούν από το Υπουργείο!– να παράγει κυβερνητική πολιτική, με απειλητικές επιστολές να ασκεί, ως μη όφειλε, συνδιοίκηση στα πανεπιστήμια κ.ο.κ. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια προβλέψιμο: αποξενώθηκε από το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας η οποία το τελευταίο διάστημα τον αντιμετώπιζε πλέον μόνο με μηνυτήριες αναφορές κι άλλα ένδικα μέσα. Ωστόσο, δεν πρέπει να νομισθεί ότι η κυρία Διαμαντοπούλου δεν συμμερίζεται την ουσία της πολιτικής του. Απλώς, ως έμπειρη πολιτικός τον άφησε να λειτουργήσει σαν Ταλιμπάν, ελπίζοντας ότι θα επωμιστεί εκείνος σημαντικό μερίδιο του πολιτικού κόστους. Θα αναφερθώ σε όσα από τα υφ/υπουργικά «έργα» σχετικά με την έρευνα μπόρεσα να συγκεντρώσω εδώ (χωρίς ιεράρχηση) – είναι τόσα πολλά που ασφαλώς μου έχουν ξεφύγει αρκετά:
1) Πρώτα από όλα, ο κ. Πανάρετος έχει δύο εμμονές: ότι τα κύρια προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της έρευνας είναι η έλλειψη διαφάνειας κι αξιοκρατίας, και η υπερβολική εσωστρέφεια και όχι η υποχρηματοδότηση, η γραφειοκρατία και ο συγκεντρωτισμός του υπουργείου. Έτσι αντιλήφθηκε το ρόλο του ως εκείνου που θα κάνει την κάθαρση του χώρου. Επόμενο ήταν σε δηλώσεις του μετά από επίσημη συνάντηση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να παρουσιάσει τους πανεπιστημιακούς ως μια βολεμένη, διεφθαρμένη συντεχνία (*10).
2) Τον περασμένο Δεκέμβριο εξωθήθηκε σε παραίτηση ο γενικός γραμματέας Έρευνας και Τεχνολογίας Αχιλλέας Μητσός. Σε συνέντευξή του στο «Βήμα», μεταξύ άλλων, δηλώνει για τον κ. Πανάρετο: «Η έννοια ότι μάλλον είναι όλοι κλέφτες, είναι για πέταμα και είναι μηδενικά δεν είναι η σωστή αντιμετώπιση των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας… Η πολιτική αυτή δεν βοηθάει κανέναν, δεν βοηθάει την διαφάνεια, δεν είναι σύμφωνη με τους νόμους… Δεν δέχομαι αυτό που έγινε με τον "Θαλή" και τον "Ηράκλειτο" να γίνεται με όλες τις προκηρύξεις της έρευνας... Καθυστερούν όλα για απίθανα μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν νομίζω ότι είναι σωστή διαδικασία, δεν γίνεται αντί να περνούν όλα αυτά τα θέματα από τις αρμόδιες υπηρεσίες για να προωθούνται γρήγορα και να μην καθυστερεί η απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, να συγκεντρώνονται όλα στο γραφείο του υφυπουργού» (*11).
3) Αυτό το τελευταίο σημείο αφορά την παρέμβαση στις διαδικασίες αξιολόγησης μεγάλων ερευνητικών προγραμμάτων, παρέμβαση που στο όνομα της διαφάνειας επέφερε τραγικές καθυστερήσεις στην κατανομή των κονδυλίων, με αποτέλεσμα να αφήσει απλήρωτους για μήνες ερευνητές, να κινδυνεύουν να χαθούν κονδύλια και να υπονομευθούν διεθνείς συνεργασίες.
4) Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, ενός από τους πλέον διακεκριμένους φορείς έρευνας στην Ελλάδα ο οποίος φιλοξενεί και ερευνητές από ευρωπαϊκές χώρες, «την τελευταία δεκαετία η τακτική επιχορήγηση δεν καλύπτει ούτε τη μισθοδοσία, πόσω μάλλον τα λειτουργικά έξοδα». Αντί να διορθωθεί αυτή η κατάσταση, φυσικά χειροτέρεψε. Υπήρξε διάστημα το χειμώνα που επειδή το υπουργείο το είχε παρατήσει οικονομικά στην τύχη του, δεν υπήρχε ούτε πετρέλαιο για θέρμανση. Κι αυτό ενώ «η θερμοκρασία μπορεί να επηρεάζει το πείραμα ενός ερευνητή ή τις συνθήκες φύλαξης και συντήρησης ακριβού εξοπλισμού» (*12).
5) Το Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) το οποίο για δεύτερη συνεχή χρονιά η ΕΕ το προκρίνει ως επιστημονικό υπεύθυνο για την έρευνα στον μεσογειακό χώρο και στη Μαύρη Θάλασσα με τη συμμετοχή δεκάδων ευρωπαϊκών κέντρων και ινστιτούτων και το οποίο φέρνει στην Ελλάδα περί τα 20 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο από ευρωπαϊκά προγράμματα –πολλαπλάσιο ποσό της κρατικής επιχορήγησής του– «τιμωρείται» αντί να επιβραβεύεται. Πώς; Με απειλή λουκέτου! Ο τέως πρόεδρός του Γιώργος Χρόνης καταγγέλλει μάλιστα στην «Ελευθεροτυπία» ότι φαίνεται πως υπάρχουν ιδιώτες που θα είχαν συμφέρον από την εκποίηση εξοπλισμού κι άλλων περιουσιακών στοιχείων του (*13).
6) Παρόμοια τύχη φαίνεται να επιφυλάσσεται και στο Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ). Την άμεση ανάκληση της απόφασης της διϋπουργικής επιτροπής για κατάργησή του ζητούν οι εργαζόμενοι στο Ινστιτούτο καθώς, όπως αναφέρουν στην ανακοίνωση-καταγγελία τους, αν υλοποιηθεί η Ελλάδα θα είναι η μόνη χώρα που δεν θα διαθέτει έναν ανεξάρτητο φορέα για τη γεωλογική και μεταλλευτική έρευνα (*14).
7) Αποφασίστηκε η αναστολή του προγράμματος διδακτορικής και μεταδιδακτορικής έρευνας για την Ελλάδα του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών για το 2011-12. Αυτό, σε συνδυασμό με το ουσιαστικό μπλοκάρισμα των υπόλοιπων προγραμμάτων από τον κ. Πανάρετο, προκαλεί τη δημιουργία ενός σημαντικού κενού μεταξύ των νεότερων ερευνητών οι οποίοι εξωθούνται σε παρατεταμένη ετεροαπασχόληση, αν όχι εγκατάλειψη της καριέρας τους (*15).
8) Η χρόνια υποχρηματοδότηση της έρευνας που τείνει πλέον να μετατραπεί σε στάση πληρωμών όσον αφορά τους εθνικούς πόρους, επεκτείνεται φυσικά και στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, δηλαδή από άποψη μεγεθών στον κύριο τόπο παραγωγής ερευνητικού έργου. Έτσι, σε σχέση με το 2009 τα ΑΕΙ έχουν υποστεί μείωση της χρηματοδότησης που προσεγγίζει το 50%, ενώ σε μια περίπτωση φτάνει το 70%. Συγκεκριμένα, ενώ λάμβαναν 235 εκατομμύρια ευρώ, φέτος θα λάβουν 121 εκατομμύρια. Τα ΤΕΙ έχουν υποστεί μείωση 35%. Ήδη ορισμένα ιδρύματα έχουν προειδοποιήσει ότι είναι θέμα λίγων μηνών να αναστείλουν θεμελιώδεις λειτουργίες τους ή και να κλείσουν, εκταμιεύοντας για την ώρα από το αποθεματικό τους. Εντύπωσή μου είναι ότι ακριβώς αυτό επιδιώκει η υπουργός Παιδείας, ώστε, με έναν ακροβατικό συλλογισμό από αυτούς που μόνον οι πολιτικοί μας μπορούν να διατυπώσουν, να δηλώσει δικαιωμένη όσον αφορά το όραμά της σαρωτικών συγχωνεύσεων τμημάτων, σχολών και ιδρυμάτων ως μόνη λύση (*16).
Η περιφρόνηση των ελλήνων επιστημόνων
9) Η στάση ακραίας περιφρόνησης προς στους διδάσκοντες στα πανεπιστήμια που εκδηλώθηκε με ποικίλους τρόπους επί υπουργίας Διαμαντοπούλου κι αποτυπώθηκε επίσης ποικιλοτρόπως στο σχέδιο νόμου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που το φέρνει στη Βουλή κατακαλόκαιρο (*17) (μετά από ένα μπαράζ επιλεκτικών διαρροών που πότε διαψεύδονταν, πότε αφήνονταν να αιωρούνται, ενώ ποτέ δεν έγινε ειλικρινής διαβούλευση) συνδυάζεται από μια καραμπινάτη παρανομία για την οποία το υπουργείο θα λογοδοτήσει στα δικαστήρια. Αναφέρομαι στην αυθαίρετη παύση των εξελίξεων σε ανώτερη βαθμίδα των μελών Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) και κυρίως στην ουσιαστική παύση διορισμών εκλεγμένων μελών ΔΕΠ για τα οποία έχει ήδη εκδοθεί πράξη διορισμού τους από τον αντίστοιχο πρύτανη ο οποίος, σύμφωνα με πρόσφατο νόμο, ασκεί και τον προβλεπόμενο έλεγχο νομιμότητας, ακριβώς για να επιταχυνθούν οι ανέκαθεν αργόσυρτες διαδικασίες και να απομένει στο υπουργείο μόνον η τυπική έκδοση του σχετικού ΦΕΚ.
Το Υπουργείο ισχυρίζεται πότε ότι «δεν υπάρχουν χρήματα», πότε ότι δεσμεύεται από το Μνημόνιο, σύμφωνα με τον κανόνα 1 πρόσληψη ανά 10 αποχωρήσεις (για το 2011). Ψεύδεται και στις δύο περιπτώσεις. Ήδη πριν βγει η προκήρυξη για μια νέα θέση μέλους ΔΕΠ έχει εξασφαλιστεί πίστωση από το Υπουργείο Παιδείας το οποίο για αυτόν ακριβώς το σκοπό έχει έρθει σε συνεννόηση με το Υπουργείο Οικονομικών. Μόνο μετά την επίσημη διαβεβαίωση ότι εγκρίνεται η πίστωση το πανεπιστήμιο προχωρά στην προκήρυξη. Κατά δεύτερον, το Μνημόνιο δεν ορίζει ποιοι θα διοριστούν και ποιοι όχι. Έτσι, π.χ., απολύτως ορθά όλοι οι απόφοιτοι σχολών των σωμάτων ασφαλείας εξακολουθούν και διορίζονται με την αποφοίτησή τους.
Πρακτικά, αυτό που συμβαίνει είναι ότι περί τους 900 επιστήμονες –εκτιμάται ότι μέχρι το τέλος του 2011 θα έχουν φτάσει τους 1.200– που εξελέγησαν το 2009, το 2010 και το 2011 ως μέλη ΔΕΠ σε θέση προκηρυγμένη για πολλούς το 2008, για κάποιους ακόμη και το 2007, δηλαδή με διασφαλισμένα κονδύλια χρόνια πριν το Μνημόνιο –κάποιος πρέπει να λογοδοτήσει: πού πήγαν αυτά τα λεφτά;–, ούτε διορίζονται, ούτε τους ανακοινώνεται ένα δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα για το διορισμό τους ο οποίος μετατίθεται σε ένα ολοένα και πιο απροσδιόριστα μακρινό μέλλον. Κι έτσι ο επιστημονικός, επαγγελματικός και οικογενειακός τους προγραμματισμός τινάζεται στον αέρα. Πρόκειται για ανθρώπους στην πλειονότητά τους μεταξύ 35-40, στο κατώφλι της επιστημονικής ωριμότητας, που έχουν κίνητρα και δυνάμεις να προσφέρουν ερευνητικό και διδακτικό έργο πρώτης στάθμης, εκλεγμένοι μέσα από ανταγωνιστικές διαδικασίες, με πολυετείς σπουδές, συχνά μεταδιδακτορική έρευνα και συμμετοχή σε σημαντικά ερευνητικά πρότζεκτ και πολυετή διδακτική εμπειρία. Όλοι αυτοί εγκλωβίζονται σε μια κατάσταση αβεβαιότητας, επισφάλειας και ήδη για πολλούς, πλέον, ανεργίας κι εξαθλίωσης. Έτσι, ο Τ.Τ. δεν υπερβάλλει όταν λέει «όσο το σκέφτομαι, η πιο γελοία μέρα της ζωής μου ήταν η μέρα της εκλογής μου στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Τέτοια φάρσα δεν ξανάγινε».
Το οριστικό χτύπημα ήρθε λίγο προτού ο Ι. Πανάρετος αποπεμφθεί, όταν με νέα απειλητική επιστολή προς τα πανεπιστήμια γνωστοποιούσε ότι θα μειωθούν δραματικά από τον Σεπτέμβριο και τα κονδύλια για τους διδάσκοντες με σύμβαση εργασίας –Π.Δ.407/80 (*18)–, που θα ήταν μια κάποια, αν και όχι για όλους κι όχι ικανοποιητική, προσωρινή λύση. Όμως, αφενός σε μεγάλα τμήματα δεν θα δοθούν καθόλου τέτοια κονδύλια, στα δε μικρά θα είναι τόσο λίγα, ώστε στο αισιόδοξο σενάριο η αμοιβή θα προσεγγίζει απλώς το επίδομα ανεργίας. Εάν επρόκειτο για ιδιωτική εταιρία, οι συνθήκες αυτές θα προκαλούσαν ασφαλώς το ενδιαφέρον της Επιθεώρησης Εργασίας και του ΣΔΟΕ.
Βrain drain
Το αποτέλεσμα είναι βέβαια ότι πολλοί νέοι επιστήμονες είναι στα πρόθυρα να τα παρατήσουν, ενώ όσοι δεν έχουν οικογενειακές ή άλλες δεσμεύσεις φεύγουν στο εξωτερικό, όπου δεν αντιμετωπίζονται με αυτό τον ταπεινωτικό τρόπο. Αντίθετα. Λόγου χάριν, ο φίλος μου Π.Β. έριξε μαύρη πέτρα πίσω του κι εργάζεται πλέον σε πανεπιστήμιο παραλιακής τουρκικής πόλης που έχει προσελκύσει διδάσκοντες από πολλές χώρες του κόσμου. Αντιμετωπίζεται με σεβασμό, έχει όσες παροχές χρειάζεται και λαμβάνει σχεδόν τα τριπλά από αυτά που θα έπαιρνε στην Ελλάδα. Εάν το δούμε με όρους ανθρώπινου κεφαλαίου αυτό που συμβαίνει εν προκειμένω είναι το εξής απλό: το ελληνικό δημόσιο κατέβαλε ένα σημαντικό στο σύνολο ποσό για την εκπαίδευση και τη συγκρότηση ενός λαμπρού επιστήμονα (πλήρωσε τις σπουδές του από το δημοτικό μέχρι το πανεπιστήμιο, πλήρωσε υποτροφία για συνέχιση σπουδών στο εξωτερικό, πλήρωσε την αμοιβή του ως διδάσκοντος για χρόνια σε ελληνικά πανεπιστήμια) και τη στιγμή ακριβώς που αυτή η πολύτιμη επένδυση άρχιζε να αποδίδει, τον απαξίωσε και τον εξώθησε να φύγει από τη χώρα, με αποτέλεσμα να επωφελείται αυτής της επένδυσης μια άλλη. Με άλλα λόγια, το ελληνικό δημόσιο δεν έκανε καμία εξοικονόμηση δαπανών, αλλά ακριβώς το αντίθετο: κατασπατάληση πόρων.
10) Εξυπακούεται ότι σε συνδυασμό με το πάγωμα των διορισμών έχει επέλθει και πάγωμα νέων προκηρύξεων θέσεων ΔΕΠ, που σημαίνει ότι ήδη προκύπτουν σοβαρά προβλήματα να «βγει» το πρόγραμμα σπουδών των πανεπιστημίων –τα μαθήματα επιλογής έχουν περικοπεί μαζικά– τα οποία θα ενταθούν σε βαθμό παροξυσμού τα επόμενα χρόνια. Όμως, η κυρία Διαμαντοπούλου, που αρέσκεται να λέει ότι θα πρέπει να συντονιστούμε με τις διεθνείς εξελίξεις και να βλέπουμε προς το μέλλον, φαίνεται να έχει βρει λύση για την επικείμενη κατάρρευση. Πρόκειται για την επαναθεσμοθέτηση του «βοηθού» (δεν θα αποκαλείται βέβαια έτσι) ο οποίος θα αντικαταστήσει τη βαθμίδα του Λέκτορα που καταργείται. Ο βοηθός, σύμφωνα με το σχέδιο νόμου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα είναι μη εξελίξιμη βαθμίδα, επιφορτισμένη με διδακτικά και καθόλου ερευνητικά καθήκοντα. Το πιάσατε; Προβλέπεται η δημιουργία, ας μου επιτραπεί ο όρος, ενός επιστημονικού προλεταριάτου, το οποίο θα φορτωθεί με την υποχρέωση να διδάσκει πάρα πολλές ώρες, ώστε να καλυφθούν τα κενά της μη ανανέωσης των ΔΕΠ. Αυτό σημαίνει φυσικά ότι οι συγκεκριμένοι διδάσκοντες θα ανα-παράγουν απλώς τη δοσμένη γνώση, αντί να παράγουν δική τους. Με άλλα λόγια, τα πανεπιστήμια θα μετεξελιχθούν σταδιακά σε απλά διδακτήρια. Γυρνάμε δηλαδή 100 χρόνια πίσω!
Σωρευτικά, όλα τα παραπάνω –κατάργηση ερευνητικών κέντρων, κατάργηση υποτροφιών, μπλοκάρισμα ερευνητικών προγραμμάτων, οικονομικός στραγγαλισμός πανεπιστημίων, παύση διορισμών, παύση προκηρύξεων θέσεων– θα οδηγήσει εκτός Ελλάδας μια ολόκληρη γενιά νέων ερευνητών και θα εμποδίσει να αναδειχθεί η επόμενη. Αυτό το φαινόμενο, γνωστό γενικότερα ως brain drain (διαρροή εγκεφάλων), μάστιζε την Ελλάδα ήδη πριν την εκδήλωση της παρούσας κρίσης, όπως αποδεικνύεται αναλυτικά από την τραγικά επίκαιρη έρευνα του καθηγητή Οικονομικής Γεωγραφίας Λόη Λαμπριανίδη που μόλις εκδόθηκε σε βιβλίο από τις εκδόσεις Κριτική με τον εύγλωττο όσο και σαρκαστικό τίτλο «Επενδύοντας στη φυγή. Η διαρροή επιστημόνων από την Ελλάδα την εποχή της παγκοσμιοποίησης». Ο Λ. Λαμπριανίδης υποστηρίζει ότι η έκταση του φαινομένου –110.000-135.000 υπολογίζονται οι έλληνες πτυχιούχοι που έχουν φύγει στο εξωτερικό για να βρουν δουλειά– δεν πρέπει να αποδίδεται σε κάποια υποτιθέμενη «υπερπροσφορά» επιστημόνων ή «υπερεκπαίδευση», αλλά στο γεγονός ότι για σειρά από διαρθρωτικούς (και βεβαίως πολιτικούς) λόγους η εγχώρια αγορά εργασίας αδυνατεί να τους αξιοποιήσει, όντας προσηλωμένη στη λογική του χαμηλού κόστους και της ανειδίκευτης εργασίας. Προς το παρόν, αυτό που βλέπουμε με την κυβερνητική πολιτική είναι η ραγδαία επίταση αυτού του φαινομένου. Αλλά μόνο εάν ανατραπεί αυτή η λογική και προσανατολιστεί η οικονομία στην παραγωγή υπηρεσιών και προϊόντων με υψηλά ποσοστά ενσωματωμένης γνώσης και τεχνολογίας θα αποφύγουμε να πέσουν οι μισθοί στα επίπεδα της Βουλγαρίας, οπότε η πτώχευση (άσχετα αν τεχνικά δεν θα ονομαστεί έτσι) θα έχει ουσιαστικά επέλθει.
«Δεν υπάρχουν λεφτά». Σοβαρά;
Στο σημείο αυτό χρωστάω μια απάντηση στην αντίρρηση ότι απλώς «δεν υπάρχουν καθόλου λεφτά» (κάτι που ήδη διαψεύστηκε για τους διορισμούς ΔΕΠ). Ουδέν ψευδέστερο! Γνωρίζετε πόσα χρήματα ήταν διαθέσιμα μέσω του ΕΣΠΑ για την παιδεία για τη χώρα μας το 2010; 204.706.354 ευρώ. Γνωρίζετε πόσα «κατάφερε» να απορροφήσει; Μόλις 36.220.662 ευρώ. Δεν είναι ακριβώς λαμπρή επίδοση για μια υπουργό η οποία, υψώνοντας το δάχτυλο, «μαλώνει» τους πρυτάνεις για ανεπαρκή αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων των πανεπιστημίων τους οποίους μείωσε στο μισό (*19).
Επίσης, όταν μένει χωρίς πετρέλαιο θέρμανσης το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, ή όταν παραμονές της ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου «παίζεται», κατά την κυβέρνηση, ενδεχόμενο στάσης πληρωμών του Δημοσίου αν δεν ψηφιστεί, δεν προκηρύσσεις (20 Ιουνίου) διαγωνισμό για τη συντήρηση του (πρόσφατα οικοδομημένου) κτιρίου του Υπουργείου Παιδείας ύψους 115.620 ευρώ, διότι κάποιος που θα σου πει ότι έχεις πρόβλημα ιεράρχησης των προτεραιοτήτων σου, δεν θα είναι απαραίτητα εμπαθής (*20).
Ακόμη: Θέλεις να παραγγείλεις έρευνα κοινής γνώμης (*21) για τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μάλιστα. Γιατί δεν τη δίνεις στο δημόσιο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών που θα την κάνει σοβαρά με ένα κλάσμα των χρημάτων που «πέταξες» σε ιδιωτική εταιρία δημοσκοπήσεων για ένα αποτέλεσμα με το οποίο γελάει όλος ο επιστημονικός κόσμος; (*22). Ίσως γιατί μόνο μια ιδιωτική εταιρία θα δεχόταν να διεξάγει την έρευνα απευθυνόμενη στις εξής τρεις κατηγορίες πληθυσμού: γονείς μαθητών και φοιτητών, φοιτητές και το «ευρύ κοινό», αλλά όχι τους διδάσκοντες. Σα να λέμε, μια έρευνα για τη μεταρρύθμιση των νοσοκομείων ρωτάει τους πάντες εκτός από τους γιατρούς, μια έρευνα για τα δικαστήρια ρωτάει τους πάντες εκτός από τους δικαστές. Ίσως πάλι, διότι δεν είναι πολλοί διατεθειμένοι να διεξάγουν μια έρευνα με το εμπνευσμένο ερώτημα «το Υπουργείο Παιδείας πρέπει να προχωρήσει το διάλογο για την Ανώτατη Εκπαίδευση, όποιες κι αν είναι οι αντιδράσεις, π.χ. δηλαδή ακόμη κι αν κλείσουν τα ΑΕΙ;». Πόσο κόστισε; 59.900 ευρώ. Να το πούμε αλλιώς; Με αυτά τα χρήματα θα χρηματοδοτούνταν για ένα ολόκληρο έτος 8 μεταδιδακτορικοί ερευνητές του προγράμματος Υποτροφιών του ΙΚΥ – αυτό που καταργήθηκε γιατί «δεν υπάρχουν λεφτά»!
Για να τελειώνουμε: Ανατρέξτε στον παραπάνω πίνακα που δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία» (όπου στην επικεφαλίδα το "έρευνα" πρέπει να διαβαστεί ως "δημοσκοπήσεις") (*23) κι απ’ όσο γνωρίζω δεν έχει διαψευστεί. Και δείτε τα ποσά για «συμβούλους», προβολή, δημοσιότητα κι επικοινωνία. Και πείτε μου τι θα κάνατε εσείς με τόσα λεφτά. Προσωπικά αδυνατώ. Ζαλίζομαι από τα πολλά μηδενικά…
Προ καιρού, σε ομιλία της στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου, η υπουργός Παιδείας, παρακινημένη ίσως από μια παράξενη αίσθηση του χιούμορ, κάλεσε τους έλληνες επιστήμονες που εργάζονται σε ξένες χώρες να επιστρέψουν στην Ελλάδα για να τη βοηθήσουν στη δύσκολη φάση που περνά. Εάν ολοκληρώσει το «έργο» της με το επικείμενο νομοσχέδιο σε λίγα χρόνια η κυρία Διαμαντοπούλου θα μπορεί να συναντήσει έλληνες επιστήμονες σχεδόν αποκλειστικά στο εξωτερικό και ο μόνος τρόπος για να βοηθήσουν εκείνοι θα είναι στέλνοντας χρηματικά εμβάσματα στους συγγενείς τους στην πατρίδα· σε μια χώρα που θα υποφέρει από τη φτώχια και την αμάθεια.
Source : bookpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου