Geopolitical Research Institute(GRI)/Εταιρεία Γεωπολιτικών Ερευνών(ΕΓΕ)

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Η Δανειακή Σύμβαση και η νομιμοποίηση καταγγελίας της

Για να δεσμεύεται από μια δανειακή σύμβαση, ένα κράτος πρέπει να έχει συναινέσει και η βούλησή του να έχει διαμορφωθεί ελεύθερα. Από αυτή τη συναίνεση γεννιέται η υποχρέωση αποπληρωμής του χρέους. Ωστόσο, η αρχή δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα, υπόκειται στους κανόνες νομιμότητας που έχει υιοθετήσει το διεθνές δίκαιο. Ετσι, το άρθρο 103 της Χάρτας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών διακηρύσσει τα εξής: «Σε περίπτωση σύγκρουσης των υποχρεώσεων των κρατών-μελών που προκύπτουν από την παρούσα χάρτα και των υποχρεώσεών τους από οποιαδήποτε άλλη διεθνή συμφωνία, τότε υπερισχύουν οι πρώτες». Στις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη Χάρτα περιλαμβάνονται και όσες προβλέπει το άρθρο 155: «Η ανύψωση του βιοτικού επιπέδου, η πλήρης απασχόληση και οι συνθήκες προόδου και ανάπτυξης μέσα σε οικονομική και κοινωνική τάξη».


Ανταποκρίνονται άραγε σε αυτές τις απαιτήσεις τα «σχέδια βοήθειας» που εκπόνησαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ για τις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες (και τα οποία είχαν ως στόχο να κατορθώσουν οι χώρες να εξοφλήσουν τους δανειστές τους); Το 2009, στη Λετονία επιβλήθηκε μείωση των δημοσίων δαπανών η οποία αντιστοιχούσε στο 15% του ΑΕΠ της, μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά 20%, μείωση των συντάξεων κατά 10% (η οποία βέβαια κρίθηκε αντισυνταγματική μερικούς μήνες αργότερα) και κλείσιμο πολλών σχολείων και νοσοκομείων. Ωστόσο, ήδη από το 1980, η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ διακήρυσσε: «Για παράδειγμα, ένα κράτος δεν μπορεί να κλείνει τα σχολεία του, τα πανεπιστήμιά του και τα δικαστήριά του, να καταργεί την αστυνομία του και να παραμελεί τις δημόσιες υπηρεσίες του σε σημείο ώστε να εκθέτει τον πληθυσμό του στην αταξία και στην αναρχία, απλά και μόνο για να εξοικονομήσει τα αναγκαία κονδύλια που θα του επιτρέψουν να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του απέναντι στους ξένους δανειστές του(4)».

Η Σύμβαση της Βιέννης του 1986, η οποία συμπληρώνει τη σύμβαση του 1969 για το δίκαιο των συμβάσεων, αναλύει τα διάφορα «ελαττώματα της ελεύθερης βούλησης», τα οποία μπορεί να επισύρουν την ακυρότητα μιας δανειακής σύμβασης: «Ενα κράτος ή ένας διεθνής οργανισμός που αναγκάζεται να υπογράψει μια σύμβαση εξαιτίας της δόλιας συμπεριφοράς ενός άλλου κράτους ή οργανισμού που έχει συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις, μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι ο δόλος συνιστά λόγο της ακυρότητας της βούλησής του και της συναίνεσής του να δεσμευτεί από αυτή τη σύμβαση». Δεν θα μπορούσαμε άραγε να χαρακτηρίσουμε ως δόλια και απατηλή τη συμπεριφορά του ΔΝΤ, δεδομένου του αβυσσαλέου χάσματος που χωρίζει την πραγματικότητα από όσα υπόσχεται η ρητορική του; Το άρθρο 1 του καταστατικού του ΔΝΤ θέτει ως στόχο «να διευκολύνει την επέκταση και την αρμονική ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου, συμβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στη δημιουργία και στη διατήρηση υψηλών επιπέδων απασχόλησης και πραγματικού εισοδήματος, καθώς επίσης και στην ανάπτυξη των παραγωγικών πόρων όλων των κρατών-μελών. Αυτοί είναι οι κυριότεροι στόχοι της οικονομικής πολιτικής». Ομως τα μέτρα που επιβάλλει ο θεσμός οδηγούν πολύ συχνά σε μια πολύ διαφορετική κατάσταση, στην αύξηση της ανεργίας, στη μείωση των εισοδημάτων, στις ιδιωτικοποιήσεις. Μπορούμε να μιλάμε για ελεύθερη βούληση και συναίνεση ενός κράτους όταν αυτό έχει βρεθεί παγιδευμένο στα διασταυρούμενα πυρά των κερδοσκόπων των χρηματαγορών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ;

ΠΙΘΑΝΗ ΣΤΑΣΗ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι υπάρχει ένας μακροσκελής κατάλογος επιχειρημάτων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παύση των πληρωμών και να νομιμοποιήσουν την απλούστατη και ξεκάθαρη καταγγελία των χρεών που θεωρούνται επαχθή. Εξάλλου, εδώ και μερικούς μήνες, η επιλογή αυτή προβάλλει ως κάτι το προφανές. Ακόμα και στους κύκλους των κερδοσκόπων: Σύμφωνα με τις τράπεζες επενδύσεων Morgan Stanley και JP Morgan, στα τέλη Ιουνίου οι αγορές εκτιμούσαν ότι η πιθανότητα να κηρύξει η Ελλάδα στάση πληρωμών έφτανε το 86% (έναντι 50% τον Απρίλιο).

Το φαινόμενο δεν διέφυγε της προσοχής των ισχυρών διαχειριστών του χρηματοοικονομικού τομέα.
Ανησυχώντας για το ενδεχόμενο να τους επιβληθεί μετακύλιση στο μέλλον της ημερομηνίας των πληρωμών ή μείωση της αξίας των τίτλων που κατέχουν (στο πλαίσιο μιας επαναδιαπραγμάτευσης την οποία προωθεί σήμερα το Βερολίνο), οι γαλλικές τράπεζες μείωσαν, το 2010, την έκθεσή τους στο ελληνικό δημόσιο χρέος από τα 19 στα 10 δισ. ευρώ. Και οι γερμανικές τράπεζες προέβησαν σε αντίστοιχη κίνηση, από τον Μάιο του 2010 έως τον Φεβρουάριο του 2011: Από τα 16 δισ. ευρώ, η έκθεσή τους υποχώρησε στα 10 δισ. ευρώ. Ανεπαίσθητα, δημόσιοι θεσμοί όπως το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αντικαθιστούν τους τραπεζίτες και τους υπόλοιπους ιδιώτες επενδυτές. Η ΕΚΤ κατέχει τίτλους του ελληνικού χρέους ύψους 66 δισ. ευρώ (δηλαδή το 20%), ενώ το ΔΝΤ και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν έως τώρα δανείσει στη χώρα 33,3 δισ. ευρώ. Η ίδια διαδικασία έχει δρομολογηθεί και για τις περιπτώσεις της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας. Κι όπως συνοψίζουν οι «New York Times», «αυτό σημαίνει ότι, σε περίπτωση αναδιάρθρωσης, εκείνοι που θα πληρώσουν τον λογαριασμό θα είναι οι φορολογούμενοι και όχι οι ιδιώτες επενδυτές».

Source : enet.gr

Δίδαγμα για διεκδικήσεις

Οταν πριν από περίπου 15 χρόνια ο αείμνηστος δικηγόρος Ι. Σταμούλης ξεκινούσε στα ελληνικά δικαστήρια τη δικαστική διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων για τη ναζιστική θηριωδία στο Δίστομο, ουδείς φανταζόταν ότι η υπόθεση αυτή θα αποτελούσε σήμερα μια κορυφαία διαμάχη μεταξύ Γερμανίας-Ιταλίας και Ελλάδας, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.


Η πρόσφατη επιτυχία της Ελλάδας, στην οποία αναγνωρίσθηκε δικαίωμα παρέμβασης στη σημαντική αυτή δίκη, αναδεικνύει ωστόσο, όπως τονίζει στην «Κ.Ε.» ο αρχιτέκτονας της ελληνικής προσφυγής με εμπειρία στα θέματα αυτά, καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Στ. Περράκης, τη σημασία της διεκδίκησης των εθνικών μας αξιώσεων έναντι «φίλων» και εταίρων, ακόμη και σε δύσκολες συγκυρίες.

Ε Πόσο μεγάλη ήταν η επιτυχία;

Α Η παρέμβαση τρίτου κράτους σε εκκρεμούσα διαφορά στο Διεθνές Δικαστήριο (Δ.Δ.) -αυστηρά οριοθετημένη από τους διαδίκους- είναι μια δύσκολη δικονομική διαδικασία. Η αιτούσα παρέμβαση πρέπει να αποδείξει έννομο συμφέρον και τις τυχόν επιπτώσεις σε αυτήν από την απόφαση του Δ.Δ. Ετσι, η δυνατότητα παρέμβασης αντιμετωπίζεται από το Δ.Δ. επιφυλακτικά, με λίγες περιπτώσεις αποδοχής (3 στις 9 σε 66 χρόνια ζωής του Δ.Δ.). Από την πλευρά αυτή, αποτελεί επιτυχία η αποδοχή της παρέμβασης. Εφόσον η Ελλάδα δεν έχει εκτελέσει -ακόμη- την απόφαση «Δίστομο», ούτε έχει θέσει μέχρι σήμερα στη Γερμανία αυτοτελώς και τυπικά ζήτημα πολεμικών επανορθώσεων για τη συμπεριφορά των δυνάμεων κατοχής στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (ή και το αναγκαστικό δάνειο), η παρέμβαση ήταν, για ηθικούς, νομικούς, πολιτικούς λόγους, επιβεβλημένη.

Ε Τι θα γίνει τώρα;

Α Η διάταξη του Δ.Δ. άνοιξε το δρόμο για την προφορική διαδικασία στην υπόθεση (12-16 Σεπτεμβρίου 2011). Η Ελλάδα θα παραστεί ως μη διάδικος και θα διατυπώσει τις απόψεις της για τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, που τυγχάνουν εκτέλεσης στην Ιταλία, υπό το φως της αρχής της κρατικής ετεροδικίας. Κεντρικό ζήτημα στη δίκη είναι, αν στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο η εθιμική αρχή της ετεροδικίας του κράτους κάμπτεται όταν παραβιάζει το διεθνές δίκαιο (εγκλήματα πολέμου, κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονία κ.λπ.), δηλαδή κανόνες υπέρτατης αξίας (jus cogens) κατά την αντίληψη της διεθνούς κοινότητας.

Ε Τι κρίνεται;

Α Οι επίδικες αποφάσεις ιταλικών δικαστηρίων -μεταξύ των οποίων και εκείνη για το Δίστομο- δεν «σεβάστηκαν» την ετεροδικία που έπρεπε να απολαμβάνει, κατά την άποψή της, η Γερμανία (όπως και οι πρωτοποριακές θέσεις του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και Αρείου Πάγου στην εμβληματική υπόθεση «Δίστομο»). Το ζήτημα, επομένως, δεν αφορά μόνο την Ιταλία και εμμέσως τους «Διστομίτες», αλλά έχει πανανθρώπινες διαστάσεις, που συνοψίζονται στο ότι το κράτος δεν μπορεί, σήμερα, να «κρύβεται» πίσω από την κυριαρχία/ετεροδικία του για να μην υποστεί τις συνέπειες των ενεργειών του σε ένοπλες συρράξεις-κατοχές (η Γερμανία χθες... άλλοι σήμερα). Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την έκβαση μιας δίκης στη Χάγη. Πάντως, η απόφαση θα έλθει σε μια περίοδο μεγάλης κινητικότητας γύρω από το ζήτημα της επανόρθωσης ιδιωτών από διεθνείς πολεμικές ενέργειες κρατών (βλ. υποθέσεις στο Δικαστήριο του Στρασβούργου, Εφετείο Χάγης για τα θύματα της Σρεμπρένιτσας κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση, οι συνέπειες θα είναι πολυσήμαντες για Ιταλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ευρώπη, τον κόσμο, το διεθνές δίκαιο. Ελπίζω θετικές.

Ε Ποιο είναι το συμπέρασμα;

Α Το δίδαγμα και από άλλα παραδείγματα του παρελθόντος (π.χ., Υπόθεση εμπάργκο κατά ΠΓΔΜ στο Δικαστήριο) είναι ότι ανεξάρτητα από πολιτικές συγκυρίες και νομικές δυσκολίες, που σε τελευταία ανάλυση είναι πάντα εκεί για να «φοβίζουν», όταν υπάρχει πίστη στο στόχο, αξιοποίηση των θεσμικών δυνατοτήτων της διεθνούς δικαιοταξίας και του διεθνούς δικαίου, διεκδίκηση με στέρεα πεποίθηση ότι διεθνείς αξιώσεις προβάλλονται και έναντι «φίλων» εταίρων, τότε μπορεί να κερδίσεις, κάτι, οτιδήποτε, είναι σημαντικό για την πατρίδα και τα συμφέροντά της τη δεδομένη στιγμή.

Ε Ποσο επηρεάζει η διεθνής θέση των κρατών;

Α Το Διεθνές Δικαστήριο εφαρμόζει και ερμηνεύει διεθνές δίκαιο. Επομένως, εκδίδει καλές ή λιγότερο καλές ή κακές αποφάσεις, όπως κάθε δικαστήριο. Οχι ως αποτέλεσμα «στρατηγικών συσχετισμών». Το διεθνές δίκαιο δεν λειτουργεί στο κενό, αλλά κινείται σε ένα διεθνές πολιτικό περιβάλλον, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, κατά την άποψη των 15 δικαστών, ο ρόλος των οποίων είναι καθοριστικός. Για το Δ.Δ. υπάρχουν κράτη, μέρη στο Καταστατικό του, χωρίς άλλο διακριτικό πρόσημο που η εκάστοτε διεθνής-εθνική συγκυρία διαμορφώνει. Ετσι, αντιμετωπίζεται και η Ελλάδα. Στο ίδιο πλαίσιο, για σκεφτείτε, στην υπόθεση ΠΓΔΜ/Ελλάδα για την ενδιάμεση συμφωνία και τη μη ένταξη της πρώτης στο ΝΑΤΟ, το Διεθνές Δικαστήριο -στην απόφασή του που θα βγει μέχρι τέλη 2011- πώς θα κινηθεί; Γενικότερα, κάθε υπόθεση-διαφορά ενώπιον του Δ.Δ. έχει τη δική της αυτοτέλεια, χειρισμό και επομένως αντιμετώπιση από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου. Απλά, αν η Ελλάδα φέρει ενώπιον του Δ.Δ. άλλες τυχόν διαφορές της, θα αποτελεί μια επιβεβαίωση της διακηρυγμένης θέσης της για το ρόλο του διεθνούς δικαίου, και των διεθνών θεσμών σε ένα κόσμο ειρήνης και δικαιοσύνης.
Source : enet.gr