Geopolitical Research Institute(GRI)/Εταιρεία Γεωπολιτικών Ερευνών(ΕΓΕ)

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Υποθετικό σενάριο : Η Ελλάδα εκτός ευρωζώνης


…Και πώς η Γερμανία θα καταλήξει να πυροβολεί τον εαυτό της στο πόδι. «Ένας φουτουριστικός μύθος με ηθικό δίδαγμα για εκείνους που θέλουν την Αθήνα έξω από το ευρώ», από τον επικεφαλής οικονομολόγο της HSBC, Stephen King.

«Στα τέλη του 2015, η ελληνική κυβέρνηση μπορούσε να κοιτάξει πίσω στα πρόσφατα επιτεύγματά της με κάποια ικανοποίηση. Ο έξω κόσμος, κάποτε τόσο απογοητευμένος με την Αθήνα, έβλεπε τώρα τη χώρα σαν την ‘ελληνικήτίγρη’. Το χρηματιστήριό της, που είχε πέσει κατά 90% από τα υψηλά του 2007 έως τους πρώτους μήνες του 2013, επέστρεφε δυναμικά. Το κόστος δανεισμού, κάποτε στη στρατόσφαιρα των αγορών, ήταν πολύ χαμηλότερο από εκείνο της Ιταλίας ή της Ισπανίας. Και ενώ η ανάπτυξη δεν έφτανε σε διψήφιους αριθμούς, η Ελλάδα ανταγωνιζόταν την Κίνα και την Ινδία», κάπως έτσι ξεκινά την αφήγησή του ο King.
«Έχοντας διακόψει τους δεσμούς της με την Ευρώπη, ως απάντηση σε αυτό που έμεινε γνωστό ως ‘η καταστροφή’, το μέλλον της Ελλάδας φάνταζε τώρα βέβαιο, αντανακλώντας τις σχέσεις της με τις πιο δυναμικές οικονομίες του κόσμου. Έστω και εάν οι πρώην Ευρωπαίοι εταίροι της γύρισαν την πλάτη, η Ελλάδα είχε βρει νέες πηγές οικονομικής στήριξης, μετη βοήθεια των Ρώσων με τις βαθιές τσέπες –οι οποίοι σχεδίαζαν να φτιάξουν ένα μεγάλο τερματικό σταθμό φυσικού αερίου στη Θεσσαλονίκη, στο τέλος ενός νέου αγωγού- και των Κινέζων».
Όπως περιγράφει ο King, η Κίνα έδειξε τον ενθουσιασμό της για καθετί ελληνικό: Από το λιμάνι του Πειραιά έως το ελληνικό ελαιόλαδο.
Η απόφαση της Ελλάδας να φύγει από το ευρώ και να υιοθετήσει τη νέα δραχμή πάρθηκε με βαριά καρδιά και έμοιαζε αρχικά με καταστροφή: Το νέο νόμισμα έχασε το 50% της αξίας του και η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 8% ακόμα, με την τραπεζική κρίση να κινείται από το κακό στο χειρότερο.
Όμως, με την επιβολή περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων και στην ισοτιμία, η Ελλάδα μπόρεσε να αποκοπεί από τις μεταβολές των διεθνών αγορών και σε λίγους μήνες, η οικονομική κατάρρευση είχε διακοπεί.
Υπήρξαν πληθωριστικοί κίνδυνοι, λόγω των ακριβών εισαγόμενων προϊόντων, όμως, χωρίς τους ξένους δανειστές στον ορίζοντα, η ελληνική κυβέρνηση έπεισε τους Έλληνες ότι η λιτότητα και ο περιορισμός των μισθών ήταν αναγκαία μέτρα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. «Μέσα σε μήνες, υπήρξαν σημάδια μιας εξαγωγικής ανάκαμψης. Η οικονομία έβρισκε σιγά μια νέα ισορροπία».
Και αυτή ήταν μόνο η αρχή. Με την κατάρρευση του νομίσματός της και την τελική αναδιάρθρωση του χρέους της, η Ελλάδα είχε γίνει ένας ελκυστικός προορισμός επενδύσεων για όσους ήθελαν μία πύλη εισόδου στις πιο δυναμικές οικονομίες του πλανήτη.
Και καθώς οι ξένες επενδύσεις έρχονταν, οι αντιδράσεις των συνδικάτων κατέρρευσαν, αφού κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει την ξαφνική μείωση της ανεργίας.
«Η Ευρώπη κοίταζε αυτή την αναγέννηση με ένα μείγμα ζήλειας και τρόμου. Οι πολιτικοί είχαν κατ΄ επανάληψη προειδοποιήσει την Ελλάδα για το κόστος της εξόδου από την Ευρωζώνη και την ΕΕ, και όμως, φαίνεται ότι αυτήείχε βγει ισχυρότερη».
Εν τω μεταξύ, η Γερμανία εξακολουθούσε να απαιτεί λιτότητα από την Ισπανία και την Ιταλία. Η διαφορά ανάμεσα στην ελληνική επιτυχία και την αποτυχία της Ισπανίας και της Ιταλίας ήταν τόσο εμφανής, ώστε και άλλοι Ευρωπαίοι άρχισαν να απαιτούν και τη δική τους διαφυγή από την Ευρωζώνη.
Το να διώξει την Ελλάδα από το ευρώ είχε αποδειχθεί λάθος για την Γερμανία. Το μεγάλο ρίσκο της Merkel είχε αποτύχει: Στην προσπάθειά της να τιμωρήσει την Ελλάδα, είχε βρεθεί ενώπιον μιας δύσκολης επιλογής: Έπρεπε να δημιουργήσει μια δημοσιονομική ένωση ή να προκαλέσει τεράστια νομισματική αναταραχή. Το Βερολίνο στόχευε στην Ελλάδα, αλλά είχε πυροβολήσει τον εαυτό του στο πόδι.
Ο King ξεκαθαρίζει ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν μια φανταστική ιστορία. «Όμως, η ιδέα ότι η Ελλάδα μπορεί να φύγει και ότι όλα θα πάνε καλά για την υπόλοιπη Ευρωζώνη, είναι σίγουρα λανθασμένη. Η έξοδος μπορεί να είναι τελικά η απάντηση στις δυσκολίες της Ελλάδας, όμως, το τι θα γίνει με όλους τους άλλους μένει ένα αναπάντητο ερώτημα», καταλήγει ο έγκυρος οικονομολόγος.