Οι πιστωτές δεν αποβλέπουν πλέον στη διατήρηση εμπορικών πλεονασμάτων ή την πλήρη αποπληρωμή των δανείων, αλλά στην εξαγορά των εμπράγματων εγγυήσεων των δανείων, αντί πινακίου φακής «σε συνθήκες εθνικής καταστροφής».
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Χρήμα “τύπωσε” η Ιρλανδική Κεντρική Τράπεζα, σε ύψος 40% του ιρλανδικού ΑΕΠ, και το διοχέτευσε στις τράπεζές της για να τις σώσει, προκαλώντας, όπως ήταν αναμενόμενο, πανευρωπαϊκή κατάπληξη και ανησυχία. Το χρήμα δημιουργήθηκε ηλεκτρονικά, με χρήση μιας ειδικής διαδικασίας που προβλέπεται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες και αφού ειδοποιήθηκε, όπως έπρεπε, η ΕΚΤ.
Η έγκρισή της δεν απαιτείται τυπικά, αλλά θεωρείται απίθανο να προχώρησε το Δουβλίνο σε μια τέτοια κίνηση, χωρίς τη συμφωνία του κ. Τρισέ.
Κεϋνσιανισμός θα πουν μερικοί, αλλά πρόκειται μάλλον περί «ψευτοκεϋνσιανισμού», στο μέτρο που τα κεφάλαια δεν κατευθύνονται σε επενδύσεις, κατανάλωση, αύξηση ζήτησης, αλλά στη σωτηρία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που μάλλον δεν θα μπορέσουν ποτέ να ξεπληρώσουν τα δάνεια, ανακυκλώνοντας έτσι την κρίση χρέους που ταλανίζει την ευρωζώνη. ‘Όπως όλα σχεδόν τα μέτρα που πάρθηκαν μετά την έναρξη της κρίσης και αυτό αναγνωρίζει τουλάχιστο ότι η αντιμετώπιση της είναι αδύνατη στα πλαίσια αυστηρής τήρησης του πνεύματος και του γράμματος του Μάαστριχτ (όπως της αρχής μη σωτηρίας – no bailout - των κρατών μελών, που καταστρατηγήθηκε ήδη με την αγορά κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, τα προγράμματα «σωτηρίας» Ελλάδας και Ιρλανδίας και τον υπό διαπραγμάτευση ανάλογο μηχανισμό).
Το πρόβλημα όμως, που ήδη επισημαίνουν δημοσιεύματα του ευρωπαϊκού τύπου, είναι ότι και αυτό το μέτρο δεν κατευθύνεται στην συστηματική αντιμετώπιση των προβλημάτων δομής του Μάαστριχτ και του ίδιου του μοντέλου «υπερφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης», του οποίου συνιστά περιφερειακή ενσάρκωση, προβλημάτων στη ρίζα της κρίσης χρέους. Αποσκοπεί, και αυτό, σύμφωνα με τους επικριτές του, όχι στο να διορθώσει ριζικά τα δομικά προβλήματα του Μάαστριχτ, αλλά να διευκολύνει την εφαρμογή του, κάνοντας κάπως πιο ελαστικούς τους κανόνες. Ρίχνει νέους πόρους στη «σωτηρία» του χρηματοπιστωτικού συστήματος από μια κρίση που προκάλεσε το ίδιο, αφαιρώντας τους τελικά από την πραγματική οικονομία, στην υστέρηση της οποίας έγκειται το θεμελιώδες πρόβλημα. Και η οποία υστέρηση, ειρήσθω εν παρόδω, επιδεινώνεται. Η Βρετανία αίφνης ανακοίνωσε πτώση ΑΕΠ το τελευταίο τρίμηνο του 2010, οδεύοντας στο σπάνιο φαινόμενο «διπλής ύφεσης», επανάληψης σε μικρό διάστημα μετά την πρώτη ανάκαμψη από την κρίση νέας ύφεσης. Προτού καν η οικονομία της αισθανθεί το αποτέλεσμα των δραστικών περικοπών δημοσίων δαπανών.
Το αποτέλεσμα όλων των μέτρων που λαμβάνονται για να αντιμετωπίσουν συμπτωματικά την κρίση χρέους, είναι διπλά αρνητικό: ιδιωτικό χρέος μετατρέπεται σε δημόσιο και δημόσιο προς ιδιώτες σε δημόσιο προς κράτη/ΕΕ, γεγονός που ανακουφίζει τους ιδιώτες πιστωτές, φέρνει όμως σε πολύ δυσκολότερη διαπραγματευτική θέση τα ευρωπαϊκά κράτη. Οι όροι ασφυκτικής λιτότητας που συνοδεύουν τα μέτρα συρρικνώνουν τις ευρωπαϊκές περιφερειακές οικονομίες, μειώνοντας την παραγωγή πραγματικού πλούτου και καθιστώντας δυσχερέστερη την αποπληρωμή του χρέους! Τα φάρμακα απαλύνουν τα συμπτώματα της ασθένειας, επιδεινώνοντας την αιτία της. Δεν βγαίνει η ιστορία, δήλωσε προχτές ο Σόρος, ζητώντας πανευρωπαϊκές επενδύσεις στην περιφέρεια.
Τα μέτρα «σωτηρίας» που παίρνονται είναι αυθαίρετα, άδικα, χαοτικά, ad hoc λύσεις, όχι συστηματική μεταρρύθμιση του μοντέλου. Το κλίμα στην ΕΕ δηλητηριάζεται από τους ανταγωνισμούς πλουσίων/φτωχών, Βορείων/Νοτίων, οι καυγάδες πολλαπλασιάζονται, η δυναμική των ενδοευρωπαϊκών συγκρούσεων μπορεί κάποια στιγμή να γίνει ανεξέλεγκτη, πόσο μάλλον αν προστεθεί στο μέλλον σημαντική δυναμική κοινωνικής αναταραχής. Η επανάσταση στην Τυνησία, βρήκε πολύ σύντομα μιμητές στην Αίγυπτο και αλλού, ακόμα και στην Αλβανία, αφορά βεβαίως κυρίως τη Μέση Ανατολή, αλλά συνιστά και προειδοποίηση για όλο τον κόσμο.
Ένα από τα καλά της κρίσης είναι ότι ανοίγουν σιγά-σιγά τα στόματα στην Ευρώπη, η ήπειρος μοιάζει σταδιακά να συνειδητοποιεί, αν μη τι άλλο, και τα προβλήματα του ενοποιητικού εγχειρήματος και, λιγότερο, αυτά της παγκοσμιοποίησης. ‘Αρχισε μια συζήτηση, και μέσα στο κατεστημένο, ενώ μέχρι το 2008, ένα είδος «πολιτικής ορθοδοξίας» κυριαρχούσε στον δημόσιο διάλογο σε πολιτικό/τεχνοκρατικό επίπεδο, που απέκλειε προκαταβολικά οιαδήποτε κριτική προσέγγιση (με την μερική εξαίρεση ιδίως της Γαλλίας, αλλά και Ολλανδίας και Ιρλανδίας, όπου οι κοινωνίες, όχι το κατεστημενο, έχουν από ετών τοποθετηθεί κριτικά έναντι της συγκεκριμένης ευρωπαϊκής ενοποίησης).
Η συζήτηση είναι η πιο στοιχειώδης προϋπόθεση αντιμετώπισης της κρίσης, παρόλο που η επεξεργασία νέων ιδεών καθυστερεί πάρα πολύ εν σχέσει με τις προκλήσεις. Δυστυχώς, ελάχιστα έως καθόλου η ευρωπαϊκή συζήτηση έχει γίνει αντικείμενο διαλόγου στην Ελλάδα, παρόλο που η χώρα μας κινδυνεύει περισσότερο από την μη ικανοποιητική αντιμετώπιση της κρίσης. Τα προβλήματά μας επηρεάζονται περισσότερο από ποτέ άλλοτε από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, ο ορίζοντας των συζητήσεών μας παραμένει όμως απελπιστικά εθνοκεντρικός. Είναι χαρακτηριστικό ότι την τελευταία δεκαετία, εξ όσων γνωρίζουμε, μόνο τρεις (3) σχολιαστές στην Ελλάδα, δύο δημοσιογράφοι και ένας οικονομολόγος, έθιξαν έστω την ιδέα ευρωπαϊκού προστατευτισμού.
Υπάρχουν σήμερα μειοψηφικές μεν, υπαρκτές δε και στο κατεστημένο φωνές στην Ευρώπη που επισημαίνουν τα συστημικά χαρακτηριστικά της κρίσης και προτείνουν, έστω και δειλά, κάποια μέτρα. Ο «Κόσμος του Επενδυτή» παρουσίασε, την περασμένη εβδομάδα, την εισήγηση δύο Γάλλων βουλευτών προς τον Πρόεδρο Σαρκοζί, που παρήγγειλε ο ίδιος, με προτάσεις μεταρρύθμισης της ευρωζώνης, που απηχεί χοντρικά τις απόψεις του γαλλικού κατεστημένου. Πρόκειται για ιστορικό κείμενο στο μέτρο που είναι η πρώτη φορά, εξ όσων γνωρίζουμε, που εκφράζονται στο κέντρο του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος και όχι από εναλλακτικούς οικονομολόγους, έστω και δειλά, κάποιες ιδέες στον αντίποδα της φιλοσοφίας του Μάαστριχτ και των κρατούντων νεοφιλελεύθερων δογμάτων. ‘Όπως η ανάγκη επανεισαγωγής μορφών φορολογίας του χρηματιστικού κεφαλαίου, αναζήτησης οικονομικής διεξόδου στην ανάπτυξη και τις δημόσιες επενδύσεις, αντιμετώπισης των διαφορών ανταγωνιστικότητας στο εσωτερικό της ΕΕ, της συνοχής μιας ‘Ενωσης που τείνει να διαρραγεί σε Βορρά/Νότο, υπό την επίδραση του εθνικισμού και της στενοκέφαλης ιδιοτέλειας των Γερμανών αφενός, της αδυναμίας των Νοτίων να υπερασπισθούν τον εαυτό τους αφετέρου.
Η πιο «επαναστατική» ιδέα που περιέχεται στην εισήγηση είναι ο τονισμός της ανάγκης προστασίας στρατηγικών τομέων της ευρωπαϊκής οικονομίας. «Επαναστατική», όχι γιατί ο προστατευτισμός είναι κάτι καινούριο ή ρηξικέλευθο, αλλά γιατί αναγορεύθηκε στον υπ’ αρ. 1 «εχθρό» της «ελεύθερης οικονομίας» από την επίσημη ρητορεία όλων των μελών του G-20. Η αποβιομηχάνιση όμως της Ευρώπης και η τωρινή κρίση επιβεβαιώνουν ότι δεν γίνεται, χωρίς κολοσσιαίες συνέπειες, να εξισωθούν ζώνες που τις χωρίζουν αβυσαλλέες διαφορές αμοιβών εργασίας. Το μοντέλο αυτό οδηγεί σε κατακόρυφη πτώση και απαξίωση την αμοιβή της εργασίας και τη ζήτηση, εγκαθιστώντας μη ρυθμίσιμο χάος. Αλλού βρίσκεται η παραγωγή, αλλού η κατανάλωση, αλλού το κεφάλαιο!
Δεν είναι τυχαίο που οι πρώτες ιδέες επαναπροσανατολισμού της ‘Ενωσης εμφανίζονται στη χώρα του Κολμπέρ, του ισχυρού κράτους, χώρα που θυμάται πάντα με περηφάνεια ότι αποκεφάλισε τον βασιληά της και δυσφορεί στην προοπτική αμαχητί παράδοσης στη δικτατορία των «αγορών» και της ιδεολογίας της, του νεοφιλελευθερισμού. Αλλά η Γαλλία δεν είναι μόνο η χώρα του Ναπολέοντα και του Ντε Γκωλ, είναι επίσης η χώρα του Βατερλώ και του Πεταίν. Στην ίδια έκθεση που παρουσιάσαμε, αποτυπώνονται τα όρια του μεταρρυθμιστικού της οίστρου με μια σαφέστατη διατύπωση: «το υπέρτατο συμφέρον της Γαλλίας είναι η μη απόκλιση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής τροχιάς Γαλλίας και Γερμανίας». Η πεποίθηση ότι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, χωρίς το Βερολίνο, κι ότι δεν πρέπει να το αφήσουν να χαράξει μόνο του πορεία, εξηγεί γιατί ο Μιτεράν συμφώνησε με τη γιουγκοσλαβική πολιτική του Κολ και αποδέχθηκε, γράφοντας το Μάαστριχτ, τον αντιπληθωριστικό δογματισμό του.
Η κριτική των νεοφιλελεύθερων δογμάτων δεν είναι γαλλικό προνόμιο, επηρρεάζει πια και τη συζήτηση στο γερμανικό κατεστημένο. Σε βαρυσήμαντο άρθρο του στο Σπήγκελ (18/1/2011) ο Christoph Schwennicke καλεί την ΕΕ να αντισταθεί στην τάση μικρότερου κράτους, επισημαίνοντας ότι η καλή κατάσταση της γερμανικής οικονομίας, αν οφείλεται κάπου, είναι στο ότι αντιστάθηκε στη «μόδα του νεοφιλελευθερισμού». Η Ευρώπη, σημειώνει, πρέπει να αντισταθεί, κατά τον ίδιο τρόπο, στις ιδιοτελείς προβλέψεις καταστροφής του ευρώ. Αν κάτι κατέδειξε η οικονομική και η χρηματοπιστωτική κρίση είναι η ανάγκη ισχυρών κρατών και περισσότερης, όχι λιγότερης Ευρώπης.
Ο Schwennicke υπογραμμίζει ότι η Κίνα είναι μάλλον «μετασοσιαλιστικός κρατισμός» παρά νεοφιλελευθερισμός. Κάνει δριμεία κριτική των αποτελεσμάτων όσων νεοφιλελεύθερων μέτρων εφήρμοσε ο Σρέντερ και επιφυλάσσει ένα «βιτριολικό» βέλος στους οπαδούς του «αγγλοσαξωνικού μοντέλου», που παρουσιάζουν επί χρόνια ή δεκαετίες ως παρωχημένο αναχρονισμό τον γαλλογερμανικό «καπιταλισμό του Ρήνου»: Εμείς παράγουμε προϊόντα, τους λέει, δεν ασχολούμαστε με το να κρύβουμε τι είναι τα χρηματιστικά προϊόντα που πουλάμε!
Προς το παρόν αυτές οι ιδέες παραμένουν μειοψηφικές. Η Γερμανία, «υγιής» παραγωγική και τεχνολογική δύναμη, διαθέτει τον απαραίτητο ορθολογισμό για να καταλάβει το πρόβλημα, γνωρίζει στο βάθος ότι χρειάζεται την Ευρώπη όσο και η Ευρώπη αυτήν, θα μπορούσε ίσως να γίνει ο Μωϋσής που θα τη βγάλει εκτός κρίσης. Μια σειρά υποκειμενικών και ιστορικών λόγων, μαζί και μια ισχυρή δόση ιδιοτελούς εθνικισμού την αποτρέπουν μέχρι στιγμής. Φοβάται προφανώς, όπως και οι Γάλλοι, την αναταραχή που θα συνόδευε μια σοβαρή προσπάθεια μεταρρύθμισης του Μάαστριχτ και της «φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης». ‘Εχει βολευτεί στα κέρδη του εξωγωγικού της μοντέλου. Και στα οποία προστίθενται τα κέρδη στις τράπεζές της από τα διάφορα σχέδια σωτηρίας.
Σε άρθρο του στα «Επίκαιρα» (27.1.10), ο Καθηγητής Βεργόπουλος επισημαίνει, όπως και άλλοι (Στίγκλιτζ, Γκαλμπρέιθ, Κρούγκμαν, Ζοσπέν κλπ.), την έκδηλη αντίφαση μεταξύ επιδίωξης πληρωμής του χρέους και γενικευμένης λιτότητας που τη δυσκολεύει. Διατυπώνει την υπόθεση ότι μια τέτοια πολιτική δεν είναι απλώς ανορθολογική, αλλά εγγράφεται σε μια νέα «οικονομία της αρπαγής». Οι πιστωτές δηλαδή δεν αποβλέπουν πλέον στη διατήρηση εμπορικών πλεονασμάτων ή την πλήρη αποπληρωμή των δανείων, αλλά στη εξαγορά των εμπράγματων εγγυήσεων των δανείων αντί πινακίου φακής «σε συνθήκες εθνικής καταστροφής». «Αυτό δεν ονομάζεται “πολιτική οικονομία” αλλά “οικονομία της λεηλασίας και της αρπαγής”.
Δεν γνωρίζουμε αν αυτή είναι η στόχευση ή αν κινδυνεύει να προκύψει ως αποτέλεσμα αντιφάσεων. Ο χειρισμός πέρυσι της ελληνικής κρίσης από την Κυρία Μέρκελ αποκάλυψε μια δεινή παίκτρια πόκερ. Τώρα επαναλαμβάνονται περίπου τα ίδια, προχτές μόλις καυγάδισε άγρια με τον Μπαρόζο, αρνείται να αυξήσει τα κεφάλαια του μηχανισμού σωτηρίας, ο Σόιμπλε ξανά αρνήθηκε πάλι αυτή την εβδομάδα την έκδοση ευρωομολόγων. Προφανώς, το Βερολίνο οδηγεί την κρίση στο «πάρα πέντε», μεγιστοποιώντας τα οφέλη του στο μεταξύ και ελαχιστοποιώντας τα κόστη του και επιβάλλοντας τελικά τρομερούς όρους.
Αυτή η τακτική, διαιωνιζόμενη, διευρύνει το κόστος αντιμετώπισης της κρίσης, υπονομεύει την πολιτικο-ιδεολογική εμβέλεια της ‘Ενωσης, κινδυνεύει να συγκροτήσει μακροχρόνια αντιγερμανικό μέτωπο, καθιστά περίπου ακυβέρνητη την ΕΕ. Ουδείς γνωρίζει σε ποιο σημείο μπορούν να σπάσουν οι αντοχές κοινωνιών και κρατών, οδηγώντας μιαν απροετοίμαστη ΕΕ προ κρίσης πολύ σοβαρότερων διαστάσεων από αυτήν που είδαμε μέχρι τώρα.
Κόσμος του Επενδυτή, 29.1.2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου