Τα διάφορα μυστικά ή μη ισλαμικά τάγματα – κινήματα που πρεσβεύουν τις ποικίλες πτυχές του Ισλάμ και προσδίδουν διαφορετικά χαρακτηριστικά στην πολιτική, κοινωνική, θρησκευτική και οικονομική του διάσταση, συνιστούν μια κρίσιμης σημασίας παράμετρο που σχετίζεται άρρηκτα και συνδιαμορφώνει το ισλαμικό κεφάλαιο, το οποίο αποτελεί τον πρώτο βραχίονα της σύγχρονης οικονομίας της Τουρκίας.[1]
Ορισμένα από αυτά έχουν συγκεντρώσει φανερή ή σκιώδη πολιτική και οικονομική εξουσία, με συνέπεια να αναδεικνύονται σε διαμορφωτές της τουρκικής κοινής γνώμης. Aσκούν δε έντονη επιρροή στο πολιτικοοικονομικό γίγνεσθαι της Τουρκίας, εξίσου καθοριστική με την επίδραση που έχουν οι φορείς του κεμαλικού ή στρατογραφειοκρατικού κεφαλαίου, που είναι ο δεύτερος, ο «παραδοσιακός» βραχίονας της τουρκικής οικονομίας και της αναπτυξιακής στρατηγικής της.
Χρειάζεται, λοιπόν, να τονιστεί πως πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάδυση του ισλαμικού κεφαλαίου[2] στην Τουρκία διαδραματίζει και το κίνημα – αδελφότητα – κοινότητα του Φετχουλλάχ Γκιουλέν, ο οποίος αποτελεί έναν ιδιόμορφο θρησκευτικό ηγέτη, με πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες στο ενεργητικό του, εντός και εκτός της Τουρκίας. Αν και αρχικά ήταν επιφυλακτικός προς τον Ταγίπ Ερντογάν και τη διακυβέρνησή του, ωστόσο μετά τον υποστήριξε τόσο πολύ, ώστε σήμερα να θεωρείται ο πνευματικός μέντοράς του. Ο λόγος που εκφέρει στο κήρυγμά του χαρακτηρίζεται ως συναισθηματικός και επιδιώκει να συνενώσει όλους τους μουσουλμάνους πολιτικά κοινωνικά και οικονομικά, με κύριο σύνθημα το εξής: «Είμαστε όλοι μουσουλμάνοι, είμαστε όλοι αδέρφια». Ο Γκιουλέν διακρίνεται για τις φιλοδυτικές, προοδευτικές και ανανεωτικές του απόψεις, ενώ ταυτόχρονα διακατέχεται από μια έμπρακτη θέρμη και υποστήριξη προς τις δημοκρατικές αρχές, το γόνιμο διάλογο, την επιστήμη και την ελεύθερη, ανοικτή οικονομία. Σημειώνω, όμως, ότι οι πεποιθήσεις του αυτές ευθυγραμμίζονται με τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες εξυπηρετούν τα άμεσα και έμμεσα συμφέροντα της Τουρκίας.
Η οικονομική δύναμη που διαθέτει το κίνημα του Γκιουλέν έγκειται σε συσσωρευμένο ισλαμικό κεφάλαιο. Συγκεκριμένα, η αξία των κεφαλαίων που διαχειρίζεται εκτιμάται στα 25 δισεκατομμύρια δολάρια (στοιχεία 2006).[3] Ελέγχει μια ισλαμικών συμφερόντων τράπεζα (Asya Finans), δύο ασφαλιστικές εταιρείες, έναν εκδοτικό οίκο, τέσσερις εταιρείες που προσφέρουν υπηρεσίες εκπαίδευσης, αλλά και νοσοκομεία.[4] Μεγάλο τμήμα των τουρκικών ολοκληρωμένων ή υπό εξέλιξη επενδυτικών προγραμμάτων στις τουρκόφωνες χώρες του Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας π.χ. Αζερμπαϊτζάν, Τουρκμενιστάν, Κιργιστάν, Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, όπως είναι έργα υποδομών, κατασκευαστικά έργα κόστους αρκετών δισεκατομμυρίων δολαρίων, έχει πραγματοποιηθεί από την οργάνωση του Γκιουλέν. Η οικονομική διασύνδεσή της με εκπροσώπους – επιχειρηματίες της νέας οικονομικής – επιχειρηματικής τάξης που εμφανίστηκε στην Ανατολία και αναπτύσσεται ταχύτατα συνδράμει στη διαμόρφωση του σκληρού πυρήνα του τουρκικού ισλαμικού κεφαλαίου. Αυτό έχει σαφώς εξαγωγικό χαρακτήρα και εκφράζει μια καινούρια δυναμική που στηρίζεται στον κοινωνικό συντηρητισμό (ενστερνίζεται τις συντηρητικές ηθικές και θρησκευτικές αξίες, πεποιθήσεις και αντιλήψεις του μετριοπαθούς Ισλάμ), στη συντηρητικά φιλελεύθερη οικονομία και στην αθρόα εισροή του «πράσινου χρήματος» στην τουρκική οικονομία από χώρες της αραβικής χερσονήσου και του Περσικού Κόλπου (αραβικά κεφάλαια, «πετροδολάρια» κτλ.).[5]
Ο μακροπρόθεσμος στόχος αυτού του κινήματος αφορά στη δημιουργία ενός κοινού, ισχυρού ισλαμικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο θα συγκεντρώνει πληθώρα ισλαμικών κεφαλαίων υψηλού, μεσαίου και χαμηλού κινδύνου από την πλειοψηφία των μουσουλμανικών χωρών, όπου προεξέχουσα θέση θα κατέχει το κεφαλαιακά θωρακισμένο τουρκικό τραπεζικό σύστημα και γενικά η προσοδοφόρος και ολοένα πιο διευρυμένη τουρκική αγορά. Η αυξημένη ρευστότητα που διατήρησε μεσούσης της χρηματοπιστωτικής κρίσης και παράλληλα η ανθεκτικότητα που επέδειξε η τουρκική λίρα κατά τα τελευταία έτη ανάγουν την Τουρκία σε ελκυστική επενδυτική επιλογή κολοσσιαίων διεθνών χαρτοφυλακίων και επενδυτικών κεφαλαίων.
Βέβαια ελλοχεύουν κίνδυνοι (risks) και υπάρχουν αδυναμίες (weaknesses) που καθιστούν αντίξοη την επιδίωξη της γειτονικής χώρας για περαιτέρω αναβάθμιση της οικονομίας της. Πρώτον, το υψηλό ποσοστό ανεργίας που ταλανίζει τους νέους ανθρώπους και δεύτερον, οι βαθιές οικονομικές διαφορές μεταξύ των παραλίων και της ενδοχώρας (κυρίως στη νοτιοανατολική Τουρκία, όπου διαβιούν κουρδικοί πληθυσμοί, συχνά με χαμηλό βιοτικό επίπεδο και απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης). Τρίτον, το διογκούμενο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προκαλεί μακροοικονοομικές ανισορροπίες και κάμψη ορισμένων οικονομικών δεικτών. Τέταρτον, οι επικείμενες γενικές βουλευτικές εκλογές του 2011, οι οποίες πιθανολογείται να επιφέρουν χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που επέβαλε η κυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν και υιοθέτηση διασταλτικών δημοσιονομικών πολιτικών με αύξηση των κρατικών δαπανών για την αλίευση Τούρκων ψηφοφόρων.
Στην πράξη και εκ του αποτελέσματος θα κριθεί εάν τελικά επιτευχθεί ο στρατηγικός στόχος των πολιτικών και επιχειρηματικών παραγόντων της Τουρκίας και των συντονισμένων και προγραμματισμένων προσπαθειών τους για την ανάδειξη της ίδιας ως οικονομικό πόλο έλξης και περιφερειακή υπερδύναμη στην Ασία, την Ευρώπη και την Αφρική.
Πηγή : ΕΛΙΑΜΕΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου