Geopolitical Research Institute(GRI)/Εταιρεία Γεωπολιτικών Ερευνών(ΕΓΕ)

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Ευρωπαικός Κομμουνιστικός Καπιταλισμός

Γεώργιος Ε. Δουδούμης, Οικονομολόγος – Συγγραφέας
gdoudoumis@yahoo.com

Η πτώση του κομμουνισμού και η διάλυση της Σοβ. Ένωσης φαίνεται όλο και πιο καθαρά, ότι δεν είχε επιπτώσεις μόνο στα κράτη της ανατολικής Ευρώπης. Τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης μπορούμε να πούμε ότι υπέστησαν τις αναμενόμενες συνέπειες και βρέθηκαν, σχεδόν όλα, σε σύντομο χρονικό διάστημα να λειτουργούν υπό καθεστώς ελεύθερης οικονομίας, με δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα.

Η Ευρ. Ένωση ένοιωσε να είναι ο ουσιαστικός νικητής διότι η «δυτική» Ευρώπη είχε επιβληθεί στην «ανατολική» Ευρώπη και ο καπιταλισμός είχε επιβληθεί στον κομμουνισμό. Τη «δύσκολη» δουλειά την είχαν κάνει ουσιαστικά οι Δυτικοευρωπαίοι με αποτελεσματικό εργαλείο την Καθολική Εκκλησία, που υποστήριξε οργανωμένα τη γνωστή «Σολιντάρνοστ» στην Πολωνία για να ακολουθήσει το ντόμινο της κομμουνιστικής κατάρρευσης. Όμως ο ηττημένος «εκδικήθηκε» το νικητή με τον τρόπο του.
Από την πρώτη στιγμή της μονοκρατορίας της η Ευρ. Ένωση έπεσε στην παγίδα της υπεροψίας και της αλαζονείας. Είδε τις χώρες του πρώην ανατολικού συνασπισμού σαν λάφυρα και αφού βιάστηκε να τις ονομάσει «αναδυόμενες αγορές» επιδόθηκε σε μια πολιτική λεηλασίας και επιβολής υποταγής. Ο διαμοιρασμός του πλούτου της ανατολικής Ευρώπης πέρασε ως φιλοσοφία σε όλα τα δυτικά χρηματοπιστωτικά και επενδυτικά σχήματα, κυβερνητικά και μη, και διευκόλυνε μια άκρως επιθετική νεοφιλελεύθερη συμπεριφορά που ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Η Ευρ. Ένωση είχε μείνει χωρίς αντίπαλο στον γεωγραφικό της περίγυρο και προφανώς αυτό την οδήγησε σε αυθαιρεσίες και δογματισμούς, ενώ παράλληλα είχε ενταθεί ο εσωτερικός ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών-μελών της, εξ αιτίας και της προκλητικής λείας των «αναδυόμενων αγορών». Η νίκη του καπιταλισμού υπήρξε κατά ένα τρόπο η αρχή και του δικού του τέλους διότι τον οδήγησε στο δρόμο της αυτοκαταστροφής.
Οι δογματισμοί της Ευρ. Ένωσης δεν είχαν λείψει και στο παρελθόν, όταν ήταν ακόμη σε φάση περιορισμένης ωριμότητας ως «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα» (ΕΟΚ). Αρκεί να θυμηθεί κανείς ενδεικτικά την αλήστου μνήμης πολιτική της απόσυρσης των κοινοτικών γεωργικών πλεονασμάτων στο βωμό του κέρδους. Υποκριτικά βέβαια οι ανεπτυγμένες χώρες πρόβαλαν το επιχείρημα, ότι έδιναν έστω ένα συμβολικό ποσοστό του ΑΕΠ τους στις φτωχές χώρες του Τρίτου Κόσμου. Στην ουσία έπαιρναν και εξακολουθούν να παίρνουν πίσω με το άλλο χέρι περισσότερα απ’ ότι είχαν δώσει ως βοήθεια, είτε αναλαμβάνοντας με το αζημίωτο, ως αντάλλαγμα για τη «γενναιοδωρία» τους, «αναπτυξιακά» προγράμματα στις χώρες αυτές, είτε λεηλατώντας (αγοράζοντας σε πολύ χαμηλές τιμές) πρώτες ύλες, χρήσιμες για τη δική τους, τη «δυτική», ανάπτυξη. Η «νομιμότητα» της απόσυρσης είχε επιβληθεί της ηθικής (το ίδιο σκεπτικό υιοθετήθηκε αργότερα για τη συμμετοχή κάποιων σε εταιρείες off shore – οι νόμοι φτιάχνονται για να διώχνουν τις τύψεις), διότι αν δίνονταν τα πλεονάσματα στους πεινασμένους του Τρίτου Κόσμου θα υπήρχε «ανισορροπία» στις διεθνείς αγορές. Υποτίθεται, ότι ένα βασικό αξίωμα για την ίδια την ύπαρξη της ΕΟΚ ήταν η λειτουργία των κανόνων της ελεύθερης αγοράς σε αντίθεση με τον παρεμβατισμό που ευδοκιμούσε στις κομμουνιστικές χώρες. Τι άλλο εκτός από άγριος παρεμβατισμός ήταν η απόσυρση;
Αλλά αν η πολιτική της απόσυρσης ήταν συνέπεια μιας στενόκαρδης αντίληψης που έγινε κοινοτική πολιτική, η μεγέθυνση της ΕΟΚ οδήγησε σε περισσότερες απαράδεκτες καταστάσεις και πολιτικές. Η ΕΟΚ, «το ευρωπαϊκό σπίτι», ξεκίνησε στη δεκαετία του 1950 με μόνο 6 συγκατοίκους, όμως η «ευρωπαϊκή οικογένεια» αυξήθηκε, τα μέλη της έγιναν 9, 10, 12, 15 για να φθάσουν την 1η Μαΐου 2004 τα 25 και την 1η Ιανουαρίου 2007 τα 27 με προοπτική και υποσχέσεις για νέες διευρύνσεις. Το «ευρωπαϊκό σπίτι» επεκτάθηκε, έπεσαν τοίχοι, προστέθηκαν δωμάτια, υπόγεια, πατάρια και οι κατοικούντες σε αυτό, όχι πλέον όλοι στενοί συγγενείς μεταξύ τους, στριμώχτηκαν με τη δυσαρέσκεια να κορυφώνεται λόγω των σημερινών οικονομικών τους προβλημάτων και της ακόμη μεγαλύτερης ανησυχίας για το αύριο.
Έτος κλειδί στην ευρωπαϊκή πορεία ήταν το 1992 με την υπογραφή της Συμφωνίας του Μάαστριχτ που τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1993. Από τότε καθιερώθηκε και το όνομα Ευρ. Ένωση σε αντικατάσταση του «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα». Η Συμφωνία του Μάαστριχτ καθιέρωσε οικονομικά κριτήρια, δηλ. συγκεκριμένες οικονομικές επιδόσεις, για τις οικονομίες των κρατών-μελών και απαιτείται η τήρησή τους. Οι πολίτες των κρατών-μελών προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις των κυβερνήσεών τους για να επιτευχθούν τα κριτήρια. Το ότι τα κριτήρια δεν επιτεύχθηκαν πάντα (όχι όμως χωρίς συνέπειες) από πλούσια και φτωχά κράτη-μέλη σημαίνει ότι η ζωή έχει τα δικά της κριτήρια και διαμορφώνει δικά της αριθμητικά αποτελέσματα, που μπορεί να είναι επί της ουσίας πιο σωστά σε κάποιες περιπτώσεις από αυτά στα οποία οδηγούν τα κριτήρια του κάθε Μάαστριχτ. Εν ολίγοις, τα οικονομικά κριτήρια επέδρασαν δυσμενώς στην εφαρμογή κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους των κυβερνήσεων των κρατών-μελών, οι οποίες συνολικά έδωσαν προτεραιότητα στην ευημερία των οικονομικών δεικτών, που οδήγησε με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην ευημερία του κεφαλαίου και σε βάρος των κοινωνικών παροχών και ευρύτερα της καθημερινής ποιότητας ζωής του μέσου Ευρωπαίου πολίτη.
Από την 1η Ιανουαρίου 1999 η Ευρ. Ένωση είχε ένα νέο όπλο στο οπλοστάσιό της: το ευρώ (η Ελλάς το απέκτησε με δύο χρόνια καθυστέρηση). Ήταν τα όμορφα χρόνια της νιότης, που το σφριγηλό ευρώ απείλησε την παντοδυναμία του δολλαρίου μέχρι που ήρθαν οι δύσκολοι καιροί.
Ο ξέφρενος νεοφιλελευθερισμός καλλιέργησε την υπερκατανάλωση. Δάνεια για διακοπές, δάνεια για αυτοκίνητα, δάνεια για σπίτια. Η αίσθηση της υπεροχής έναντι του πρώην εχθρού, που επί δεκαετίες απειλούσε, υπήρξε έντονη. Η λεία των αναδυόμενων αγορών ήταν το τυράκι που οδήγησε ουσιαστικά στη φάκα του εκτροχιασμού την Ευρ. Ένωση. Η Γερμανία, η «ατμομηχανή» της Ευρώπης, άλλαξε φιλοσοφία και από μια ευρωπαϊκή Γερμανία προτίμησε τη γερμανική Ευρώπη. Ευνοημένη από την αλλαγή του γεωγραφικού χάρτη της Ευρ. Ένωσης, όπως προέκυψε από τη μεγάλη διεύρυνση του 2004, απέκτησε σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι όλων των εταίρων της και κυρίως της Γαλλίας και στηριζόμενη στην τεχνολογική υπεροχή της φρόντισε για την εξασφάλιση ανεμπόδιστης ενεργειακής επάρκειας για τον εαυτό της κλείνοντας διμερή συμφωνία με τη Ρωσσία (αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream).
Η κρίση στη Γερμανία ξεπεράστηκε σχετικά γρήγορα (χωρίς να υπάρχει βεβαιότητα ότι δεν θα επιστρέψει με το πρώτο παγκόσμιο ταρακούνημα). Η κρίση δημιούργησε όμως σοβαρές ζημιές στην πιο αδύναμη πλευρά του ευρωπαϊκού κτηρίου, στο νότιο μέρος. Η ελληνική περίπτωση έχει τη δική της ιστορία, εφόσον δεν είχαμε περιθώρια για τέτοια καταναλωτική συμπεριφορά, αν λάβουμε υπόψη ότι από τη δεκαετία του 1950 καταναλώνουμε ετησίως αγαθά αξίας 3-4 φορές μεγαλύτερης αυτής που αποφέρουν οι ετήσιες εξαγωγές μας.
Έτσι φθάσαμε στο προβληματικό σήμερα. Όταν πήγαιναν όλα καλά και δεν υπήρχαν ασθενείς στο «ευρωπαϊκό σπίτι» δεν υπήρχε σκέψη να δοθούν φάρμακα άνευ λόγου σε υγιείς οργανισμούς, κανείς δεν τα ζητούσε και ήταν όλοι ευχαριστημένοι διότι οι «οικονομικοί δείκτες» ήταν θετικοί. Όλοι παράβλεπαν το σημαντικότατο γεγονός της διαφορετικότητας των οικονομιών μεταξύ των χωρών-μελών. Με το να κυκλοφορούν όλοι ελεύθερα και να διακινούν επίσης ελεύθερα τα προϊόντα τους χωρίς δασμολογικά εμπόδια στον Ενιαίο Οικονομικό Χώρο δεν λύθηκε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα. Κανείς δεν δήλωνε ασθενής, ούτε καν η Ελλάδα που συνεχίζει και σήμερα τον άνισο αγώνα προσπαθώντας να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις τους βιομηχανικά προηγμένους εταίρους της. Όταν εκδηλώθηκαν όμως οι διάφορες ασθένειες στους συγκατοίκους δεν υπήρχαν διαφορετικά φάρμακα για αντιμετώπιση των διαφορετικών ασθενειών, αλλά υπήρξε δογματική εμμονή οι όποιες ασθένειες να αντιμετωπιστούν με τα διαθέσιμα φάρμακα που ήταν ίδια για όλους. Π.χ., στο όνομα της καταπολέμησης του ενδοευρωπαϊκού αθέμιτου ανταγωνισμού στις μεταφορές με κατάργηση των επιδοτήσεων δεν θεραπεύονται οι αδυναμίες εξυπηρέτησης των ελληνικών άγονων γραμμών. Π.χ., στο όνομα της τήρησης των κοινών κριτηρίων δημοσιονομικής πειθαρχίας (όριο δημοσιονομικού ελλείμματος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ 3%) οι δαπάνες για αυξημένες αμυντικές ανάγκες της Ελλάδος δεν εξαιρούνται (φάρμακο για το χρόνιο άσθμα δεν υπάρχει στο «ευρωπαϊκό σπίτι»). Π.χ., η ανάπτυξη των σχέσεων της Ευρ. Ένωσης με την Τουρκία προχωρά απρόσκοπτα άσχετα αν η Ελλάς, κράτος-μέλος, υφίσταται από την Τουρκία μόνιμα ενοχλήσεις και απειλές για πόλεμο κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και στην Κύπρο, κράτος-μέλος, παραμένει τουρκικός στρατός κατοχής ανεπιθύμητος ακόμη και από τους Τουρκοκύπριους. Π.χ., όταν η Ελλάς αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα με εισβολή παράνομων μεταναστών ως αποτέλεσμα μεθοδευμένης προσπάθειας αλλοίωσης του πληθυσμού της με δυσμενείς κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνέπειες για το κοντινό και το μακρινό μέλλον της, η Ευρ. Ένωση δεν διαθέτει φάρμακο για τη συγκεκριμένη ασθένεια και η Ελλάς παραπέμπεται για αναποτελεσματικές θεραπείες με φάρμακα κατά παρεμφερών «μεταναστευτικών» ασθενειών, όχι όμως της συγκεκριμένης. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, αλλά και σε πολλές άλλες πρέπει να βολευτούμε με ό, τι διαθέτει το σύστημα. Πρέπει να προσαρμοστούμε τηρώντας τον κανονισμό του κοινοβίου, του οποίου οι διατάξεις δεν έχουν λάβει υπόψη τις διαφορετικές ανάγκες κάθε μέλους του ή έχουν δημιουργηθεί με προτεραιότητα την κάλυψη των αναγκών των ισχυρών μεταξύ των εταίρων.
Αν ο λαός κάποιας χώρας εκφραστεί με δημοψήφισμα αρνητικά για κάτι που προσπαθεί να επιβάλλει η Ευρ. Ένωση, τότε γίνονται κάθε είδους υπόγειες προσπάθειες να ξεπεραστεί το εμπόδιο ακόμη και με νέο δημοψήφισμα. Αντίθετα, αν το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος είναι θετικό, έστω και με μικρή διαφορά, τότε δεν γίνεται ποτέ νέο δημοψήφισμα μετά την πάροδο εύλογου χρονικού διαστήματος για να διαπιστωθεί τυχόν αλλαγή γνώμης του λαού που ψήφισε.
Νωχελικά διαπιστώθηκε από τους Ευρωπαίους πολίτες, ότι όπως τα «μαγειρεία» της Σοβ. Ένωσης έβγαζαν στο παρασκήνιο τους προέδρους της έτσι και τα αντίστοιχα «μαγειρεία» της Ευρ. Ένωσης έβγαλαν το 2009 τον πρώτο Πρόεδρο της Ευρ. Ένωσης, χωρίς επίσημες υποψηφιότητες και διαφανείς διαδικασίες.
Συμπερασματικά, αντί να δημιουργήσει ένα σύστημα που να εξυπηρετεί τους ανθρώπους και να τους διευκολύνει τη ζωή, αυτό που πέτυχε μέχρι σήμερα η Ευρ. Ένωση είναι να επιβάλλει στους υπηκόους των κρατών-μελών της την προσαρμογή τους στο σύστημα και τώρα επιχειρεί μάλιστα την πιο δογματική υποτέλεια σε αυτό με αυστηρή συνταγματική επιβολή ανελαστικών οικονομικών κριτηρίων σε κάθε κράτος-μέλος, προφανώς για να εξυπηρετηθούν τα ιδιαίτερα συμφέροντα της Γερμανίας. Το σχεδιαζόμενο και ήδη διαβόητο Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας προβλέπεται να ωφελήσει πρωτίστως τη Γερμανία, η οποία πρωταγωνιστεί εξαγωγικά στις διεθνείς αγορές και καλύπτει με τα προϊόντα της κατά 70% την εξωτερική ζήτηση σε αντίθεση με τις άλλες χώρες-μέλη της Ευρ. Ένωσης, τα προϊόντα των οποίων καλύπτουν πρωτίστως ανάγκες των εσωτερικών τους αγορών, που βέβαια αναμένεται να θιγούν από τις προβλεπόμενες περιοριστικές εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές των κυβερνήσεων τους προκειμένου να μην υπάρχει υπέρβαση του συνταγματικά, όπως επιδιώκεται, προσδιορισμένου ορίου του δημοσιονομικού ελλείμματος. Αντίστοιχος δογματισμός επιδιώκεται από τη Γερμανία να περάσει στα συντάγματα των κρατών-μελών, ώστε να μπαίνει φρένο στο χρέος των κρατών της ευρωζώνης, που θα προσφεύγουν στον προβλεπόμενο να ισχύσει από το 2013 Μηχανισμό Στήριξης (ESM). Από την άλλη μεριά η Γερμανία εδώ και χρόνια δεν κρύβει τη δυσαρέσκειά της για τους πολύ χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές (10%) για τα κέρδη των επιχειρήσεων που έχουν υιοθετήσει ήδη η Κύπρος και η Βουλγαρία με κίνδυνο να ακολουθήσουν και άλλες χώρες. Επιθυμεί συνεπώς να φέρει στα μέτρα της και το θέμα της φορολογίας των κερδών των επιχειρήσεων επιδιώκοντας τη θέσπιση ελαχίστου φορολογικού συντελεστή (ψηλότερου του 10%), ώστε να καλύψει τα νώτα της.
Η ελεύθερη οικονομία μπαίνει λοιπόν σε καλούπια. Θα είναι πλέον ελεύθερη να κινείται πάνω σε ράγες για να μην εκτροχιάζεται. Η Ευρ. Ένωση πέτυχε το αναπάντεχο: δημιούργησε και εφαρμόζει τον καπιταλιστικό κομμουνισμό! Η Ευρ. Ένωση δείχνει να έχει πάρει πλέον ένα δρόμο άνευ επιστροφής, που οδηγεί στο τέλος της ύπαρξής της.
Source : infognomonpolitics.blogspot

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου