Geopolitical Research Institute(GRI)/Εταιρεία Γεωπολιτικών Ερευνών(ΕΓΕ)

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Δεδομένα και ζητούμενα στην κρίση των Ιμίων

Του ΣΗΦΗ ΜΑΝΟΥΣΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
Αντιναύαρχου ε.α.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΡΑΤΩΝ
ΤΟΥΡΚΙΑ
Από τον Σεπτέμβριο του 1995 η Τουρκία βρισκόταν σε πολιτική κρίση. Ο συνασπισμός των Σοσιαλδημοκρατών και του κόμματος του Ορθού Δρόμου είχε καταρρεύσει. Οι εκλογές της 24ης Δεκεμβρίου είχαν φέρει πρώτο το κόμμα της Ευημερίας του Ν.Ερμπακάν. Φόβος είχε κυριεύσει το Τουρκικό κατεστημένο. Ο Ν. Ερμπακάν αναζητούσε συμμάχους για να σχηματίσει κυβέρνηση. Η Τανσού Τσιλλέρ σ’ αυτή τη φάση λειτουργούσε σαν υπηρεσιακός Πρωθυπουργός.

Το Τουρκικό κατεστημένο αναζητούσε αγωνιωδώς τρόπους στήριξης στην εξουσία της Τ.Τσιλλέρ ώστε να αποφευχθεί η ανάληψη της εξουσίας από τον Ν.Ερμπακάν. Η κρίση στα Ίμια παρουσιαζόταν σαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ισχυροποιηθεί η θέση της Τ.Τσιλλέρ. Και προς την κατεύθυνση αυτή έμελλε να εργασθεί μεγάλη μερίδα του Τουρκικού κατεστημένου.

Οι ΗΠΑ στα πλαίσια των προσπαθειών τους για εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων είχαν αναλάβει πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της εξέτασης όλων των Ελληνοτουρκικών διαφορών ως πακέτο. Οι πρωτοβουλίες αυτές των ΗΠΑ ικανοποιούσαν την Τουρκική διπλωματία η οποία στο πνεύμα του ανατολίτικου παζαριού επιθυμούσε να τεθούν όσο το δυνατόν περισσότερα προβλήματα προς συζήτηση σε μια πιθανή τράπεζα διαπραγματεύσεων.

Η κρίση στα Ίμια προσφερόταν ως άριστη ευκαιρία για την Τ.Τσιλλέρ να ισχυροποιήσει την πολιτική της θέση προσβλέποντας στο κέρδος που θα αποκόμιζε από το πολιτικό παιχνίδι που παιζόταν στην Τουρκία αλλά και από την Τουρκική διπλωματία με το να θέσει άλλο ένα προς διαπραγμάτευση ζήτημα στα υπάρχοντα στο Αιγαίο. Συγκεκριμένα με την αφορμή των Ιμίων, πρόβαλε τη θέση επανεξέτασης του καθεστώτος νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο αμφισβητώντας τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας επ΄αυτών.

Είναι γνωστό ότι η Τουρκική πλευρά δίδει διαφορετική ερμηνεία στη συνθήκη του Ouchy στις 18-10-1912, στη συμφωνία του Λονδίνου στις 30-5-1913, στη Συνθήκη ειρήνης των Αθηνών στις 14-11-1913, στην απόφαση των έξι κρατών στις 13 και 14-2-1914 που αργότερα απορρίφθηκε από την Οθωμανική αυτοκρατορία, στη Συνθήκη της Λωζάνης στις 24-7-1923 και στη Συνθήκη των Παρισίων




ΕΛΛΑΔΑ
Η εισαγωγή και νοσηλεία στο Ωνάσειο του Α.Παπανδρέου είχε σηματοδοτήσει την μάχη των διαδόχων. Στις 15 Ιανουαρίου 1996 ο Α.Παπανδρέου παραιτήθηκε από Πρωθυπουργός

Στις 19 Ιαν. εκλέχθηκε από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ ως Πρωθυπουργός ο Κ.Σημίτης. Ο κύκλος της διαδοχής δεν είχε κλείσει καθώς απέμεναν ακόμη η απαιτούμενη ψήφος εμπιστοσύνης προς τη νέα υπό τον Κ.Σημίτη κυβέρνηση αλλά και η εκλογή του νέου προέδρου του ΠΑΣΟΚ.
Τα γεγονότα αυτά μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Η περίοδος αυτή δημιουργούσε σε αρκετά πολιτικά πρόσωπα αίσθημα ανασφάλειας για το πολιτικό τους μέλλον.


 Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΗΠΑ
Μετά την κρίση των Ιμίων κυκλοφόρησε σε επανέκδοση ο χάρτης του Αμερικανικού Ναυτικού υπ’ αριθμόν 5441/5 Οκτωβρίου 1996, στον οποίο αναγραφόταν Vrachoi Imia (Greece) με υποσημείωση ότι τα γεωγραφικά ονόματα και ο τρόπος γραφής τους δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκη αναγνώριση από τις ΗΠΑ του πολιτικού καθεστώτος σ’ αυτά. Η Αμερικάνικη Υπηρεσία Χαρτών (προ της κρίσεως) κυκλοφόρησε την τέταρτη έκδοση του χάρτη υπ’ αριθμόν 54407 με την ένδειξη Sovereignity undetermined στις 27 Ιανουαρίου 1996 (Κυριαρχία μη καθορισμένη) (Λυμπέρης σελ. 530).

Την 1η Φεβρουαρίου 1996 ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ δήλωσε: «οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν Ελληνική η Τουρκική κυριαρχία στα Ίμια (Καρντάκ) και πιθανολογείται ύπαρξη και άλλων νησίδων στην ίδια κατάσταση» (Λυμπέρης σελ.529).

Την Πέμπτη 19 Ιουνίου 1997 ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου Ken Bacon επιβεβαίωσε την ύπαρξη ενός ναυτικού χάρτη που εκδόθηκε στα τέλη του 1996 από την Ομοσπονδιακή Υδρογραφική Υπηρεσία των ΗΠΑ και απεικόνιζε τα Ίμια ως περιοχή της Ελλάδας. Λίγες ώρες όμως αργότερα ο ίδιος δήλωνε «Στην χθεσινή μου ενημέρωση κατά λάθος είπα ότι το νησί του Αιγαίου Ίμια ανήκει στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα την κυριαρχία επί του νησιού διεκδικούν η Ελλάδα και η Τουρκία. Αποτελεί πάγια θέση της Αμερικής να μην παίρνει θέση σε διεκδικήσεις κυριαρχίας ή συνοριακές διαφορές άλλων κρατών.
Τα γεγονότα αυτά δεν είναι δυνατόν να μην δημιουργούν έντονους προβληματισμούς και τούτο διότι το Υπουργείο Εξωτερικών της υπερδύναμης ήταν σε θέση να γνωρίζει και όφειλε να γνωρίζει το καθεστώς των βραχονησίδων αφού είχε υπογράψει την Συμφωνία των Παρισίων του 1947. 



Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

Η Ευρωπαϊκή Ένωση πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσεως απουσίασε εντυπωσιακά (Σημίτης σελ.67).

Εκ των υστέρων το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε ψήφισμα με 342 ψήφους έναντι 21, κατά των προκλητικών, όπως τις χαρακτήρισε, ενεργειών της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδας, ενός Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σύμφωνα με το ψήφισμα «οι νησίδες Ίμια ανήκουν στα Δωδεκάνησα» με βάση τις συνθήκες του 1923, 1932 και 1947. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επισήμανε επίσης «την επικίνδυνη παραβίαση από την Τουρκία των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας» και την κάλεσε να συμμορφωθεί «με τις διεθνείς συνθήκες» και να απέχει από εχθρικές ενέργειες και απειλές.

Πρέπει να σημειωθεί ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μερικούς μήνες νωρίτερα είχε επικυρώσει την τελωνειακή σύνδεση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρέπει ακόμη να επισημανθεί ότι στο Συμβούλιο για τη σύνδεση Ευρ. Ένωσης και Τουρκίας το Μάρτιο του 1995 είχε τονιστεί ότι «αποτελούσε κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα η ενθάρρυνση καλής γειτονίας της Τουρκίας με τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Στο ψήφισμα του Ευρ. Κοινοβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1996 τονιζόταν ότι «αυτές οι προνομιακές σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τουρκίας πρέπει αυτομάτως να αποκλείουν κάθε επιθετικότητα στρατιωτικής φύσεως».

Είχε προηγηθεί η δήλωση του Ιταλικού Υπουργείου Εξωτερικών της 6ης Φεβ. ότι η Ιταλοτουρκική συμφωνία του 1932 εξακολουθούσε να ισχύει. Ακολούθησε και δεύτερη Ιταλική ανακοίνωση από τη θέση της Ευρωπαϊκής Προεδρίας της, στις 8 Φεβ. 1996 ότι με βάση τις υπάρχουσες συνθήκες οι βραχονησίδες Ίμια έχουν μεταβιβαστεί στην Ελλάδα.

.
Ο ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ

α. ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ

Η ύψωση της Ελληνικής σημαίας από το πλήρωμα του Ελληνικού πολεμικού πλοίου στην ανατολική Ίμια και αργότερα η εγκατάσταση φρουράς για τη φύλαξή του προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις από τη μεριά της Τουρκίας.

Η τοποθέτηση της σημαίας από προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων έπαιρνε διαφορετική σημασία και βαρύτητα από ότι η τοποθέτηση της σημαίας από ένα δήμαρχο η δημοσιογράφους, καθώς σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο η πράξη αυτή συνιστούσε επιθετική ενέργεια. Έτσι, ενεργοποιήθηκε το Τουρκικό δικαίωμα για ανάληψη επιχειρήσεων αυτοάμυνας, αφού κατ΄αυτούς τα Ίμια αποτελούν Τουρκικό έδαφος.


Στις 29 Ιαν. η Τουρκία εξέδωσε ρηματική διακοίνωση. Την ίδια μέρα συνεκλήθη το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας με ειδική σύνθεση υπό την προεδρία της Πρωθυπουργού Τ.Τσιλλέρ.

Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο Turkish Review of Balkan studies Annual 2001 στη συνάντηση έλαβαν μέρος εκτός της Πρωθυπουργού, ο Υπουργός Εξωτερικών Ν.Μπαικάλ ο Αρχηγός του Ναυτικού Ναύαρχος Γ. Ερκαγιά, ο Υπαρχηγός ΓΕΕΘΑ Στρατηγός Τ.Μπίρ, ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας Στρατηγός Ι.Κιλίτς, ο Αρχηγός των Υπηρεσιών πληροφοριών Πρέσβης Σ.Κιοκσάλ και ο Υφυπουργός Εξωτερικών Πρέσβης Ο.Οϋμέν.

Η σύσκεψη διήρκεσε τρεις ώρες σε φορτισμένο κλίμα καθώς το θέμα που είχε προκύψει απαιτούσε άμεση δράση στις επόμενες, μία το πολύ δύο μέρες, είτε με διπλωματικά είτε με στρατιωτικά μέσα. Η Πρωθυπουργός και ο Υπουργός Εξωτερικών επέμεναν να εκτελεσθούν στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή, ενόσω διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις σε διπλωματικό επίπεδο, ώστε οι διαπραγματευόμενοι να βρεθούν προ τετελεσμένων γεγονότων.

Ένα ελικόπτερο που είχε πετάξει πάνω από τα Ίμια ανέφερε την ύπαρξη Ελλήνων στρατιωτών στη βραχονησίδα. Ο Υφυπουργός Εξωτερικών Ο.Οϋμέν βεβαίωσε την Πρωθυπουργό ότι η νομική θέση της Τουρκίας για το θέμα είναι ισχυρή.

Σε ερώτηση «πόσο σημαντικά είναι τα Ίμια για την Τουρκία» οι διπλωμάτες εξήγησαν ότι οι βραχονησίδες αυτές είναι ένα τμήμα από άλλες 150 παρόμοιες με το ίδιο διπλωματικό καθεστώς.

Η συζήτηση επεκτάθηκε και στην υφαλοκρηπίδα και στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησιών. Υπογραμμίσθηκε ότι πίσω από το θέμα της κυριαρχίας στα Ίμια ήταν το θέμα των 12 ναυτικών μιλίων χωρικής θάλασσας και συνεπώς ο ιδιοκτήτης των βραχονησίδων θα είχε πλεονέκτημα κατά την χάραξη των θαλασσίων συνόρων στην περιοχή.

Συζητήθηκαν όλα τα σενάρια στην περίπτωση στρατιωτικής δράσεως καθώς και οι πιθανές επιπτώσεις. Συζητήθηκε η πιθανότητα μικρής μάχης. Ο πρέσβης Ι.Μπατού πρότεινε την αποστολή στρατιωτών στην Δυτ. Ίμια που δεν υπήρχαν Έλληνες στρατιώτες. Το γεγονός ότι υπήρχαν δυο βραχονησίδες και στη μία δεν υπήρχαν Έλληνες στρατιώτες προσέφερε μια άριστη ευκαιρία στους Τούρκους προκειμένου να αποφασίσουν. Σύμφωνα με τον Ι.Μπατού η σπουδαιότητα αυτής της λύσεως βρισκόταν στο γεγονός ότι ελαχιστοποιούσε το ρίσκο ένοπλης συρράξεως και έφερνε τα δύο κράτη στην ίδια θέση.

Στη σύσκεψη αυτή, η παραπάνω πρόταση δεν κρίθηκε εφαρμόσιμη. Όμως στην επόμενη που πραγματοποιήθηκε την άλλη μέρα στο ΓΕΕΘΑ υιοθετήθηκε και οριστικοποιήθηκαν οι ακόλουθες αποφάσεις:

• Σε διπλωματικό επίπεδο να ζητηθεί από την Ελλάδα η αποχώρηση των πλοίων των στρατιωτών και της σημαίας δηλαδή η επιστροφή στο καθεστώς «status quo ante».

• Να σχεδιαστούν στρατιωτικές επιχειρήσεις, ώστε στην περίπτωση αποτυχίας των διπλωματικών προσπαθειών, να προβλέπουν την αποβίβαση στρατιωτών με τη σημαία στην Δυτ. Ίμια που δεν υπήρχαν Έλληνες. Την επόμενη μέρα αν δεν είχε υπάρξει πρόοδος στο διπλωματικό επίπεδο να καταλαμβάνονταν και τα Ανατ. Ίμια.

Μετά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας η Πρωθυπουργός Τ.Τσιλλέρ ενημέρωσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Σ.Ντεμιρέλ. Ακολούθησε σύσκεψη του Υπουργικού Συμβουλίου ενώ το θέμα της κρίσεως συζητήθηκε στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση.

Οι ξένοι πρέσβεις κλήθηκαν στο Υπουργείο Εξωτερικών για ενημέρωση.
Το βράδυ της 29ης Ιαν. βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή των Ιμίων δύο 
 Πυραυλάκατοι και τέσσερα σκάφη της Τουρκικής Ακτοφυλακής (αντίστοιχη του δικού μας Λιμενικού Σώματος ).

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 30ης Ιαν. κατέπλευσαν στην περιοχή και δύο Φρεγάτες ώστε η παρουσία Ναυτικών Μονάδων να είναι αντίστοιχη των Ελληνικών. Μία τρίτη Φρεγάτα βρισκόταν εν πλώ στο Αιγαίο για να συμμετάσχει σε άσκηση του ΝΑΤΟ.

Τις μεσημεριανές ώρες της 30ης Ιαν. Τουρκικό πλοίο επιβεβαίωσε την παρουσία Ελλήνων βατραχανθρώπων στα Ανατ Ίμια.

Την ίδια μέρα 30 Ιαν. ο Έλληνας πρέσβης στην Άγκυρα συναντήθηκε με τον Υφυπουργό Εξωτερικών Ο.Οϋμέν και απαίτησε να σταματήσει η παραβίαση των Ελληνικών χωρικών υδάτων και του εθνικού εναέριου χώρου επισημαίνοντας τον κίνδυνο. Ο βοηθός Υφυπουργός Εξωτερικών πρέσβης Ι.Μπατού κάλεσε τούς πρέσβεις ή τους επιτετραμμένους των Ευρωπαϊκών χωρών και τους παρουσίασε την Τουρκική εκδοχή για την κρίση. (Κούρκουλας σελ.51).

Το απόγευμα άρχισε η διαμεσολαβητική δραστηριότητα Αμερικανών αξιωματούχων. Στην Άγκυρα οι συνομιλητές των Αμερικανών ήταν η Πρωθυπουργός Τ.Τσιλλέρ, ο Υπουργός και Υφυπουργός Εξωτερικών Ν.Μπαικάλ και Ο.Οϋμέν καθώς και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Σ. Ντεμιρέλ.

Από την εξέλιξη των γεγονότων προκύπτει ότι η Τουρκική πλευρά δέχθηκε μεν την διαμεσολάβηση αλλά έθεσε και το χρονικό όριο μέσα στο οποίο θα διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις. Γι’ αυτό και λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 30ης Ιαν. τόσον ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όσο και η Πρωθυπουργός « ροκάνιζαν» τον χρόνο και απέφευγαν την επικοινωνία με τους Αμερικανούς διαμεσολαβητές αφού τους είχαν γνωστοποιήσει ότι απέρριπταν τις Ελληνικές προτάσεις.

Η θέση της Τουρκίας όπως μεταφέρθηκε από την Τ.Τσιλλέρ στον Πρόεδρο Κλίντον ήταν: «αυτά τα πλοία θα φύγουν, αυτή η σημαία θα φύγει αυτός ο στρατιώτης θα φύγει» [Κούρκουλας σ.52 ].


Μετά την έξοδο του Ελληνικού Στόλου αποφασίσθηκε κατ’ αντιστοιχία η αύξηση της παρουσίας και των Τουρκικών Ναυτικών Μονάδων στο Αιγαίο. Έτσι τις βραδινές ώρες εξήλθαν από τα στενά των Δαρδανελίων και κινήθηκαν προς νότο δυο Φρεγάτες τρία Αντιτορπιλικά και τέσσερις Πυραυλάκατοι. Το μέγεθος της Τουρκικής δυνάμεως ήταν οπωσδήποτε μικρότερο της αντίστοιχης Ελληνικής.


Μέχρι αργά το βράδυ ο Ρ.Χόλμπρουκ είχε αμέτρητες επαφές με την Πρωθυπουργό Τ.Τσιλλέρ και τον Υφυπουργό Ο.Οϋμέν. Αυτό που ουσιαστικά έλεγε ο Χόλμπρουκ προς την Άγκυρα ήταν «σας ζητάμε να κάνετε λίγη υπομονή, μπορούμε να διαβεβαιώσουμε ότι θα αποσυρθούν οι Ελληνικές δυνάμεις, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει τώρα όσο η Ελληνική Κυβέρνηση δεν έχει πάρει ψήφο εμπιστοσύνης». Στο ερώτημα της Άγκυρας, πόσο πρέπει να περιμένουν ο Χόλμπρουκ απάντησε «περίπου δύο εβδομάδες». [Κούρκουλας σ. 53 ]


Μία ώρα πριν τα μεσάνυχτα της 30ης Ιαν. γνωστοποιήθηκε στον Χόλμπρουκ η απόρριψη των Ελληνικών προτάσεων για αποκλιμάκωση της κρίσης καθώς οι Τούρκοι επέμεναν στην αποχώρηση και της σημαίας.

Στις 0300 τα ξημερώματα της 31ης Ιαν. ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Ν.Μπαικάλ ανακοίνωσε από την Τουρκική τηλεόραση ότι «στις 01.40 άνδρες των υποβρυχίων καταδρομών πήγαν στον βράχο που είναι δίπλα από τον βράχο που είχαν εγκατασταθεί οι Έλληνες στρατιώτες και ύψωσαν την Τουρκική Σημαία» [Κούρκουλας σ. 53 ].

ΟΝALERT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου