Geopolitical Research Institute(GRI)/Εταιρεία Γεωπολιτικών Ερευνών(ΕΓΕ)

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Ο θεμέλιος λίθος της γεωπολιτικής υποχώρησης του ελληνισμού από την Ανατολική Μεσόγειο

Η αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο.

Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος

Δημοσιογράφος – Αμυντικός Αναλυτής

Δημοσιεύτηκε στο editorial του περιοδικό «Στρατιωτική Ιστορία»,
τεύχος 161, Ιανουάριος 2010, εκδ. Περισκόπιο, σελ. 4-5.

Μελετώντας τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, είναι πολύ εύκολο να «ανακαλύψουμε» προδοσίες, εθνικές μειοδοσίες και συνωμοσιολογικές θεωρίες και ν’ αποδώσουμε ευθύνες σε πρόσωπα, κράτη και λαούς ότι επιβουλεύθηκαν τον Ελληνισμό, έχοντας ως επίκεντρο και αφετηρία μαζί το πολύχρονο κυπριακό ζήτημα.
Ωστόσο θα ήταν μεγάλο λάθος να επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε τις ήττες μας στην Κύπρο εμφορούμενοι από συναισθήματα κατά κάποιων «προδοτών», ενώ την ίδια στιγμή αγνοούμε βασικές αρχές της γεωπολιτικής και ειδικότερα της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής. Η μεγαλόνησος κατέχει ιδιαίτερης σημασίας γεωπολιτική θέση, από την οποία απορρέουν συγκεκριμένες γεωστρατηγικές ιδιότητες. Αυτές κατά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου δεν μπορούσαν να αποσυνδεθούν από το τότε (και εν πολλοίς ισχύον σήμερα) αγγλοσαξονικό δόγμα άμυνα της Δύσης (παραπομπή στην θεωρία ου Ν. Σπάϊκμαν) έναντι της Σοβιετικής Ένωσης (ή της χερσαίας δύναμης που επιδιώκει να αποκτήσει διέξοδο προς τις θερμές θάλασσες). Η εγγύτητα με την τότε νασερική Αίγυπτο και την τεράστιας στρατηγικής αξίας διώρυγα του Σουέζ και, κυρίως, η δυνατότητα ελέγχου των θαλασσίων συγκοινωνιών από και προς τα κυριότερα κέντρα της ανατολικής. Απαιτούσε μια Κύπρο σταθερά προσανατολισμένη προς τη Δύση. Εάν αυτό δεν ήταν δυνατό, απαιτείτο η Κύπρος να ελέγχεται από μια δύναμη η οποία με τη σειρά της θα ήταν σταθερά φιλοδυτική και θα είχε τη στρατιωτική δυνατότητα να επιβάλει τη σύμπλευση ή εναλλακτικά, την ουδετερότητα της νήσου, όποτε αυτό απαιτείτο, σε περίπτωση κρίσης. Την αποστολή αυτή ήταν προφανές ότι καλούντο να υλοποιήσουν οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα, Βρετανία, Τουρκία), οι οποίες ήταν επίσης μέλη του ΝΑΤΟ.
     Τον Δεκέμβριο του 1967, μετά την ήττα της Αιγύπτου κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών (Ιούνιος 1967), που οδήγησε τη χώρα ακόμη πιο σφιχτά στην αγκαλιά των Σοβιετικών, η κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο ήταν πολύ ανησυχητική. Ουάσιγκτον και Λονδίνο, (το κατεξοχήν διαχρονικό «think tank» της όποιας εφαρμοσμένης αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής) είχαν να αντιμετωπίσουν τα εξής προβλήματα:
     α) Στην Ελλάδα η νόμιμη κυβέρνηση είχε ανατραπεί από στρατιωτικό πραξικόπημα, 18 χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, με συνέπεια η χώρα να θεωρείτε ασταθής.
     β) Η Κύπρος είχε καταστεί προ οκτώ ετών ανεξάρτητο κράτος και ο πρόεδρός της, αρχιεπίσκοπος Μακάριος, είχε δείξει τάσης υπέρ της ένταξης του στο κίνημα των λεγόμενων Αδέσμευτων χωρών, γεγονός που επέτεινε τις ανησυχίες της Δύσης για τις γεωπολιτικές επιλογές του.
     γ) Ελλάδα και Κύπρος δεν μπορούσαν, αν και υπήρχαν ισχυρότατες τάσεις στην κοινή γνώμη, να κηρύξουν την πολυπόθητη ένωση, λόγω των συμφωνιών στη Ζυρίχη.
     δ) Η Τουρκία είχε καταστεί, με βρετανική ευθύνη, μέρος της κυπριακής «εξίσωσης», ανέτελλε δε ταχύτατα το γεωπολιτικό της άστρο εντός του ΝΑΤΟ και είχε προσπαθήσει, ανεπιτυχώς, το 1964, μετά από αμερικανική παρέμβαση, να εισβάλει στρατιωτικά στη νήσο.
     ε) Το Ισραήλ είχε στραφεί αποκλειστικά προς τη Δύση για να μπορέσει να επιβιώσει και η επόμενη στρατιωτική σύγκρουση στη Μέση Ανατολή ήταν θέμα χρόνου.
     στ) Το ευρύτερο περιβάλλον που ορίζεται γεωγραφικά από τις περιοχές Αιγαίου, Δωδεκανήσου, Κρήτης, Κύπρου, Μέσης Ανατολής και Σουέζ εμφάνιζε πολλαπλά σημεία αστάθειας σε μια συγκυρία αυξανόμενης εξάρτησης των δυτικών κοινωνιών από το πετρέλαιο και εντεινόμενης γεωπολιτικής αντιπαράθεσης ΗΠΑ –Σοβιετικής Ένωσης με έπαθλο τον έλεγχο των πετρελαϊκών πηγών και των οδών ναυσιπλοϊας και μεταφοράς του μαύρου χρυσού.
     Από τα προαναφερθέντα καθίσταται σαφές ότι οι Αγγλοσάξονες προωθούσαν στρατηγικές οι οποίες αφενός θα ενίσχυαν τις γεωστρατηγικές τους επιδιώξεις στην περιοχή και αφετέρου θα προωθούσαν τις χώρες που ήταν σταθερά (θα υποστηρίζαμε παρωπιδικά) προσηλωμένες στα δυτικά συμφέροντα. Όσον αφορά την τριάδα «Ελλάδα, Κύπρος, Τουρκία», οι σχεδιαστές της προαναφερθείσας πολιτικής είχαν διαπιστώσει ότι στην Αθήνα το καθεστώς, ακόμη κι αν σταθεροποιήτο πλήρως, δεν ήταν σε θέση να ασκήσει υψηλή στρατηγική στην ανατολική Μεσόγειο. Κάτι τέτοιο, εξάλλου, δεν ήταν πλέον επιθυμητό από το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον, καθώς οι Έλληνες, ασχέτως πολιτικού ή στρατιωτικού καθεστώτος, με όσα είχαν πράξει πρόσφατα είχαν αποδείξει ότι δεν αποτελούσαν σύμμαχο υψηλής φερεγγυότητας. Μετά το 1922 η Ελλάδα είχε πάψει να συνιστά τον αξιόλογο σύμμαχο ή τη δύναμη που θα μπορούσε να προωθήσει τα αγγλοσαξονικά γεωπολιτικά συμφέροντα. Όμως ήταν αναγκασμένη να συνταχθεί (ακόμη και αντίθετα προς τα βραχυ-μεσοπρόθεσμα συμφέροντά της) με τις ναυτικές δυνάμεις οι οποίες, όπως αποδείχθηκε κατ΄ αυτόν Β’ΠΠ, κρατούσαν τα «κλειδιά»και την υψηλή γεωπολιτική κυριότητα της περιοχής.
     Η Τουρκία, αντίθετα με εμάς, ήταν το πολλά υποσχόμενο νέο μέλος της Συμμαχίας που αργά αλλά σταθερά οικοδομούσε την πολιτική του εκμεταλλευόμενο τη διαρκώς αυξανόμενη γεωπολιτική σημασία του. Το 1962, κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Κούβα, φάνηκε πόσο βοήθησε η Τουρκία τις ΗΠΑ να επιλύσουν το πρόβλημα, θυσιάζοντας τους βαλλιστικούς πυραύλους Jupiter που είχαν αναπτυχθεί στο έδαφός της. Ο νέος ρόλος της Άγκυρας αναγνωρίστηκε πρώτα απ’ όλα από τους Αγγλοσάξονες στη Ζυρίχη, οι οποίοι περίμεναν την ισχυροποίησή της αξιολογώντας την πορεία της και επιβραβεύοντας την κατά καιρούς στάση της (βλ. πόλεμος Κορέας).
     Η Σοβιετική Ένωση θεωρούσε ότι μπορούσε να προσεταιρισθεί την Άγκυρα επικαλούμενη την υποστήριξη που παρείχε στον Κεμάλ, ώστε να εξασφαλίσει άδεια διέλευσης ειδικευμένων κλάσεων πολεμικών πλοίων στη Μεσόγειο. Συνεπώς, δεν είχε λόγο να εμπλακεί σε ένα κατεξοχήν «οικογενειακό» θέμα της Δύσης, όπως αντιμετώπιζε το κυπριακό, ενώ η προπαγάνδα της είχε πολλά να κερδίσει από την ελληνο-τουρκική αντιπαράθεση (και όχι μόνο).
   Συμπερασματικά λοιπόν, καταλήγουμε στο ότι ο αγγλοσαξονικός γεωπολιτικός σχεδιασμός δεν προέβλεπε και δεν θα επέτρεπε τη συνέχιση της παραμονής της ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο, διότι αυτή θα σήμαινε ενίσχυση της ελληνικής γεωπολιτικής παρουσίας, κάτι το οποίο η Αθήνα και η Λευκωσία δυστυχώς δεν μπορούσαν να αντιληφθούν. Έπρεπε μεσο-μακροπρόθεσμα να εξαλειφθεί κάθε δυνατότητα ισχυρής στρατιωτικής παρουσίας των Ελλήνων στην Κύπρο και να προωθηθούν οι Τούρκοι, ο νέος «περιούσιος λαός» της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής. Ο θεμέλιος λίθος γι’ αυτή την απαράδεκτη γεωπολιτική υποχώρηση του Ελληνισμού από τη ζωτική για τα συμφέροντά του περιοχή της ανατολικής Μεσογείου τέθηκε τον Δεκέμβριο του 1967, με την αποχώρηση της Μεραρχίας. Η εν λόγω υποχώρηση συνεχίζεται 43 χρόνια μετά και δυστυχώς φαίνεται ότι θα ολοκληρωθεί μέσω ενός νέου σχεδίου για μια «βιώσιμη» λύση του Κυπριακού…

Η γεωστρατηγική θέση της Κύπρου επέβαλλε διαχρονικά τον έλεγχό της από τις κυρίαρχες δυνάμεις, που πάντοτε επεδίωκαν να την αποσπάσουν από τον Ελληνισμό.

Συμμαχίες συμφερόντων

 Η μελέτη της Ιστορίας των αρχαίων χρόνων αναδεικνύει θέματα και καταστάσεις τα οποία ο ορθολογικά σκεπτόμενος σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να χρησιμοποιήσει για να επιβεβαιώσει τη σύναψη συμμαχιών με βάση το αμοιβαίο συμφέρον. Οι Έλληνες και οι Καρχηδόνιοι ήταν παραδοσιακά αντίπαλοι στη Μεσόγειο τόσο για εμπορικούς όσο  και για καθαρά γεωπολιτικούς λόγους. Ο ανταγωνισμός τους ήταν εντονότατος και είχε ως επίκεντρο τη Σικελία. Η ανάδειξη της Ρώμης σε αναδυόμενη περιφερειακή δύναμη, οδήγησε κάποιες από τις ελληνικές πόλεις και τα ελληνιστικά βασίλεια να επιδιώξουν συμμαχία με την Καρχηδόνα. Έτσι ο παραδοσιακός εχθρός μετατράπηκε σε «φίλο και σύμμαχο» και παραμερίστηκαν οι όποιες αντιρρήσεις λόγω ζωτικών κρατικών συμφερόντων. Παρ’ όλα αυτά οι ελληνικές πόλεις – κράτη  στη Σικελία και στην κυρίως Ελλάδα, οι συμπολιτείες, το Βασίλειο της Μακεδονίας, καθώς και τα ελληνιστικά βασίλεια της Ανατολής, δεν κατόρθωσαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν από κοινού τη Ρώμη. Αντίθετα, μερικά από αυτά προτίμησαν να συμμαχήσουν μαζί της ή να διατηρήσουν ουδετερότητα.
     Το 256/255 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι, κατά την διάρκεια του Α΄ Καρχηδονιακού  Πολέμου (264-241 π.Χ.), επιχείρησαν απόβαση στη βόρεια Αφρική με σκοπό να καταλάβουν την Καρχηδόνα, ο Σπαρτιάτης μισθοφόρος Ξάνθιππος όχι μόνο απέτρεψε την ήττα, έχοντας αναδιοργανώσει τον καρχηδονιακό στρατό, αλλά συνέτριψε τους Ρωμαίους εισβολείς κατά τη μάχη της Τύνιδας. Η μεγάλη στιγμή ήλθε κατά τη διάρκεια του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου (208-201π.Χ.), όταν η συμμαχία του Καρχηδόνιου ηγέτη Αννίβα με τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε΄ δημιούργησε θεωρητικά μια ευκαιρία στρατηγικής  περικύκλωσης της Ρώμης και εξαναγκασμού της σε διμέτωπο αγώνα, που θα μπορούσε να επιφέρει την ήττα της. Παρά τις νίκες του Αννίβα στην Ιταλία, η έλλειψη στρατηγικού συντονισμού εξ αιτίας άλλων παραγόντων και απροθυμίας για ουσιαστική στρατιωτική συνεργασία, με εξαίρεση την αποστολή καρχηδονιακού στόλου στην Ελλάδα, δεν επέτρεψε στους δύο συμμάχους να πετύχουν ένα αποφασιστικό πλήγμα κατά της Ρώμης, η οποία νίκησε τελικά και τους δύο αντιπάλους της.
     Η ελληνο-καρχηδονιακή συμμαχία στη βάση των στρατηγικών συμφερόντων, βρήκε τον εκφραστή της στο πρόσωπο του Αννίβα, ο οποίος παρά την ήττα κατέφυγε στην Αυλή του Σελευκίδη Αντιόχου Γ΄ το 196 π.Χ. Από την Έφεσο ο δαιμόνιος Καρχηδόνιος κατέστρωσε νέα μεγαλεπήβολα σχέδια, τα οποία προέβλεπαν απόβαση στην Ιταλία με τη βοήθεια στόλου που ναυπηγήθηκε στη Φοινίκη (περιοχή των Σελευκιδών) και είχαν ως τελικό στόχο την ήττα της Ρώμης. Η διορατικότητα και η στρατηγική αντίληψη του Αννίβα δεν έτυχαν της ανάλογης υποστήριξης από τον Αντίοχο Γ’, με συνέπεια ο τελευταίος να μην ακολουθήσει το σχέδιο του συμμάχου του και να ηττηθεί από τους Ρωμαίους κατά τη Μάχη της Μαγνησίας το 190 π.Χ.
     Η συμμαχία των Ελλήνων και Καρχηδονίων, παρά την περιορισμένη μορφή της, μας δίνει ακόμα μια εικόνα του πως αντιμετώπιζαν οι αρχαίοι τις δυνάμεις της εποχής τους. Έτσι καθίσταται ευκολότερη η κατανόηση της πολιτικής που ασκούσαν οι πόλεις-κράτη, οι συμπολιτείες και τα ελληνιστικά βασίλεια στα οποία έχει διαιρεθεί ο ελληνικός κόσμος. Σήμερα μας φαίνεται παράξενη η ύπαρξη τέτοιων «αταίριαστων» συμμαχιών και απορούμε για την «εμφύλια» αντιπαράθεση των ελληνικών κρατικών οντοτήτων, διότι αδυνατούμε να κατανοήσουμε το τότε διεθνές περιβάλλον και κυρίως την αντίληψη που είχαν οι πρόγονοί μας περί «εθνικών» συμφερόντων. Το «εθνικό» ταυτιζόταν με την πόλη-κράτος, παρά τις διακηρύξεις περί πανελλήνιας ενότητας. Οι Έλληνες από την εποχή των Μηδικών επέλεγαν τους συμμάχους ή τους αντιπάλους τους με βάσει τα στενά τοπικά συμφέροντα. Δεν συνεργάζονταν παρά μόνο όταν αυτό επιβαλλόταν δια των όπλων (Μακεδονία) ή υπήρχε μεγάλη ανάγκη (Μηδικά) και ποτέ πλήρως (βλ. ουδετερότητα , «πλην Λακεδαιμονίων»). Η κατάσταση δεν μεταβλήθηκε μέχρις ότου τα ελληνικά κράτη κατελήφθησαν από τους Ρωμαίους, έχοντας κατασπαταλήσει τις δυνάμεις τους σε εμφύλιες συρράξεις.    

Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος
Δημοσιογράφος –Αμυντικός Αναλυτής
Από το editorial του περιοδικού Στρατιωτική Ιστορία, εκδόσεις Περισκόπιο, τεύχος 144, Αύγουστος 2008.

Υπεροχή μέσω ποιότητας

  Απόσπασμα μελέτης του ΕΛΕΣΜΕ  με τίτλο " Ο εξοπλισμός των ενόπλων δυνάμεων στο σύγχρονο και το μελλοντικό περιβάλλον ασφάλειας" που αναφέρεται στα μέσα υψηλής τεχνολογίας.

Η απόκτηση αξιόπιστων πληροφοριών και η ταχεία επεξεργασία- αξιοποίηση αυτών σε συνδυασμό με την ασφάλεια. Η αδιαμφισβήτητη τεράστια αξία και σημασία των πληροφοριών και της ασφάλειας για την επιτυχή διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων επιτάσσει και τον με άμεση προτεραιότητα εξοπλισμό των ΕΔ και των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών γενικά με σύγχρονα υψηλής τεχνολογίας τεχνικά μέσα κάθε κατηγορίας και παντός είδους (επίγεια, θαλάσσια, εναέρια, διαστημικά, ηλεκτρομαγνητικά, οπτικοηχητικά κλπ). Η στη σύγχρονη εποχή ανάγκη ετοιμότητας αντιμετώπισης και απειλών τρομοκρατίας η οποία μπορεί να ξεπεράσει τα όποια όρια τρομοκράτησης και να προκαλέσει ανθρώπινες απώλειες και υλικές καταστροφές σε έκταση που να έχει άμεση δυσμενή επίπτωση στην αμυντική προσπάθεια προσδίδει στα μέσα συλλογής- επεξεργασίας πληροφοριών ιδιαίτερα σημαντική αξία.
Σε ότι αφορά την ασφάλεια, οι τεράστιες καταστροφικές δυνατότητες των αντιπάλων στο σύνολο του επιχειρησιακού περιβάλλοντος, πέραν από τα όποια ενεργητικά μέτρα (καταστροφή των εχθρικών μέσων, αντιαεροπορική- αντιπυραυλική κάλυψη, ετοιμότητα αντίδρασης σε επιδρομές και άλλα) απαιτούν την υλοποίηση ενός εκτεταμένου και πλήρους συστήματος ασφάλειας, προστασίας και παραπλάνησης. Η απόκτηση των μέσων για την εφαρμογή του σχεδίου αυτού πρέπει να αποτελέσει μέρος του γενικότερου εξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων.
-Οι άριστες πολλαπλές αξιόπιστες σύγχρονες επικοινωνίες. Οι επικοινωνίες που πάντα αποτελούσαν το νευρικό σύστημα της πολεμικής ισχύος έχουν αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη αξία και σπουδαιότητα στον ταχύτατα εξελισσόμενο σύγχρονο πόλεμο και καταστεί οι φορείς λειτουργίας των οπλικών συστημάτων. Τα δεδομένα αυτά είναι που καθιστούν απόλυτα αναγκαίο και οι ελληνικές ΕΔ να αποκτήσουν ένα ολοκληρωμένο και πλήρες σύστημα επικοινωνιών. Αυτό που αποκαλείται Σύστημα των Συστημάτων Διοίκησης, Ελέγχου, Επικοινωνιών, Υπολογιστών, Πληροφοριών, Κατόπτευσης και Αναγνώρισης (Command, Control, Communications, Computer, Intelligence, Surveillance and Reconnaissance (C4ISR) System of Systems), με το οποίο συνδυάζεται η ισχύς των επί μέρους στοιχείων των ΕΔ και ως σύνολο αυτή κατευθύνεται για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού.
Άμεσα συνδεδεμένος με τις άριστες επικοινωνίες είναι ο εξοπλισμός προστασίας κατά του Ηλεκτρονικού Πολέμου και του Κυβερνοπολέμου και διεξαγωγής με επιτυχία αυτών των ειδικών μορφών Πολέμων για την υποβάθμιση της ισχύος του αντιπάλου όπως και την παραπλάνηση αυτού. Η δυνατότητα διεξαγωγής των Πολέμων αυτών και σε περιόδους έντασης των διακρατικών σχέσεων και ακόμη ειρήνης καθιστά επιτακτική και από την Ελλάδα με άμεση προτεραιότητα και ανεξάρτητα από τους άλλους εξοπλισμούς απόκτηση των ανάλογων δυνατοτήτων σε μέσα και εξειδικευμένο προσωπικό.
Κανένα Οικονομικό Κόστος δεν Συγκρίνεται με τα Οφέλη.
Αυτοί είναι βασικά οι εξοπλισμοί που απαιτούνται για τις ελληνικές ΕΔ ώστε αυτές να καταστούν αξιόμαχες και να εκτελέσουν επιτυχώς την αποστολή τους, χωρίς να διαθέτουν ούτε να επιδοθούν στη δημιουργία ισορροπίας και ακόμη υπεροχής σε όγκο στρατευμάτων έναντι των αντιπάλων τους. Όχι ότι οι αντίπαλοι αγνοούν την αξία της ποιοτικής υπεροχής και δεν θα προσπαθούν συνεχώς να την έχουν, αλλά στη σύγχρονη εποχή της συνεχούς και αλματώδους πολύμορφης τεχνολογικής εξέλιξης των πολεμικών μέσων, η οποία και δημιουργεί τη διαφορά στην απόδοση αυτών, δίνει τη δυνατότητα και στην Ελλάδα να επιδιώξει την αύξηση και την υπεροχή της ισχύος της δια της ποιότητας αντί της ποσότητας.
Τη δυνατότητα αυτή είναι κατ' ανάγκην υποχρεωμένη να αξιοποιήσει η Ελλάδα καταβάλλουσα φυσικά και το ανάλογο οικονομικό κόστος το οποίο οπωσδήποτε είναι υψηλό και καλά θα ήταν να αποφύγει να το καταβάλλει, διαθέτουσα τους πόρους της για την οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του λαού. Η επιλογή όμως δεν πρέπει να εξαρτάται από το τι είναι περισσότερο ή λιγότερο επιθυμητό ή όχι αλλά από το τι είναι περισσότερο ή λιγότερο αναγκαίο και επωφελές.
Με δεδομένο ότι η εθνική άμυνα και ασφάλεια αποτελεί προϋπόθεση για την όποια εν γένει ανάπτυξη της χώρας και την ευημερία του λαού και αυτή δεν μπορεί να αφήνεται στην τύχη αλλά να βασίζεται στην πολεμική ισχύ, δίλημμα για τη διάθεση των αναγκαίων πόρων για την αποτελεσματική θωράκιση της χώρας δεν μπορεί και δεν πρέπει να τίθεται. Ιδιαίτερα τέτοιο δίλημμα δεν μπορεί να υπάρχει όταν η Ελλάδα υποβάλλεται ήδη σε μεγάλες δαπάνες για την δημιουργία πολεμικής ισχύος. Ισχύος όμως η οποία υπολείπεται εκείνης που απαιτείται για την εξασφάλιση της εθνικής άμυνάς της, με συνέπεια η χώρα να τελεί υπό ομηρία και να αναγκάζεται όχι μόνο να υιοθετεί πολιτικές αδυναμίας αλλά και να προβαίνει σε ταπεινωτικές υποχωρήσεις._

Source : ΕΛΕΣΜΕ
              συγγραφέας κ.  Δ. Καντερές

Το αβέβαιο μέλλον της Ευρω-άμυνας ( κείμενο στα αγγλικά)

NATO 2020: Assured Security; Dynamic Engagement is the name of the report which a group of experts chaired by former American Secretary of State Madeleine Albright submitted to Mr. Rasmussen, NATO secretary general, before the Lisbon Summit took place in November 2010. It clearly underlined that NATOs New Strategic Concept should focus more on Europe and Russia. Indeed cooperation with Europe has a central place, although calling on a stronger cooperation with the EU is inappropriate since the interactions take place between the Common Security and Defense Policy (CSDP) and NATO represented by the North Atlantic Council (NAC).

However, it is well known that these two institutions have been facing difficulties for a long time.

The Lisbon Summit was supposed to clarify the destiny of the NATO-CSDP cooperation, but right before the beginning of the talks, EU members still had unresolved issues, and were far from having a common position. Regarding nuclear dissuasion, Berlin and Paris proved to have two completely diverging points of view. Guido Westerwelle, the German Foreign Affairs Minister took literally the Obama speech about a world free from nuclear weapons, while Paris simply cannot imagine of giving up one of the few assets it still has.

While Germany suggested that the anti-missile shield should  be considered as a substitute for the nuclear deterrent, thus paving the way for a complete nuclear disarmament in Europe, France stated clearly that the shield had to be just a backup and not a replacement, and that the Alliance had to remain a nuclear one.
The two countries eventually reached a compromise though it looked more like a truce.

Apart from these little skirmishes between European capitals, analysts say the problem is Turkish. Indeed, the enmity between Cyprus and Turkey keeps blocking the EU and NATO from effectively cooperating. The asymmetry is caused by the fact that Turkey is a NATO but not an EU member, while Cyprus is in the EU but it is not part of the Alliance nor did it join NATOs Partnership for Peace, which is one of the conditions for non- NATO members for having access to classified information. As a result of their mutual blockade, a lot of security-related topics cannot be discussed on an official level. This dispute was also used as an excuse by France who did not want the US to sneak its way into European business. But after Sarkozys decision to rejoin NATOs integrated military command structure, France does not represent a problem anymore.

Therefore is the gridlock to be ascribed just to Turkey? What is really preventing the EU-NATO cooperation from effectively working?

The question we should be asking is whether the EU really wants its own European defense. The 27 head of states should at least agree on the meaning of the CSDP and in particular on the meaning of the D letter before pretending to speak with a single, or even a few voices. For instance, about security and defense matters, no one exactly knows who the right person to talk to is: Mr. Van Rompuy who represents member countries or Jos Manuel Barroso who leads the European Commission? Or one of the 27 national capitals which of course have their own say in this? Or, last but not least, the newly elected EU High Representative for Foreign Affairs and Security, Lady Ashton?

When it comes to taking decisions about foreign policy or defense and security, the so called Union dissolves in a matter of seconds.

Indeed, fragmentation of defense structures in Europe can be found at all levels.  First of all, in the treaties.

Since December 2009, the Treaty of Lisbon (art. 346) protects member States weapons production and trade from competition rules of the common European market. The article states:

The provisions of this Treaty shall not preclude the application of the following rules:
(b) any Member State may take such measures as it considers necessary for the protection of the essential interests of its security which are connected with the production of or trade in arms, munitions and war material; such measures shall not adversely affect the conditions of competition in the common market regarding products which are not intended for specifically military purposes.

It basically implies that the EU can say or do nothing about countries choices on defense and security policies.

Even if in 1958 an exhaustive list defining all the exceptional cases that had to limit the use of art. 346 was adopted, this list was never published and the member States kept extensively applying the article to protect defense markets from complying with the EU common market laws. 

As a result of this individualistic approach, the Commission says, EU states have created a fragmented market, a duplication of military programs and obviously a difficulty in coming up with funds.

As the New York Times pointed out, since each state has a sovereign right to equip its military in order to protect "the essential interests of its security, European countries prefer retaining 21 different naval shipyards, or having 89 different weapons programs, while the U.S. with a defense budget that is more than twice the size of the EUs, has only 27.

Of course the EU is not a military alliance and it is not meant to be one. But the Union already proved once to be unable to halt the progression of the conflict in the Balkan region and to maintain peace in its own backyard. That is why it is time for the Union to find its own defense autonomy and stop being considered the economic extension of NATO or for the CSDP to be just one of the pillars of the Alliance. Kosovo must be the exception, not the rule.

This does not mean that the two institutions should not cooperate, on the contrary their cooperation should be improved, but on three conditions:
NATO has to remain essentially a regional military alliance and has to stop considering the CSDP as its subordinate, and try to find the way for an equal partnership instead;

The European Union has to decide to what extent defense and security matters can be unified, and to what extent 27 members can actually think as ONE;
The two have to overcome the mutual distrust and the open competition in gaining the members funds.

I must admit, this is easier said than done.

Source : Journal of Turkish Weekly

                  by  Giulia Torresin